Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

FIRE! with Jim O’Rourke

Ηχογραφημένο ζωντανά στο Τόκιο τον Σεπτέμβριο του 2010, το Unreleased?” (2011) είναι το δεύτερο άλμπουμ των Σουηδών Fire! (πάντα για τη νορβηγική rune grammofon). Βασικά, αναφερόμαστε στο τρίο των Mats Gustafsson βαρύτονο, fender rhodes, live electronics, Johan Berthling μπάσο και Andreas Werliin ντραμς, κρουστά, το οποίο μετατρέπεται σε κουαρτέτο με την προσθήκη του σημαντικού κιθαριστή της ηλεκτρικής avant Jim ORourke (χειρίζεται επίσης σύνθια και φυσαρμόνικα). Οι Σκανδιναυοί δεν είναι τυχαίοι μουσικοί, αφού έχουν υπάρξει μέλη ή έχουν δημιουργήσει ποικίλα σχήματα (The Thing, Tape, Wildbirds & Peacedrums…), που κινούνται σε όλα τα επίπεδα ενός radical ήχου, ενώ και ο ORourke, «όνομα» από μόνος του, έχει παίξει με τους πάντες (από τον Mayo Thompson και τον Merzbow, μέχρι τους Nurse with Wound και τους Faust).
Το “Unreleased?” έχει διάρκεια λίγο πάνω από τα 41 λεπτά και περιλαμβάνει τέσσερα κομμάτια. Το πρώτο έχει τίτλο “Are you both still unreleased?” (11:39) και αποτελεί ένα heavy/free/space ηχητικό συνονθύλευμα, που παραπέμπει βεβαίως στο κλασικό krautrock (ένας συνδυασμός Guru Guru, Ash Ra Tempel, Annexus Quam και Anima), προσφέροντας συγχρόνως απόλυτα ψυχεδελικά ρίγη. Το “…please, I am released” (9:05) στηρίζεται σε μία πιο ροκάδικη, όσο και μονότονη ρυθμοδυναμική (εδώ οι Can θα μπορούσε να είναι μία αναφορά), με την κιθάρα του ORourke και τα ηλεκτρονικά/πνευστά του Gustafsson να δημιουργούν συνθήκες εκρηκτικού «χασίματος». Το 3λεπτο, χαμηλών τόνων “By whom and why am I previously unreleased?” κινείται σ’ ένα πιο abstract πλαίσιο (κάπως σαν intermezzo), με τα κρουστά και τη φυσαρμόνικα να καθορίζουν τα βασικά ηχοχρώματα, ενώ το έσχατο “Happy ending borrowing yours” (που ξεπερνά σε διάρκεια τα 17 λεπτά) επανατοποθετεί, θα έλεγα, το “Unreleased?” στο πρωθύστερο noise/kraut/improv πλαίσιο, με τo γενικότερο θορυβοποιό σκηνικό να υπερτερεί –τεταμένο μάλιστα στα όρια του hard core στα πρώτα πέντε λεπτά–, πριν το κάπως τελετουργικό free rock ξέσπασμα. Εν ολίγοις, ένα πολύ αξιόλογο άλμπουμ.
(Σημ. Οι Fire! έχουν και πιο καινούριο 2LP/CD, υπό τον τίτλο “Fire! with Oren Ambarchi: in the mouth - a hand”, μια συνεργασία δηλαδή του γκρουπ με τον αυστραλό κιθαρίστα Oren Ambarchi, που κυκλοφόρησε από την rune grammofon, πριν λίγο καιρό. Περισσότερα στο εγγύς μέλλον).

λευκή πετσέτα

Την 31η Μαΐου, πριν τρεις μήνες δηλαδή (μοιάζει σαν να έχει περάσει χρόνος ε;), ο σημερινός Πρωθυπουργός παρουσίασε στο ΕΒΕΑ, ως αρχηγός τότε της ΝΔ, το οικονομικό πρόγραμμα του κόμματός του (οι περιβόητες 18 προτάσεις), το οποίο θα εφάρμοζε άμα κέρδιζε τις εκλογές. Για… κακή μας τύχη τις εκλογές δεν τις κέρδισε εν τέλει… αναγκαζόμενος στην πορεία να συγκυβερνήσει με τους αρχηγούς του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, οι οποίοι φαίνεται πως τον εμπόδισαν, και συνεχίζει να τον εμποδίζουν, να εφαρμόσει όσα είχε εξαγγείλει (καθότι αδυνατώ να σκεφθώ κάτι άλλο, που να πηγαίνει κόντρα στην πρωθυπουργική βούληση…). Ανάμεσα στις 18 προτάσεις –οι οποίες, για να το σοβαρέψουμε, δεν αξίζουν ούτε για… copy-paste– ήταν και οι ακόλουθες (δια στόματος του αρχηγού, τότε, της ΝΔ):
– Επέκταση του επιδόματος ανεργίας ακόμη κατά ένα χρόνο, στα δύο χρόνια.
– Έκτακτο επίδομα ανεργίας και για τους μη μισθωτούς, τους αυτοαπασχολούμενους, τους καταστηματάρχες που έκλεισαν τα μαγαζιά τους και που σήμερα δεν δικαιούνται κανένα βοήθημα. Σ’ αυτά τα επιδόματα, για όσους έχουνε χάσει τα πάντα θα δώσω τη μεγάλη προσωπική μου μάχη στην Ευρώπη.
Η περικοπή των 11,7 δισ. για τα έτη 2013-14 να επεκταθεί για δύο ακόμα χρόνια, ως το 2016 τουλάχιστον (σ.σ. αυτό το «τουλάχιστον» είναι συγκινητικό…). Έτσι στον επόμενο προϋπολογισμό του ’13 θα θεσπίσουμε περικοπές 3,5 δισ. και όχι 7,5 δισ., όπως θα συνέβαινε διαφορετικά αν το πρόγραμμα είχε διετή διάρκεια. Η χρονική επέκταση του προγράμματος θα επιτρέψει να γίνουν περικοπές από σπατάλη και από διαφθορά και όχι από μισθούς και συντάξεις.
– Όχι άλλες οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων, όχι άλλοι φόροι, όχι άλλη περικοπή του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. Φορολόγηση σε εισοδήματα που δεν υπάρχουν με τεκμήρια και με χαράτσια δεν πάει άλλο.
Την επόμενη εβδομάδα έρχεται η τρόικα και ξεκινάει η… μάχη (για την οποία κάνει λόγο και ο πρωθυπουργός). Εγώ πάντως, για καλό και για κακό, δεν σκοπεύω να περάσω ούτε κατά λάθος έξω από τα γνωστά… μετερίζια (Υπουργείο Οικονομικών, Υπουργείο Εργασίας κ.λπ.) μη και με πάρει καμμιά αδέσποτη… 

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012

PIERRE FAVRE TRIO Santana

Το “Santana”, ένα ιστορικό άλμπουμ της ευρωπαϊκής jazz (χαρακτηρισμός κυρίως γεωγραφικός και λιγότερο αισθητικός), αλλά κι ένα από τα σημαντικότερα στο είδος του στη δεκαετία του ’60, το είχα βρει πριν κάμποσα χρόνια (προς τα τέλη των 90s) στο δισκάδικο του Φώτη στα Εξάρχεια, στην Ανδρέα Μεταξά (το μαγαζί έχει κλείσει εδώ και καιρό). Ο Φώτης δεν ασχολιόταν με τους δίσκους τής euro-jazz και ό,τι έπεφτε στο μαγαζί του (σπάνιο ή μη) το αγόραζες με δυο-τρία χιλιάρικα. Θυμάμαι, ακόμη, την έκπληξη που είχα νοιώσει όταν έπιασα στα χέρια μου αυτό το LP, και μάλιστα στην πρώτη εκείνη ανεξάρτητη χοντροκομμένη ελβετική έκδοσή του από το 1968-69 [NR. PIP 1] χωρίς τα ονόματα των μουσικών στο front cover , και όχι την επανέκδοση τής FMP (1979).
Ο δίσκος υπογράφεται από το Trio του ελβετού ντράμερ Pierre Favre (γενν. το 1937), το οποίον αποτελούσαν η συμπατριώτισσά του πιανίστα Irène Schweizer (γενν. 1941) και ο γερμανός κοντραμπασίστας Peter Kowald (1944-2002). Οι τρεις μουσικοί βρέθηκαν στη Ζυρίχη την 8/10/1968 και σε ανεξάρτητη παραγωγή ηχογράφησαν ένα απολύτως «ελεύθερο» LP, πλήρως χαρακτηριστικό μιας εποχής που επιχείρησε να δώσει (και το κατόρθωσε) ισχυρή ταυτότητα στην avant-jazz, στη Γηραιά Ήπειρο. Οι παίκτες δεν έπεσαν, τότε, από τον ουρανό. Ο… γεροντότερος όλων, ο Pierre Favre, ξεκινούσε σε πιο παραδοσιακό στυλ ήδη από τα  μέσα των fifties, συμμετέχοντας, το 1960, στους European Jazz Stars του ιταλού κιθαρίστα Franco Cerri (μαζί με τους Lars Gullin, Flavio Ambrosetti, Michael Geier και George Gruntz), παίζοντας στα μέσα των sixties στην μπάντα του αμερικανού σαξοφωνίστα Don Menza (με Fritz Pauer, Gunter Lenz… ) κ.λπ. Η Schweizer ήδη από την προηγούμενη χρονιά (1967) είχε βάλει σε κίνηση το δικό της τρίο με τους μετέπειτα άσσους του krautrock Uli Trepte μπάσο και Mani Neumeier ντραμς, ενώ και ο Kowald είχε ήδη τις δικές του παρουσίες στο avant κύκλωμα όντας μέλος της Globe Unity Οrchestra (1966) τού Alexander von Schlippenbach, του τρίο του Peter Brötzmann (με τον Svenke Johansson) από το 1967, αλλά και του Peter Brötzmann Octet από το πρώτο μισό του ’68. Όλα, δε, φαίνεται να ξεκινούν όταν η Schweizer συναντά τον Favre στο Montreux, τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς, ακολουθώντας τον στα εργαστήρια της Paiste (της γνωστής ελβετικής εταιρίας, που εξακολουθεί να κατασκευάζει τα φημισμένα πιατίνια και άλλα χάλκινα κρουστά). Όπως είχε πει κι η ίδια (http://is.gd/MGM30E): “We had a room with a big grand piano and a lot of drums and cymbals all over and every day we played together. So the Pierre Favre Trio was born”. Μπασίστας άλλοτε ήταν ο George Mraz και άλλοτε ο Peter Kowald· τελικώς στην εγγραφή του “Santana” πήρε μέρος ο Kowald (αφού ο Τσεχοσλοβάκος JiriGeorgeMraz την έκανε για Αμερική).
Εκείνη την εποχή τα μέλη του Trio, αποκλείεται να γνώριζαν την ύπαρξη των αδισκογράφητων, ακόμη τότε, Santana (δηλαδή και να τους γνώριζαν, πάλι, δύσκολα, θα χρησιμοποιούσαν το συγκεκριμένο όνομα), οπότε μένει μιαν απορία όσον αφορά στην ακριβή προέλευση του τίτλου του LP (μόνον υποθέσεις μπορώ να κάνω και δεν υπάρχει λόγος). Τα τσιτάτα στα οπισθόφυλλο (γραμμένα με κεφαλαία γράμματα) είναι αλήθεια πως δεν βοηθούν: «SΑΝΤΑΝΑ… ΣΥΝΕΧΕΙΑ/ ΔΙΑΡΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΜΙΚΡΟΤΕΡΩΝ ΣΩΜΑΤΙΔΙΩΝ· ΚΙΝΗΣΗ Η ΟΠΟΙΑ ΟΥΤΕ ΞΕΚΙΝΑ ΟΥΤΕ ΣΤΑΜΑΤΑ/ ΑΚΟΥΣΙΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ· Η ΥΠΑΡΞΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥΣ ΣΕ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΑΛΛΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ… Η ΜΗ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ/ SANTANA».
Η επανέκδοση στην FMP το 1979
με τα ονόματα των μουσικών στο cover 
και τον σχετικό κωδικό (FMP 0630)
Το άλμπουμ, που μπορεί να έγινε με χρήματα της Paiste (στο οπισθόφυλλο ο Favre αναφέρει κάθε κρουστό της ελβετικής εταιρείας που χρησιμοποιεί, καθόσον δούλευε γι’ αυτήν), είναι το αποτέλεσμα ενός παικτικού δόγματος που στηρίζεται στη συνέχεια της μουσικής γραμμής (δεν υπάρχει αρχή και τέλος…), στις κατακερματισμένες αυθόρμητες αλλαγές, στην τοποθέτηση των μουσικών έναντι των εαυτών τους και όσων τους περιβάλλουν (τα μουσικά όργανα). Και τα τέσσερα κομμάτια (“Santana”, “Fluency”, “M.G.” “Waiting for Paul” – πρώτο/τρίτο του Kowald, δεύτερο/τέταρτο της Schweizer) εξελίσσονται με… φανταστική συνέπεια, είτε σε ομαδικό, είτε σε ατομικό επίπεδο, διαμορφώνοντας (και αυτά) ένα νέο (για την εποχή) κώδικα επικοινωνίας.

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

MY WET CALVIN happened before

Από τους Silver Apples των 60s και τους Suicide των 70s, μέχρι τους Chemical Brothers, τους Orb και σήμερα τους Röyksopp τα ντούο (με τα όποια επιμέρους χαρακτηριστικά τους – τα εν λόγω δεν αναφέρθηκαν τυχαίως) αποτελούν βασικό εκφραστικό (μουσικό) όχημα της pop κουλτούρας. Και στην Ελλάδα τα ντούο δεν υπήρξαν (είναι) κάτι άγνωστο, αφού –για να θυμηθούμε λίγο τα 80s και τα 90s– από τους Big Alice και τους Fantastic Something, μέχρι τους In Trance ’95 και τους Ωmegavibes το συγκεκριμένο σχήμα (των δύο) συμπορεύτηκε, βασικά, με τους electro, pop και electro-pop ήχους (και εδώ με τις όποιες προσθαφαιρέσεις).
Οι My Wet Calvin δεν είναι καινούριοι στο χώρο. Σχηματίστηκαν το 2004 από τον Άρη και τον Λεωνίδα, έχουν δώσει διάφορα live, έχουν ηχογραφήσει ένα πρώτο CD, το “All Great Events” για την Archangel Music το 2010… Τώρα, εδώ και λίγο καιρό δηλαδή, ένα δεύτερο άλμπουμ τους, το “Happened Before” [Inner Ear, 2012], επαναφέρει τους αθηναίους μουσικούς στο προσκήνιο μέσω μιας έκδοσης, που έχει και αυτή τα (ιδιαίτερα) χαρακτηριστικά της. Το “Happened Before” κυκλοφορεί (αν κυκλοφορεί ακόμη) σε κουτί των πέντε singles, την ώρα που και τα δέκα τραγούδια του περιλαμβάνονται και σ’ ένα CD, κλεισμένο σ’ ένα πολύχρωμο cross-folded paper cover. Θα μου πείτε, τώρα, πως αυτά μπορεί και να μην έχουν τόσο σημασία, ok, οπότε ας πάμε στα πιο μέσα…
Οι My Wet Calvin συντάσσουν μέσα σε 42 λεπτά το δικό τους pop κεφάλαιο. Ήτοι δέκα τραγούδια μικρής και μέσης διάρκειας, με εμφανείς 80s και 90s αναφορές, που διακρίνονται για τον πυκνό, σχεδόν ερμητικό χαρακτήρα τους. Ξεκινώντας από το “Choirs” θα μείνω στη μετρονομημένη ρυθμική με τα απότομα κοψίματα, στο ομιχλώδες κλίμα που επιβάλλουν τα πλήκτρα και οι κιθάρες, αλλά βασικά στην παραγωγή τού Coti K. Το “I dont want to sing these songs anymore!” ξεκινά με λίγες νότες στα πλήκτρα, για να εξελιχθεί σ’ ένα pop gem (όπως θα αποκαλούσαμε τα τραγούδια που προσέθεσαν στουντιακή βαρύτητα στις μελωδίες των… Pet Shop Boys). Το “XS underwear” έχει γυναικεία φωνητικά (Στέλλα), ροκάρει αρκετά, με τις κιθάρες (το μπάσο και τα ντραμς) να διεκδικούν τη μερίδα του λέοντος από τα πλήκτρα, που δείχνει να υποστηρίζουν περισσότερο τη μελωδία. Η παραγωγή, όπως και στο προηγούμενο, είναι του Sillyboy. Στο “Alice says” τα φωνητικά είναι κάπως «πίσω», σχεδόν hazy, με τις κιθάρες και τα ντραμς να δημιουργούν το πρώτο στρώμα (παραγωγή από τον Γιώργο Πρινιωτάκη), ενώ στο “Homeless ego” η ακουστική εισαγωγή προδιαθέτει για ένα περισσότερο lo-fi track – και όντως (η απλή μελωδική γραμμή μεγεθύνεται μέσω μιας ήπιας πληκτρονικής επέμβασης). Παρότι του ιδίου παραγωγού (Felizol) το επόμενο κομμάτι, το “Dont go”, είναι ένα up-tempo track, με αποφασιστικό ρυθμικό τμήμα, απολύτως στιγματισμένο από μιαν… αγχωτική δραματικότητα. Στο “Humble” η μελωδία βγαίνει πάνω απ’ οτιδήποτε άλλο. Πιο «άλλο»; Βασικά τους «τοίχους» (από τα πλήκτρα), που παρέχουν στο κομμάτι έναν κάπως cosmic χαρακτήρα.
Οι My Wet Calvin είναι ένα εσωστρεφές pop συγκρότημα. Τούτο αποδεικνύεται σ’ ένα από τα ωραιότερα tracks τού “Happened Before”, του “What do you say?”. Εξαιρετική η παραγωγή του Coti K., εναποθέτει στο κομμάτι μιαν αίσθηση… προσευχής. Το προτελευταίο τραγούδι έχει τίτλο “The future”· κι ενώ τούτο αναδύεται μέσα από ένα ήπιο ηχητικό περιβάλλον, προοδευτικώς η ένταση αυξάνεται περνώντας από τελετουργικά κιθαριστικά τείχη, καταλήγοντας στο minimal των «πιανιστικών» νοτών. Το έσχατο “Super Jefrio Galaxy” είναι το πιο ιδιαίτερο track του άλμπουμ, πιθανώς δε και το πιο «προσωπικό». Δεν πρόκειται για τραγούδι, αλλά για μιαν απαγγελία στίχων, ένα θεατρικό spoken word που «σπάει» από ένα μικρό χορωδιακό μέρος, πριν επανέλθει στην τελευταία αφήγηση. Εδώ, η ηχητική… διαγαλαξιακή υφή δεν έχει τίποτ’ άλλο παρά την όψη τής space ηλεκτρονικής.
Δεν μπορώ να πω, έχει το ενδιαφέρον του ως CD.

Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

MR.HO’S ORCHESTROTICA exotica τρικ μάι φορ

Πριν καιρό είχα γράψει για το πρώτο άλμπουμ της Mr.Hos Orchestrotica, που είχε τίτλο “PresentsThe Unforgettable Sounds of Esquivel” (2010), σημειώνοντας εν ολίγοις τη σημασία αυτής ταύτης της ορχήστρας στην ανασύνταξη και ανασύσταση του exotica ήχου. Ένα χρόνο αργότερα ο βιμπραφωνίστας/ περκασιονίστας Brian ONeill, έχοντας εν τω μεταξύ μετατρέψει την πρωταρχική 23-μελή ορχήστρα του σε κουαρτέτο(!) –κατ’ αναλογίαν, αν θέλετε, με το κλασικό κουαρτέτο του Martin Denny– επιχειρεί μία σύμπτυξη εκείνου του big sound, καθ’ όλα επιτυχημένη, και με την ίδια πάντα στόχευση. Να ενώσει, δηλαδή, εις σώμα ένα chamber, jazz και world ήχους, οι οποίοι τούτη τη φορά αγγίζουν ακόμη και την περιοχή μας (Βαλκάνια). Ας αναφερθεί εδώ η σύνθεση της Orchestrotica, γιατί έχει σημασία. Ο Brian ONeill λοιπόν χειρίζεται βιμπράφωνο και ποικίλα κρουστά (pandeiro, bodhran, riq…), ο Αλβανός Geni Skendo φλάουτα, η Ιαπωνίδα Noriko Terada μαρίμπα, βιμπράφωνο, λοιπά κρουστά και ο Jason Davis είναι ο μπασο-στυλοβάτης. Ένα πολυεθνικό, ας το πω, κουαρτέτο, που μεταφέρει στις ένδεκα συνθέσεις (originals και διασκευές) και κάποιες εξω-δυτικές ηχοκουλτούρες.
Τρία είναι τα covers της Orchestrotica στοThird River Rangoon” [TIKI-002]. Κατ’ αρχάς το “Colorado waltz” του Cal Tjader – πρόκειται για ένα up-tempo waltz (σε 6/8 και όχι σε 2/4) το οποίον, εδώ, αποκτά ένα κάπως haunted χαρακτήρα (ο Αλβανός είναι άπαιχτος). Έπειτα, μια διασκευή σε σύνθεση του Τσαϊκόβσκι (“Arab dance”) που μπορεί ναι μεν να καθορίζεται από το παίξιμο του Tev Stevig στο ούτι, αλλά εκείνο που υπερισχύει εδώ είναι η εναρμόνιση της μελωδίας. Παρένθεση. Ο Milt Raskin ήταν ένας σοβαρός πιανίστας της jazz (είχε βρεθεί ακόμη και δίπλα στην Billie Holiday), αλλά όχι ιδιαιτέρως γνωστός. Στην ιστορία έμεινε πάντως για το exotica άλμπουμ “Kapu (Forbidden)” [Crown, 1959]. Κλείνει η παρένθεση. Απ’ αυτό το άλμπουμ προέρχεται η “Maika”, με τον Αλβανό να μετατρέπει το φλάουτό του σε… αηδόνι. Όμως και οι πρωτότυπες συνθέσεις του ONeill είναι χάρμα ώτων, φανερώνοντας το (πιθανώς) γνωστό πως ο άνθρωπος αυτός έχει εντρυφήσει στον βαθύ ήχο τής exotica (και τις προεκτάσεις του). Έτσι, από το πρώτο κιόλας κομμάτι, το φερώνυμο “Third river Rangoon”, o ONeill επιχειρεί να συνδέσει την exotica με το τρίτο ρεύμα, μπολιάζοντας τη σύνθεσή του μ’ έναν δωματίου απόηχο. Στο “Thors arrival” (αφιερωμένο στον νορβηγό εξερευνητή του Ειρηνικού Thor Heyerdahl και τη σχεδία του Κoniki) έχουμε ένα θαυμάσιο ατμοσφαιρικό κομμάτι, που οδηγείται από τα κρουστά, ενώ στο “Phoenix, goodbye” το φλάουτο και το αρκομπάσο παράγουν ένα βόμβο, που μοιάζει με τον ισοκράτη των ηπειρώτικων (και αλβανικών) πολυφωνικών! Μαγικό κομμάτι. Όπως εξάλλου το “Terre exotique” ή το “Lyman ’59” (αφιερωμένο στον φημισμένο συνθέτη και βιμπραφωνίστα της exotica Arthur Lyman), όπως και όλα τα υπόλοιπα. Μαγικός ο δίσκος!
Επαφή: www.orchestrotica.com

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

CHRISTOPHE κατηγορία από μόνος του…

Παρακάμπτοντας την πρώτη και πιο γνωστή εποχή τού Christophe (ελέω “Aline” και “Oh! mon amour” βασικά), η συλλογή “Le Chanteur” [Disques Motors, 2009] επικεντρώνεται στην 15ετία 1973-1988, που εμπεριέχει τον κύριο όγκο τού έργου, τού διάσημου γάλλου ερμηνευτή· και όχι μόνον ερμηνευτή, καθότι ο Christophe έγραφε στίχους, συνέθετε και ενορχήστρωνε κιόλας.
Έτσι, εδώ, ανθολογούνται κατά πρώτον κομμάτια από το άλμπουμ “Les Paradis Perdus” [Motors, 1973], στίχους στο οποίο είχε γράψει ο Jean Michel Jarre. Πρόκειται για ένα έργο με progressive χαρακτηριστικά, με ωραίες κιθάρες από τον Patrice Tison, φορτωμένα πλήκτρα από τον Dominique Perrier, αλλά και με τον ίδιο τον Christophe να σε κερδίζει με τις συνθέσεις και βεβαίως με την ιδιότροπη φωνή του. Μικρή αποκάλυψη από το “Les Paradis Perdus” το rhythm nbluesMama”. Από το “Les Mots Bleus” [Motors, 1974] ανθολογούνται δύο κομμάτια, το “La mélodie” και το σήμα κατατεθένLe dernier des Bevilacqua” (να υπενθυμίσω πως Bevilacqua είναι το πραγματικό επώνυμο του Christophe) ένα 9λεπτο prog έπος, που μετατρέπεται σε pop μόνον όταν ο Γάλλος ξεκινά να τραγουδά. Ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια που έχει πει ποτέ ο Christophe (και αυτό σε στίχους τού Jarre) είναι το “Macadam” (1976). Βγήκε σε 45άρι αρχικώς κι είναι ένα opus του electronic rock (φυσικά, και αυτό ακούγεται εδώ). Το LP “Le Beau Bizarre” [Motors, 1978] έχει την τιμητική του, αφού πέντε κομμάτια του ανθολογούνται στην παρούσα συλλογή. Ροκάδικο, αλλά και poppy και disco ταυτοχρόνως την ώρα που το διακρίνει και μιαν ερμηνευτική αυθάδεια (να την πω punky; – θα υπερβάλλω), το άλμπουμ αυτό ευτυχεί (και) λόγω “Ce mec lou”. Το “Pas Vu Pas Pris” [Motors, 1980] δείχνει πως, παρόλο το… προχωρημένο του καιρού, ο Christophe δεν είχε λησμονήσει να γράφει ωραίες μελωδίες (“Minuit boul'vard”), δίνοντας πάντα και ιδιότροπα ρυθμικά κομμάτια (“Agitation”). Ένα ακόμη σπουδαίο τραγούδι από τις 45 στροφές ήταν και το electro “Cœur défiguré” (1983), όπως και το “Voix sans issue” (1984), που ανοίγει το “Le Chanteur” και που εξακολουθεί να εκπέμπει το συνθετοφώς του. Χρονικώς, η συλλογή κλείνει με το “Un tour d'Harley avec Lucy” του 1988, ένα σχεδόν δίλεπτο track, με… κλασικό late 80s ήχο, μπολιασμένον όμως με «κόλπα» (off φωνές, ήχοι, jingles…).
Ασυμβίβαστος καλλιτέχνης. Ανακαλύψτε τον (όσοι δεν τον γνωρίζετε).

Κυριακή 26 Αυγούστου 2012

βυθίσατε το χώρα

Μιλούσα μ’ έναν Ελληνορώσο στις διακοπές (όχι από την… Ελληνορώσων, αλλά από το Νοβοροσίσκ τής Μαύρης Θάλασσας) και ανάμεσα σε διάφορα που τέθηκαν και τα οποία συζητούσαμε με λίγο τσάτρα-πάτρα ελληνικά («πώς ήταν στην εποχή τού κομμουνισμού;» τον ρωτούσα, «του σοσιαλισμού, ο κομμουνισμός ήταν το ιδέα» ξεκινούσε την απάντησή του…), μού είπε κάποια στιγμή, αναφερόμενος στην τρέχουσα πολιτική κατάσταση, πως «έτσι όπως το καταφέρατε βυθίσατε το χώρα».
Πήγα να τον διορθώσω (με τρόπο), αλλά για λίγα δευτερόλεπτα κοντοστάθηκα. Για στάσου… Ο άνθρωπος είναι σίγουρο πως αγνοούσε τον ιστορικό πομφόλυγα τού Ανδρέα Παπανδρέου (τον σχετικό με τη βύθιση του τουρκικού σκάφους Χόρα, που αρμένιζε στο Αιγαίο από τα μέσα του '70), αλλά και τι μ’ αυτό; Μέσα δεν είχε πέσει;
Ή περίπου μέσα, καθότι ορισμένοι ρίχναμε πετραδάκια στη θάλασσα την ώρα που άλλοι έριχναν τορπίλες…

ELEANOORA ROSENHOLM χάιδεψέ με σκοτεινό αστέρι

Για τους Φινλανδούς Eleanoora Rosenholm έχω ξαναγράψει αναφερόμενος στα άλμπουμ τους “Vainajan muotokuva” (2007) και “Älä kysy kuolleilta, he sanoivat” (2008) τονίζοντας, εν ολίγοις, την περίπτωση ενός κάπως dark τρίο, που κινείται όχι τόσο πλησίον του βαρυφορτωμένου gothic, όσο μιας... ηπιότερης/ρομαντικότερης κατάστασης.
Το πιο πρόσφατο CD του γκρουπ, το οποίον αποτελούν η τραγουδίστρια Noora Tommila και ακόμη οι Pasi Salmi και Mika Rättö (βασικό στέλεχος των space-psych Circle ο τελευταίος) έχει τίτλο “Hyväile minua pimeä tähti” (Χάιδεψέ με σκοτεινό αστέρι ή περίπου έτσι), τυπώθηκε για λογαριασμό της Fonal πέρυσι και δεν διαφοροποιείται από τα προηγούμενα δύο όσον αφορά στα βασικά, τουλάχιστον, χαρακτηριστικά του. Υπάρχει κι εδώ αυτή η κάπως χειροποίητη αντίληψη, υπάρχει το σκοτεινό κλίμα που εντείνεται λόγω της αφηγηματικής δραματικότητας, υπάρχουν ακόμη οι πολλές και ποικίλες αναφορές-επιρροές από τις μουσικές και τα συγκροτήματα του παρελθόντος.
Άλλοτε περισσότερο… Γερμανοί και άλλοτε αρκούντως… Εγγλέζοι, οι Eleonoora Rosenholm έχουν, συν τοις άλλοις, στο παρόν κι ένα concept, που τους δίνει το ξεπέταγμα για κάτι σημαντικότερο. Τη φινλανδική γλώσσα δεν τη γνωρίζω φυσικά, αλλά οι πληροφορίες κάνουν λόγο για την περίπτωση μιας νοικοκυράς, serial killer, που διαφεύγει προς ένα… απόμακρο/σκοτεινό άστρο. Εν πάση περιπτώσει, πιθανώς να έλεγα περισσότερα αν είχα μία πλήρη εικόνα των στίχων, όμως κάποια υφολογικά (ηχητικά) στοιχεία είναι ηλίου φαεινότερα. Φερ’ ειπείν η αγάπη των Φινλανδών για τις αναλογικές πηγές (που παρέχουν ένα χρώμα στην εγγραφή), το λελογισμένον έπος σε κομμάτια όπως το “Pimeä tähti”, το ψυχεδελικό χάσιμο (στο μεγαλόπνοο “Puoli päivää Firenzestä itään” – πού ακριβώς κολλάει η Φλωρεντία δεν μπορώ να καταλάβω), τo ethereal wave των δύο τελευταίων tracks (“Muistoja huvilalta”, “Köysitehdas”)… Η γενική εντύπωση, πάντως, είναι μία. Το “Hyväile minua pimeä tähti” είναι ένα ακόμη ξεχωριστό άλμπουμ για την παρέα από το Pori.

Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

είμαι εδώ, θέλω να είμαστε εδώ

Ευχαριστώ όλους τους φίλους και τις φίλες που επικοινώνησαν με το δισκορυχείον αυτό το διάστημα αφήνοντας το σχόλιό τους ή απλώς διαβάζοντας κάτι. Θα γράψω δυο λόγια, συν τω χρόνω, σε όσα σχόλια χρήζουν απαντήσεως και βεβαίως, κατά το παραδοσιακόν (ακόμη και εν μέσω καύσωνα), θα ευχηθώ ΚΑΛΟ ΧΕΙΜΩΝΑ σε άπαντες.

Κυριακή 5 Αυγούστου 2012

διάφορα, όχι εντελώς αδιάφορα…

Metal μπάντα από το Βέλγιο, οι Southern Voodoo αναπαράγουν όλα τα χαρακτηριστικά κλισέ του είδους – τα οποία, αν δεν υπήρχαν (τα κλισέ), δεν θα υπήρχε και το είδος.
Οφείλεις, με άλλα λόγια, να είσαι πιστός σε ό,τι μεταλλικώς σου παραδίδεται μην επιχειρώντας ν’ αλλάξεις την ουσία, καθότι, σε αντίθετη περίπτωση, το μόνο που θα μένει θα είναι η… τρύπα στο νερό. Προσθέτοντας δε στα γνωστά τοις πάσι συμπαρομαρτούντα (βαρύγδουπες μπασογραμμές, κολασμένα φωνητικά, βαρβάτα κιθαροσόλι, απαραίτητες σιδερικές μπαλάντες, για να μην ασχοληθώ με την εικόνα, μια κι εκεί είναι όπου δεν επιτρέπονται οι αλλαγές) και μία ωραία χρήση του στίχου, που ταιριάζει θα έλεγα πιο πολύ με τα rock παρά με τα προσδόκιμα του χώρου, καταλήγω στο συμπέρασμα πως οι Southern Voodoo έχουν εκείνο το κάτι στο “Neon Dust Baby” [Music Avenue, 2009], το ικανό να τους βγάλει, κατά τι, από το παραδοσιακό κοινό τους. Δεν ξέρω αν το κατάφεραν…
Ζωντανά ηχογραφημένη στην Berlins Philharmonie, η αφροαμερικανίδα σοπράνο Jessye Norman επικεντρώνεται στο 2CD “Roots: My Life My Song” [Sony Classical, 2010] στις «ρίζες» της (my life, my songs, όπως χαρακτηριστικώς λέει η ίδια), τραγουδώντας με το δικό της τρόπο παραδοσιακά κομμάτια (“His eyes is on the sparrow”, “Sometimes I feel like a motherless child”, “Pretty Horses”…), συνθέσεις των Duke Ellington και Thelonious Monk, ακόμη Leonard Bernstein, Kurt Weill, Harold Arlen και ακόμη Poulenc και Bizet. Ένα, εν τέλει, ποικίλο ρεπερτόριο, που υποτάσσεται –απ’ όποια πλευρά και να το δει κανείς– στις φωνητικές της ικανότητες.
Τουρκικό, ηλεκτρικό jazz κουαρτέτο οι… Qu4rtet Mu4rtet αποτελούνται εκ των Sarp Maden κιθάρες, Alp Ersönmez μπάσο, Volkan Öktem ντραμς, κρουστά και Genco Arı πιάνο, fender rhodes, synths. Ηχογραφημένο το 2006, το “Dokuz Parca Daha”lametifarika Μüzik, 2008] διαρκεί 56 λεπτά και περιέχει εννέα πρωτότυπα και κυρίως καλοδουλεμένα κομμάτια, αρκούντως «αμερικανικά», με έντονα fusion και contemporary στοιχεία. Εν αντιθέσει δηλαδή με την κυρίαρχη λογική, που θέλει τα τουρκικά jazz σχήματα να ενσωματώνουν anadolu ή και ευρύτερες oriental αναφορές στις τζαζο-κατασκευές τους, οι Qu4rtet Mu4rtet επιλέγουν να καθαρολογήσουν, προτείνοντας έναν γλυκό, όσο και στρογγυλεμένον ηλεκτρικό ήχο, τεχνικώς άψογο, αλλά συναισθηματικώς (τις πιο πολλές φορές) ολίγον μπλαζέ. Το “Basit caz” (δηλ. Απλή τζαζ) είναι το track που ξεχωρίζει· και όχι μόνον επειδή βραζιλοφέρνει.
Samy Izy, ή απλώς Sammy (ή έστω… Samoela Andriamalalaharijaona) είναι το όνομα ενός τραγουδοποιού και οργανοποιού από τη Μαδαγασκάρη, όπως, κατά πάσα πιθανότητα, και το όνομα του συγκροτήματος μέσω του οποίου παρουσιάζεται. Τούτο, δε (το συγκρότημα), αποτελείται από τον Sammy που τραγουδά, παίζει κιθάρα και καμιά 15αριά άλλα έγχορδα και κρουστά παράξενων, γενικώς, ονομάτων (jeiyvoatava, lokanga, το λαούτο kabosy, τα φλάουτα sodina και sodinabe…), τον Bosco που τραγουδά, την Amizou, που επίσης τραγουδά και τον Petit που χειρίζεται conga, djembe, ταμπουρίνο, διάφορα frame drums κ.λπ. Τα τραγούδια του Sammy στο άλμπουμ “Tsara Madagasikara” [Network, 2010] –οι στίχοι των οποίων είναι μεταφρασμένοι και στην αγγλική– είναι, κυρίως, διδαχτικά (ορισμένα και θρησκευτικά) αναφέρονται σε καθημερινές καταστάσεις της μαδαγασκαρινής υπαίθρου, προβάλλοντας την επικοινωνία του ανθρώπου με το φυσικό στοιχείο, ενώ από μουσικής πλευράς αντιπροσωπεύουν κάπως το φυλετικό αμάλγαμα της χώρας (ιθαγενείς, Άραβες, Ασιάτες, Ευρωπαίοι), όσο και αν ανακαλείται συχνά στ’ αυτιά μου (ως πιο κοινός) ο δυτικο-αφρικανικός ήχος (kora δεν υπάρχει εδώ, αλλά κάτι σαν kora υπάρχει). Ας σημειώσω, ακόμη, πως όλα τα όργανα που ακούγονται στην ηχογράφηση είναι χειροποίητα (κατασκευασμένα από τον Sammy) και πως κάποια τραγούδια, όπως π.χ. το θρηνητικό “Bala” (Bala σημαίνει παππούς) μοιάζουν… υπεράνω κριτικής.
Το CD South Africa presents: Women with a voice [Skip] είναι παλαιότερο (2007), αλλά πλήρως διαφωτιστικό όσον αφορά στη γυναικεία παρουσία στο σύγχρονο νοτιο-αφρικανικό τραγούδι. Βεβαίως, γράφοντας κανείς για την Miriam Makeba, την Letta Mbulu, την Busi Mhlongo, την Thandi Klaasen, τις Mahotella Queens το σύγχρονο αποκτά ένα άλλο νόημα (εκείνο του διαχρονικού), αλλά από την άλλη υπάρχουν οι Simphiwe Dana, Thandiswa (φωνή με πλείστα όσα δυτικά στοιχεία, πήρε μέρες στις εορτές για το 2010 FIFA World Cup), Gloria Bosman, Judith Sephuma, Sibongile Khumalo (μία εξαίρετη jazz singer), Suthukazi Arosi (εδώ, σ’ ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του CD) και Tu Nokwe, που, επικεντρωμένες σ’ ένα afro pop, γενικώς, ιδίωμα έχουν όλα τα φόντα, ώστε να γίνουν ευρύτερα γνωστές. Κάποιες το έχουν κατορθώσει ήδη.
Κλασικοί στη δομή, στη σύνθεσή τους και στον τρόπο που αντιλαμβάνονται την jazz παράδοση, καλλιεργώντας… νέα εδάφη, αλλά με παλαιές συνταγές, οι Ολλανδοί Talking Cows είναι το κουαρτέτο εκείνο (Frans Vermeerssen τενόρο, Robert Vermeulen πιάνο, Dion Nijland κοντραμπάσο, Yonga Sun ντραμς) που γνωρίζει να αντιπαρέρχεται ασκόπους (όταν είναι άσκοποι) μοντερνισμούς, εμβαθύνοντας στην blues συνείδηση της jazz· και περαιτέρω στο δίδυμο Ellington-Strayhorn, στα «ελεύθερα» διδάγματα των sixties, ακόμη και στο funk. Το αποτέλεσμα είναι το άλμπουμ “Almost Human” [JAZZsick, 2012] μία σειρά δέκα συνθέσεων (όλες πρωτότυπες, οκτώ γραμμένες σε στούντιο, δύο από live στην Ουτρέχτη), γεμάτες από τη γνώση, τη… συμμόρφωση, το χιούμορ και την εξωστρεφή διάθεση των οργανοπαικτών, οι οποίοι γνωρίζουν πώς να κρατούν, σ’ ένα υψηλό επίπεδο, το ακροαματικό ενδιαφέρον. Ωραία παιξίματα, ισχυρό rhythm section, αυξομειούμενα tempi, επικεντρωμένα soli, συνθέσεις που εντυπωσιάζουν με τη συμπυκνωμένη δύναμή τους (“Most def!”) και οι οποίες διακρίνονται για τον πολυ-πλευρικό χαρακτήρα τους (“Two guys and beer”). Τι άλλο να πει κανείς για ένα άλμπουμ που σε κερδίζει, εξ αρχής, με την αμεσότητά του; Επαφή: www.jazzsick.com