Μια περιγραφή
του κοινωνικοπολιτικού πλαισίου
Το 1975 ήταν το πρώτο έτος της μεταπολίτευσης. Ήδη από τον Αύγουστο του ’74 η δισκογραφία βρίσκεται σε μια νέα φάση, βασικά λόγω της επανόδου του Μίκη Θεοδωράκη στη χώρα, μετά από την πτώση της δικτατορίας – ένα γεγονός που, από την αρχή, καθίσταται κομβικό. Εννοώ πως ο Θεοδωράκης με τις δράσεις του, πολιτικές και πολιτιστικές, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και το κλίμα της δισκογραφίας, συμπαρασύροντας με τον έναν ή τον άλλον τρόπο μεγάλο μέρος του εντεχνολαϊκού τραγουδιού.
Το πολιτικό τραγούδι ή το τραγούδι με πολιτικά μηνύματα, αν θέλετε, μοιάζει κυρίαρχο και το 1975. Και ήταν πολύ λογικό αυτό. Και φυσικά ήταν αναμενόμενη και η ποιότητα των αναλόγων εκδόσεων, αφού οι «έντεχνοι» συνθέτες μας περνούσαν τότε την καλύτερη φάση τους. Όταν είσαι στην τέταρτη δεκαετία της ζωής σου (από τα 30 έως τα 40) είναι λογικό η δημιουργικότητά σου να πιάνει κορυφή.
Το 1975 ο Σταύρος Ξαρχάκος ήταν 36 ετών, το ίδιο και ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Δήμος Μούτσης ήταν 37, ο Χρήστος Λεοντής 35, ο Μάνος Λοΐζος 38, ο Χριστόδουλος Χάλαρης μόλις 29, ο Διονύσης Σαββόπουλος λίγο μεγαλύτερος στα 31, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης στα 32, στους 40άρηδες ανήκαν ο Σταύρος Κουγιουμτζής (43) και ο Γιάννης Σπανός (41), ενώ ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις που ήταν πλέον 50άρηδες θεωρούνταν μάλλον «μεγάλοι», για τα μέτρα της εποχής. Υπήρχε λοιπόν αυτό το φοβερό ανθρώπινο δυναμικό στον τομέα της σύνθεσης, που προδιέγραφε και την υψηλή ποιότητα των ηχογραφημάτων.
Υπάρχει μία αναθεωρητική αντίληψη, που κυκλοφορεί εσχάτως και που εν ολίγοις λέει πως μετά από τη δικτατορία έπεσε η δημιουργικότητα στο τραγούδι (ας μην πω τώρα κάτι για τις άλλες Τέχνες), γιατί η έντονη πολιτικοποίηση της μεταπολίτευσης πήγε πίσω την έμπνευση των συνθετών, περιορίζοντάς την σε συγκεκριμένα μοτίβα κ.λπ.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως όσοι τα λένε αυτά θεωρούν πως η πολιτικοποίηση στα τραγουδιστικά ήθη, η οποία επιβλήθηκε κατ’ αυτούς από την παραδοσιακή αριστερά («ορθόδοξη» ή «αναθεωρητική») και τους αριστεριστές (ασχέτως αν στην πραγματικότητα ήταν ανάγκη και απαίτηση του κόσμου όλο αυτό), εμπόδισε το τραγούδι να ανεβεί πιο ψηλά, και πως η πιο σκληρή προληπτική λογοκρισία, επί δικτατορίας, «υποβοηθούσε» κατά μίαν έννοια το ταλέντο και την έμπνευση των συνθετών, εξαναγκάζοντάς τους να εφευρίσκουν πιο ποιητικούς τρόπους, για να πουν όσα ήθελαν να πουν, και όχι να καταφεύγουν στις... λαϊκίστικες ευκολίες (που τους παρείχε η ελευθερία της μεταπολίτευσης). Αυτή η αφ’ υψηλού κριτική, που υποκρύπτει κι ένα κάποιο, μικρό ή μεγαλύτερο, «ξέπλυμα» της δικτατορίας (έστω και από σπόντα), κεφαλαιώνεται στη νόθα πεποίθηση, των ιδίων κέντρων, πως η αποκαλούμενη «γενιά του Πολυτεχνείου» κατέστρεψε, δήθεν, τη χώρα.
Το 1975 υπήρξε μια χρονιά «σταθμός» για το ελληνικό τραγούδι, όταν μάλιστα στη Δύση είχαν διαψευστεί όλα τα οράματα των late sixties, για μια άλλου τύπου, εναλλακτική κοινωνία – με τους χίπις είτε να κουρεύονται, να φοράνε γραβάτες, και να ενσωματώνονται στο σύστημα, συμβάλλοντας τα μάλα στη συντηρητική αναδίπλωση, είτε να αυτο-απομονώνονται σε διάφορες θρησκευτικές και παραθρησκευτικές σέχτες, στην άκρη του πουθενά, και πάντως μακριά από την κοινωνία, προκειμένου να σώσουν την ψυχή τους.
Έτσι, όταν ο Φώτης Τερζάκης έγραφε στο βιβλίο του «Οι
Αντίποδες του ’60» [Πρίσμα, 1992] πως «από
το 1974 και μετά, χρονολογία όπου συμβατικά προσδιορίζουμε την έναρξη της
κρίσης και αυτού του μοντέλου (σ.σ. του μεταπολεμικού καπιταλισμού), το
κοινωνικό κίνημα της δεκαετίας του ’60 αποδυναμώθηκε σοβαρά» ήξερα πως αυτό
που έγραφε δεν συμπεριλάμβανε αναγκαστικά και την ελληνική περίπτωση.
Η πρώτη πετρελαϊκή κρίση, το 1973-74, σήμανε το τέλος της «ουτοπίας» στη Δύση (μπορεί να υπήρχαν κι άλλοι επιμέρους ή κατά τόπους λόγοι, αλλά το σήμα τότε έπεσε). Ο άνθρωπος προσανατολίστηκε στο πώς να επιβιώσει στη δύσκολη πια καθημερινότητα των ανατιμήσεων και της νέας φτώχειας, συσπειρώθηκε γύρω από την οικογένειά του, έγινε περισσότερο φιλοτομαριστής και βασικά οπισθοχώρησε σε όνειρα και κατακτήσεις. Ενταφίασε την «ουτοπία» και μαζί το μοναδικό της σάουντρακ, που ήταν, φυσικά, το ροκ. Αυτά έξω. Εδώ, όμως, τι;
Το ροκ, στην Ελλάδα, το είχε ήδη τοποθετήσει στο περιθώριο η ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος, καθ’ όλη τη διάρκεια του 1973, όπως το έχουμε πει πολλές φορές, ενώ το πρώτο εξάμηνο του ’74, επί χούντας Ιωαννίδη, το ροκ θα βρισκόταν, πραγματικά, στα αζήτητα. Όπως στα αζήτητα θα βρισκόταν, για άλλους λόγους, στη Δύση. Χοντρικά, το 1975 στην Ελλάδα, δεν υπήρχε κανένας λόγος για ν’ ακούει κάποιος ροκ (ελληνικό ή ξένο).
Έτσι, αν στη μουσική Δύση δεν θα συνέβαινε απολύτως τίποτα, το 1975, γιατί η κοινωνία είχε επιστρέψει ξανά φοβισμένη στο καβούκι της –αν μου ζητούσαν να ονοματίσω τη χειρότερη χρονιά στη μουσική ιστορία της Δύσης, από την εμφάνιση των Beatles και μετά, θα έδειχνα, ασυζητητί, το ’75–, στην Ελλάδα η ευρεία Αριστερά, μαζί με το εντεχνολαϊκό, το πολιτικό, το σατιρικό και το αντάρτικο τραγούδι της, εξακολουθούσε να κρατάει ψηλά τη σημαία, να αντιστέκεται στα γήπεδα, στους δρόμους και στα... λημέρια της Πλάκας, δίχως να θεωρεί τίποτα δεδομένο, συνεχίζοντας να οραματίζεται και να ελπίζει.
Το
λέω, γιατί σχεδόν αμέσως μετά από τους πανηγυρισμούς της πολιτικής αλλαγής, τον
Ιούλη του ’74, όλα θα επανατοποθετούνταν, ξανά από την αρχή, στο καθημερινό
πεδίο, αφού οτιδήποτε θα ξέφευγε της νέας κοινοβουλευτικής νομιμότητας
αντιμετωπιζόταν από το «καραμανλικό» κράτος με βία. Μαρτυρούν γι’ αυτό τα
γεγονότα της εποχής, τα οποία άλλοτε επιχειρούσε να περιγράψει το τραγούδι
(πάντα με τη δαμόκλειο σπάθη της προληπτικής λογοκρισίας επάνω του), αλλά και ο
κινηματογράφος, που μπορούσε (στο μη ελεγχόμενο, αυστηρά, από το κράτος κομμάτι
του) να ξεφύγει. Δες τις ταινίες «Αγώνας» (1975) της Ομάδας των Έξι (Θόδωρος
Μαραγκός, Φοίβος Οικονομίδης κ.ά.), «Μαντούδι ’76» (1977) του Γιώργου
Αντωνόπουλου, «Παιδεία» (1977) του Γιάννη Τυπάλδου, «Ο Αγώνας των Τυφλών» (1977)
της Μαρίας Χατζημιχάλη-Παπαλιού, «Αντίσταση» (1977) της Μαρίας Καραβέλα κ.λπ.,
οι οποίες περιέγραφαν αδρά το αγωνιστικό πνεύμα της πρώιμης μεταπολίτευσης (των
μεγάλων απεργιών, των δομικών προβλημάτων του κράτους, που παρέμεναν ανέπαφα
παρά την πολιτική αλλαγή, της προβολής της ιστορίας ως δύναμη αφετηρίας νέων
αγώνων κ.λπ.), γνωρίζοντας, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο, σοβαρά
εμπόδια στη διανομή τους και βεβαίως απαγορεύσεις. Το τι συνέβη στην πορεία θα
είχε ένα ενδιαφέρον να περιγραφεί, έστω και με κάποιες επικεφαλίδες, αλλά εδώ
το θέμα μας είναι το μουσικό 1975 και το βάρος, στη συνέχεια του άρθρου, δεν
μπορεί παρά να πέσει στους δίσκους και τα τραγούδια εκείνου του έτους. Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/ta-kalytera-ellinika-almpoym-poy-kykloforisan-1975
Το 1975 ήταν το πρώτο έτος της μεταπολίτευσης. Ήδη από τον Αύγουστο του ’74 η δισκογραφία βρίσκεται σε μια νέα φάση, βασικά λόγω της επανόδου του Μίκη Θεοδωράκη στη χώρα, μετά από την πτώση της δικτατορίας – ένα γεγονός που, από την αρχή, καθίσταται κομβικό. Εννοώ πως ο Θεοδωράκης με τις δράσεις του, πολιτικές και πολιτιστικές, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και το κλίμα της δισκογραφίας, συμπαρασύροντας με τον έναν ή τον άλλον τρόπο μεγάλο μέρος του εντεχνολαϊκού τραγουδιού.
Το πολιτικό τραγούδι ή το τραγούδι με πολιτικά μηνύματα, αν θέλετε, μοιάζει κυρίαρχο και το 1975. Και ήταν πολύ λογικό αυτό. Και φυσικά ήταν αναμενόμενη και η ποιότητα των αναλόγων εκδόσεων, αφού οι «έντεχνοι» συνθέτες μας περνούσαν τότε την καλύτερη φάση τους. Όταν είσαι στην τέταρτη δεκαετία της ζωής σου (από τα 30 έως τα 40) είναι λογικό η δημιουργικότητά σου να πιάνει κορυφή.
Το 1975 ο Σταύρος Ξαρχάκος ήταν 36 ετών, το ίδιο και ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Δήμος Μούτσης ήταν 37, ο Χρήστος Λεοντής 35, ο Μάνος Λοΐζος 38, ο Χριστόδουλος Χάλαρης μόλις 29, ο Διονύσης Σαββόπουλος λίγο μεγαλύτερος στα 31, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης στα 32, στους 40άρηδες ανήκαν ο Σταύρος Κουγιουμτζής (43) και ο Γιάννης Σπανός (41), ενώ ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις που ήταν πλέον 50άρηδες θεωρούνταν μάλλον «μεγάλοι», για τα μέτρα της εποχής. Υπήρχε λοιπόν αυτό το φοβερό ανθρώπινο δυναμικό στον τομέα της σύνθεσης, που προδιέγραφε και την υψηλή ποιότητα των ηχογραφημάτων.
Υπάρχει μία αναθεωρητική αντίληψη, που κυκλοφορεί εσχάτως και που εν ολίγοις λέει πως μετά από τη δικτατορία έπεσε η δημιουργικότητα στο τραγούδι (ας μην πω τώρα κάτι για τις άλλες Τέχνες), γιατί η έντονη πολιτικοποίηση της μεταπολίτευσης πήγε πίσω την έμπνευση των συνθετών, περιορίζοντάς την σε συγκεκριμένα μοτίβα κ.λπ.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως όσοι τα λένε αυτά θεωρούν πως η πολιτικοποίηση στα τραγουδιστικά ήθη, η οποία επιβλήθηκε κατ’ αυτούς από την παραδοσιακή αριστερά («ορθόδοξη» ή «αναθεωρητική») και τους αριστεριστές (ασχέτως αν στην πραγματικότητα ήταν ανάγκη και απαίτηση του κόσμου όλο αυτό), εμπόδισε το τραγούδι να ανεβεί πιο ψηλά, και πως η πιο σκληρή προληπτική λογοκρισία, επί δικτατορίας, «υποβοηθούσε» κατά μίαν έννοια το ταλέντο και την έμπνευση των συνθετών, εξαναγκάζοντάς τους να εφευρίσκουν πιο ποιητικούς τρόπους, για να πουν όσα ήθελαν να πουν, και όχι να καταφεύγουν στις... λαϊκίστικες ευκολίες (που τους παρείχε η ελευθερία της μεταπολίτευσης). Αυτή η αφ’ υψηλού κριτική, που υποκρύπτει κι ένα κάποιο, μικρό ή μεγαλύτερο, «ξέπλυμα» της δικτατορίας (έστω και από σπόντα), κεφαλαιώνεται στη νόθα πεποίθηση, των ιδίων κέντρων, πως η αποκαλούμενη «γενιά του Πολυτεχνείου» κατέστρεψε, δήθεν, τη χώρα.
Το 1975 υπήρξε μια χρονιά «σταθμός» για το ελληνικό τραγούδι, όταν μάλιστα στη Δύση είχαν διαψευστεί όλα τα οράματα των late sixties, για μια άλλου τύπου, εναλλακτική κοινωνία – με τους χίπις είτε να κουρεύονται, να φοράνε γραβάτες, και να ενσωματώνονται στο σύστημα, συμβάλλοντας τα μάλα στη συντηρητική αναδίπλωση, είτε να αυτο-απομονώνονται σε διάφορες θρησκευτικές και παραθρησκευτικές σέχτες, στην άκρη του πουθενά, και πάντως μακριά από την κοινωνία, προκειμένου να σώσουν την ψυχή τους.
Η πρώτη πετρελαϊκή κρίση, το 1973-74, σήμανε το τέλος της «ουτοπίας» στη Δύση (μπορεί να υπήρχαν κι άλλοι επιμέρους ή κατά τόπους λόγοι, αλλά το σήμα τότε έπεσε). Ο άνθρωπος προσανατολίστηκε στο πώς να επιβιώσει στη δύσκολη πια καθημερινότητα των ανατιμήσεων και της νέας φτώχειας, συσπειρώθηκε γύρω από την οικογένειά του, έγινε περισσότερο φιλοτομαριστής και βασικά οπισθοχώρησε σε όνειρα και κατακτήσεις. Ενταφίασε την «ουτοπία» και μαζί το μοναδικό της σάουντρακ, που ήταν, φυσικά, το ροκ. Αυτά έξω. Εδώ, όμως, τι;
Το ροκ, στην Ελλάδα, το είχε ήδη τοποθετήσει στο περιθώριο η ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος, καθ’ όλη τη διάρκεια του 1973, όπως το έχουμε πει πολλές φορές, ενώ το πρώτο εξάμηνο του ’74, επί χούντας Ιωαννίδη, το ροκ θα βρισκόταν, πραγματικά, στα αζήτητα. Όπως στα αζήτητα θα βρισκόταν, για άλλους λόγους, στη Δύση. Χοντρικά, το 1975 στην Ελλάδα, δεν υπήρχε κανένας λόγος για ν’ ακούει κάποιος ροκ (ελληνικό ή ξένο).
Έτσι, αν στη μουσική Δύση δεν θα συνέβαινε απολύτως τίποτα, το 1975, γιατί η κοινωνία είχε επιστρέψει ξανά φοβισμένη στο καβούκι της –αν μου ζητούσαν να ονοματίσω τη χειρότερη χρονιά στη μουσική ιστορία της Δύσης, από την εμφάνιση των Beatles και μετά, θα έδειχνα, ασυζητητί, το ’75–, στην Ελλάδα η ευρεία Αριστερά, μαζί με το εντεχνολαϊκό, το πολιτικό, το σατιρικό και το αντάρτικο τραγούδι της, εξακολουθούσε να κρατάει ψηλά τη σημαία, να αντιστέκεται στα γήπεδα, στους δρόμους και στα... λημέρια της Πλάκας, δίχως να θεωρεί τίποτα δεδομένο, συνεχίζοντας να οραματίζεται και να ελπίζει.
https://www.lifo.gr/culture/music/ta-kalytera-ellinika-almpoym-poy-kykloforisan-1975

Σχόλια από το fb...
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιώργος Γιαννόπουλος
Περί αυτού πρόκειται >>>>"Αυτή η αφ’ υψηλού κριτική, που υποκρύπτει κι ένα κάποιο, μικρό ή μεγαλύτερο, «ξέπλυμα» της δικτατορίας (έστω και από σπόντα), κεφαλαιώνεται στη νόθα πεποίθηση, των ιδίων κέντρων, πως η αποκαλούμενη «γενιά του Πολυτεχνείου» κατέστρεψε, δήθεν, τη χώρα."
Kwstas Agas
Ευχαριστούμε πολύ Φώντα... Το 1975 όχι μόνο ήταν μια πολύ καλή χρονιά για την ελληνική δισκογραφία, αλλά μια χρονιά όπου ευδοκίμησαν πολλές και διαφορετικές τάσεις!! Από το ορατόριο του Μίκη Θεοδωράκη μέχρι 3η ανθολογία Γιάννη Σπανού (για πολλούς ο κορυφαίος δίσκος του) μέχρι... Τετραλογία του Δήμου Μούτση και παραπέρα η "γερή και αποφασιστική" αναβίωση του ρεμπέτικου τραγουδιού (που έφτασε στην κορύφωση της την επόμενη δεκαετία, στα 80ς), αλλά και τα αντάρτικα του Τζαβέλλα και φυσικά δίσκοι με "ποπ αισθητική και ποπ αποχρώσεις" όπως του Κώστα Τουρνά!! Πραγματικός πλούτος για ελληνική δισκογραφία το 1975 !! Τι μου κάνει εντύπωση: συνθέτες όπως ο Θεοδωράκης, ο Σπανός κι ο Μούτσης τόλμησαν να ξεφύγουν από ο,τι είχαν φτιάξει μέχρι τότε και να γίνουν πιο "απρόβλεπτοι" (με πιο τολμηρή πρόταση αυτή της Τετραλογίας του Δήμου Μούτση... Πού ακούστηκε, Σεφέρης και Καβάφης μελοποιημένοι με νεο- εμφανιζόμενο συνθεσάιζερ!!)!!
Konstantinos Kottis
Εξαιρετικό άρθρο. Ο δίσκος πάντως του Κουγιουμτζή με Νταλάρα και Βίσσυ είναι σπουδαίος, αλλά και τα 12 λαϊκά της Αλεξίου (παρότι αφορά διασκευές, αλλά έχει και την εμβληματική Λένγκω -ναι εντελώς ξεκάρφωτο στο δίσκο-). Η Αλεξίου από τον δίσκο αυτό και μετά αφήνει σταδιακά πίσω της τις συναδέλφισσές της.