Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2019

ΣΠΥΡΟΣ ΝΙΚΟΚΑΒΟΥΡΑΣ ο σημαντικός κερκυραίος ποιητής με την σοσιαλιστική συνείδηση

Δεν θυμάμαι πότε και πού ακριβώς διάβασα, για πρώτη φορά, για τον κερκυραίο ποιητή Σπύρο Νικοκάβουρα (1883-1952). Ίσως να ήταν στο βιβλίο τού Νίκου Παππά Η Αληθινή Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (από 1100-1973) [Τύμφη, Αθήνα 1973], ίσως να ήταν η σύντομη αναφορά τού Γιάνη Κορδάτου στην Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος [Δ έκδοση, Μπουκουμάνης, Αθήνα 1974], στο τελευταίο κεφάλαιο τού βιβλίου του «Η επίδραση του εργατικού κινήματος στη νεοελληνική διανόηση». Πάντως, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο Σπύρος Νικοκάβουρας / Μια παρουσίαση από τον Θεοδόση Πυλαρινό [Εκδόσεις Γαβριηλίδης “εκ νέου”, 2007] γνώριζα την περίπτωσή του, ό,τι γνώριζα τέλος πάντων εκείνη την εποχή, και κάπως έτσι το είχα αναζητήσει (το βιβλίο), αγοράζοντάς το και διαβάζοντάς το στο πι και φι.
Η ποίηση του Σπύρου Νικοκάβουρα ήταν εξαιρετική, αληθινή αποκάλυψη σε κάποιες στιγμές της τουλάχιστον, όπως και η παρουσίασή του από τον Θεοδόση Πυλαρινό, που σου άνοιγε «πόρτες» και για άλλα ψαξίματα.
Για ποιον ακριβώς λόγο θυμάμαι τούτον τον ξεχασμένο, αλλά σημαντικό, ποιητή, θα το δείτε στο τέλος του κειμένου. Εκείνο που προέχει, τώρα, είναι να γράψουμε λίγα λόγια για την όχι και τόσο γνωστή, ακόμη, περίπτωσή του.
Ο Σπύρος Νικοκάβουρας γεννήθηκε στο χωριό Σφακερά, της βόρειας Κέρκυρας, το 1883. Υπήρξε δε θαυμαστής του Λορέντζου Μαβίλη και του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, στον κύκλο του οποίου ανήκε. (Ο Θεοτόκης ήταν έντεκα χρόνια μεγαλύτερος από τον Νικοκάβουρα και από το 1894 και μετά κοντοχωριανός του, αφού, όπως διαβάζουμε στο χρονολόγιο τού βιβλίου τού Πυλαρινού, εκείνο το έτος, ο μεγάλος κερκυραίος λογοτέχνης εγκαθίσταται στον πύργο των Θεοτόκηδων, στους Καρουσάδες).
Την τριετία 1909-1911 ο Θεοτόκης διαδίδει τις σοσιαλιστικές ιδέες στην Κέρκυρα (Σοσιαλιστικός Όμιλος Κερκύρας) και ο Νικοκάβουρας είναι από τους πρώτους που θα τις ασπαστούν. Και κάπως έτσι η σοσιαλιστική εφημερίς Ριζοσπάστης (ο γνωστός μας και σήμερα Ριζοσπάστης) δημοσιεύει το ποίημά του Λένιν στο πρωτοσέλιδό της, την 17η Απριλίου 1920.

ΛΕΝΙΝ 
Ήρθα για να φωτίσω στο σκοτάδι,
Απόστολος Θεού με τ’ άγιο ρήμα.
Ήρθα για να σηκώσω το μαγνάδι
Που κρύβει της τιμής τους το άθεο κρίμα.

Για σμύρνα, για λιβάνι ούτε για χρήμα
Δεν ήρθα· –τέτοιο ας μου ’πανε ψεγάδι–
Ήρθα μόνο και διάνοιξα τον Άδη
Κι έβαλα τον οχτρό μέσα στο μνήμα.

Ήρθα κι έβαλα στια, που ως άγια φλόγα
Θα πεταχτεί στην οικουμένη πάσα.
Το χέρι το μιαρό που μας ευλόγα
Κι έπιανε της πνοής μας την ανάσα,
Το θέρισα· κι αχολογά ο αιθέρας:
«Καθαρίστε τη γης, βρομεί το τέρας!»

Η ποιητική φόρμα στην οποίαν ασκείται ο Νικοκάβουρας είναι εκείνη του σονέτου. Και η αλήθεια είναι πως αποδεικνύεται τεχνίτης της. Το λεξιλόγιό του είναι πλούσιο, καθώς ενσωματώνει και ιδιωματισμούς, ενώ δεν του λείπει ούτε ο λυρισμός, ούτε η νοηματική μεγαλοσύνη τού Μαβίλη. Τούτο δε αποδεικνύεται και στα υπόλοιπα σοσιαλιστικά ποιήματά του: Excelsior («Έφτασε με τα τρόπαια η ολκάς σου, / Της Λευτεριάς αγέρα, με τη Νίκη / Που φέρανε στον κόσμο οι Μπολσεβίκοι / Κι ελύσαν το δεσμώτη του Καυκάσου»), Διάγγελμα («Για το δίκιο που αρπάξατε του κόσμου, / Που κλέφτρα η δύναμή σας του ’χει πάρει, / Θα εγδικηθεί, θα εγδικηθεί ο Λαός μου»), Revolution («Σηκωθείτε! Τ’ αγκάθια καθαρίστε»), όπως και σε άλλα τής αυτής φόρμας (σονέτα δηλαδή), μα απο-ιδεολογικοποιημένα.
«Ο ποιητής Σπύρος Νικοκάβουρας, ο αλησμόνητος μεγάλος αγωνιστής για κάθε καλό και για κάθε ωραίο ανάμεσα στους φίλους εργάτας στους οποίους εμπνευσμένα ομίλει στην μεγάλη συγκέντρωση της Πρωτομαγιάς του 1922»
Ο Νικοκάβουρας δημοσιεύει σε έντυπα (περιοδικά και εφημερίδες) της εποχής, και κερκυραϊκά (Κερκυραϊκή Ηχώ, Ελπίς, Κερκυραϊκά Νέα, Πρόσπερος, Ναυσικά κ.ά.) και αθηναϊκά (Μαύρος Γάτος, Ο Νουμάς κ.ά.), παρότι, όπως σημειώνει ο Πυλαρινός, μετά τον θάνατο τού Κωνσταντίνου Θεοτόκη (1923) περιορίζονται οι αθηναϊκές διασυνδέσεις του.
Το πρώτο από τα δύο βιβλία που τυπώνει στη ζωή του ο Σπύρος Νικοκάβουρας είναι το Ποιητικά Έργα [τύποις ο «Φοίνιξ»], στην Κέρκυρα, το 1925 – με τον Κωστή Μπαστιά («λογοτέχνης, δημοσιογράφος, εκδότης, αρχισυντάκτης και χρονογράφος μεγάλων αθηναϊκών εφημερίδων») να δημοσιεύει επαινετική κριτική για την ποίηση τού Νικοκάβουρα («μου έδωσε ακόμη μίαν φοράν εντονώτερη την εντύπωση του ακατάσχετου χείμαρρου που δεν μπορεί τίποτα να σταματήσει την ορμή του»), στο περιοδικό Κερκυραϊκή Ανθολογία.
Η ωριμότερη ποιητική δημιουργία τού Σπύρου Νικοκάβουρα αφορά στην ποιητική σύνθεσή του Στροφές (που εμπεριέχεται στο πρώτο βιβλίο του). Εδώ ο ποιητής εγκαταλείπει το σονέτο, ακολουθώντας άλλες δομές και τεχνικές. Μάστορας τού λόγου, και βαθύς καταγραφέας των πιο μύχιων αισθημάτων, ο Νικοκάβουρας αποδεικνύει, με τις Στροφές του, πως υπήρξε ένας σημαντικότατος ποιητής, με πλήρη αίσθηση της ρυθμικής ροής και της γλωσσικής αρμονίας (ασχέτως μιας ειδικότερης επιρροής, επί του προκειμένου, από τις Στροφές του Ζαν Μωρεάς). Δεν γνωρίζουμε αν η συγκεκριμένη σύνθεσή του αποτελείται από 35 ποιήματα (ΧΧΧV), ανθολογούνται όμως στον τόμο των εκδόσεων Γαβριηλίδη δεκατέσσερα απ’ αυτά. Επιλέξαμε για εσάς εδώ, τέσσερα (πρώτο, δεύτερο, τρίτο και έκτο): 

Ι 
Κρατήστε με, ω πανάχραντες, σε τίμια ιεροσύνη,
Τες ιεροπραξίες μου αμόλυντες να κάνω,
Και δώστε μου απ’ τα σπλάχνα σας την άγια καλοσύνη
Για να μπορέσω τη ζωή τη δόλια να γλυκάνω

Κι όταν η τέχνη στα ψηλά φανεί σε σχήμα ταύρου
Με κόκκινα φτερά,
Ω μούσες, δώστε να χαρεί του πόθου μου του λάβρου
Του τάφου τη χαρά.

ΙΙ 
Πόσο μου αρέσει να θωρώ που τρέχει ο κεραυνός,
Και το λιοντάρι ορμητικά που βγαίνει απ’ τη σπηλιά!
Πόσο μ’ αρέσει να θωρώ που πάει χωρίς μιλιά
Προς τη σφαγή ο Αμνός!

Εγώ, Κενταύροι ιπποτικοί, μια μέρα όταν με πάνε
Στου τάφου τη γαλήνη,
Θέλω της νίκης τα φτερά οι Μούσες να χτυπάνε
Ως στη στερνή μου κλίνη.

ΙΙΙ 
Για σένα που σ’ αγάπησα, ω Ιδεολογία,
Και ιερουργός σ’ ανέβασα στης Τέχνης το βωμό,
Μου ’παν οι Μούσες, οι θεές, που είναι όλες ευλογία,
Αγάπη και καημό,

Μου ’παν οι Παντοδύναμες να βγω να διασκεδάσω
Με ρόδα και με βάγια.
Και με λεβέντες κόκκινους να προπαρασκευάσω
Την εορτή την άγια.

VI 
Νομοθεσία που υψώνεσαι απ’ τη συνείδηση όλων
Σε γενική μορφή,
Ψηλάθε, απ’ τα λημέρια του, σε χαιρετά ο Απόλλων
Με τραγουδιού στροφή.

Κι εγώ που αηδόνι ηθέλησα μιανής αυγής να γίνω
σ’ ανθότοπο χλωρό,
Θωρώντας το ξετύλιγμα, στα μαύρα πέπλα δίνω
Το δόλιο μου καιρό.

Η ποίηση του Σπύρου Νικοκάβουρα πέρασε από διάφορα στάδια. Αν στην αρχή ήταν επηρεασμένη από τις επαναστατικές ιδέες των Μπολσεβίκων, στην πορεία υιοθέτησε ελληνοπρεπή-αρχαιοπρεπή χαρακτηριστικά, ακόμη και λαϊκά θρησκευτικά, για να κινηθεί, προς τα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και μετά απ’ αυτόν, προς πιο πατριωτικές κατευθύνσεις.
Αυτή η τελευταία φάση της ποίησης τού Νικοκάβουρα καταγράφεται στο δεύτερο και τελευταίο βιβλίο του, που είχε τίτλο Παναρμόνιος Ήχος, τυπωμένο και αυτό στην Κέρκυρα το 1952 (λίγο πριν την εκδημία του).
Σπύρος Νικοκάβουρας
Το βιβλίο δεν έτυχε της καλύτερης υποδοχής από την κριτική, καθώς τόσο στη Νέα Εστία (#598, 1η Ιουνίου 1952) ο Αιμίλιος Χουρμούζιος («Μα γιατί να θελήση να ρημάξη το θρύλο του ο ποιητής της Κέρκυρας, ο τελευταίος της μεγάλης γενιάς;»), όσο και στην Ελληνική Δημιουργία (#120, 1η Φεβρουαρίου 1953) ο Φαίδων Μπουμπουλίδης θα διατυπώσουν αρνητικές κριτικές για την τελευταία πρόταση τού κερκυραίου ποιητή, αν και εκκινούν από διαφορετική αφετηρία.
Ο Σπύρος Νικοκάβουρας θα φύγει από την ζωή στο ενδιάμεσο αυτών των δύο κριτικών παρουσιάσεων τής συλλογής του, τον Οκτώβριο του 1952, στα 69 χρόνια του, μετά από πολύμηνη ασθένεια.
Για να καταλήξει ο Θεοδόσης Πυλαρινός στη μελέτη του:
«Ο Νικοκάβουρας είναι, πρώτα απ’ όλα, μια αξιοπρόσεχτη ποιητική φυσιογνωμία καθαυτήν, γιατί αποτελεί περίπτωση λαϊκού ποιητή με ταλέντο στιχουργικό, ευαισθησίες καλλιτεχνικές, λογοτεχνικό ήθος και ποιητικό όραμα· ιδιότυπη όντως μορφή που επηρεάστηκε από τη μαθητεία του δίπλα σε μεγάλες ποιητικές φυσιογνωμίες. Αποτελεί επίσης, χαρακτηριστικό δείγμα μαρασμού, όταν οι συνθήκες δεν ευνοούσαν το πηγαίο ταλέντο του. Περαιτέρω, λειτουργεί ως δείκτης της σταδιακής παρακμής του κερκυραϊκού λογοτεχνικού κέντρου, αλλά και της μεταβίβασης της περιουσίας του στη θάλλουσα πρωτεύουσα. Τέλος, η μελέτη της ποίησής του αντικατοπτρίζει μέσα από τις εναγώνιες και απέλπιδες προσπάθειές του την επιθυμία ενός φιλότιμου δημιουργού να παρακολουθήσει και να ενταχτεί στα νέα ειδολογικά και θεματικά δεδομένα».
Στις 20 του περασμένου Ιουλίου (2019), στον τόπο που γεννήθηκε και έζησε ο Σπύρος Νικοκάβουρας, στο χωριό Σφακερά της βόρειας Κέρκυρας, ο τοπικός Πολιτιστικός Σύλλογος, σε συνεργασία με τον Οργανισμό Κερκυραϊκών Εκδηλώσεων και τον Δημοτικό Οργανισμό Πολιτισμού, Αθλητισμού και Περιβάλλοντος (ΔΟΠΑΠ) του Δήμου Κέρκυρας πραγματοποίησαν εκδήλωση προς τιμήν του ποιητή Σπύρου Νικοκάβουρα με ομιλίες (Δημήτρης Κονιδάρης – συγγραφέας), απαγγελίες (Μαρία Πανάρετου, Σπύρος Ασωνίτης – ηθοποιοί) και μουσικές καλύψεις από τον Πολυφωνικό Χορό Κυνοπιαστών ‘Γειτονιά’, με συντονιστή τον Γιώργο Ανυφαντή.
Δυστυχώς δεν ήταν εύκολο να παραβρεθώ στη συγκεκριμένη εκδήλωση, αν και θα το επιθυμούσα (το λέω, επειδή τα Σφακερά είναι ο τόπος και της δικής μου καταγωγής), όμως ήταν ο λόγος (η συγκεκριμένη εκδήλωση), ώστε να γράψω τώρα αυτό το κείμενο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου