Κυκλοφόρησε πριν λίγες ημέρες το βιβλίο Το «Πρόβλημα Νεολαία»/ Μοντέρνοι
Νέοι, Παράδοση και Αμφισβήτηση στη Μεταπολεμική Ελλάδα 1964-1974
[εκδόσεις Απρόβλεπτες, Αθήνα 2013]. Συγγραφέας ο Κώστας Κατσάπης. Το βιβλίο
έχει 607 σελίδες και υποτίθεται πως πραγματεύεται ζητήματα που αφορούν στην
ελληνική νεολαία της δεκαετίας 1964-1974. Λέω «υποτίθεται» διότι, πρώτον, η
εργασία ξεφεύγει συχνά από τα ελληνικά της πλαίσια σε βαθμό… κακουργήματος και
δεύτερον αποσιωπάται, σχεδόν εξ ολοκλήρου, η πορεία της πολιτικοποιημένης
νεολαίας (φαίνεται πως αυτοί, κατά τον Κατσάπη, δεν ήταν «μοντέρνοι»), των
αριστερών οργανώσεων –νομίμων πριν τη χούντα και παρανόμων κατά τη διάρκειά
της– των ομάδων εκείνων δηλαδή από τις οποίες προήλθε και στις οποίες ανήκει ο
ξεσηκωμός του Πολυτεχνείου· η ύπατη νεολαιίστικη εκδήλωση της περιόδου που ο συγγραφέας επιχειρεί να εξετάσει. Αυτές οι δύο ηχηρές παρατυπίες βαραίνουν αρνητικώς στην κρίση
μου, εν σχέσει με το βιβλίο, δίχως, εν πάση περιπτώσει, να παραβλέπω ορισμένα
σημεία που έχουν ένα ενδιαφέρον και που θα μπορούσε να στηρίξουν μια κάποια
εργασία, κάτω, όμως, από έναν άλλο υπότιτλο. Δεν μπορώ να καταλάβω το σκεπτικό
του Κατσάπη – πραγματικά το λέω αυτό. Είχε βάλει στοίχημα με τον εαυτό του να
ξεπεράσει τις 600 σελίδες, και πιο πριν τις 500, και πιο πριν τις 400; Το λέω
γιατί Το «Πρόβλημα Νεολαία» της
περιόδου 1964-1974, έτσι όπως αντιμετωπίζεται από τον συγκεκριμένο συγγραφέα,
θα μπορούσε ουσιαστικώς να καλυφθεί σε καμιά 200ριά (και πολλές λέω) σελίδες.
Το επόμενο κεφάλαιο του δευτέρου μέρους έχει τίτλο ‘Power to the people’: Η εμφάνιση του
αναρχισμού στο προσκήνιο’ (σελ.261-326) και για τις πρώτες 33 σελίδες
(έως την 294 δηλαδή) ο Κατσάπης είναι πάλι εκτός θέματος, αφού μας μιλάει για SDS, Σαν Φρανσίσκο, Μαύρους
Πάνθηρες (να πληροφορήσω, επί τη ευκαιρία, πως υπάρχει και το βιβλίο Πικρός Κόκκος του Michael Newton, με την ιστορία της
οργάνωσης, που είχε κυκλοφορήσει από τις ελληνικές εκδόσεις Fox το 1985), τις δολοφονίες των Martin Luther King
και Robert Kennedy,
το Συνέδριο των Δημοκρατικών, τους Yippies κ.λπ. Φθάνουμε, έτσι, στην σελίδα
294, όπου επανερχόμαστε επιτέλους στα καθ’ ημάς και στην περιώνυμη Κομμουνιστική Υπονόμευση του Έθνους (από
το γνωστό βιβλίο του χουντικού Υπουργείου Προεδρίας Κυβερνήσεως, που λογικώς
είχε κυκλοφορήσει μέσα στο ’67). Ο Κατσάπης δεν στοχεύει σωστά, όταν
στηριγμένος σε μια δήλωση του Παπαδόπουλου πως «η αιχμή του δόρατος της αναρχίας δεν ήσαν πια οι εργάτες αλλά οι
φοιτητές και οι επιστήμονες» συμπεραίνει πως «η επισήμανση του καινούριου υπήρξε σωστή, ωστόσο η ερμηνεία του
γινόταν με εργαλεία του παρελθόντος, πράγμα που οδηγούσε μοιραία σε αδιέξοδες
ακροβασίες: για τους φονταμενταλιστές της 21ης Απριλίου, ο κόσμος δεν μπορούσε
παρά να χωρίζεται σε ‘κομμουνιστές’ και ‘εθνικιστές, και σε αυτή την
προκρούστεια λογική θα έπρεπε να τακτοποιηθεί κάθε καινούρια εξέλιξη»,
προσπαθώντας δηλαδή να μας πείσει πως ο κομμουνισμός ήταν μια τελειωμένη
υπόθεση και πως είχε αντικατασταθεί αυτός από κάτι άλλο, ένα διαφορετικό
υποκείμενο. Μάλλον αγνοεί ή παραγνωρίζει το γεγονός πως στα τέλη των sixties ο
Che, ο Castro και κυρίως ο Μάο
γίνονται ινδάλματα της φοιτητικής νεολαίας οπουδήποτε στον κόσμο (από τις ΗΠΑ
και την Ιαπωνία, μέχρι την Ιταλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία). Το χουντικό
σκεπτικό δεν λάθευε όταν επικαλείτο τον «κομμουνιστικό κίνδυνο». Απλώς, αυτός,
τώρα, συνέτασσε δίπλα στον εργάτη και τον φοιτητή. Όπως έγραφε και ο Θούριος εξισώνοντας τους αγώνες της
ελληνικής νεολαίας με τους αντίστοιχους των νεολαιών, των υπολοίπων χωρών (#11,
Μάης 1969): «Στην Αργεντινή, μετά την
πρόσφατη δολοφονία από αστυνομικούς 3 φοιτητών έχουν εξεγερθεί σύσσωμοι όλοι οι
φοιτητές. Στο Μπουένος Άυρες, στο Ροζάριο και σε 7 άλλες πόλεις συγκροτούνται
μαχητικές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας. Οι καθηγητές κι οι εργάτες τάχθηκαν στο
πλευρό των αγωνιζόμενων συναδέλφων μας.(…) Στην Ιαπωνία ογκώνεται και
μαχητικοποιείται ολοένα και πιο πολύ το κίνημα των φιλειρηνικών και αντιμπεριαλιστικών
δυνάμεων. Τα λιμάνια της είναι, τελευταία, απρόσιτα για τους αμερικάνους
ναύτες. Μεγάλες διαδηλώσεις οργανώνονται κατά της ιμπεριαλιστικής πολιτικής των
ΗΠΑ και της δουλικής στάσης της κυβέρνησης της Ιαπωνίας.(…) Περισσότερα από 250
φοιτητικά στελέχη των ΗΠΑ απεύθυναν ανοιχτή επιστολή στον Πρόεδρο Νίξον,
διακηρύσσοντας ότι αρνούνται να υπηρετήσουν την στρατιωτική τους θητεία όσο
διαρκεί ο πόλεμος του Βιετνάμ». Όταν
η «ψυχεδελονεολαία» διασκέδαζε υπό τις ευλογίες του Παπαδόπουλου, μία άλλη
νεολαία –η αντιδικτατορική– επιχειρούσε να συντονίσει τους αγώνες της με τους
αντι-ιμπεριαλιστικούς φοιτητικούς αγώνες οπουδήποτε στον κόσμο. Να τι
έγραφε η εφημερίδα Η Γενιά μας
(κεντρικό όργανο της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη) τον Οκτώβρη του 1970: «Οκτώ ολόκληρους μήνες υποχρεώθηκε να
διακόψει την έκδοσή της η ‘Γενιά μας’, μετά το βαρύ πλήγμα που δέχτηκε η
Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη με τη σύλληψη πολλών από τα ηγετικά της στελέχη,
στις αρχές αυτού του χρόνου. Στο διάστημα αυτό η πάλη δε σταμάτησε ούτε για μια
στιγμή. Από την πλευρά της, η χούντα δυνάμωσε τις προσπάθειές της για την
υποταγή και τον εκφασισμό της νεολαίας. Η ωμή βία, ο χαφιεδισμός και η πρόκληση
συναγωνίζονται την εξαγορά, τη δημαγωγία και την απάτη. Η ‘πλύση εγκεφάλου’ των
παιδιών και των νέων είναι καθημερινή υπόθεση στα σχολεία, δημοτικά και
γυμνάσια. Η συμμετοχή στους αηδείς ‘ρωμαϊκούς θριάμβους’ των Σταδίων έγινε
αυστηρά υποχρεωτική. Και η στρατολογία στους ‘Αλκίμους’, με την εκβίαση και την
απάτη, δείχνει όλο και πιο καθαρά την πρόθεση της χούντας να αναστήσει την
απαίσια φασιστική Ε.Ο.Ν. του Μεταξά».
Ο Κατσάπης λοιπόν είναι εκτός τόπου και χρόνου όταν υποστηρίζει πως: «Παρά το γεγονός ότι η επιχείρηση ελέγχου της ελληνικής νεολαίας και των επιρροών της ποτέ δεν μετατράπηκε σε πολιτικό στόχο ξεκάθαρο και σε πρόταγμα δημόσια διακηρυγμένο, όπως εκείνο της εξαφάνισης του ‘κομμουνιστικού κινδύνου’, η όλη στάση που θα τηρούσε η Δικτατορία απέναντι στην ελληνική νεολαία δεν υπήρξε άσχετη με τη μέριμνά της να αποτραπεί η εμφάνιση αναλόγων φαινομένων (σ.σ. σαν εκείνων της Δύσης) στη χώρα». Μα η χούντα ήξερε πώς να αντιμετωπίσει την αριστερή οργανωμένη νεολαία (ωμή βία, συλλήψεις κ.λπ.) κι επί εκείνου καταγινόταν, την άλλη νεολαία, την «ψυχεδελική», την είχε του χεριού της (όταν δεν την είχε υπό την προστασία της).
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου είναι η κριτική παρουσίαση των θέσεων για τη νεολαία του φιλοχουντικού λογοτέχνη Ανδρέα Καραντώνη στο περιοδικό του καθεστώτος Θέσεις και Ιδέαι (10/1968-11/1970). Παρά ταύτα ο Κατσάπης δεν αποφεύγει ούτε και σ’ αυτό το σημείο την χοντροκοπιά μιλώντας, στο τέλος, για τη ροκ μουσική και το underground(!), ως συστατικά μιας ενδεχόμενης εγχώριας αντικουλτούρας. Ναι. Περάσαμε, αλλά δεν κολλήσαμε. Να εννοούσε τουλάχιστον τον Θεοδωράκη… αλλά μπα, αποκλείεται να το πήγαινε έως εκεί.
Έτσι λοιπόν στο
κεφάλαιο Αντί εισαγωγής (σελ.13-52) από τις 39 σελίδες οι 7 είναι εκτός
των χρονικών ορίων της εργασίας (αφορούν στα έτη 1949-1962), ενώ άλλες τόσες
αφορούν στον Bob Dylan και στους Beatles,
ενταγμένες σ’ ένα πλαίσιο που δεν σχετίζεται με την Ελλάδα. Όταν γράφει ο
Κατσάπης πως «η μανία για τους τέσσερις
ακούρευτους μουσικούς (σ.σ. τους Beatles) γεννάει και στην
Ελλάδα χιλιάδες ‘έξαλλους’ νέους, οι οποίοι με την απείθεια και την αυθάδειά
τους συνιστούν μιαν άλλη, καινοφανή και αρκετά παράξενη όψη της νεανικής
αμφισβήτησης», μάλλον αναφέρεται σε άλλη χώρα και όχι στην Ελλάδα. Όπως σε
άλλη χώρα αναφέρεται, σίγουρα, όταν σημειώνει: «Την ίδια ακριβώς περίοδο, ωστόσο, γιγαντώνεται και στην Ελλάδα η
νεανική κουλτούρα. Το 1962 είναι ένα έτος-ορόσημο, το οποίο όντως μας εισάγει
σε μια νέα σελίδα της, λόγω της εμφάνισης του Μπομπ Ντύλαν στο προσκήνιο».
Το τι σήμαιναν τα… Μπητλάκια, όταν πρωτοέσκασαν, για τους έλληνες ακροατές μάς
το λένε οι Μοντέρνοι Ρυθμοί (Μ.Ρ.).
Δεν υποτιμώ. Ίσα-ίσα. Οι Beatles ήταν η λυδία λίθος (όπως σε κάθε χώρα του κόσμου) ώστε να
ξεσπάσει η συγκροτηματίτιδα, κάτι
πολύ σημαντικό σε πρώτη φάση, αλλά από εκεί έως του σημείου να μιλάμε για
«νεανική αμφισβήτηση», έτσι γενικώς και αορίστως (στην Ελλάδα του ’64 ή του
’65), πάει πολύ. Τα δε περί Dylan
είναι εντελώς out, αφού
ο Dylan το ’62 (και το
’63 και το ’64) ήταν εντελώς άγνωστος στην Ελλάδα. Η πρώτη φορά που αναφέρεται
το όνομά του πιθανώς να είναι στους Μ.Ρ. (τεύχος 32, 23/6/1965), εκεί όπου ο
Χρήστος Λεβέντης τον γράφει μάλιστα ως… Ντάυλαν. Προσωπικώς, δεν έχω
σιγουρευτεί αν τον «ήξερε» (τον Dylan)
ακόμη και ο Σαββόπουλος, όταν έγραφε το «Φορτηγό». (Πώς μπορεί να ήξερε τον Dylan και παρά ταύτα να ήθελε
να αποδοθούν τα τραγούδια τού «Φορτηγού», από «ορχηστρούλα» και άλλον
τραγουδιστή, όπως ο ίδιος είχε πει στο Ρεπορτάζ
Χωρίς Σύνορα την 19/4/2007;). Σ’ αυτές τις πρώτες σελίδες ο Κατσάπης ρίχνει
όλα τα βασικά χαρτιά του (άκυρα κατ’ εμέ) μέσω των οποίων θα πορευτεί.
Διαβάζοντας δηλαδή τις τρεις προτάσεις που ακολουθούν έχω καταλάβει ήδη πολλά,
τα οποία, απλώς θα τα επιβεβαιώσω στην πορεία.
Ενώ η χούντα είχε ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της με την
πολιτικοποιημένη Αριστερά (έτσι λέει ο συγγραφέας) «το ακριβώς αντίθετο, ωστόσο, συνέβη με την κουλτούρα της αμφισβήτησης,
η οποία φτάνει στο απόγειό της, ακριβώς την περίοδο του χουντικού
πραξικοπήματος, με αποτέλεσμα να αποτελεί πια τον κυριότερο ‘πονοκέφαλό’ του».
«Η όλο και περισσότερο
ριζοσπαστικοποιημένη κουλτούρα των νέων προκαλούσε φόβο για την επιρροή της
στην ελληνική νεολαία και αμηχανία, καθώς η ανάσχεσή της προϋπέθετε τη λήψη
μέτρων (π.χ. απαγόρευση ροκ μουσικής και λοιπών πολιτισμικών συμβόλων της
νεολαίας(…)».
«Στις αρχές του 1970
είναι πια σαφές ότι ο ριζοσπαστισμός της ελληνικής νεολαίας αποτελεί κάτι το
ανεξέλεγκτο που θα πρέπει να τιθασευτεί».
Από την έκδοση της Ελευθεροτυπίας "1967-1974, ο παράνομος αντιδικτατορικός Τύπος" |
Ο Κατσάπης λέει χοντράδες όταν πιστώνει την
κουλτούρα της αμφισβήτησης σε κάτι πέραν των αριστερών οργανώσεων. Δεν είμαστε
καλά. Δεν είμαστε καθόλου καλά. Έχει διαβάσει ο άνθρωπος το πρώτο φύλλο του
Θουρίου (Όργανο της Πανελλήνιας Αντιδικτατορικής Οργάνωσης Σπουδαστών ‘Ρήγας
Φεραίος’) από το 1968; Αντιγράφω δυο λόγια, για να δουν ορισμένοι τι σημαίνει
αληθινή κουλτούρα αμφισβήτησης.
«Ο Ρήγας Φεραίος, που
προήλθε από την πρωτοβουλία στελεχών του φοιτητικού κινήματος, είναι η έκφραση
της ενότητας και της θέλησης του φοιτητικού κόσμου να αγωνιστεί κατά της
τυραννίας. Είναι η έκφραση της καθολικής αντίθεσης των φοιτητών στη δικτατορία.
Στο Ρήγα Φεραίο ενσαρκώνονται οι πόθοι κάθε φοιτητή. Συμπυκνώνονται οι ιδέες
του για το γκρέμισμα της τυραννίας. Για μια Ελλάδα δημοκρατική, ελεύθερη,
ανεξάρτητη» κ.λπ., κ.λπ. Τη νεανική αμφισβήτηση στη χώρα την εξέφρασαν οι
νεολαίες της Αριστεράς. Δεν την εξέφρασε κανένα ροκ και καμία… ψυχεδελονεολαία,
όπως θέλουν να νομίζουν οι αγράμματοι. Εδώ ήταν Ελλάδα. Δεν ήταν ούτε Αμερική,
ούτε Αγγλία. Υπήρχε χούντα και άρα υπήρχε ένα υψωμένο μέτρο, με το οποίο
κάποιοι τα έβαζαν και κάποιοι κατάπιναν τη γλώσσα τους. Είναι ξεκάθαρα τα
πράγματα και, προσωπικώς, δεν ανέχομαι κανέναν… μπούρδα, ή καλοθελητή (δεν αναφέρομαι στον συγγραφέα),
που θέλει να τα παρουσιάσει μπερδεμένα ή αλλοιωμένα.
Ορισμένοι (καθότι εκτός του συμπαθούς Κατσάπη υπάρχουν και
μερικοί ακόμη…) λένε, συνεχώς, τα ίδια και τα ίδια στηριζόμενοι στα έργα και
τις ημέρες του Λαδά και σε κάτι περιστασιακές δηλώσεις του Παττακού, προκειμένου
να παρουσιάσουν την… ψυχεδελονεολαία ως το μετερίζι της αντίστασης. Θα πρέπει
να ξέρουν λοιπόν (το ξέρουν) πως ο Λαδάς υπήρξε αμφιλεγόμενο πρόσωπο (για να
μην πω κάτι άλλο…) ακόμη και για την ίδια τη χούντα, κι επειδή είχε προβεί σε
διάφορες απερισκεψίες (κοινώς μαλακίες) αναγκάστηκε ο Παπαδόπουλος να τον
μετακινήσει από γραμματέα στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, στο Υπουργείο
Εσωτερικών (11/1968). Και μάλλον ήταν ο ίδιος ο Λαδάς με τις παπαρολογίες του που
εξανάγκασε τον Παττακό να φωτογραφίζεται στη Γιορτή του Κρασιού με τις
μινιφορούσες (και μάλιστα σε εξώφυλλο περιοδικού – δες Άλφα Ρεπορτάζ
14/10/1967) ως γνήσιος… μηρολάτρης, προκειμένου να δείξει πως η χούντα δεν είχε
πρόβλημα με το μίνι και πως αν αντιθέσει με τα θρυλούμενα το στήριζε κατά βάθος
(και κατά πλάτος) και το προωθούσε. (Ο Κατσάπης, επειδή αυτό δεν του αρέσει και
δεν ταιριάζει με την εικόνα που έχει σχηματίσει στο κεφάλι του το θεωρεί
«γελοίο» και «κατασκευασμένο», δες σελ.406. Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε δηλαδή).
Τον πραγματικό κίνδυνο για το καθεστώς (που ήταν πάντα ο
κομμουνισμός, αλλά με το νέο πρόσωπό του που είχε φιλοτεχνίσει ο Γεωργαλάς) τον
εντόπιζε στις ομιλίες του ο ίδιος ο Παπαδόπουλος και όχι ο Λαδάς. Από το βιβλίο
Για σας, Νέοι της Ελλάδος [Έκδοσις
Γενικής Διευθύνσεως Τύπου, Αθήναι Απρίλιος 1970] με τους λόγους του δικτάτορα προς
την νεολαία (σπουδάζουσα και άλλη) διαβάζουμε: «Αλλά κύριοι προσοχή! Ο
κομμουνισμός σήμερον δεν προβάλλει τα ευδαιμονιστικά πυροτεχνήματά του, δεν
προβάλλει την κοινωνίαν του ως πρότυπο εις τον ελεύθερον κόσμον. Και ο κομμουνισμός δεν προβάλλει τον εαυτόν
του, διότι γνωρίζει ότι την σημερινήν ημέραν, δι’ άνθρωπον προηγμένης
αντιλήψεως κοινωνικής και μορφώσεως ανθρωπίνης, δεν είναι δυνατόν να υπάρξη
πίστη προς αυτόν. Ο κομμουνισμός
έρχεται για να προβάλη τας αδυναμίας, έρχεται να κεντρίση το αίσθημα της
κοινωνικής αδικίας, έρχεται να κεντρίση το αίσθημα της αγανακτήσεως προ των αδυναμιών της
συναλλαγής του περιβάλλοντος, μέσα εις το οποίον ζουν τα άτομα.(…) Προς Θεού,
ημείς οι Έλληνες, οι οποίοι και εκ βαρείας κληρονομίας δεν είναι δυνατόν να
έχουμε οιανδήποτε σχέσιν με την
τυραννίαν του κομμουνισμού, ας διαφυλάξωμεν τους εαυτούς μας από του να
πέσωμεν θύματα αυτής της προπαγάνδας» (από ομιλία του Παπαδόπουλου, την
9/2/1968, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών). Και επίσης: «Νέοι της Ελλάδος! Η κρίσις η οποία μαστίζει την ανθρωπότητα εις διεθνή
κλίμακα, εκ της μορφής την οποίαν έλαβεν η
ανατρεπτική προσπάθεια του κομμουνισμού ως αρνήσεως την ζωήν του ανθρώπου
και εκ της μορφής την οποίαν έλαβεν ο μηδενισμός ο προερχόμενος εκ του
ευδαιμονσμού, επέβαλλε την αντιμετώπισιν της προϊούσης εις την χώραν μας
φθοράς, και ταύτην υπέρ υμών, των νέων, εις τους οποίους αγωνιζόμεθα να
παραδώσωμεν μιαν Πατρίδα ευτυχή» (ομιλία του Παπαδόπουλου στο Παναθηναϊκό
Στάδιο την 21/4/1969, ενώπιον 70 χιλιάδων… ψυχεδελικών και άλλων τινών νεολαίων).
Ο Παττακός καθώς... μηρολατρεί |
Το Μέρος Πρώτο του
βιβλίου του Κατσάπη (σελ.53-208), που έχει τίτλο Οδεύοντας προς την 21η Απριλίου:
Η Ανάδυση του ‘Προβλήματος Νεολαία’ (1964-1974), χωρίζεται σε δύο
κεφάλαια. Το πρώτο έχει τίτλο ‘Το
έσχατον κατάντημα του ουμανισμού: η ‘απιστία’ ως ‘πρόβλημα’ και
καταλαμβάνει τις σελίδες 53-147, ενώ το δεύτερο ‘Τα πάντα παρεξέκλιναν των
χειρών μας’: το ‘πρόβλημα’ νεολαία απλώνεται στις σελίδες 149-208. Από τις 100 περίπου σελίδες του πρώτου
κεφαλαίου οι μισές αφορούν στο πώς αντιλαμβανόταν η Εκκλησία και οι παπάδες τα
νεολαιίστικα ζητήματα. Ο Κατσάπης έχει κάποιο κόλλημα με την Εκκλησία –δεν
εξηγείται αλλιώς– προσφέροντάς της μεγάλο τμήμα του βιβλίου του. Για μένα αυτό
είναι λάθος, πέραν του ότι έχει μηδαμινό ενδιαφέρον. Σιγά μην κάτσουμε να
ασχοληθούμε με το τι έλεγαν, από ’δω κι από ’κει, οι παπάδες για τη νεολαία
(στο τέλος υπάρχει πλήρης, όπως λέμε, βιβλιογραφία του μακαριστού Χριστόδουλου
και άλλων δεσποτάδων!), λες και δεν ξέρουμε, λες και δεν ξέρουν όσοι πρέπει να
ξέρουν. Ας έγραφε λοιπόν ο συγγραφέας ένα βιβλίο του στυλ Παπάδες και… ψυχεδελονεολαία: τα κατηχητικά σχολεία στην περίοδο της
χούντας, για να ξέρουμε κι εμείς με τι έχουμε να κάνουμε. Και δεν φτάνει
αυτό, αλλά στο δεύτερο κεφάλαιο ο Κατσάπης θα μας μεταφέρει και στην Αμερική,
για να μας πληροφορήσει περί του αντιρόκ
κινήματος στην Ελλάδα και τις ΗΠΑ! Καλά, με την Ελλάδα δεν ασχολείται το
βιβλίο; Τι μας ενδιαφέρουν οι ΗΠΑ; Αλλά αν πούμε ότι μας ενδιαφέρουν, ποιος
ήταν ο ρόλος της Εκκλησίας (αρνητικός ή θετικός δεν εξετάζω) στη διάχυση του
ψυχεδελικού ροκ στην Αμερική των sixties; Κανένας απολύτως. Η περιθωριακή παρουσία των Εκκλησιών
στην Αμερική (καθότι είναι και πολλές), όσον αφορά στην νεολαιίστικη παρέμβαση,
μόνο… δημιουργική υπήρξε ως προς το rock· αν θέλουμε να το δούμε κι έτσι δηλαδή! Όποιοι έχουν ακούσει
ψυχεδελικό xian-rock (το οποίον, ως φόρμα
–δεν μιλώ για τους συχνά αφελείς στίχους– δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από το άλλο) καταλαβαίνουν τι θέλω να πω. Κι εν
πάση περιπτώσει αυτό είναι ένα θέμα (το xian-rock,
ως απότοκο του hippy κινήματος) που έχει ένα κάποιο ψωμί και του αρμόζει ένα
ψάξιμο. Κι εκεί, να πούμε και για τους Ευαγγελιστές, και για τους Βαπτιστές και
για ό,τι άλλο. Πραγματικά, εγώ προσωπικώς, το μόνο που πληροφορήθηκα από τις
155 σελίδες του Πρώτου Μέρους του βιβλίου (δεν ειρωνεύομαι) είναι πως ορχήστρα
«γιε-γιε» είχε ακόμη και η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, η οποία έπαιξε σέικ
στον σχετικό αποκριάτικο χορό (6/3/1967). Θα ήθελα να ξέρω λοιπόν (αν μπορούσε
να με πληροφορήσει ο Κατσάπης δηλαδή) μήπως και τις επόμενες χρονιές, μετά το
πραξικόπημα, το σέικ ήταν ελεύθερο στη Σχολή και πως δεν σπάσανε τα όργανα ο
Λαδάς με τον Γεωργαλά, στέλνοντας τους… κομμουνιστές ευέλπιδες στους καμπινέδες
για να… σπρώχνουν τα θηρία.
Το Δεύτερο μέρος του
βιβλίου έχει τίτλο ‘Σήκω Επάνω Νεολαία!’: Η προσπάθεια ανάσχεσης του ‘Προβλήματος Νεολαία’
(1967-1974), είναι χωρισμένο σε τέσσερα κεφάλαια και χονδρικώς
καταλαμβάνει περί τις 400 σελίδες.
Το πρώτο κεφάλαιο τιτλοφορείται ‘Think for yourself’: Ο χιπισμός ως
όχημα της νεανικής αμφισβήτησης και απλώνεται στις σελίδες 211-259.
Μιλάμε δηλαδή για 50 περίπου σελίδες που θα μπορούσε εντελώς να παραλείπονται!
Γιατί; Μα γιατί δεν έχουν καμία σχέση με το ζήτημα, που είναι –υπενθυμίζω– οι
«μοντέρνοι νέοι» στην Ελλάδα της δεκαετίας 1964-74. Σ’ αυτές τις σελίδες ο
Κατσάπης, έχοντας δύο βασικές αναφορές, το βιβλίο Underground
[Οδυσσέας, Αθήνα 1983] του Μάριο Μάφι (Mario Maffi) –ο ίδιος τον αποκαλεί… Μάλφι– και το κεφάλαιο Ροκ και Νεανική Κουλτούρα στη Δεκαετία του
’60 του Κώστα Αρβανίτη από τον συλλογικό τόμο Το Φάντασμα Μιας Δεκαετίας [Δελφίνι, Αθήνα 1994], αρχίζει να μας
μιλάει για τους Diggers,
τους Merry Pranksters,
το LSD και την Sandoz, τον Timothy Leary και τα acid tests του
Ken Kesey, τους Grateful Dead, ακόμη και για τους
Πολωνούς No To Co(!)
πρόσωπα και καταστάσεις που ουδεμία σχέση έχουν με την ελληνική περίπτωση –επίδειξη γνώσεων θέλει να κάνει ο Κατσάπης ή
σωστής αντιγραφής;– για να καταλήξει στο βιβλίο της Gisela Bonn Χιπισμός/ Πρόκληση στην κοινωνία της
ευημερίας [Ρόμβος]. Το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε στη χώρα μας στις αρχές της
δεκαετίας του ’70 (δεν ξέρω τότε ποιοι το διάβασαν, καθότι η «ψυχεδελονεολαία»
είχε ρετάρει) και ξανά μετά από δέκα χρόνια, στις αρχές των 80s, από τον Ελεύθερο Τύπο (θα ήθελα να ήξερα αν το μελέτησε το
βιβλίο ο Γαρμπής πριν το επανεκδώσει) και όχι από τον οίκο… Νέα Θέσις. Υπονοώ
και εννοώ πως η Bonn
κάνει κριτική στο κίνημα των hippies από τη δεξιά μεριά, για να μην πω από την ακροδεξιά και φανώ
υπερβολικός, όταν λέει πως «η Εκκλησία
γενικά δεν κατάλαβε τα προβλήματα και δε μπόρεσε να βοηθήσει την κατάσταση. Το
χριστιανικό της μήνυμα δεν αγγίζει πια την πλειοψηφία των νέων ανθρώπων».
Ωιμέ! Για τον Κατσάπη όμως η… «Γκιζέλα
Μπον υπήρξε από τους πρώτους που έσπευσαν να ερευνήσουν επιστημονικά το
φαινόμενο στη συγχρονία και την πλήρη ακμή του» (θρήσκα γαρ…). Αν
περιμέναμε τις… επιστημονικές αναλύσεις της Γερμανίδας, για να καταλάβουμε τι
παιζόταν με τους hippies,
ζήτω που καήκαμε. Την βάζουμε όμως και αυτήν μέσα στις υπόλοιπες παπαδίστικες
αρλούμπες και προχωράμε.
Από την έκδοση της Ελευθεροτυπίας "1967-1974, ο παράνομος αντιδικτατορικός Τύπος" |
Ο Κατσάπης λοιπόν είναι εκτός τόπου και χρόνου όταν υποστηρίζει πως: «Παρά το γεγονός ότι η επιχείρηση ελέγχου της ελληνικής νεολαίας και των επιρροών της ποτέ δεν μετατράπηκε σε πολιτικό στόχο ξεκάθαρο και σε πρόταγμα δημόσια διακηρυγμένο, όπως εκείνο της εξαφάνισης του ‘κομμουνιστικού κινδύνου’, η όλη στάση που θα τηρούσε η Δικτατορία απέναντι στην ελληνική νεολαία δεν υπήρξε άσχετη με τη μέριμνά της να αποτραπεί η εμφάνιση αναλόγων φαινομένων (σ.σ. σαν εκείνων της Δύσης) στη χώρα». Μα η χούντα ήξερε πώς να αντιμετωπίσει την αριστερή οργανωμένη νεολαία (ωμή βία, συλλήψεις κ.λπ.) κι επί εκείνου καταγινόταν, την άλλη νεολαία, την «ψυχεδελική», την είχε του χεριού της (όταν δεν την είχε υπό την προστασία της).
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου είναι η κριτική παρουσίαση των θέσεων για τη νεολαία του φιλοχουντικού λογοτέχνη Ανδρέα Καραντώνη στο περιοδικό του καθεστώτος Θέσεις και Ιδέαι (10/1968-11/1970). Παρά ταύτα ο Κατσάπης δεν αποφεύγει ούτε και σ’ αυτό το σημείο την χοντροκοπιά μιλώντας, στο τέλος, για τη ροκ μουσική και το underground(!), ως συστατικά μιας ενδεχόμενης εγχώριας αντικουλτούρας. Ναι. Περάσαμε, αλλά δεν κολλήσαμε. Να εννοούσε τουλάχιστον τον Θεοδωράκη… αλλά μπα, αποκλείεται να το πήγαινε έως εκεί.
Το τρίτο κεφάλαιο του Δευτέρου Μέρους έχει τίτλο ‘You say you want a revolution…’: Απόπειρες
αποτροπής του αναρχισμού (σελ.327-463). Ξεκινά με στοιχεία και
πληροφορίες για το πώς αντιμετωπίστηκε ο χιπισμός στην Ελλάδα, βασικά μέσα από
ορισμένα άρθρα που δημοσιεύτηκαν στον Ταχυδρόμο,
αλλά και πώς τον προσέγγισε (τον χιπισμό) ένας άνθρωπος του καθεστώτος, ο
Δημήτριος Τσάκωνας (υφυπουργός και υπουργός σε διάφορες χουντικές κυβερνήσεις).
Ο Κατσάπης ανασύρει δύο αχρονολόγητα έγγραφα από το προσωπικό αρχείο του
Τσάκωνα, βάσει των οποίων ο χιπισμός δεν αποτελούσε πρόβλημα για την ελληνική κοινωνία, αλλά θα μπορούσε να εξελιχθεί
σε πρόβλημα κάτω από κάποιες συνθήκες.
Αναφέρεται επίσης το περιοδικό Πρωτοπορία,
για το οποίο διαβάζουμε πως η «χούντα
γρήγορα κατάλαβε την επικινδυνότητα των απόψεων που προβάλλονταν και απαγόρευσε
την κυκλοφορία του». Σιγά την επικινδυνότητα των θέσεων που προβάλλονταν.
Για δε τα περί «κλεισίματος», μάλλον πρέπει να μιλάμε για χοντρή μπαρούφα. Δεν
ξέρω από πού έχει την πληροφορία ο Κατσάπης (ή μάλλον ξέρω…), αλλά η χούντα δεν
τόλμησε να κλείσει φερ’ ειπείν το περιοδικό Νέοι
Στόχοι (και άλλα διάφορα) που κυκλοφορούσε στο εξώφυλλό του με θέματα
«Φιντέλ Κάστρο: Η επανάσταση δεν μαθαίνεται από τα εγχειρίδια», «Το πρόγραμμα
των Τουπαμάρος», «Κοινωνικές επαναστατικές ομάδες στις Ηνωμένες Πολιτείες (Carl Oglesby/SDS, Μαύροι Πάνθηρες κτλ.), «Οι
προοπτικές της άκρας αριστεράς στην Ευρώπη» και άλλα διάφορα. Μη λέμε ό,τι
θέλουμε, τώρα. Ορισμένοι έχουν την εντύπωση πως η Πρωτοπορία ήταν κάτι σαν τους Αντάρτες
των Πόλεων του Carlos Marighella, ένα
βιβλίο που είχε εκδοθεί μέσα στη χούντα και που είχε οδηγήσει στη σύλληψη του
εκδότη του Πέτρου Γαβαλά, με την κατηγορία της παραβίασης του νόμου περί
Τύπου την
29/3/1973 (αυτά τα γράφει ο Μανώλης Γλέζος στο Ημερολόγιο του Βιβλίου, το 1974).
Εν συνεχεία το πράγμα ξεφεύγει και πάλι. Ο συγγραφέας για
κάμποσες σελίδες (347-371) μας πάει και πάλι στις ΗΠΑ και μας μιλάει για Doors, Fugs, revolution, Νέα Αριστερά και άλλα τινά (άσχετα με το θέμα).
Επανέρχεται στα της Ελλάδας για να πιάσει τους Μοντέρνους Ρυθμούς, αλλά και να θυμηθεί μια διαμάχη ανάμεσα στον
Κώστα Αρβανίτη και τον Παύλο Σιδηρόπουλο, όπως καταγράφηκε αυτή στο περιοδικό Μουσική το 1984, σχετική με την πορεία του
ελληνικού ροκ στη δεκαετία του ’60 (την περίοδο 1965-70). Το χαζοχαρούμενο στυλ
των εντύπων του καιρού εκείνου (με τις αλήθειες που αποκαλύπτονται για τα
γκρουπ της εποχής) δεν αφήνει καμμιάν αμφιβολία όσον αφορά στην ουσία του εγχώριου ροκ, που ήταν, ηθελημένα ή άθελά του,
όργανο της αντίδρασης. Για τον Κατσάπη, όμως, η αλήθεια είναι κάπου στη
«μέση»…
Με το που μπαίνει η δεκαετία του ’70 και με τη βοήθεια των
προβολών των ταινιών The Strawberry Statement, Easy Rider και Woodstock, το ελληνικό
ροκ παίρνει τα πάνω του. Περίπου τότε φτιάχνεται ο Εξαδάκτυλος, υπάρχουν τα
Μπουρμπούλια με ή χωρίς τον Σαββόπουλο στην πορεία, εμφανίζεται ο Γκαϊφύλλιας, υπάρχει
ο Τάσος Φαληρέας. Κι ενώ ο Κατσάπης αναπαράγει διάφορα στο βιβλίο του δεν
αναφέρει το ωραιότερο σημείο της συνέντευξης του Φαληρέα στο περιοδικό Ήχος & Hi-Fi (6/1993), την οποίαν (συνέντευξη) μνημονεύει. Λέει κάπου ο
Φαληρέας: «(…)Είχε διαβρωθεί όλη η
περιοχή, όλοι οι πιτσιρικάδες. Η διάβρωση έγινε με το ‘μαύρο’. Αυτό ήταν το
άσχημο. Με το ‘μαύρο’ διαβρώθηκε όλη η νεολαία της εποχής.(…) Και αφού γίνονταν
όλα αυτά έγινε η περίφημη σύλληψη. Πιάσανε τον Πουλικάκο, εμένα, τον Πολύτιμο,
τον Μπαράκο. Μας πήγαν μέσα. Καθίσαμε 27 μέρες στην Ασφάλεια και πεντέμισι
μήνες στου Αβέρωφ. Εκεί είδαμε και τα βασανιστήρια και την Αριστερά.(…) Με την
πολιτική δεν είχαμε καμία σχέση. Όμως λυπόμαστε που τους βλέπαμε να τους
δέρνουν. Και τους ποινικούς δέρνανε αλλά, εμείς υποτίθεται ότι ήμασταν χαμένα
κορμιά…».
Παρακάτω ο συγγραφέας καταπιάνεται με τα μίνι και τα μακρυά
μαλλιά. Για τις φούστες είπαμε δυο λόγια παραπάνω, ενώ και για τα «μαλλιά»
έχουν ειπωθεί πράγματα στο δισκορυχείον παλαιά. Εν σχέσει με τα μαλλιά, μετά το
1970 δεν υπήρχε ουσιαστικό πρόβλημα. Το μαρτυρά ο λαϊκός κινηματογράφος, οι
φωτογραφίες στα εξώφυλλα των οικογενειακών περιοδικών της εποχής κ.λπ. Και
όποια περιστατικά κουρεμάτων αναφέρονται (μετά το ’70) είναι μεμονωμένα και
ανάξια λόγου. Ο Κατσάπης μπλέκει πάλι την Εκκλησία με το θέμα, γράφοντας περαιτέρω
για τους μαθητές και τους γυμνασιάρχες (για να δείξει, υποτίθεται, το διαχρονικό
κυνήγι της χούντας στα μαλλιά). Σιγά τα ωά. Φυσικά και δεν επιτρέπονταν μακρυά
μαλλιά στα σχολεία, ούτε βεβαίως στο Δημόσιο. Ας πήγαινε όμως κανένας να έλεγε
του Κόκοτα, ή του Τουρκογιώργη να κουρευτούν! Οι καλλιτέχνες και άλλοι τινές
ήταν ελεύθεροι να έχουν όσο μαλλί ήθελαν. Μακρυά μαλλιά στα σχολεία, εν τω
μεταξύ, δεν επιτρέπονταν ούτε κατά τη Μεταπολίτευση. Ούτε στα πρώτα χρόνια του
Πα.Σο.Κ. Σιγά-σιγά, μετά το ’82-’83, άρχισε το πράγμα να χαλαρώνει.
Το κεφάλαιο θα τελειώσει με μιαν αναφορά του συγγραφέα, κατ’
αρχάς, σε μερικές φασιστικές νεολαιίστικες οργανώσεις (ΟΕΝ, ΣΕΝ, Σώμα Ελλήνων
Αλκίμων), που έπαιξαν κάποιο ρόλο βασικά στην επταετία (Άλκιμοι), αλλά εγώ
εξακολουθώ να μην κατανοώ γιατί ο Κατσάπης μας κουδουνίζει το μυαλό με τα κάθε
λογής ακροδεξιά μορφώματα της εποχής (δεν λέω να μην αναφέρει κάποια πράγματα –
αν κι έχει λησμονήσει άλλα, που είναι η ΕΚΟΦ π.χ., που είναι η ΕΡΕΝ;) και δεν
λέει κουβέντα (ή σχεδόν κουβέντα) για τη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη, για τον
Ρήγα Φεραίο, για την ΚΝΕ, για την ΑΑΣΠΕ κ.ά. Τι σόι επιλογή είναι αυτή; Ποια
οργάνωση ήταν πιο σημαντική για το νεολαιίστικο κίνημα επί δικτατορίας; Οι
Άλκιμοι ή ο Ρήγας Φεραίος; Αυτή η αποσιώπηση τον οργανώσεων της Αριστεράς αν
δεν είναι ηθελημένη, και άρα ύποπτη, τότε σχετίζεται μόνον με τις κακές εκτιμήσεις
ή την άγνοια του γράφοντος ή, εν πάση περιπτώσει με τους… κακούς συμβούλους του.
Ήταν «μοντέρνοι» φαίνεται οι Άλκιμοι, ενώ οι οργανώσεις της Αριστεράς ήταν
οπισθοδρομικές…
Στη συνέχεια αναφέρονται κάποια στοιχεία «αμφισβήτησης» έτσι
όπως εκείνα προβάλλονταν μέσα από τους κόλπους των πραξικοπηματιών. Ο Σάββας
Κωνσταντόπουλος του Ελεύθερου Κόσμου και βασικά ο Γεώργιος Γεωργαλάς ανέλαβαν
την ευθύνη να παραχαράξουν την «αμφισβήτηση», δίνοντάς της δεξιόστροφη κλίση. Ο
Κατσάπης έχει υπ’ όψιν του το βασικό βιβλίο του Γεωργαλά εκείνης της περιόδου
που είχε τίτλο Η Κρίσις της Καταναλωτικής
Κοινωνίας [ΒΙΠΕΡ, Πάπυρος Πρεςς, Αθήνα 1971] και επ’ αυτού προβαίνει σε μία
σωστή κριτική ανάλυση της δεξιάς και ακροδεξιάς παραχάραξης. Το βιβλίο του
Γεωργαλά είχε κυκλοφορήσει στα εμπορικότατα ΒΙΠΕΡ του Παπύρου, με τιμή 14
δραχμές. Ανήκε δε στη Σειρά Συγχρόνων
Αμφισβητήσεων που περιελάμβανε έξι ΒΙΠΕΡ (και όχι τρία, όπως καταγράφει
ο Κατσάπης). Το πρώτο ήταν το Ψυχή στον
Πάγο του Έλντριτζ Κλήβερ (Νο 60), το δεύτερο ήταν το Η Μεγάλη Καμπή του Σοσιαλισμού του Ροζέ Γκαρωντύ (Νο 63), το τρίτο
ήταν το βιβλίο του Γεωργαλά (Νο 66), τέταρτο το Ουρανός και Γη των Σερβάν-Σρεμπέρ και Μισέλ Αλμπέρ (Νο 155) –
άπαντα από το 1971... Πώς χώθηκε ανάμεσα στις άλλες δύο αριστερόστροφες
«αμφισβητήσεις» ο Γεωργαλάς (δεν αναφέρομαι στην ριζοσπαστική δεξιόστροφη του Jean-Jacques Servan-Schreiber) δεν χρειάζεται και πολύ για να το αντιληφθούμε. Πάντως
όσα έλεγε και έγραφε –ok,
κάπως διαφοροποιημένα– απηχούσαν ευρύτερες απόψεις, που είχαν ήδη αρχίσει να αναπτύσσονται
στην Αμερική. Μία δεξιά αντεπίθεση δηλαδή, που είχε ως στόχο, βασικά, την
συκοφάντηση της Νέας Αριστεράς, προαλείφοντας το έδαφος για την επικράτηση
(στις ΗΠΑ και αλλαχού) της νεοφιλελεύθερης Σχολής του Σικάγο. Στην Ελλάδα
τέτοια κείμενα, καλυμμένα πάντα πίσω από έναν επιστημονισμό, δημοσιεύονταν ας
πούμε στο περιοδικό Διάλογος, που
εξέδιδε η Αμερικανική Πρεσβεία στην Αθήνα (π.χ. Μια Άποψη Συντηρητική υπό Arnold Steinberg στο τεύχος 3 του Διαλόγου από το Φθινόπωρο του ’70, Ερασιτεχνισμός στην Παιδεία: Ο Μεγάλος
Κίνδυνος υπό Robert Brustein τεύχος 4 από τον Φεβρουάριο του ’71, Σπουδασταί και
Κοινωνική Αλλαγή υπό James L. Mayer, τεύχος 9 από το
Καλοκαίρι του ’72).
Το τέταρτο κεφάλαιο του Δευτέρου Μέρους, και συγχρόνως το τελευταίο
του βιβλίου, έχει τίτλο ‘…and no religion too’: στους δρόμους μιας νέας
πνευματικότητας και καταλαμβάνει τις σελίδες 465-575. Από την αρχή το
πράγμα, και πάλι, χάνεται. Sharon Tate και Roman Polanski,
Charles Manson,
πίνακες με τα τραγούδια των Beatles και τις ερμηνείες του Manson, οι ανατολίτικες επιρροές στις μουσικές των Beatles, “Street fighting man”, “Sympathy for the devil”, Hell’s Angels, σατανισμός, για να καταλήξουμε στον… μητροπολίτη Καντιώτη
και στους αφορισμούς του! Κάπου εκεί ανάμεσα και οι λαϊκιστικές φυλλάδες της
εποχής (Βραδυνή), που κατηγορούσαν τον «χιπισμό» (ανάμεσα σε άλλα) και για
εγκληματική συμπεριφορά. Ο δολοφόνος μπορεί να ήταν… χίπις, αλλά μάλλον
διαφεύγει του Κατσάπη το γεγονός πως ο «ελληνικός χιπισμός» είχε ιδιαίτερη πέραση
στον κινηματογράφο, στο θέατρο και αλλαχού. Παρ’ όλη δηλαδή την προσπάθεια
ορισμένων εντύπων και φυλλάδων να τρομοκρατήσουν τον κόσμο δεν σταμάτησαν να
γυρίζονται ταινίες και ν’ ανεβαίνουν θεατρικά με «χίπικο» περιεχόμενο. Να θυμηθούμε: Θου-Βου Φαλακρός Πράκτωρ Επιχείρησις Γης
Μαδιάμ, Η Θεία μου η Χίππισα, Μαριχουάνα Στοπ, Ένας Χίππυς με Τσαρούχια, Ένας
Χίππυς με Φιλότιμο, Χίπισσα Ιωάννα,
Χίππιδες και Ντιρλαντάδες και λοιπά
και λοιπά. Ο χιπισμός, έστω και ως εγχώρια καρικατούρα (γιατί από ’κει ξεκινάμε),
ήταν αποδεκτός από την κοινωνία, ανεξαρτήτως του τι έλεγαν οι παπάδες ή ο Ελεύθερος Κόσμος. Ο συγγραφέας φροντίζει
να μας πει τι υποστήριζε… ένας καθηγητής Πανεπιστημίου για… κάποια ταινία, αλλά
επειδή οι πηγές του είναι εκκλησιαστικές (το περιοδικό Εκκλησία), δεν ξέρει για ποιον καθηγητή πρόκειται (ο ακαδημαϊκός
Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος), ούτε για ποια ταινία (Ο Θάνατος του Αλέξανδρου του Δημήτρη Κολλάτου). Αλλά και τι μας
νοιάζει, σε τελευταία ανάλυση, το τι έλεγε ο Θεοδωρακόπουλος ή ο Ψαθάς; Το γυμνό
ήταν μία κατάκτηση, πια, του ελληνικού κινηματογράφου (δεν υπάρχει λόγος, αυτή
τη στιγμή, να το διαχωρίσουμε σε καλλιτεχνικό ή άλλο) και το ποτάμι δεν θα
ξαναγύριζε πίσω, παρ’ όλα τα δάκρυα των παπάδων για την υποχώρηση της χριστιανικής ηθικής. Εξώφυλλο δίσκου σαν
το “Unfinished Music No1:
Two Virgins” των John Lennon και
Yoko Ono (με το οποίον
καταπιάνεται ο Κατσάπης) μπορεί να μην τυπώθηκε στην Ελλάδα, αλλά το cover του
OST «Ο
Θάνατος του Αλέξανδρου» π.χ. ήταν πολύ προχωρημένο για την εποχή του (1966). Κι
ενώ πληροφορούμαστε με άπασες λεπτομέρειες για τον εκκλησιαστικό συντηρητισμό
και σκοταδισμό, όταν έρχεται η ώρα να πει ο συγγραφέας λίγα πράγματα για το μοντέρνο θέατρο τα κάνει κουλουβάχατα.
Υπό ποία έννοια κατ’ αρχάς μία μουσικοθεατρική παράσταση, ένα rock musical, όπως το Hair (1967) αποκαλείται «μοντέρνο θέατρο»; Και τι σχέση μπορεί να είχε το Hair, και το Oh! Calcutta! (1969) που παίζονταν στις καλύτερες σκηνές (Broadway, West End), με το πρωτοποριακό Paradise Now του κυνηγημένου Living Theatre, που έβρισκε διέξοδο συνήθως στις σκηνές των Πανεπιστημίων ή σε άλλες με μηδαμινή αίγλη; Μιλάμε για τη νύχτα με τη μέρα. Ένα μόνο. Το “Hair”, ως άλμπουμ, έγινε παγκοσμίως γνωστό, με το “Aquarius/ Let the sunshine in” να γίνεται παντού επιτυχία (και στην Ελλάδα), ενώ το “Paradise Now” κυκλοφόρησε σε βινύλιο μόνο στην Ελβετία το 1968 (ηχογραφημένο στη Γενεύη), και δεν το πήρε κανείς χαμπάρι. Όπως διαβάζουμε και στο περιοδικό Ανοιχτό Θέατρο (#1, 11/1971): «Οι εμψυχωτές του Living Theatre δηλώνουν ότι βρήκαν στο Palais Des Sports της Γενεύης, τον ιδανικό θεατρικό τόπο για τις παραστάσεις του Paradise Now: εκεί οι θεατές κατανέμονταν στις τέσσερις πλευρές μιας πλατφόρμας, όπου εκτυλισσόταν το μεγαλύτερο μέρος του θεάματος». Μπορεί το Paradise Now να μην παίχτηκε στην Ελλάδα, αλλά υπάρχει πλήρης –και εντυπωσιακή θα την χαρακτήριζα– κάλυψή του σε 16(!) σελίδες στο συγκεκριμένο τεύχος του Ανοιχτού Θεάτρου που αναφέρω παραπάνω.
Μιλώντας για το Jesus Christ Superstar, ο Κατσάπης μας λέει για τα ζόρια που τράβηξε η ταινία κατά την προβολή της στην Αθήνα, την Άνοιξη του ’74 (ο Καντιώτης και κάποιος μητροπολίτης Αμβρόσιος έχουν και πάλι την τιμητική τους), αλλά ξεχνάει να μας πει για το ανέβασμα του έργου στη σκηνή του κλαμπ Ελατήριον την περίοδο 1971-72 (πιθανώς στις αρχές του ’72). Να τι λέει ο Κώστας Τουρνάς στο βιβλίο Poll η αρχή και το τέλος, που εξέδωσε η Anazitisi Records (και που πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στη Μανίνα, το 1975): «Εκείνες τις ημέρες στο καλλιτεχνικό σχήμα του Ελατηρίου είχε προσχωρήσει μια περίεργη καλλιτεχνική ομάδα. Αυτή η ομάδα ήταν με επικεφαλής τον Γιάννη Πετρίτση, τον συνθέτη που τον ακούσαμε αργότερα με τον Τρωικό Πόλεμο(…). Με τον Πετρίτση λοιπόν, την Δέσποινα Γλέζου, η οποία απεχώρησε από το Ελατήριο, επανήλθε στο Ελατήριο, αλλά δεν έχει έρθει ακόμη μαζί μας, τον Άρη τον Τασούλη που έπαιζε, αργότερα, πιάνο μ’ εμάς, ένα μπασίστα, τον Θόδωρο –δεν θυμάμαι το επίθετό του– είχε έρθει από την Αμερική. Έλληνας όμως. Μια Αγγλίδα που αργότερα τραγούδησε με τους Morka, τον Μιχάλη Ορφανίδη στα τύμπανα που κοινά τον ξέρουμε ως ‘Ζάππα’ στον μουσικό χώρο. Αυτοί θα παρουσίαζαν το Jesus Christ Superstar στα ελληνικά. Μια πολύ όμορφη και ζεστή δουλειά, η οποία πήγε χαμένη. Πήγε χαμένη γιατί ο παπάς της ενορίας, περνώντας έξω από το Ελατήριο, βλέποντας την αφίσα που το διαφήμιζε, έκανε ολόκληρο σκάνδαλο, με αποτέλεσμα να μη παιχτεί το Jesus Christ Superstar πάνω από μία βδομάδα».
Υπό ποία έννοια κατ’ αρχάς μία μουσικοθεατρική παράσταση, ένα rock musical, όπως το Hair (1967) αποκαλείται «μοντέρνο θέατρο»; Και τι σχέση μπορεί να είχε το Hair, και το Oh! Calcutta! (1969) που παίζονταν στις καλύτερες σκηνές (Broadway, West End), με το πρωτοποριακό Paradise Now του κυνηγημένου Living Theatre, που έβρισκε διέξοδο συνήθως στις σκηνές των Πανεπιστημίων ή σε άλλες με μηδαμινή αίγλη; Μιλάμε για τη νύχτα με τη μέρα. Ένα μόνο. Το “Hair”, ως άλμπουμ, έγινε παγκοσμίως γνωστό, με το “Aquarius/ Let the sunshine in” να γίνεται παντού επιτυχία (και στην Ελλάδα), ενώ το “Paradise Now” κυκλοφόρησε σε βινύλιο μόνο στην Ελβετία το 1968 (ηχογραφημένο στη Γενεύη), και δεν το πήρε κανείς χαμπάρι. Όπως διαβάζουμε και στο περιοδικό Ανοιχτό Θέατρο (#1, 11/1971): «Οι εμψυχωτές του Living Theatre δηλώνουν ότι βρήκαν στο Palais Des Sports της Γενεύης, τον ιδανικό θεατρικό τόπο για τις παραστάσεις του Paradise Now: εκεί οι θεατές κατανέμονταν στις τέσσερις πλευρές μιας πλατφόρμας, όπου εκτυλισσόταν το μεγαλύτερο μέρος του θεάματος». Μπορεί το Paradise Now να μην παίχτηκε στην Ελλάδα, αλλά υπάρχει πλήρης –και εντυπωσιακή θα την χαρακτήριζα– κάλυψή του σε 16(!) σελίδες στο συγκεκριμένο τεύχος του Ανοιχτού Θεάτρου που αναφέρω παραπάνω.
Μιλώντας για το Jesus Christ Superstar, ο Κατσάπης μας λέει για τα ζόρια που τράβηξε η ταινία κατά την προβολή της στην Αθήνα, την Άνοιξη του ’74 (ο Καντιώτης και κάποιος μητροπολίτης Αμβρόσιος έχουν και πάλι την τιμητική τους), αλλά ξεχνάει να μας πει για το ανέβασμα του έργου στη σκηνή του κλαμπ Ελατήριον την περίοδο 1971-72 (πιθανώς στις αρχές του ’72). Να τι λέει ο Κώστας Τουρνάς στο βιβλίο Poll η αρχή και το τέλος, που εξέδωσε η Anazitisi Records (και που πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στη Μανίνα, το 1975): «Εκείνες τις ημέρες στο καλλιτεχνικό σχήμα του Ελατηρίου είχε προσχωρήσει μια περίεργη καλλιτεχνική ομάδα. Αυτή η ομάδα ήταν με επικεφαλής τον Γιάννη Πετρίτση, τον συνθέτη που τον ακούσαμε αργότερα με τον Τρωικό Πόλεμο(…). Με τον Πετρίτση λοιπόν, την Δέσποινα Γλέζου, η οποία απεχώρησε από το Ελατήριο, επανήλθε στο Ελατήριο, αλλά δεν έχει έρθει ακόμη μαζί μας, τον Άρη τον Τασούλη που έπαιζε, αργότερα, πιάνο μ’ εμάς, ένα μπασίστα, τον Θόδωρο –δεν θυμάμαι το επίθετό του– είχε έρθει από την Αμερική. Έλληνας όμως. Μια Αγγλίδα που αργότερα τραγούδησε με τους Morka, τον Μιχάλη Ορφανίδη στα τύμπανα που κοινά τον ξέρουμε ως ‘Ζάππα’ στον μουσικό χώρο. Αυτοί θα παρουσίαζαν το Jesus Christ Superstar στα ελληνικά. Μια πολύ όμορφη και ζεστή δουλειά, η οποία πήγε χαμένη. Πήγε χαμένη γιατί ο παπάς της ενορίας, περνώντας έξω από το Ελατήριο, βλέποντας την αφίσα που το διαφήμιζε, έκανε ολόκληρο σκάνδαλο, με αποτέλεσμα να μη παιχτεί το Jesus Christ Superstar πάνω από μία βδομάδα».
Στη συνέχεια διαβάζουμε ένα βιογραφικό(!) του Καντιώτη,
διάφορα άλλα παπαδίστικα (κατηχητικά, εκκλησιασμούς κ.λπ.) και κλείνουμε με
κάτι... κωλόπαιδα που τρέχανε ξεβράκωτα στους δρόμους (streaking το λένε), για να προκαλέσουν,
τάχα, την κοινωνία. Εν τω μεταξύ το Πολυτεχνείο μετρούσε τους νεκρούς του, η
Γυάρος είχε ξαναφουσκώσει και τα βασανιστήρια των πολιτικών κρατουμένων
(των φοιτητών μη εξαιρουμένων) στα κρατητήρια του ΕΑΤ/ΕΣΑ έδιναν κι έπαιρναν…
Σε ό,τι αφορά το "Φορτηγό", μάλλον δεν γράφτηκε μια κι έξω, και σίγουρα προς το τέλος ο Σ. ήξερε τον Ντύλαν, αφού ξεσήκωσε μελωδία του στο "Βιετνάμ Γιε-Γιε", και στις σημειώσεις του οπισθοφύλλου λέει ότι τα τραγούδια αυτά δεν είναι τόσο τραγούδια όσο ασκήσεις φυσικής αναπνοής, κατά το "the songs on this record are not so much songs but rather exercises in tonal breath", από το Highway 61. Οπότε όταν έφτασε στο στάδιο της ηχογράφησης όχι μόνο τον ήξερε αλλά και τον χρησιμοποιούσε προγραμματικά (κλείσιμο ματιού σε όσους καταλάβαιναν; αποδοχή του ως προτύπου άπαξ και είχε πάρει απόφαση να λειτουργήσει ως singer-songwriter; και τρέχα-γύρευε κατά πόσον ισχύει το περί ορχηστρούλας)... Αυτό, βέβαια, ήταν πια το '66.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝ. Σ.
Ας υπάρχουν κι εδώ τα λόγια του Σαββόπουλου από το Ρεπορτάζ χωρίς Σύνορα:
Διαγραφή«Και το Νοέμβρη του 66 βγήκε το «Φορτηγό». Με επιμονή του Πατσιφά τα τραγούδια ηχογραφήθηκαν έτσι από μία φωνή και μία κιθάρα μόνο. Εγώ σκεπτόμουνα ότι θα έπρεπε να γίνει μία ορχηστρούλα, να βρούμε έναν τραγουδιστή. Ο Πατσιφάς είπε «όχι, όχι, θα τα πεις εσύ». Εμένα αυτό με κολάκεψε σε ένα σημείο να τα πω εγώ, αλλά και πάλι σκεπτόμουνα ότι να πω δυο, τρία τέλος πάντων. Να βάλουμε με έναν τραγουδιστή κανονικό, να βάλουμε μία ορχήστρα κανονική. «Όχι, όχι, θα τα πεις εσύ». Και μάλιστα επειδή είχα επιφυλάξεις για να με πείσει τηλεφώνησε στον Μάνο Χατζιδάκι και στον Βασίλη Τσιτσάνη, που ήξερε ότι τους εκτιμώ και τους ακούω πάρα πολύ να μου πουν να κάνω αυτό που λέει ο Πατσιφάς, ότι είναι σωστό και ότι είναι ωραίο να το κάνω.
Είναι συγκινητικό από την μια μεριά το πώς λειτουργούσε τότε ένας εκδότης. Δηλαδή συζητούσε πως θα γίνει, πως θα πεισθώ. Πως θα πεισθώ χωρίς να μου το επιβάλει κανείς. Ο Μάνος ο Χατζηδάκης μου είπε ότι αυτό είναι μία πολύ αρχαία τέχνη να τραγουδάει ο ίδιος που γράφει τα τραγούδια, θα ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρον να το κάνεις. Του είπα, α, ναι; Και πήγα και βρήκα και τον Βασίλη τον Τσιτσάνη μου είπε περίπου τα ίδια, ότι και εγώ παιδί μου ήθελα να κάνω, εγώ δεν τόλμησα να τα λέω, να τα ηχογραφήσω, με την φωνή του δηλαδή, μολονότι ο Τσιτσάνης τραγουδούσε πάντα σε όλους τους δίσκους ως φωνητικά. Είναι πάρα πολύ ενδιαφέρουσα, τα φωνητικά του είναι εξαιρετικά του Τσιτσάνη.
Τέλος πάντων, έβαλε τους δασκάλους να με ψήσουν. Αυτό είναι συγκινητικό από την μεριά του Πατσιφά».
Και ο ίδιος ο Σαββόπουλος έχει πει ότι γνώριζε τον Dylan, πριν το «Φορτηγό» και μάλιστα πολλές φορές. Εντάξει με το «Βιετνάμ γιε γιε» (για το “It ain’t me baby” ο λόγος;). Και στους Μοντέρνους Ρυθμούς είχε αναφερθεί 3-4 φορές ο Dylan. Απλώς ανέφερα τη δήλωσή του, περί «ορχηστρούλας» και «άλλου τραγουδιστή», για να δείξω ότι ο Dylan ήταν μια άγνωστη, γενικώς, ποσότητα στην Ελλάδα του ’65-’66 (πόσω μάλλον του ’62-’63). Επείσθη ο Σαββόπουλος για να τραγουδήσει τα τραγούδια του «Φορτηγού» (με βάση τα λεγόμενά του – και αυτό είναι αλήθεια, αφού το λέει ο ίδιος). Δεν είχε συνειδητοποιήσει από την αρχή την αξία του singing-songwriting.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ πρώτος δίσκος του Dylan που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα (σε ελληνική εκτύπωση εννοώ) πρέπει να ήταν –πρέπει λέω– το “Nashville Skyline”. Δεν είμαι σίγουρος αν είχε κυκλοφορήσει κανα 45άρι πιο πριν. Και κανείς δεν μπορούσε να γίνει γνωστός, αν δεν κυκλοφορούσαν δίσκοι του σε ελληνική εκτύπωση. (Αυτό δεν σημαίνει πως οτιδήποτε τυπωνόταν στην Ελλάδα γινόταν γνωστό – μην επεξηγώ τα αυτονόητα). Πόσοι μπορούσαν να αγοράσουν δίσκους «εισαγωγής» (αν τους εύρισκαν κάπου) ή από τους Αμερικάνους το 1966;
τελικα να το αγορασω το βιβλιο η οχι ρε φωντα?
ΑπάντησηΔιαγραφήΑ.Κ.
Φώντα, δεν έχω διαβάσει το βιβλίο του Κατσάπη (μάλλον θα το κάνω μετά το σχόλιο σου) αλλά αν μου επιτρέπεις, να διατυπώσω κάποιες σκέψεις (μάλλον αιρετικές για τα δεδομένα σου) επ' αφορμή του βιβλίου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν αμφισβητείται, ότι η Αριστερά στοχοποιήθηκε και ότι άνθρωποί της, υπέστησαν διώξεις και μαρτύρησαν για τα πιστεύω τους.
ΑΛΛΑ, ορισμένοι συνειδητοποιημένοι νεολαίοι (συνειδητοποιημένοι δεν υπήρχαν μόνο στη αριστερά) που ΔΕΝ ανήκαν στις τάξεις της, χωρίς όμως ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ να ΑΝΤΙΜΑΧΟΝΤΑΙ τις αξίες της, είχαν δράσεις και πρακτικές που εκπορεύονταν από τη ροκ κουλτούρα (μείνε σε παρακαλώ στη ουσία και όχι στη διατύπωση).
Η αριστερά στην Ελλάδα (και ΟΧΙ στον υπόλοιπο κόσμο) μετά τη μεταπολίτευση θεώρησε το ροκ ως όχημα του ιμπεριαλισμού για άλωση και διάβρωση της νεολαίας. "Θύματα" αυτού υπήρξαν πολλοί και χαρακτηριστικά θυμάμαι πόσες φορές εγώ, που ήμουν έφηβος εκείνα τα χρόνια, είχα δεχτεί προπηλακισμούς και μειωτικούς χαρακτηρισμούς λόγω της μουσικής και της μαλούρας. Δεν τα έζησες αυτά και λογικό είναι να μην τα κατανοείς. Οι ροκάδες της εποχής ήταν ριζοσπάστες σε σχέσει με τους συντηρητικούς της Αριστεράς και Δεξιάς (δεν ταυτίζω). Το ότι δήλωναν ροκάδες ο Μαστοράκης και ο Καραντζαφέρης αυτό δεν μειώνει το ροκ. Να σου αναφέρω εγώ εκατοντάδες αριστερούς που είναι κατάπτυστοι. Ο καθείς καταξιώνεται βάσει της ΖΩΗΣ και της ΔΡΑΣΗΣ του και όχι για τις δηλώσεις αριστεροσύνης του.
Το ροκ, τα κινήματα των '60ς, ο Μάης του '68 έπιασαν το παλμό πολλών νέων (ΟΧΙ μόνο των απολίτικων) εκείνης της εποχής και της δεκαετίας του 70, που βίωσα εγώ, περισσότερο από την Αριστερά που ήταν εγκλωβισμένη και πάλευε μεταξύ ρεφορμισμού και ρεβιζιονισμού. Μην ζητήσεις να σου αναφέρω καταγεγραμμένους μάρτυρες γιατί απλούστατα δεν γνωρίζω πέρα του εαυτού μου και του στενού κύκλου μου. Βλέπεις δε υπήρχε κάποια πολιτική "ομπρέλα" που θα μπορούσε πιθανώς να καταγράψει και να αξιοποιήσει το γεγονός...
Πάντως, συνέχισε την αρθρογραφία, έχεις ταλέντο και γνώσεις, μόνο κοίτα εκεί με τον Νταλούκα κάπως να το μετριάσετε, αν όχι να το εξαλείψετε, το πράγμα (LOL).
Αξιότιμε κ. Τρούσα, γεια σας. Διάβασα με πολλή προσοχή το κείμενό σας για το βιβλίο μου. Θα μπορούσα να συμφωνήσω με κάποιες από τις παρατηρήσεις σας, ωστόσο θεωρώ ότι εκκινείτε από εντελώς λάθος βάση. α) Το βιβλίο δεν φιλοδοξεί να ερευνήσει την αμφισβήτηση που έχει αφετηρία της τους πολιτικοποιημένους της αριστεράς. Αυτό είναι σαφές, τονίζεται ρητά στην εισαγωγή και ήταν εξαρχής το ζητούμενο. β) Η προσπάθειά μου δεν ήταν να εξαντλήσω γεγονότα, πράγματα και καταστάσεις που αφορούν τη νεανική κουλτούρα της περιόδου. Βεβαίως, όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να ανατρέξει σε πλήθος μουσικών περιοδικών ή παρεμφερών μελετών, αξιόλογων μάλιστα τις περισσότερες φορές (αναφέρω ενδεικτικά την έρευνα του Νταλούκα ή του Νίκου Μποζίνη ή του Ντίνου Δηματάτη ως προς την ελληνική σκηνή). Στόχος του βιβλίου ήταν να ιστορικοποιήσει την παρουσία των "μοντέρνων νέων" με ό,τι σημαίνει ή απαιτεί αυτό. Θεωρώ εντελώς λάθος π.χ. το επιχείρημά σας ότι η έρευνα εκτείνεται χρονικά εκτός ορίων πηγαίνοντας πίσω από το 1964, όταν τα χρονικά όρια στην ιστορία είναι ρευστά εκ των πραγμάτων (μήπως η "δεκαετία του εξήντα" ξεκινάει την πρωτοχρονιά του 1960;). Το θεμελιώδες λάθος που κάνετε, το ότι δηλαδή παρεξηγείτε πλήρως τα ζητούμενα της έρευνας, διατρέχει όλη την ανάλυσή σας, η οποία πολλές φορές χαρακτηρίζεται από ανεξήγητη θα έλεγα εμπάθεια. Φυσικά, στο πλαίσιο αυτό δεν είναι δύσκολο να αποδώσετε σε κάποια προσωπική μου εμμονή με την Εκκλησία τη σημασία που δίνω στις ερμηνείες της για τη νεανική κουλτούρα, καθώς προφανώς δεν αγοράσατε το βιβλίο για να διαβάσετε τα σχόλια του επίσημου Δελτίου της Εκκλησίας. Εμπαθή επίσης, θεωρώ και άλλα σχόλια "δηλητηριώδους" κάποιες φορές χιούμορ, όπως αυτό για το προσωπικό μου στοίχημα (;) να ξεπεράσω τις 400, 500 ή 600 σελίδες ή επιχειρήματα περί ...αντιγραφής (καμία, μα καμία σε 600 σελίδες βιβλίο, πηγή μου δεν μένει χωρίς καταγραφή, ως όφειλα να πράξω). Επί της ουσίας, η σημασία που δίνεται από τη χούντα στην προοπτική μεταλαμπάδευσης του κλίματος της νεανικής απείθειας και στην Ελλάδα, δεν αμφισβητείται και επ' αυτού μπορούμε να συζητήσουμε. Βεβαίως, οι επισημάνσεις για παραλείψεις ή βελτιώσεις του κειμένου, όπου υπάρχουν στο κείμενό σας, είναι δεκτές και σας ευχαριστώ για αυτές, όπως και για τον κόπο σας να διαβάσετε το βιβλίο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚώστας Κατσάπης
Κώστα Κατσάπη δεκτό το «αξιότιμε» για αρχή, αλλά σε παρακαλώ μην το ξαναχρησιμοποιήσεις (με χιούμορ το λέω, δεν σου κάνω παρατήρηση). Επίσης, γράφε μου στον ενικό, όπως σου γράφω κι εγώ. Παίρνω (πήρα) το θάρρος και το πράττω επειδή σε είδα στην παρουσίαση του βιβλίου σου στην Πάντειο. Δεν συστηθήκαμε (παρότι βρεθήκαμε κοντά), αλλά, μάλλον θα συστηνόμασταν, αν υπήρχε και κάποιος διάλογος στο τέλος με το κοινό (έπρεπε) και όχι τρεις μονόλογοι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο ότι το βιβλίο βγαίνει «εκτός ορίων» είναι ένα ζήτημα ή «πρόβλημα», αλλά δεν είναι το μόνο. Και δεν το λέω επειδή θα μπορούσε αυτό να διορθωθεί, τυπικώς, απαλείφοντας εκείνο το «1964-1974» στο εξώφυλλο, που βγάζει μάτι, αλλά γιατί η έννοια «μοντέρνοι», έτσι όπως την χρησιμοποιείς δεν με καλύπτει. Δεν γίνεται να μιλάμε για χούντες, Γεωργαλάδες, Λαδάδες, κομμουνιστές, αναρχικούς, Πολυτεχνεία (να περνάμε δηλαδή και απ’ αυτά τα θέματα) και ν’ ασχολούμαστε μόνο με τους «μοντέρνους» του Μαστοράκη και των Καρατζαφέρηδων και μάλιστα μ’ έναν τρόπο, που εμένα δεν με βρίσκει σύμφωνο. Είναι σαν να απαξιώνουμε, σαν να αγνοούμε την άλλη νεολαία, που και μοντέρνα μπορεί να ήτανε με το δικό της τρόπο, αλλά και οργανωμένη ή φίλα προσκείμενη στην Αριστερά και όχι στους Αλκίμους.
Με την Εκκλησία το παρακάνεις, όπως το παρακάνεις με τις αναφορές στο ξένο ροκ. Άμα αφαιρέσεις δηλαδή τους παπάδες και τους… No To Co το βιβλίο γίνεται μισό, και άρα για μένα πιο ζουμερό και επίσης πιο φθηνό (γιατί πρέπει να το μετράμε κι αυτό στην παρούσα συγκυρία). Γι’ αυτό λέω αν είχες βάλει στοίχημα να ξεπεράσεις τις 600 σελίδες. Δεν υπάρχει εμπάθεια. Γιατί να έχω εμπάθεια; Τι έχω μαζί σου; Που σε ξέρω, που σε είδα; Καλά κάνεις και γράφεις και ακόμη καλύτερα κάνεις, γιατί γράφεις για πράγματα που ενδιαφέρουν κι εμένα (αλλιώς δε θ’ ασχολιόμουνα). Εγώ χαίρομαι δηλαδή που υπάρχουν άνθρωποι που ασχολιούνται μ’ αυτά τα θέματα, αλλά αυτό δε σημαίνει πως οφείλω να συμφωνώ και με όσα γράφουν. Υπάρχει έλλειψη (σοβαρής) βιβλιογραφίας γύρω από τα συγκεκριμένα ζητήματα (μην εμπλακούμε τώρα με ονόματα συγγραφέων, γιατί κάποιοι έχουν έτοιμο το μαχαίρι ακονισμένο και τους βαριέμαι, όσο δεν φαντάζεσαι) και το δικό σου το βιβλίο έρχεται να καλύψει κάποιο κενό.
Καλή επιτυχία εύχομαι και εις άλλα με υγεία.
Ευχαριστώ για την απάντηση. Ο πληθυντικός είναι όντως ευγενείας και όχι ειρωνικός. Νομίζω ότι στην χώρα μας τείνουμε πολλές φορές να κάνουμε δίκες προθέσεων και πιστεύω ότι σε έναν βαθμό αυτό συνέβη με την κριτική σου, αν εκτιμώ σωστά κάποια σημάδια. Θεωρώ επίσης ότι είναι καλό που γίνεται αυτή η, ας την πούμε συζήτηση, από το blog σου, καθώς όποιος θέλει να διαβάσει αναλυτικά για τη νεανική κουλτούρα, καλύτερα να μην πάρει το βιβλίο. Υπάρχουν (πολύ) καλύτερες δουλειές και πολύ πιο ενημερωμένοι συγγραφείς ως προς τούτο. Το βιβλίο ξεκίνησε ως έρευνα της ιδεολογικής βάσης που συγκροτεί το αντιρόκ κίνημα στην Ελλάδα ως μεταφορά συχνά απόψεων και επιχειρημάτων που διατυπώνονται στο εξωτερικό. Συνεπώς, αποτελεί μελέτη της σύγκρουσης παράδοσης- νεωτερικότητας περισσότερο (σύγκρουση που επηρεάζει καταλυτικά την πρόσληψη της νεολαίας την μεταπολεμική περίοδο ως ενός προβλήματος), παρά μελέτη της νεανικής κουλτούρας όπως την εννοείς ή φαντάζομαι την περίμενες στις σελίδες του βιβλίου. Λογικό είναι ας πούμε, ο αναγνώστης που περιμένει να διαβάσει κάτι απαιτητικό για τα συγκροτήματα ή τη ροκ κουλτούρα εν γένει, να απογοητευτεί από την εκτεταμένη αναφορά στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964 (και γω το ίδιο θα ένιωθα). Οι αντιφάσεις επίσης, που επισημαίνεις, συχνά προκαλούνται από το ότι το υπό έρευνα αντικείμενο είναι η σκέψη των "υποστηρικτών της παράδοσης", όπως τους ονομάζω, των οποίων η ενημέρωση για τα τεκταινόμενα ή η δυνατότητα επεξεργασίας ήταν περιορισμένη. Επαναλαμβάνω ότι οι επισημάνσεις σου είναι σωστές, ειδωμένες όμως μέσα από λάθος πρίσμα καταλήγουν σε εσφαλμένες εκτιμήσεις. Και επιμένω ότι για τη χούντα, τη φιλοδυτική πολιτικά, αλλά όχι πολιτισμικά, μετά το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών της με τους πολιτικοποιημένους, η αποτροπή της έλευσης του κλίματος απείθειας στην Ελλάδα ήταν το κατεξοχήν ζητούμενο. Σε ευχαριστώ και πάλι, γιατί όντως διάβασες το βιβλίο και εμένα αυτό ως συγγραφέα του με χαροποιεί ιδιαίτερα. Το μέηλ μου το έχεις, μπορούμε να βρεθούμε κάποια στιγμή να τα πούμε κι από κοντά. Κ.Κ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕντάξει Κώστα Κατσάπη. Κάποια στιγμή θα τα πούμε και από κοντά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια να "ελαφρύνω" την ατμόσφαιρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΦώντα για ψάξε τις προηγούμενες εκδόσεις των εκδόσεων...
Και λοιπόν;
ΔιαγραφήΦαίνεται, κύριε Τρούσα, πώς κριτικάρεις αρνητικά το βιβλίο εκ προθέσεως, και όχι ουσιαστικά. Από τη στιγμή που λες πώς δεν υπάρχει αναφορά ή αναφορές στις πολιτικές νεολαίες, ενώ ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει πως παρόλο που εκτιμά το ρόλο αυτών στην τότε περίοδο, θέλει να καταπιαστεί με άλλες "κατηγοριοποιήσεις" της νεολαίας...
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιάβασα το βιβλίο, ίσως κουράζει σε κάποια σημεία, επειδή πλατιάζει, αλλά ειδικά για ανθρώπους που θέλουν να αποκτήσουν μια αρκετά σαφή εικόνα για την "απείθαρχη νεολαία" (που δεν ήταν αναγκαστικά πολιτικοποιημένη)εκείνης της περιόδου, το βιβλίο είναι εξαιρετικό. Και για όσους έζησαν εκείνη την περίοδο και για τις νεότερες γενιές που ενδιαφέρονται για όχι και τόσο γνώριμα γεγονότα της ιστορίας μας...
ΥΓ. Παρεπιτπόντως, το blog σου είναι πολύ ενδιαφέρον...
Ευχαριστώ...
Το «εκ προθέσεως» δεν το δέχομαι, είναι ανυπόστατο. Για όλα τα υπόλοιπα δεν έχω πρόβλημα. Χαίρομαι, γιατί σας άρεσε το blog.
ΔιαγραφήΚι εγώ σας ευχαριστώ για το σχόλιο.
Μια βιβλιοκριτική
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://hypnovatis.blogspot.gr/2013/04/o.html
Κουκλίνος
Τι μπούρδες είναι αυτές ρε; Έπρεπε να είχα χρόνο να έγραφα άλλα τόσα…
ΑπάντησηΔιαγραφήΠοιο είναι το δίπολο «Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού – Ελληνοχριστιανισμού»; Ποιοι ήταν οι «διαφωτιστές» στην Ελλάδα του ’60; Οι Μαστοράκηδες και οι Καρατζαφέρηδες; Ρε, ούτε η… Ρεπούση δε λέει τέτοιες μαλακίες.
Θα πρέπει να ξέρετε κωθώνια πως αυτό που λέμε αντικουλτούρα (κομμάτι της οποίας ήταν και το ροκ του ’60) ήταν σφόδρα ΑΝΤΙ-ΔΙΑΦΩΤΙΣΤΙΚΗ. Αν ο διαφωτισμός στηρίχτηκε πάνω στην ανάπτυξη της αστικής τάξης και στις νέες κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις που διαμορφώθηκαν μέσω της τεχνολογίας, η αντικουλτούρα επεδίωξε την καταστροφή αυτού του πλέγματος, που οδηγoύσε την κοινωνία στο ικρίωμα. Όπως έγραφε και ο Marcuse στον «Μονοδιάστατο Άνθρωπο» [Παπαζήσης, Αθήνα 1971]:
«Με τον τρόπο που οργάνωσε την τεχνολογική της βάση η σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία έχει τάση προς τον ολοκληρωτισμό. Ολοκληρωτισμός δεν είναι μόνο ο τρομοκρατικός πολιτικός ομοιομορφισμός, αλλά και ο μη τρομοκρατικός οικονομικο-τεχνικός ομοιομορφισμός, που λειτουργεί με την χειραγώγηση των αναγκών στο όνομα ενός γενικού ψευτοσυμφέροντος. Ο ολοκληρωτισμός δεν είναι μόνο μια ορισμένη μορφή κυβέρνησης ή κόμματος, είναι ακόμα κι ένα ειδικό σύστημα παραγωγής και διανομής, που εναρμονίζεται απόλυτα με τα ‘πολλά’ κόμματα και τις εφημερίδες, με την ‘διάκριση των εξουσιών’, κ.λπ.».
Μπας και αυτά σας θυμίζουν καθόλου το σήμερα;
Λοιπόν, κωθώνια προσέξτε.
Ο Marcuse (ο πάπας της αμφισβήτησης του ’60) διατυπώνει μέσα σε λίγες γραμμές το πιο ΑΝΤΙ-ΔΙΑΦΩΤΙΣΤΙΚΟ μανιφέστο, που θα μπορούσε ποτέ να φανταστούμε. Ουσιαστικά κατακρημνίζει τις μεγάλες προσφορές-κατακτήσεις του Διαφωτισμού (την τεχνολογική πρόοδο, την δημοκρατία, τη διάκριση των εξουσιών, τα κόμματα, την ελευθερία του Τύπου κ.λπ.) επειδή στην πορεία, όλα τούτα, κατέληξαν συστατικά μιας ανελεύθερης κοινωνίας. Γι’ αυτό και οι hippies π.χ. υπήρξαν τα πιο... αντι-διαφωτιστικά άτομα που πάτησαν στη Γη από την εποχή των Μπογκομίλων (όπως θα ’λεγε και η Gisela Bonn). Απαρνήθηκαν τις δομές της αστικής κοινωνίας, την τεχνολογία της, τα μέσα της, την οργάνωσή της, επανεφευρίσκοντας τα κοινόβια, την κοινοκτημοσύνη, την ισότητα στη βάση και αλλά τινά χαρακτηριστικά κάποιων προ-Διαφωτισμού κοινωνιών.
Σταματάτε να γράφετε ό,τι σας κατέβει. Όλοι ΔΗΜΑΡ έχετε γίνει μωρέ; Άντε να χαθείτε αγράμματοι…
Να αγιάσει το στόμα σου Φώντα!!!
ΔιαγραφήYorgos
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετική η απάντηση στα περί διαφωτισμού. Έχει παραγίνει με τους νεοφιλελέδες. Η αντικουλτούρα στην υπηρεσία της θεωρίας περί "φαιοκόκκινου μετώπου". Διεκδικούν τα πάντα για λογαριασμό του "κληρονόμου του διαφωτισμού", του ν/φ δηλαδή. Και κυρίως τα κινήματα και τις ιδέες της ατομικής απελευθέρωσης, την αντικουλτούρα, όπως ακριβώς και ότι υπήρξε πριν απ' αυτά ως αντίθεση στο θετικισμό, τον καπιταλισμό και τα ιδεολογήματά του. Θεωρούν ότι τα αφομοίωσε, τα εμπορεύεται, άρα του ανήκουν και τον εκπροσωπούν.
ΚΚΕ το κόμμα σου λαέ
ΑπάντησηΔιαγραφήΚουκλίνος
Βλάκα, πάρε δρόμο μη σε... διαφωτίσω πρωινιάτικα.
ΔιαγραφήΚομμένος ο διάλογος με τους αγράμματους. Όσοι γουστάρουν μπουρδολόγημα να πάνε να κουβεντιάσουν με τους όμοιούς τους. Κάτι… απελευθερωτές της νεολαίας και κάτι… διαφωτιστικά ζωντόβολα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠοιος μίλησε για «επιστροφή στη φύση»;
ΑπάντησηΔιαγραφήΜίλησα εγώ για «επιστροφή στη φύση»; Μόνον ένας βλαμμένος θα το έγραφε αυτό, ένας αγράμματος (που διαβάζει Marcuse από τη Wikipedia, αφού δεν έχει ούτε ένα βιβλίο σπίτι του), ή ένας επαγγελματίας διαστροφέας, που έχει την ικανότητα να συμπεραίνει ό,τι θέλει, αναποδογυρίζοντας όσα γράφω. Ξέρω ποιος είναι αυτός (μιλάμε για τρελό τρολάρισμα ο άνθρωπος) – και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν επιθυμώ διάλογο μαζί του.
«Αυτό που συμβαίνει είναι η ανακάλυψη (ή μάλλον η εκ νέου ανακάλυψη) της φύσης σαν συμμάχου στον αγώνα κατά των εκμεταλλευτικών κοινωνιών, στις οποίες ο βιασμός της φύσης επιδεινώνει τον βιασμό του ανθρώπου. Η ανακάλυψη των απελευθερωτικών δυνάμεων της φύσης και του ζωτικού τους ρόλου στην οικοδόμηση μιας ελεύθερης κοινωνίας γίνεται μια νέα δύναμη στην κοινωνική αλλαγή».
Herbert Marcuse στο κεφάλαιο «Φύση και Επανάσταση» από το βιβλίο «Αντεπανάσταση και Εξέγερση» [Παπαζήσης, Αθήνα Οκτώβριος 1974]
Φίλε Φώντα Τρούσσα, εδώ στην Καβάλα ["άθλια χωριουδάκια κι ασυνάρτητη επαρχία,καθετί μισοχωμένο μες στη γη", έγραφε ο Σαββόπουλος προ τριακονταετίας -το θυμάται κανείς;] δεν έφτασε το τεύχος του Τζαζ & Jazz (Απρίλιος 2013)με το βιβλίο Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΖΑΖ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ 1961-2013. Το θέλω. Τι κάνω; Νίκος Καραγιαννακίδης, ιστορικός, nikhistor@gmail.com
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ διανομή είναι πάντα ένα ζήτημα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπορείτε να πάρετε τηλέφωνο στο Jazz & Τζαζ (210 9238808 – ώρες γραφείου) και να ζητήσετε να σας το στείλουν.
Μόλις διαπίστωσα ότι δεν μπορείς να ποστάρεις στο f/b λινκ (αυτό το ποστ συγκεκριμένα προσπάθησα να λινκάρω) από το δισκορυχείον. Μου λέει :"Το περιεχόμενο που προσπαθείτε να κοινοποιήσετε περιέχει ένα σύνδεσμο που, σύμφωνα με τα συστήματά ασφαλείας μας, δεν είναι ασφαλής:
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://diskoryxeion.blogspot.com/2013
Για να συνεχίσετε, αφαιρέστε αυτόν το σύνδεσμο."
Γιώργο, ξέρω πως άλλοι βάζουνε links από το δισκορυχείον στο facebook.
ΔιαγραφήΠερισσότερα δεν μπορώ να σου πω, επειδή δεν ασχολούμαι καθόλου με το fb.
Κι εγώ έβαζα ως τώρα. Σήμερα πρωτοσυνέβη.
Διαγραφή