Metal μπάντα από το Βέλγιο, οι
Southern Voodoo αναπαράγουν όλα τα
χαρακτηριστικά κλισέ του είδους – τα οποία, αν δεν υπήρχαν (τα κλισέ), δεν θα
υπήρχε και το είδος.
Οφείλεις, με άλλα λόγια, να είσαι πιστός σε ό,τι μεταλλικώς σου παραδίδεται μην
επιχειρώντας ν’ αλλάξεις την ουσία,
καθότι, σε αντίθετη περίπτωση, το μόνο που θα μένει θα είναι η… τρύπα στο νερό.
Προσθέτοντας δε στα γνωστά τοις πάσι συμπαρομαρτούντα (βαρύγδουπες
μπασογραμμές, κολασμένα φωνητικά, βαρβάτα κιθαροσόλι, απαραίτητες σιδερικές μπαλάντες, για να μην ασχοληθώ με την εικόνα, μια κι εκεί είναι όπου δεν
επιτρέπονται οι αλλαγές) και μία ωραία χρήση του στίχου, που ταιριάζει θα έλεγα
πιο πολύ με τα rock
παρά με τα προσδόκιμα του χώρου, καταλήγω στο συμπέρασμα πως οι Southern Voodoo έχουν
εκείνο το κάτι στο “Neon Dust Baby” [Music Avenue, 2009], το ικανό να
τους βγάλει, κατά τι, από το παραδοσιακό κοινό τους. Δεν ξέρω αν το κατάφεραν…
Ζωντανά ηχογραφημένη στην Berlin’s Philharmonie,
η αφροαμερικανίδα σοπράνο Jessye Norman επικεντρώνεται στο 2CD “Roots: My Life My Song” [Sony Classical, 2010] στις «ρίζες»
της (“my life, my songs”, όπως χαρακτηριστικώς λέει η ίδια),
τραγουδώντας με το δικό της τρόπο παραδοσιακά κομμάτια (“His eyes is on the sparrow”, “Sometimes I feel like a motherless child”, “Pretty Horses”…), συνθέσεις των Duke Ellington και
Thelonious Monk,
ακόμη Leonard Bernstein,
Kurt Weill, Harold Arlen και
ακόμη Poulenc και Bizet.
Ένα, εν τέλει, ποικίλο ρεπερτόριο, που υποτάσσεται –απ’ όποια πλευρά και να το
δει κανείς– στις φωνητικές της ικανότητες.
Τουρκικό, ηλεκτρικό jazz κουαρτέτο οι… Qu4rtet Mu4rtet
αποτελούνται εκ των Sarp Maden κιθάρες, Alp Ersönmez μπάσο,
Volkan
Öktem ντραμς, κρουστά και Genco Arı πιάνο, fender rhodes,
synths. Ηχογραφημένο το
2006, το “Dokuz Parca Daha”
[Αlametifarika Μüzik,
2008] διαρκεί 56 λεπτά και περιέχει εννέα πρωτότυπα και κυρίως καλοδουλεμένα
κομμάτια, αρκούντως «αμερικανικά», με έντονα fusion και contemporary
στοιχεία. Εν αντιθέσει δηλαδή με την κυρίαρχη λογική, που θέλει τα τουρκικά jazz σχήματα
να ενσωματώνουν anadolu
ή και ευρύτερες oriental αναφορές στις τζαζο-κατασκευές τους, οι Qu4rtet Mu4rtet
επιλέγουν να καθαρολογήσουν,
προτείνοντας έναν γλυκό, όσο και
στρογγυλεμένον ηλεκτρικό ήχο, τεχνικώς άψογο, αλλά συναισθηματικώς (τις πιο
πολλές φορές) ολίγον μπλαζέ. Το “Basit caz” (δηλ. Απλή τζαζ)
είναι το track που
ξεχωρίζει· και όχι μόνον επειδή βραζιλοφέρνει.
Samy Izy, ή απλώς Sammy
(ή έστω… Samoela Andriamalalaharijaona)
είναι το όνομα ενός τραγουδοποιού και οργανοποιού από τη Μαδαγασκάρη, όπως,
κατά πάσα πιθανότητα, και το όνομα του συγκροτήματος μέσω του οποίου παρουσιάζεται.
Τούτο, δε (το συγκρότημα), αποτελείται από τον Sammy που τραγουδά, παίζει κιθάρα και
καμιά 15αριά άλλα έγχορδα και κρουστά παράξενων, γενικώς, ονομάτων (jeiyvoatava, lokanga, το λαούτο kabosy, τα φλάουτα sodina και
sodinabe…), τον Bosco που
τραγουδά, την Amizou, που
επίσης τραγουδά και τον Petit που χειρίζεται conga, djembe,
ταμπουρίνο, διάφορα frame drums
κ.λπ. Τα τραγούδια του Sammy
στο άλμπουμ “Tsara Madagasikara”
[Network, 2010] –οι
στίχοι των οποίων είναι μεταφρασμένοι και στην αγγλική– είναι, κυρίως,
διδαχτικά (ορισμένα και θρησκευτικά) αναφέρονται σε καθημερινές καταστάσεις της
μαδαγασκαρινής υπαίθρου, προβάλλοντας την επικοινωνία του ανθρώπου με το φυσικό
στοιχείο, ενώ από μουσικής πλευράς αντιπροσωπεύουν κάπως το φυλετικό αμάλγαμα
της χώρας (ιθαγενείς, Άραβες, Ασιάτες, Ευρωπαίοι), όσο και αν ανακαλείται συχνά
στ’ αυτιά μου (ως πιο κοινός) ο δυτικο-αφρικανικός ήχος (kora δεν υπάρχει εδώ, αλλά κάτι σαν kora υπάρχει). Ας σημειώσω,
ακόμη, πως όλα τα όργανα που ακούγονται στην ηχογράφηση είναι χειροποίητα
(κατασκευασμένα από τον Sammy)
και πως κάποια τραγούδια, όπως π.χ. το θρηνητικό “Bala” (Bala σημαίνει παππούς) μοιάζουν… υπεράνω κριτικής.
Το CD “South Africa presents: Women with a voice” [Skip] είναι παλαιότερο
(2007), αλλά πλήρως διαφωτιστικό όσον αφορά στη γυναικεία παρουσία στο σύγχρονο
νοτιο-αφρικανικό τραγούδι. Βεβαίως, γράφοντας κανείς για την Miriam Makeba, την Letta Mbulu, την Busi Mhlongo, την Thandi Klaasen, τις Mahotella Queens το
σύγχρονο αποκτά ένα άλλο νόημα
(εκείνο του διαχρονικού), αλλά από
την άλλη υπάρχουν οι Simphiwe Dana,
Thandiswa (φωνή με
πλείστα όσα δυτικά στοιχεία, πήρε μέρες στις εορτές για το 2010 FIFA World Cup), Gloria Bosman, Judith Sephuma, Sibongile Khumalo (μία εξαίρετη jazz singer), Suthukazi Arosi (εδώ, σ’ ένα από τα
ωραιότερα τραγούδια του CD)
και Tu
Nokwe, που,
επικεντρωμένες σ’ ένα afro pop,
γενικώς, ιδίωμα έχουν όλα τα φόντα, ώστε να γίνουν ευρύτερα γνωστές. Κάποιες το
έχουν κατορθώσει ήδη.
Κλασικοί στη δομή, στη σύνθεσή τους και στον τρόπο που
αντιλαμβάνονται την
jazz
παράδοση, καλλιεργώντας… νέα εδάφη, αλλά με παλαιές συνταγές, οι Ολλανδοί
Talking Cows είναι
το κουαρτέτο εκείνο (
Frans Vermeerssen τενόρο,
Robert Vermeulen πιάνο,
Dion Nijland
κοντραμπάσο,
Yonga Sun ντραμς) που γνωρίζει να αντιπαρέρχεται ασκόπους (όταν είναι
άσκοποι) μοντερνισμούς, εμβαθύνοντας στην
blues συνείδηση της
jazz· και περαιτέρω στο δίδυμο
Ellington-
Strayhorn, στα «ελεύθερα» διδάγματα των
sixties, ακόμη και στο
funk. Το αποτέλεσμα είναι το
άλμπουμ
“Almost Human”
[
JAZZsick, 2012] μία
σειρά δέκα συνθέσεων (όλες πρωτότυπες, οκτώ γραμμένες σε στούντιο, δύο από
live στην Ουτρέχτη), γεμάτες
από τη γνώση, τη… συμμόρφωση, το χιούμορ και την εξωστρεφή διάθεση των
οργανοπαικτών, οι οποίοι γνωρίζουν πώς να κρατούν, σ’ ένα υψηλό επίπεδο, το
ακροαματικό ενδιαφέρον. Ωραία παιξίματα, ισχυρό
rhythm section, αυξομειούμενα
tempi, επικεντρωμένα
soli, συνθέσεις που
εντυπωσιάζουν με τη συμπυκνωμένη δύναμή τους (“
Most def!”) και οι οποίες
διακρίνονται για τον πολυ-πλευρικό χαρακτήρα τους (“
Two guys and beer”). Τι άλλο να πει κανείς
για ένα άλμπουμ που σε κερδίζει, εξ αρχής, με την αμεσότητά του;
Επαφή: www.jazzsick.com