η σεπτή μητέρα αφού αποχαιρέτησε
τις τρεις χάριτες μπροστά στην πύλη και τις είδε να χάνονται μέσα στη νύχτα
τρικλίζοντας, τρικλίζοντας κι αυτή κατέρρευσε σε καρέκλα καφενείου και
παράγγειλε μπύρες βουτηγμένη στη θλίψη και τις νεανικές της μνήμες, αναπολούσα
κατέβαζε γουλιά γουλιά το φαρμάκι που τόσο γενναιόδωρα της πρόσφερε τυχών
πυροσβέστης ονόματι κώστας 29 ετών και νταγλαράς. μπύρες φιξ θεέ μου μ’ έναν
κύριο πυροσβέστη διατεθειμένο να σβήσει τη φλόγα της κουβαλώντας την με
μετοσακό ζούνταπ στη σκοτεινή παραλία της κορίνθου λίγο πιο έξω με κύματα
αφρισμένα κι αόρατα ευτυχώς να γλύφουν το γυμνό της μηρό λίγο πιο κάτω απ’ την
καλτσοδέτα με την είσπραξη της ημέρας.
ο βάνδαλος πυροσβέστης την
εβίασε λοιπόν πλάι στο κύμα.
ακολούθως την συνόδεψε μέχρι την
άκρη της πόλης τής έδειξε το δρόμο του σιδηροδρομικού σταθμού καβάλησε το
ζούνταπ και ανεχώρησε ωσάν νυχτοπούλι στην πυροσβεστική του φωλεά να κοιμηθεί.
η σεπτή μητέρα, βιασμένη πια
κανονικά και πολύ μεθυσμένη προχώρησε δυο τρία βήματα στο φωτισμένο δρόμο
φέρνοντας μηχανικά το χέρι της στην καλτσοδέτα που μάλλον την αισθανόταν
κομματάκι πιο χαλαρή από πριν.
ναι ναι ήταν γεγονός!
ο απαίσιος βιαστής τής είχε
κλέψει το πορτοφόλι!
ο νταγλαράς πυροσβέστης άφαντος
μέσα στη νύχτα…
μαρμάρωσε κάτω απ’ τα λαμπιόνια
του δήμου σκεφτική, ο ευεργετικός βιασμός τής παραλίας παρότρυνε το σαλεμένο
της μυαλό να γυρίσει στο μέρος του βιασμού και μπουσουλώντας να ψάξει πρώτα να
βρει το πορτοφόλι στα τυφλά και με τις παλάμες να μουτζώνουν την άμμο κι ύστερα
να ψάξει την πυροσβεστική φωλεά για να πείσει με καλό ή κακό τρόπο τον εραστή
της να της επιστρέψει χρήμα και ταυτότητα.
είμαι λοιπόν χωρίς ταυτότητα!
ανεφώνησε ενδόμυχα.
αναλογιζόμενη το τραγικό συμβάν
μόνη μέσα στη νύχτα σε ξένη πόλη δίχως ταυτότητα και χρήμα αισθάνθηκε μια
μοναξιά και μια παγωνιά να τυλίγουν ύπουλα τη φτωχή της καρδιά.
γύρισε στην παραλία κι έψαξε
παντού. ματαίως όμως. βρήκε ξυλαράκια κοχύλια προφυλακτικά πρωτόζωα μεθυσμένα
αμφίβια σπασμένα γυαλιά παληά παπούτσια σκουριασμένα καρφιά ένα μανταλάκι
ξεχαρβαλωμένο την τιμή της – βρήκε τα πάντα εκτός απ’ αυτό που την ενδιέφερε.
πλανήθηκε γεμάτη μίσος σ’ όλη
την έκταση της παραλίας ψάχνοντας. κι η αγαθή της καρδιά επέμενε μόνο και μόνο
για να μην αμαυρώσει την άσπιλη όπως ήθελε υπόληψη του αγαπημένου της
πυροσβέστη.
στο τέλος σκέφτηκε: σιχτίρ! πόσα
τετραγωνικά είμαι και ψάχνω όλη την παραλία;
σίγουρη πια για το εμβαδόν της
ξαναπήρε το δρόμο του γυρισμού. πλανήθηκε πολύ μέσα στην πόλη ψάχνοντας την
πυροσβεστική φωλεά. ματαίως.
ΠΟΔΗΛΑΤΗΣ ΕΡΧΟΜΕΝΟΣ ΑΡΓΑ.
«συγνώμην» λέει με έντονα γαλλική προφορά η μητέρα. κι ευθύς αμέσως
αντιλαμβάνεται πως η ερώτησή της θ’ απευθυνθεί σε μουστακοφόρο μελαχροινό
αναβάτη. «η πυροσβεστική παρακαλώ;» το βλέμμα της μεταξύ ερώτησης και πρότασης.
«καίγομαι» συμπλήρωσε χαμηλόφωνα. ο νυχτερινός αναβάτης ξεπέζεψε και
ευγενέστατα αποκρίθηκε στην αλλόκοτη ερώτηση.
η μητέρα τον ευχαρίστησε
δίνοντάς του νοερά υποσχέσεις για ακατανόμαστα όργια και βάλθηκε να βρει την
κατεύθυνσή της γιατί όσην ώρα ο ποδηλάτης ανέφερε δρόμους στενά και τετράγωνα ο
νους της και το βλέμμα περιφερόταν στα άλκιμα μέλη και σε κάτι σκοτεινά μάτια…
συναντώντας το τσεκούρι της
πυροσβεστικής κοντοστάθηκε.
αναλογίστηκε βιαστικά τις
συνέπειες και το καλό της όνομα. «σιχτίρ! θα μπω! δε γίνεται να μείνω ανώνυμη
κι άφραγκη!»
χτύπησε ελαφρά το τζάμι της
εισόδου. καμιά απάντηση. χτύπησε δυνατότερα. το τζάμι έσπασε.
«ποιος είστε και τι θέλετε;»
ΦΩΝΗ ΚΥΡΙΟΥ πυροσβέστου θαλαμοφύλακα σαράντα περίπου ετών.
χτυπώντας νευρικά το τακούνι στο
κράσπεδο ηκούσθη η μητέρα κραυγάζουσα:
«τον κώστα με το ζούνταπ!»
«γιατί;» ο νυσταγμένος
σαραντάχρονος πυροσβέστης.
«με πήγε στην παραλία με βίασε
και μετά μου ’κλεψε το πορτοφόλι!»
ένας γδούπος ακούστηκε. ο
σαραντάχρονος πυροσβέστης είχε πέσει ξερός! η εντυπωσιακή εμφάνιση και η βραχνή
φωνή της μητέρας που θύμιζε καραγωγέα κείνη την ώρα τον έρριξαν μισολιπόθυμο
στην καρέκλα του!...
«ανοίξτε μου να μπω να καθήσω
και γω κάπου και θα σας τα πω όλα» συνέχισε απτόητη η μεθυσμένη μητέρα
αναλογιζόμενη ταυτόχρονα πως η ορθοστασία μάλλον έκανε κακό στη φλεβίτιδά της.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ:
ο νταγλαράς πυροσβέστης κώστας
προσεφέρθη να πάει να ψάξει (αμ δε που θα πήγαινε να ψάξει! το πορτοφόλι θα
πήγαινε ν’ αφήσει και να το φέρει πίσω σαν ανακαλυφθέν!)
η καρδιά όμως μιας μητέρας
κακίες δε γνωρίζει.
ο κύριος κώστας γύρισε –με το
πορτοφόλι φυσικά– και ακολούθως παρηγγέλθησαν μπύραι.
ο σαραντάχρονος πυροσβέστης
επέμεινε πως κάτι τέτοια γεγονότα σφυρηλατούν τις μεγάλες φιλίες κι απαίτησε
από τον κύριο κώστα ν’ ανταλλάξει τηλέφωνα με την μητέρα. πράγμα που έγινε.
ακολούθως (πάντα με το μοτοσακό
για να υποδηλώνει το λαϊκό δράμα) συνόδεψε τη μεθυσμένη και με ταυτότητα μητέρα
στο σταθμό.
ήτανε 5 πμ σε όλα τα ρολόγια!...
Το κείμενο του Χρήστου Λεττονού Η Μεθυσμένη Μητέρα (απόσπασμα)
μεταφέρθηκε ολόκληρο από το τεύχος 2, περίοδος Β, του περιοδικού αμφί (Ιούνιος - Ιούλιος - Αύγουστος
1979). Εδώ κάτι ακόμη http://diskoryxeion.blogspot.gr/2010/07/blog-post_26.html...
Χρήστος Λεττονος άλλος ενας παραγνωρισμένος τραγουδοποιός που μας αφησε τα υπέροχα « Στρατιωτικά» .Φώντα αν θυμάμαι καλά είχες κατι είχες γράψει πριν απο 3-4 χρόνια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιώργος Μα
Και ποιητής, και ζωγράφος, και ηθοποιός, και λογοτέχνης… Στα «Στρατιωτικά» αναφέρεται το link στο τέλος της ανάρτησης.
Διαγραφήhttp://www.youtube.com/watch?v=nB2JsX1NQzA
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραίο τραγούδι. Συνθετικώς θυμίζει τα «Σκουριασμένα Χείλια» (1981). Σαν να μην χώρεσε εκεί…
Διαγραφή