Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

BUSELLI-WALLARAB JAZZ ORCHESTRA

Ο David Nathaniel Baker Jr. (1931 – 26/3/2016) ή απλώς David Baker υπήρξε ένας από τους διασημότερους αμερικανούς τζαζ δασκάλους τον τελευταίο μισόν αιώνα. Και μουσικός υπήρξε φυσικά (και μάλιστα διακεκριμένος τρομπονίστας και αργότερα τσελίστας) «κομμάτι» της σκηνής της Ινδιανάπολης, αλλά βασικά υπήρξε δάσκαλος και συνθέτης. Από τα χέρια του πέρασε κόσμος και κοσμάκης (η wiki μεταξύ των μαθητών του αναφέρει τους Michael Brecker, Randy Brecker, Peter Erskine, Jim Beard, Chris Botti, Jeff Hamilton και Jamey Aebersold), με το έργο του ν’ αποτελεί διαχρονικό «ανοιχτό τετράδιο» για παλαιούς και νέους jazzmen.
Πριν μερικά χρόνια μια big μπάντα που συνέστησαν παλαιοί συνεργάτες και μαθητές τού David Baker, και βασικά ο τρομπετίστας Mark Buselli και ο διευθυντής της ορχήστρας (εδώ) Brent Wallarab (ο λόγος για την Buselli-Wallarab Jazz Orchestra), τύπωσε ένα άλμπουμ διασκευάζοντας συνθέσεις του (το “Basically Baker”), γεγονός το οποίον έχει τώρα την πρέπουσα συνέχεια με τον δεύτερο τόμο, τοBasically Baker Vol.2”, ένα 2CD που κυκλοφορεί από την Patois Records. Στο team, επίσης, μουσικοί που «μεγάλωσαν δίπλα στον Baker, και βεβαίως σε πρώτο πλάνο οι δικές του συνθέσεις.
Μεγαλωμένος καλλιτεχνικά με τις (θεωρητικές) αρχές τού George Russell (συνεργάστηκαν μάλιστα και στο περίφημο “Ezz-thetics” το 1961), ο Baker θα αναπτύξει στη διαδρομή τις δικές του απόψεις για έναν συνολικό τζαζ ήχο, που να άρχεται από το swing φυσικά, αλλά που να διαμορφώνεται συγχρόνως μέσα σ’ ένα σύγχρονο, σημερινό πλαίσιο. Αυτές τις διδαχές ακολουθούν και οι συνεργάτες του, εδώ στον δεύτερο τόμο, προτείνοντας μια σειρά συνθέσεων που διακρίνονται για την ενορχηστρωτική καθαρότητά τους, τα μετρημένα αλλά απολύτως δημιουργικά παιξίματα, τις «παράξενες» αβαντιγκαρντίστικες παρεκκλίσεις, τις μη προφανείς εναλλαγές (που πιθανώς να υποδηλώνουν κι ένα είδος παιγνιδιού), τις σοφιστικέ μελωδικές γραμμές, που δεν είναι ό,τι πιο εύκολο να αποκρυπτογραφήσεις, τα επάλληλα ρυθμικά στοιχεία, που δηλώνουν πίστη στο «εσωτερικό» των κομματιών, με την ύφανση απολύτως συμπαγών γραμμών (“Walts barbershop”).
Άψογη η παραγωγή, το packaging και το όλο στήσιμο της Patois.

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΚΑΙ ΟΛΟΥΣ!

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΕΦ ο άνθρωπος που έμαθε την Ελλάδα να χορεύει ροκ εντ ρολ

Πέθανε ανήμερα τα Χριστούγεννα, αλλά ανακοινώθηκε χθες ο ηθοποιός και τραγουδιστής Θέοδωρος Δημήτριεφ. Ο Δημήτριεφ ήταν γεννημένος το 1929 (ήταν δηλαδή 87 ετών) και είχε μακριά καριέρα τόσο στο θέατρο, όσο στον κινηματογράφο και την τηλεόραση.
Το βιογραφικό του είναι πλούσιο, όπως φαίνεται και από το σχετικό λήμμα της Wiki, όμως υπάρχουν δύο tips σ’ αυτό, που είναι αρκετά ώστε να περάσει το όνομα τού Δημήτριεφ στην Ιστορία με χρυσά γράμματα.
Ο Θέοδωρος Δημήτριεφ ήταν ο πολιτικός μηχανικός Τάκης Ζέριγκας στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Η Θεία από το Σικάγο» (1957). Ήταν ο άνθρωπος που έφαγε την πρώτη κανατιά της Βασιλειάδου στα πόδια, εκείνος δηλαδή που γνωρίστηκε, χόρεψε και παντρεύτηκε με την ανιψιά της (στην ταινία πάντα), την Γκέλυ Μαυροπούλου.
Το 1957 το ροκ εντ ρολ έχει έρθει φυσικά στην Ελλάδα, έχει ξεσηκώσει το πρώτο κύμα της νεολαίας και ο ελληνικός κινηματογράφος όφειλε να στηρίξει τον νέο (αμερικάνικο) χορό και τα νέα ήθη.
Η ταινία «Η Θεία από το Σικάγο» υπήρξε κομβική σ’ αυτόν τον τομέα. Γιατί, ως ελληνική ταινία, και ως επιτυχημένη ελληνική ταινία, την είδαν τότε όλοι οι Έλληνες (και οι Ελληνίδες).
Είδαν δηλαδή των ωραίο ροκεντρολά Θεόδωρο Δημήτριεφ να χορεύει το ανατρεπτικό ροκ εντ ρολ (του Τάκη Μωράκη;!) με την ντάμα του, μπρος στα εμβρόντητα μάτια τού ηλικιωμένου πατέρα (Ορέστης Μακρής) και της περιχαρούς μαμάς (Ελένη Ζαφειρίου), που έκανε τα «στραβά μάτια» για να παντρέψει το κορίτσι της, γουστάροντας κιόλας!

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ "ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ" ΤΗΣ ΚΟΥΝΕΒΑ

Τελικά η δημοσιοποίηση του «πόθεν έσχες» των βουλευτών, στην Ελλάδα, κάνει κακό. Και ρίχνει στάχτη στα μάτια του κόσμου. Ότι έχουμε τάχα διαφάνεια, ότι λειτουργούν οι θεσμοί και τρίχες κατσαρές… Τίποτα δε λειτουργεί. Όλα είναι μπουρδέλο. Γιατί αν λειτουργούσαν σωστά τα πράγματα δεν θα υπήρχε ουσιαστικός λόγος για τη δημοσιοποίηση τού «πόθεν έσχες». Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί, εννοώ, θα έκαναν σωστά τη δουλειά τους κι αν έπρεπε να μάθουμε κάτι, σώνει και καλά, αυτό θα έπρεπε να ήταν το «πρόβλημα» και μόνο το «πρόβλημα». Όχι το ό,τι να ’ναι. Τώρα σκορποχώρι. Βρήκαμε μαλλί να ξάνουμε…
Βγαίνει ο κάθε σκουπιδογράφος, που κάνει βρώμικη σπέκουλα (και δεν μιλάω, εδώ, για τον απλό κόσμο) και αρχίζει να γκαρίζει... Πού βρήκε το χωράφι ο ένας, πού βρήκε το διαμέρισμα ο άλλος, πού βρήκε τα φράγκα ο παράλλος. Ε, κάπου τα βρήκε ρε. Δουλειά δικιά μας είναι να ψάξουμε το πού τα βρήκε; Άλλων είναι δουλειά. Και αν εκείνη η δουλειά (και του «πόθεν» και του «έσχες») γινόταν σωστά και όχι υπό το φως των προβολέων, και όχι μόνο για τους βουλευτές, για τους πάντες, θα είχαν λυθεί προ πολλού πολλά προβλήματα. Όχι όλα. Αλλά, τέλος πάντων, πολλά…
Τώρα, το μόνο που κάνουμε είναι να μασουλάμε «διαφάνεια» και να φτύνουμε ανέξοδα επί δικαίων και αδίκων…

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΕΦ (1929-2016)

Πέθανε ο… Τάκης Ζέριγκας (κατά κόσμον Θεόδωρος Δημήτριεφ). Είναι ο άνθρωπος που έδειξε από οθόνης στους Έλληνες και τις Ελληνίδες πώς χορεύεται το ροκ εντ ρολ, ήδη από το 1957. Εντάξει. Μπορεί να το είχαν δει κάποιοι και από τις ξένες ταινίες, αλλά από τον Δημήτριεφ και την Γκέλυ Μαυροπούλου το είδαν όλοι. «Η Θεία από το Σικάγο» γαρ…
Τώρα, το ότι τραγούδησε και στο «Άξιον Εστί» ο Δημήτριεφ είναι μια… πολλαπλή λεπτομέρεια!

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΜΑ πανέμορφα εξώφυλλα από τα early sixties

Η εβδομαδιαία εικονογραφημένη επιθεώρηση «Φαντασία και Αίσθημα» κυκλοφορούσε από το 1959 έως και το 1964. Μέσα σ’ αυτά τα έξι χρόνια πρέπει να τυπώθηκαν 308 τεύχη –κάτι που δεν το λέω με απόλυτη βεβαιότητα, αλλά με αρκετή– πολλά εκ των οποίων είναι σήμερα άφαντα από τα γιουσουρούμ και τα παλαιοβιβλιοπωλεία.
Το περιοδικό ασχολιόταν φυσικά με τα ελληνικά και ξένα καλλιτεχνικά (του προσκηνίου και του παρασκηνίου), ενώ φιλοξενούσε ακόμη διηγήματα διαφόρων ειδών, φωτορομάντζα (τους «Ζαβολιάρηδες» του μεγάλου σκηνοθέτη Μαρσέλ Καρνέ, που ως ταινία φαίνεται πως είχε επηρεάσει τον Δαλιανίδη στον «Κατήφορο»), γελοιογραφίες και άλλα διάφορα. Ήταν ένα λαϊκό περιοδικό δηλαδή.
Διευθυντής στο «Φαντασία και Αίσθημα» ήταν ο Νίκος Μόσχος – ένα όχι τυχαίο πρόσωπο. Γεννημένος το 1912, ο Μόσχος υπήρξε ένας από τους πιο αναγνωρισμένους pulp μυθιστοριογράφους της εποχής του (δεκαετία του ’50), τυπώνοντας βιβλία που διαβάστηκαν από τα λαϊκά στρώματα.
Μερικοί τίτλοι: «Βαρυχειμωνιά… κι άλλα διηγήματα» [Μορφωτική Εταιρεία, 1952], «Στη σκιά της Ακρόπολης» [Μέλισσα, 1954], «Χαρούμενη Στράτα» [Μέλισσα, 195;]…, αν και το πιο γνωστό βιβλίο του είναι μάλλον η μυθιστορηματική βιογραφία του «Π. Καρατζάς ο αγνοημένος Παλαιών Πατρών ο τιμημένος», που είχε πρωτοβγεί στη Μέλισσα το ’61 και για τρίτη φορά στον Κέδρο, το 1978. Ο Μόσχος υπήρξε επίσης δεινός μεταφραστής αστυνομικών ιστοριών, που τυπώνονταν για τις εκδόσεις Kabanas Hellas στις αρχές του ’70.
Αν κάτι εντυπωσιάζει, τώρα, σ’ αυτό το παλιό περιοδικό είναι τα χρώματα των εξωφύλλων του, που είναι καταπληκτικά και αγέραστα. Δεν ξέρω αν «έφταιγε» το χαρτί αυτό καθ’ αυτό, που είχε τους σωστούς πόρους ώστε να ρουφάει το χρώμα, δίνοντάς του μια «ζέστη» μέσα στα χρόνια, ή ήταν οι τυπογραφικές μέθοδοι της εποχής, εκείνο που ξέρω είναι πως το glossy κατέστρεψε, εν πολλοίς, αυτή τη σπάνια υφή.
Στα εξώφυλλα από το «Φαντασία και Αίσθημα», που θα δείτε στη συνέχεια εικονίζονται πασίγνωστοι πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες των αρχών του ’60. 

Η συνέχεια εδώ… 
http://www.lifo.gr/articles/retronaut_articles/127154

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

THE WIRE ένα περιοδικό που μ’ έφτιαξε σαν ακροατή στα mid 80s και που τώρα πια δεν μ’ ενδιαφέρει

Πρέπει να ήταν αρχές του 1986 όταν έπεσαν για πρώτη φορά στα χέρια μου τεύχη του περιοδικού The Wire. Μου τα είχε δώσει φίλος, που είχε μάθει το περιοδικό στην Αγγλία και που, μάλλον, είχε γίνει εκείνη την εποχή συνδρομητής. Φυσικά, από την Ελλάδα, δεν ήταν εύκολο να συμβεί κάτι τέτοιο (να γίνεις συνδρομητής σε αγγλικό περιοδικό), καθώς τα πράγματα με τις τράπεζες ήταν τότε πολύ δύσκολα. Ή θα έπρεπε να βγάλεις κάποιο ποσό «έξω» λαθραία (μέσα σε γράμμα π.χ.) ή θα έπρεπε να περιμένεις με καθυστέρηση στα περίπτερα (αν και νομίζω πως στα mid-80s το Wire δεν ερχόταν στην Ελλάδα). Τέλος πάντων ο φίλος είχε ξεφορτωθεί κάποια τζαζ τεύχη τού Wire, που του φαίνονταν προφανώς βαρετά.
The Wire #6 spring 1984
Δεν ξέρω τη θεματολογία κάθε τεύχους του Wire εκείνης της περιόδου (και βαριέμαι τώρα να το ψάξω στο net), όμως εκείνα τα περιοδικά αποδείχτηκαν πολύ καθοριστικά για τα μουσικά γούστα μου στην πορεία, καθώς από ’κει και κάτω άρχισα ν’ ακούω jazz πιο συστηματικά.
Μέχρι τότε jazz για μένα ήταν οι Soft Machine και ο Frank Zappa (του “The Grand Wazoo” π.χ.), το jazz-rock του John McLaughlin και του Larry Coryell ή κάτι progressive fusion γκρουπ σαν τους Gong του “Gazeuse!” ας πούμε. Δεν είχα στα mid-80s, ως 20χρονος να πούμε, ουδεμία ουσιαστική επαφή με John Coltrane, Sonny Rollins, Albert Ayler και τέτοια πράγματα. Άκουγα, όμως, όποτε μου δινόταν ευκαιρία από το ραδιόφωνο. Δεν αγόραζα δίσκους όμως…
Με το Wire άρχισα να ξανοίγομαι. Άρχισα να διαβάζω δηλαδή, πράγμα που το κρίνω πάντα απαραίτητο (και σε σχέση με τη μουσική) και συνεπώς να αναζητώ τις ανάλογες ηχογραφήσεις.
Ποια ήταν εκείνα τα τεύχη;
To “4” από το καλοκαίρι του ’83, με φοβερή τζαζ ύλη. Joe Harriott (χρόνια αργότερα θα έγραφα ένα κείμενο στο Jazz & Τζαζ, έχοντας εκείνο το Wire σαν μια πηγή), George Russell, Blue Note, Urban Sax (και για τους Urban Sax θα έγραφα αργότερα στο Jazz & Tζαζ), Don Cherry (από ’κει έπαθα) κ.λπ.
Το “6” από την άνοιξη του ’84, με Sun Ra(!), Fred Frith (αυτόν τον ήξερα, είχα ηχογραφήσεις του δηλαδή), Lester Young κ.λπ.
Το “8” από τον Οκτώβριο του ’84 με Miles Davis (τότε στα mid-80s αγόρασα το “Bitches Brew”), Dollar Brand, Count Basie, John Coltrane (“A Love Supreme”) κ.λπ.
Το “11” από το Γενάρη του ’85 με Wayne Shorter, Eric Dolphy κ.λπ. και τέλος… το “22” από τον Δεκέμβρη του ’85 με το μεγάλο αφιέρωμα στον John Coltrane.
The Wire #4 summer 1983
Το Wire θέλω να πω ήταν, τότε, ένα τζαζ περιοδικό. Ένα περιοδικό μέσα στο οποίο θα μπορούσες να διαβάσεις θέματα για τα οποία δεν έγραφαν, τότε, τα περιοδικά στην Ελλάδα –κι αν έγραφαν… αντέγραφαν όπως-όπως, δεν υπήρχε δηλαδή η πρωτογενής πληροφορία– και ακόμη να ενημερωθείς για θέματα που περιτριγύριζαν το avant-rock και που μπορεί να αφορούσαν τους καλλιτέχνες του R.I.O., τους AMM κ.ά. ή ακόμη να πληροφορηθείς και για το blues, που πάντα μ’ ενδιέφερε (το blues των μικρών ανεξάρτητων labels κ.λπ.).
Το Wire στην πορεία άλλαξε – όπως συμβαίνει με κάθε ζωντανό οργανισμό. Δεν υπήρξα ποτέ συνδρομητής του, αλλά ανά περιόδους το αγόραζα (και για να διαβάζω τις επιφυλλίδες του David Toop και άλλα διάφορα). Έχω τεύχη του από τα early 90s, από τα late 90s από τα early 00s και κάποια σκόρπια από ’δω κι από ’κει, ενώ το τελευταίο τεύχος του που αγόρασα ήταν το #230 από τον Αύγουστο του ’11 (το είχα πάρει στην Κέρκυρα, στις διακοπές).
Δεν με ικανοποιεί πια το Wire. Έχει γίνει πολύ εξεζητημένο για τα δικά μου γούστα, γράφει για μουσικές που δεν μ’ ενδιαφέρουν τόσο ή καθόλου (ακραία «πειραματικά», σύγχρονα χιπχοπάδικα, διάφορα μαυρέικα κ.λπ. που δεν τα κατανοώ) και γενικώς προβάλλει έναν εστετισμό, που εμένα μ’ ενοχλεί.
Όταν το πρωτοδιάβασα ήταν ένα απλό, λαϊκό περιοδικό και έτσι θα ήθελα να ξαναγίνει, αλλά είναι μάλλον δύσκολο…

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016

SHE TAMES CHAOS το νέο συγκρότημα/ άλμπουμ της Εύης Χασαπίδου-Watson

Καινούριο συγκρότημα είναι οι She Tames Chaos ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, οι She Tames Chaos είναι το καινούριο συγκρότημα της Εύης Χασαπίδου-Watson (της παλαιάς τραγουδίστριας των No Mans Land, των Echo Tattoo κ.λπ.). Η Χασαπίδου κάνει από καιρού εις καιρόν τις εμφανίσεις της στη δισκογραφία, αλλά εδώ, στην περίπτωση του Oh Fair Father Where Art Thou?” [G.O.D. Records, 2016], έχουμε κάτι περισσότερο συνολικό και ολοκληρωμένο – ώστε να μπορεί να βγουν και κάποια γενικότερα συμπεράσματα.
Τα τραγούδια της Χασαπίδου είναι γερά δομημένα, δεν υπάρχει αμφιβολία γι αυτό. Ξεκινώντας από την πρώτη πλευρά θα έλεγα πως ξεχωρίζουν, αρχικώς, για την απλότητά τους. Φυσικά, πάντα θα στηρίζονται στη φωνή της, στην ωραιότερη γυναικεία ροκ φωνή που ακούστηκε ποτέ στον τόπο μας (δεν μπορώ να θυμηθώ, τώρα τουλάχιστον, πού αλλού μπορεί να εντοπίζονται το βάθος και η εκφραστικότητα τής Χασαπίδου), βεβαίως στους απλούς, κατανοητούς και καθημερινούς στίχους της, μα ακόμη, εδώ, και στην πολύ καλή μπάντα που βρίσκεται στο background, στους She Tames Chaos, δηλαδή στον Robert Sin κιθάρες, τον Διονύση Στεφανόπουλo ντραμς, τον Νίκο Καμπουρούδη μπάσο, τον Τεό Καράμπαλη πλήκτρα και τον Αλφόνσο Μιγδάνη κιθάρες.
Πάνω, λοιπόν, σε δυνατές κιθαριστικές βάσεις (όχι δυνατά κιθαριστικά παιξίματα) αναπτύσσονται τα κομμάτια (γράφονται προφανώς στις ακουστικές), τα οποία, στην πορεία γεμίζουν όχι μόνο από τη φωνή, αλλά και από το σεμνό-λειτουργικό παίξιμο του γκρουπ, καθώς και από την «βαθειά» ηχογράφηση-παραγωγή, που δίνει ένα haunted ηχόχρωμα στις συνθέσεις. Ξεχωρίζω λοιπόν από την Side A, και ως χαρακτηριστικό αν θέλετε της πλευράς, το “Toyland” (με τους γλυκούς και ανθρώπινους στίχους… “son of mine/ take me to your world/ make me smile/ like a little girl/ bending the rules/ and having my way/ but most of all living for today”) και ακόμη το “Dagger” – μαρέσει έτσι όπως εξελίσσεται από ακουστική σε ηλεκτρική μπαλάντα, που «γεμίζει» σιγά-σιγά. Γενικώς τα τραγούδια της Χασαπίδου (σχεδόν όλα είναι αποκλειστικώς δικά της) είναι μπαλάντες στη βάση τους (ας τις πούμε folk), που, στην πορεία, αποκτούν περισσότερα ηλεκτρικά χρώματα (χωρίς να γίνονται progressive ή… ψυχεδελικά).
Αυτά για την πρώτη πλευρά, καθώς στη δεύτερη το πράγμα αλλάζει.
Το “Birthday”, ας πούμε, που ανοίγει την Side B μού θύμισε στην αρχή τον τρόπο αφήγησης της μεγάλης νορβηγίδας jazz-woman Karin Krog. Βεβαίως στην πορεία το κομμάτι μεταπίπτει σε κάτι περισσότερο «ψυχεδελικό» (σίγουρα πρόκειται για το ωραιότερο τραγούδι του LP), με πολύ ωραίες και κάπως «υποχθόνιες» κιθάρες, πλήκτρα, και βεβαίως με τα φωνητικά να σκίζουν. Ισχυρά credits και στο έσχατο track το “Supernatural” (μη νομίσετε, εφτά κομμάτια έχει το άλμπουμ), που χαρακτηρίζεται από μια κάπως ελεγειακή διαδρομή, οδεύοντας προς ένα δραματικό και απότομο κρεσέντο.
Άψογη η έκδοση της G.O.D. (300 αντίτυπα) με πολύ ωραίο εξώφυλλο και ένθετο με στίχους.

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2016

GEORGE MICHAEL (1963-2016)

Με δένουν διάφορα με τα τραγούδια των Wham! και με τον George Michael, ήδη από τα καλοκαίρια των early eighties στο νησί, αλλά τώρα δεν θέλω να πιάσω την ιστορία από την αρχή, γιατί μπορεί και να με πάρουν τα κλάματα. Σοβαρά το λέω.
Ο Τζωρτζ πάνω στο γύρισμα του αιώνα έβγαλε τέλος πάντων μια δισκάρα, που λεγόταν “Songs from the Last Century” (1999). Από ’κει και ο κοινωνικός Ύμνος τής περιόδου τής Ύφεσης “Brother can you spare a dime?”, που, τώρα, τον ξανακούω με ακουστικά και με τα μάτια κλειστά… Και δεν θέλω να τ’ ανοίξω…
Ακούγοντας, λοιπόν, από το πρωί τραγούδια των Wham! και του George Michael, που προτείνουν φίλοι ή που χτυπάω με κλειστά μάτια στο YouTube σκέφτομαι, συν τοις άλλοις, πως όλοι εμείς, που έχουμε πάνω-κάτω την ηλικία του μακαρίτη, μεγαλώσαμε στα early 80s με τραγουδάρες –είχαμε αυτό το προνόμιο!– που είχαν γερές μελωδίες, καλούς στίχους και ερμηνείες από ανθρώπους με αληθινές φωνές. Ακόμη κι αν δεν αγοράζαμε Wham! το ’83, γιατί αγοράζαμε Mecano και Robert Wyatt…
Το λέω, καθώς λυπάμαι για τα σημερινά παιδιά που είναι αναγκασμένα ν’ ακούνε όλες αυτές τις χιπχοπάδικες μαλακίες που κατακλύζουν τα τοπ…
Ποιος, άραγε, απ’ αυτούς τους άχρηστους μπορεί να γράψει, σήμερα, ένα τραγούδι σαν το “Careless whisper”;

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

BILLY HART & THE WDR BIG BAND

Ο Billy Hart είναι φυσικά ο τεράστιος τζαζ ντράμερ (με τις άπειρες συνεργασίες και την εκτεταμένη δισκογραφία), η WDR Big Band είναι η εξίσου θρυλική (δυτικο)γερμανική μεγάλη τζαζ ορχήστρα, που ιδρύθηκε λίγο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στην Κολωνία και η οποία εξακολουθεί να ζει και να βασιλεύει και βεβαίως το The Broader Picture [enja/yellowbird, 2016] ένα ξεχωριστό CD, που γίνεται με συνεργασία των… δύο – του Billy Hart και της ορχήστρας. O διευθυντής τής WDR Christophe Schweizer, που είναι ο ίδιος mega-fan των μουσικών τού Hart, διάλεξε γι’ αυτό το πολύ ειδικό tribute μια σειρά συνθέσεων του τιμωμένου – επιλεγμένων από ιστορικούς δίσκους του. Πιο συγκεκριμένα τα tracks που διασκευάζονται στο “The Broader Picture” και ενορχηστρώνονται από τον Schweizer προέρχονται από τα άλμπουμ τού Billy Hart “Enchance” [Horizon Records & Tapes, 1977], “Rah” [Gramavision, 1988], “Oceans of Time” [Arabesque, 1997] και “All Our Reasons” [ECM, 2012].
Το άλμπουμ, που είναι άριστα πλαισιωμένο από το booklet ήδη –καθώς ο Schweizer αναλύει, ένα προς ένα, κάθε track του CD, αναφερόμενος στην ιστορία του και στο πώς το αντιμετωπίζει από ενορχηστρωτικής απόψεως– πυκνώνει καθώς αναπτύσσεται στο χρόνο, με τον ενορχηστρωτή και διευθυντή ορχήστρας να αναδεικνύει στη διαδρομή όλες τις ποιότητες των μουσικών του Hart (τις αλλεπάλληλες μελωδικές στρώσεις, την έξοχη αρμονική δουλειά, τη ρυθμική ποικιλία, τη φαντασία στις ενορχηστρώσεις, τις οποίες ο Schweizer επεκτείνει).
Μεγάλη συμβολή στο ακρόαμα δεν έχει μόνον ο ίδιος ο Billy Hart, που παίζει ντραμς φυσικά, ελέγχοντας το «όλον», μα ακόμη ο κιθαρίστας Paul Shigihara, που προσφέρει στα tracks ροκ-αβαντγκαρντίστικες χροιές και επίσης ο τενορίστας και μπασοκλαρινετίστας Paul Heller (που επίσης αναφέρει τον Hart ως μία από τις πιο βασικές επιρροές του).
Εξαιρετικό άλμπουμ, με μεγάλες δόσεις ηχητικής περιπέτειας.
Επαφή: www.fullyaltered.com 

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!  

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΑΘΑΣ μια παράξενη ιστορία πίσω από ένα θρυλικό τραγούδι του Ζαμπέτα, που συνδέεται με τον Νίκο Σπάνια, τον Κώστα Ταχτσή κ.ά.

Το μοναδικό βινύλιο του Γιώργου Ζαμπέτα που έχω στη δισκοθήκη μου είναι το LP «Περιπέτειες» [Olympic] από το 1972. Μπορεί να έχω και μερικά CD από περιοδικά κι εφημερίδες –αν δεν τα έχω πετάξει εν τω μεταξύ ή αν δεν τα χάρισα– ανάμεσα στα οποία, εξ όσων θυμάμαι, κι ένα σχετικό από το πάλαι ποτέ «Δίφωνο».
Θεοδόσης Άθας
Γενικά, τον Ζαμπέτα τον εκτιμώ σαν δημιουργό λαϊκών τραγουδιών όπως τον εκτιμά όλος ο κόσμος. Έχει γράψει κάμποσα αθάνατα τραγούδια, ενώ ήταν σπουδαίος μελωδιστής, οργανοπαίκτης και βεβαίως… τρελός εισαγωγέας. Οι εισαγωγές του εννοώ ήταν/είναι αχτύπητες. Ακόμη και ο δύστροπος Άκης Πάνου, που δεν έλεγε εύκολα καλή κουβέντα για άλλους, έμενε με ανοιχτό το στόμα μπροστά στις διπλοπενιές του. Ένα από τα ωραιότερα και πιο παράξενα τραγούδια του Ζαμπέτα που έτυχε ποτέ ν’ ακούσω (εγώ κι όλος ο κόσμος) είναι «Ο Τζακ» ή “Jack” ή «Τζακ Ο’ Χάρα».
Το συγκεκριμένο άσμα, που ακούγεται στις «Περιπέτειες» (ένα άλμπουμ με τραγούδια του Ζαμπέτα, τα οποία απέδιδαν ο ίδιος και η Βίκυ Μοσχολιού), είναι μια ζαμπετο-μπλουζο-καντάδα που ξεχωρίζει κυρίως λόγω στίχων – εμένα, δηλαδή, οι στίχοι με παραξένευσαν όταν άκουσα για πρώτη φορά, μικρός, το τραγούδι στα ραδιόφωνα.
Ποιος ήταν δηλαδή εκείνος που έγραφε… 

«Μια νύχτα χιόνισε πάρα πολύ
και βγήκαν οι γειτόνοι
για να φτυαρίσουν το πρωί
και βρήκαν μεσ’ στο χιόνι
της γειτονιάς το φρόκαλο
τον Τζακ Ο’ Χάρα κόκαλο»;

Η συνέχεια εδώ…

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΑΜΠΑΚΗΣ ViewPoint

Κλασικός κιθαρίστας είναι ο Γιώργος Ταμπάκης και σ’ αυτό το άλμπουμ του, που έχει τίτλο “ViewPoint” [ekfrassis productions, 2016], χειρίζεται 7χορδη κιθάρα ερμηνεύοντας ο ίδιος τις επτά συνθέσεις του (σε δύο, μάλιστα, τον συνοδεύει ο Τάκης Πατερέλης στο σοπράνο σαξόφωνο).
Ο Ταμπάκης μπορεί να έχει κλασικές σπουδές (το υποθέτω δηλαδή – πώς αλλιώς;), δίχως, όμως, να εμφανίζεται προς εμάς ως ο «τυπικός» κλασικός κιθαριστής. Του αρέσουν και ενδιαφέρεται και γι’ άλλες μουσικές, που μπορεί να σχετίζονται με την jazz ή την πρωτοπορία, και στοιχεία απ’ όλα τούτα διοχετεύονται στις συνθέσεις του. Οι δακτυλισμοί του είναι, βεβαίως, περίτεχνοι «κτίζοντας», συχνά, μια ρομαντική ατμόσφαιρα – αν και στα πιο μεγάλα σε διάρκεια κομμάτια του, όπως στο έσχατο 13λεπτο “Inter mundos”, δημιουργείται ένα παράξενο ταξιδιάρικο πλαίσιο, φέρνοντας στη μνήμη μου, κάποιες συγκεκριμένες τουλάχιστον στιγμές, τους «άλλους» κιθαρίστες και βασικά τον John Fahey (μπορεί να είναι τυχαίο). Υπέρ του, επίσης, λειτουργεί και η αντήχηση σε ορισμένα tracks, που προσφέρει στο άκουσμα μια κλασική ινδική αύρα.
Το “ViewPoint”, που εμφανίζει πλέρια στοιχεία λυρισμού, δεν υπολείπεται και σε πιο δυναμικές στιγμές, συστήνοντάς μας έναν νέο κιθαριστή με όρεξη για (ηχογραφικό) ψάξιμο.

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

CLUB D'ELF το live στο Club Helsinki είναι ο «δίσκος της χρονιάς»

Έκπληξη δισκογραφική στο τέλος της χρονιάς. Για το 2CD των Club D'Elf λέμε, ηχογραφημένο «ζωντανά» στο κλαμπ Helsinki, στο Hudson της Νέας Υόρκης, τον Νοέμβριο του ’12. Ok, έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε, αλλά, πιστέψτε με, δεν τρέχει απολύτως τίποτα. Το δισκάκι… τα δισκάκια δηλαδή είναι εκπληκτικά, αφού περιέχουν φοβερή και εν τω γεννάσθαι ethnic-trance-groovy jazz, βγαλμένη όχι από τίποτα χθεσινούς, αλλά από ένα μεγάλο γκρουπ με ιστορία (που τυγχάνει επί του παρόντος να έχει στην line-up του και μια τρανή «μορφή», τον οργανίστα John Medeski, που οργιάζει).
Σχεδόν 20 χρόνια στη σκηνή οι Club D'Elf σχηματίστηκαν στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ από τον μπασίστα Mike Rivard, που κατόρθωσε να προσελκύσει προς το μέρος του δυνατά ονόματα από τα jazz, DJ, rock και ethnic κυκλώματα της Νέας Υόρκης και της Βοστώνης παίζοντας σ’ ένα στυλ με στοιχεία από early 70s Miles Davis, afrobeat, μαροκινό trance και γκρουβάτη ethnic-jazz, γκρεμίζοντας τοίχους αισθητικούς και σπάζοντας αλυσίδες. Το πράγμα φάνηκε ήδη από τις πρώτες δουλειές τους, το “As Above: Live at the Lizard Lounge” του 2000 π.χ., για να καταλήξει, μετά από άλλα 8 δισκάκια (το πράγμα) στο παρόν “Live at Club Helsinki” [Face Pelt, 2016].
Πριν πούμε τα ελάχιστα γι’ αυτό το άπιαστης δύναμης και ομορφιάς άλμπουμ, ας δώσουμε τη σύνθεση του γκρουπ στο συγκεκριμένο live: John Medeski hammond B3, πιάνο, clavinet, mellotron, μελόντικα, Brahim Fribgane ούτι, φωνή, κρουστά, Duke Levine κιθάρες, Mister Rourke dj-ικά, Mike Rivard μπάσο, sintir, μπάσο καλίμπα, Dean Johnston ντραμς και Thomas Workman φλάουτο σε κάποια tracks. Από τα δώδεκα κομμάτια του 2CD (έξι σε κάθε δισκάκι) τα έντεκα είναι πρωτότυπα, ενώ υπάρχει και μια διασκευή σ’ έναν παλιό βερβέρικο σκοπό (“Berber song”), που ξεπερνά τα 12 λεπτά και είναι «θάνατος». Σαν να τζαμάρουν οι late 70s Embryo, με τους Xalam και τους Missus Beastly (δεν τα λέμε έτσι για να τα λέμε).
Δύσκολο και ίσως αχρείαστο, λοιπόν, να μείνει κανείς σ’ ένα προς ένα τα κομμάτια των CD, αφού, εδώ, δεν υπάρχει ούτε μισή αδιάφορη στιγμή. Κάθε track, κάθε σύνθεση είναι τέλεια μελετημένη (δεν φαντάζομαι να μπορούσε να προσφέρει κάτι περισσότερο το στούντιο), με τα παιξίματα και τα soli να εντυπωσιάζουν, όπως φυσικά εντυπωσιακές είναι και οι αναπτύξεις των θεμάτων, καθώς συναισθηματικό δόσιμο και δεξιοτεχνία συναγωνίζονται στον αυτό βαθμό. Το «χάσιμο», η έκσταση και εν τέλει η ψυχεδελική διαύγεια προσφέρονται σε… κιλά κατά την εκτέλεση των κομματιών, με τους μουσικαράδες να ίπτανται, και με το κοινό, από κάτω, φαντάζομαι, να ταξιδεύει σε «άλλους κόσμους πρώτη θέση και με εισιτήριο διαρκείας.
Χίλια «εύγε» σε όλους και ειδικά στον John Medeski, που το γλεντάει όσο λίγες άλλες φορές στην τεράστια καριέρα του.
Επαφή: www.clubdelf.com
  

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

ΝΙΚΟΛΑΣ ΑΣΙΜΟΣ οι δύο πρώτες κασέτες του από το 1978-79 τώρα σε βινύλιο

Όλοι γνωρίζουν, πλέον, τις κασέτες τού Νικόλα Άσιμου. Τις κασέτες που ηχογραφούσε όσο πιο καλά μπορούσε ο αείμνηστος τραγουδοποιός και τις οποίες πωλούσε μόνος του για την επιβίωση – ανάμεσα, θα πω, στις παρουσίες του στην… κατεστημένη δισκογραφία (Zodiac, MINOS). Οι δύο πρώτες από εκείνες τις κασέτες τυπώθηκαν, τώρα, σε δίσκους βινυλίου από την B-otherSide Records με την καλύτερη δυνατή τεχνική/ ηχητική επεξεργασία και σε 800 συνολικώς αντίτυπα (400 η καθεμία).
«Με Το Βαρέλι Που Για Να Βγει Το Σπάει»
Η πρώτη κασέτα είχε τίτλο «Με Το Βαρέλι Που Για Να Βγει Το Σπάει» κι είχε κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο του 1978. Περιείχε 14 τραγούδια – με τον δίσκο όμως να περιλαμβάνει 15, καθώς ακούγεται και το «Φανάρι του Διογένη», που δεν είχε χωρέσει στην 60άρα MC και που αφορούσε, βεβαίως, στο ίδιο session.
Είναι προφανές πως αναφερόμαστε στην πρώτη συνολική δουλειά τού Άσιμου και άρα σ’ εκείνη που είχε την ευκαιρία να δείξει για πρώτη φορά τις ευρύτερες τραγουδοποιητικές δυνατότητές του, αποτελώντας συγχρόνως (η κασέτα) κι ένα πρώιμο ντοκουμεντάρισμα των πολιτικοκοινωνικών αντιλήψεών του (εκείνης της περιόδου).
Γιατί ο Άσιμος δεν έγραφε τραγούδια, για να περνάει καλά ο κόσμος, καθώς η σύνθεση ήταν ο μόνος, επί της ουσίας, τρόπος που γνώριζε όχι για να κάνει Τέχνη (ασχέτως αν έκανε – και συχνά υψηλή), αλλά για να καταγράφει με ακρίβεια την ιδεολογική πάλη που συνέβαινε στο μυαλό και τη συνείδησή του, ελέγχοντας πάντα με πνεύμα καυστικό άπασες τις εξουσίες (και όχι τις ίδιες κάθε φορά).
Έτσι, λοιπόν, σ’ αυτή την πρώτη κασέτα, συναντάμε έναν Άσιμο που έρχεται από τα παλιά. Που είναι ποτισμένος από τις ιδέες (ας το πούμε έτσι) της επαναστατικής και αγωνιστικής εργατικής αριστεράς (των αριστεριστών κ.λπ.), έτσι όπως εκείνες είχαν αναπτυχθεί και διογκωθεί μετά τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο και στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης.
Το θέμα ήταν βεβαίως πώς θα συνδύαζες όλα εκείνα τα διάφορα κοινωνικοπολιτικά με ωραίες μουσικές, ώστε να προέκυπταν δυνατά τραγούδια – και όχι συνθηματολογία χωρίς μέτρο. Ο Άσιμος όμως υπήρξε τεχνίτης, και στις μεγάλες στιγμές του, στις εμπνευσμένες στιγμές του, ήξερε να φτιάχνει σπουδαία τραγούδια.

Η συνέχεια εδώ…

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

ΣΩΤΗΡΕΣ

Η κυπριακή Louvana Records από καιρού εις καιρόν μας φιλοδωρεί με πολύ ενδιαφέροντα άλμπουμ κι ένα τέτοιο είναι και το «Σωτήρες», για το οποίον εύχομαι να… δοξαστεί από το συγκρότημα με τον ίδιο τίτλο. Ο Φώτης Σιώτας φωνή, βιολί, κιθάρα (από Ευοί Εαύν, Λαϊκεδέλικα, Επισκέπτες, Sancho 003…), ο Λευτέρης Μουμτζής μπάσο, πλήκτρα, κιθάρες, φωνητικά, drum machine [J. Kriste (Master Of Disguise), Τρίο Τεκκέ, Stelafi…], ο Κώστας Παντέλης κιθάρες (κι αυτός από την ίδια παρέα, με συμμετοχές σε Ξύλινα Σπαθιά κ.λπ.) και ο Βασίλης Μπαχαρίδης ντραμς, κρουστά (Επισκέπτες κ.λπ.) είναι οι τέσσερις Σωτήρες, οι άνθρωποι τέλος πάντων που ευθύνονται, γενικώς, για το ρεπερτόριο του γκρουπ και περαιτέρω για τη διευθέτησή του.
Πώς να περιγράψεις αυτό που ακούς; Δεν είναι εντελώς εύκολο. Φυσικά υπάρχουν αναφορές στο σύγχρονο rock, βεβαίως ανιχνεύονται υπαινιγμοί στην τραγουδοποιία του Θανάση Παπακωνσταντίνου, αλλά και μελετημένοι, εγώ θα πω, πειραματισμοί, που βοηθούν το άλμπουμ ν’ ακούγεται απ’ όλους αφ’ ενός, αλλά και από… λιγότερους αφ’ ετέρου. Μέσα σ’ αυτό το σύστημα, το ορθά μελετημένο, εμφιλοχωρεί περαιτέρω η παράδοση (ή μάλλον οι παραδόσεις), αλλά κυρίως η διάθεση των μουσικών να περάσουν σε μιαν όχθη εκεί όπου όλοι θα συνομιλούν με όλους, μέσα από ένα πνεύμα σαρκασμού (της καθημερινής ζωής, που προβάλλει ενίοτε σκληρή και αδυσώπητη), αλλά και μιας διαπεραστικής ιλαρότητας, που φέρνει τη «ζυγαριά» στα ίσια.
Το αποτέλεσμα έχει πολύ ενδιαφέρον, ιδίως αν έχουμε να κάνουμε με τραγούδια όπως το «Κοστίζει» (με το afro-funk υπόστρωμα, τις σκληρές, αλλά εντέχνως «πίσω» τοποθετημένες κιθάρες, τη φωνή σωστά «μπροστά» και τη φευγάτη κατάληξη), το «Παράδοξο» (με πιο straight-ahead στοιχεία κιθαριστικής ποπ), το εισαγωγικό «Τελώνιο» (με τη βαρβάτη μπασογραμμή, την trad προσήλωση, αλλά και την πληθώρα των παράλληλων breaks), την «Κοκκινοσκουφίτσα» (που αφηγείται μια ιστορία μ’ έναν τρόπο ανατρεπτικό και όσον αφορά στη μουσική εξέλιξη), τη «Λυπημένη νύφη» (που μοιάζει κάπως με το… hit του δίσκου, αλλά «χάνεται» μέσα σ’ ένα σύστημα από εναλλασσόμενα tempi, κάπως σαν κουπλέ-ρεφραίν, και πάντα με προτεταμένη μια σκωπτική διάθεση) και ακόμη το «Βλαχομπαρόκ» (εκεί όπου η ιδιοφυής ταπετσαρία τού Μιχάλη Σιγανίδη, θα μπορούσε να συνομιλεί με τους «ζαππισμούς» των Zoolixo Λίγο).
Δεν είναι το πιο εύκολο άκουσμα το άλμπουμ των Σωτήρων, θα βρει όμως, εδώ, ο ακροατής που την ψάχνει μερικά πολύ ιδιότροπα (και σίγουρα ενδιαφέροντα) τραγούδια.
Επαφή: www.louvanarecords.com
  

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

δύο electro άλμπουμ, που τα διανέμει η ελληνική KinetiK

SLEEP MUSEUM: Camouflage Discipline [Preset/ KinetiΚ, 2016]
Οι Sleep Museum δεν είναι Έλληνες, είναι Αμερικανοί (το λέω γιατί τα labels Preset/ KinetiK είναι ελληνικά). Και βασικά δεν είναι… πολλοί Αμερικανοί παρά ένας, ο Robert Anthony. Δισκογραφικά, βάσει των στοιχείων του discogs, οι Sleep Museum υπάρχουν από το 2006 έχοντας κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα κάμποσα LP, CDr, on line αρχεία, κασέτες και δεν ξέρω τι άλλο ακόμη, με τον χαρακτηρισμό που τους συνοδεύει να είναι εκείνος του synth-wave (με τις όποιες δεξιά κι αριστερά παραφυάδες του). Το “Camouflage Discipline” είναι το τελευταίο CDr τους και κυκλοφορεί σε μόλις 50 αντίτυπα. Λίγα λόγια…
Κατ’ αρχάς να πούμε πως δεν πρόκειται για κάποιο δύστροπο, electro-αβαντγκαρνίστικο άκουσμα που να μπορούσε να αιτιολογήσει μια μικρή ποσότητα – αν και δεν χρειάζονται πλέον αιτιολογίες ούτε για τις μικρές ποσότητες… Το άκουσμα στα περισσότερα τουλάχιστον tracks είναι... νορμάλ και σίγουρα μιας δυνατής έμπνευσης, πράγμα που σημαίνει πως το “Camouflage Discipline” θα μπορούσε άνετα να συναγωνιστεί με τα άλλα ανάλογα, και πάντως πρωτότυπα, των eighties. Το άλμπουμ αρχίζει πιο ρυθμικά, πιο χορευτικά αν θέλετε (synth-pop φάση), για να περάσει από το κομμάτι 6 και μετά σε περισσότερο «ψαγμένα» και «χαμένα» electro πάντα (και πάντα ενδιαφέροντα) περιβάλλοντα, πριν σκάσει εκείνος ο δυναμίτης, το “True”, στη θέση 8. Κομματάρα, για γερό ξεσάλωμα. Από το 9 και κάτω το synth-based κατασκεύασμα τού Anthony γίνεται πιο συστημικό θα έλεγα (πάει λίγο προς Δυτικογερμανία μεριά – Sky Records και τέτοια) για να καταλήξει με το μεγαλύτερο σε διάρκεια track του άλμπουμ, το “Auf wiedersehen (Long version)”, που πλησιάζει τα 8 λεπτά, και που ηχεί ακόμη πιο δυτικογερμανικό (σαν eighties Klaus Schulze και τα τοιαύτα).
Συνολικά… πολύ καλό, μα πάρα πολύ καλό!
SAVA.GEO: Zeitgeist [In Fact Recordings/ KinetiΚ, 2016]
Έλληνας είναι ο Sava.Geo και δεν είναι άλλος από τον Σάββα Γεωργιάδη, γνωστός στην εγχώρια electro σκηνή, εδώ και πολλά χρόνια, μέσα από διάφορα projects (Neural Network, Neuro-D, Novatek κ.λπ. – για κάποια εξ αυτών, θυμάμαι, να έχω γράψει πριν πολύ καιρό στο Jazz & Τζαζ). Στο “ZeitgeistCD ο Γεωργιάδης απλώνει 17 μέσης και μικρής διάρκειας συνθέσεις του, οι οποίες κινούνται σ’ ένα μάλλον βαρύ, ενίοτε επικό, αλλά και κάπως δυσοίωνο κλίμα. Θα μπορούσε να είχαμε να κάνουμε με μουσική για θρίλερ δηλαδή (μουσικές, εννοώ, που χωρίς να είναι OST τις αποκαλούμε cinematic), καθώς αυτά τα haunted breaks, με το υπόκωφο background και τις ξαφνικές «μπροστά» εντάσεις δρουν άψογα στο επίπεδο του υπαινιγμού.
Κι αυτό πολύ ωραίο άλμπουμ.

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

DEWA BUDJANA για το εκπληκτικό “Zentuary”

Όπως είχαμε γράψει και παλαιότερα (17/10/2013): «Με πληθυσμό περί τα 250 εκατομμύρια ανθρώπους η Ινδονησία είναι από μόνη της ένας εντελώς ξεχωριστός κόσμος· και, επί του προκειμένου, ένας εντελώς ξεχωριστός μουσικός κόσμος. Η ισχυρή παράδοση βασικά της μπαλινέζικης μουσικής έχει καταστήσει τους ήχους τής χώρας ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, ελέω Debussy, ως παγκοσμίου ενδιαφέροντος, την ώρα που όλες οι “έντεχνες” δυτικές φόρμες –από την jazz και την πρωτοπορία, μέχρι το rock και την pop– ευδοκιμούν παλαιόθεν. Μάλλον περίκλειστη (λόγω εσωτερικής αυτάρκειας) όσον αφορά στη μουσική βιομηχανία, η Ινδονησία παραμένει η μεγάλη άγνωστη της σύγχρονης και παλαιότερης μουσικής παραγωγής/ δισκογραφίας. Τι έπαιζε στη χώρα στα sixties και τα seventies ή τις πιο πρόσφατες δεκαετίες; Όλοι μας μπορεί να έχουμε στο νου μερικά ονόματα (για κάποιους ινδονησίους καλλιτέχνες και συγκροτήματα έχω γράψει ήδη στο δισκορυχείον), ελάχιστοι όμως γνωρίζουμε κάτι παραπάνω. Ελάχιστοι μπορούμε να κάνουμε τις σχετικές συνδέσεις, τοποθετώντας και αποτιμώντας σκηνές και δημιουργούς. Έχουμε καιρό μπροστά μας. Διάθεση να υπάρχει, για να το ψάχνουμε».
Κάθε φορά, που φθάνουν στ’ αυτιά μου σύγχρονες fusion μουσικές από την Ινδονησία –ας χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον τετριμμένο όρο, επειδή δεν υπάρχει άλλος καλύτερος–, νοιώθω μιαν όλο και πιο δυσεύρετη ευφορία. Είναι τόσο μοναδικά, τόσο «γεμάτα», μα και τόσο προσεγμένα, σε κάθε λεπτομέρειά τους, τα σχετικά άλμπουμ που μας έρχονται από τη νησιωτική χώρα, ώστε να μας οδηγούν και πάλι στην αρχή. Κάτι που, πιθανώς, να το αναμένουμε σε χοντρές γραμμές, αλλά όχι στο σύνολο και στις λεπτομέρειές του – γιατί στο 2CD Zentuary” [Favored Nations/ MoonJune.Asia/ Museum Gitarku, 2016] τού κιθαρίστα Dewa Budjana είναι το σύνολο που κάνει τη διαφορά. Τα τροπικά μελωδικά περάσματα, οι ρυθμολογίες που είναι επίσης ξεχωριστές, με κλίμακες που ανεβοκατεβαίνουν διαποτισμένες από την «σουντανέζικη» παράδοση, με αυτοσχεδιασμούς γεμάτους φαντασία και δύναμη, με παιξίματα ηλεκτρικά και ακουστικά που συνεπαίρνουν, με φωνητικά από άλλους κόσμους, και βεβαίως με ηχογράφηση-παραγωγή που επενδύει στη σύγχρονη στουντιακή τελειότητα. Όλα τούτα είναι μάλλον αρκετά, για να μας αναγκάσουν να μιλήσουμε για ένα, ακόμη, «άλμπουμ της χρονιάς» (για το δισκορυχείον φυσικά).
Ο Budjana συνθέτει τα έντεκα από τα δώδεκα κομμάτια τού double CD του. Ένα μόνο track δεν είναι δικό του, το εξ ίσου εκπληκτικό “Rerengat langit (Crack in the sky)”, που είναι σύνθεση των Markus Reuter & Tony Levin. Υπάρχει, φυσικά, μια πληρότητα στις συνθέσεις κι ένα υπερπαίξιμο στις αποδόσεις, όχι άμοιρο τούτο το τελευταίο τού φοβερού team, που ηχογράφησε σε διάφορα στούντιο του κόσμου (από το Woodstock μέχρι την Πράγα, και από το Λονδίνο μέχρι την Τζακάρτα) και βεβαίως του τελικού mix και master, που συνέβη στο Ojai της Καλιφόρνιας (από τον Robert Feist). Αλλά ας δώσουμε την line-up, για να γίνουν όλα τούτα κάπως πιο κατανοητά. Dewa Budjana κιθάρες, Tony Levin ηλεκτρικό κοντραμπάσο και chapman stick, Gary Husband ντραμς, Jack DeJohnette ντραμς και πιάνο, Danny Markovich σοπρανίνο, Tim Garland τενόρο, Guthrie Govan κιθάρες, Saat Syah ιδιοκατασκευασμένο φλάουτο, Ubiet φωνές, Risa Saraswati φωνές και τέλος η Czech Symphony Orchestra υπό την διεύθυνση τής Michaela Rózsa Růžičková σε ατμόσφαιρες. 
Ξεκινώντας από το πρώτο CD θα έλεγα πως δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο να ξεχωρίσεις κάποια tracks – ως τα πιο χαρακτηριστικά τού “Zentuary” (από τις λέξεις “zen” και “sanctuary”). Είναι και τα έξι (7λεπτης, 8λεπτης και 9λεπτης διάρκειας) εντυπωσιακά, ενώ, επιπλέον, εκείνα με τα φωνητικά (“Dancing tears”, “Lake Takengon”…) θα τα χαρακτήριζα εντελώς… ανήκουστα. Fusion από τους… έξω κόσμους, με συναρπαστικές αυξομειώσεις στις πάσης φύσεως εντάσεις και αλλεπάλληλες ηχοπλοκές, που δεν γίνεται να σε αφήσει ασυγκίνητο.
Οι εκπλήξεις και κατ’ επέκταση η ψυχική ανάταση συνεχίζεται και στο δεύτερο CD, με τον Dewa Budjana να παίζει πάντα την κιθάρα του με ουσιώδη έπαρση, και με τους μουσικάρες που έχει δίπλα του να αλωνίζουν. Πιο κλασικό fusion συναντώ εδώ, και στα πρώτα τουλάχιστον tracks, καθώς από το 11λεπτο “Dedariku” το πράγμα ξεφεύγει και πάλι. Εδώ μιλάμε για ένα ακόμη… απερίγραπτο κομμάτι, εντελώς trippy, με τον Jack DeJohnette να παίζει παπάδες και με όλη την μπάντα να πετάει. Άπιαστα θέματα, δείγμα συνθετικών και παικτικών ιδιοφυιών. Η σκυτάλη στο 7λεπτο “Ujung galuh”. Κι εδώ το δόσιμο στο κόκκινο. Μελωδίες, ρυθμικές ακολουθίες, εναλλαγές στα soli, breaks από πλήκτρα και λοιπά, όλα τονισμένα στο απόλυτο. Μεγάλες fusion στιγμές, από παικταράδες με ούμπαλα. Τελευταίο, ουσιαστικά, track το 11λεπτο “Uncle Jack”. Η κάπως free εισαγωγή ανοίγει για ένα ακόμη θέμα με παραδοσιακές, ινδονησιανές, άκρες και για μιαν ακόμη φορά με σπάνιας πληρότητας παιξίματα (με κατά τόπους, έντονο και το αυτοσχεδιαστικό στοιχείο). Η όλη διαμόρφωση του κομματιού φέρνει στη μνήμη μου το ιστορικό ελληνικό «Χωρίς Σύνορα» της Greek Fusion Orchestra/ Κυριάκος Σφέτσας (τηρουμένων, όλων, όλων λέω, των αναλογιών).
Το “Zentuary” θα κλείσει με το τρίλεπτο φερώνυμο track, στο οποίο ακούγεται για δεύτερη φορά και η Czech Symphony Orchestra (η πρώτη ήταν στο “Suniakala”της πρώτης πλευράς). Έξοδος πανηγυρική, για ένα 2CD που στιγμές-στιγμές (κι είναι πολλές αυτές) σε αφήνει με ανοιχτό το στόμα.