Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2019

THE BOY «Παραδουλεύτρα»: το νέο διπλό LP

Δεν μπορείς να προσδιορίσεις τι αισθήματα σου αφήνει το τελευταίο διπλό LP του The Boy, η «Παραδουλεύτρα» [Inner Ear, 2019]. Μένεις μετέωρος. Προσπαθείς να συνδέσεις αυτό που ακούς με την καθημερινότητα ενός ανθρώπου, που πλησιάζει τα 40, που μπορεί να είναι, από λίγο έως πολύ, και η δική σου καθημερινότητα – ένα συνονθύλευμα σκέψεων και διαπιστώσεων, που συμπιέζονται από τους τόνους της άκυρης πληροφορίας. Περιφέρεσαι ασκόπως μέσα σ’ έναν κυκεώνα ερεθισμών, δεν σου μένει χρόνος να σκεφτείς τι είναι αυτό που αληθινά σε απασχολεί, και κάπως έτσι κατευθύνεσαι, σαν να έχεις δεμένα τα μάτια, προς παράπλευρα αδιέξοδα. Φως από πουθενά, αλλά ούτε και σκοτάδι. Ένα ημίφως, μια ομίχλη που σκεπάζει σαν σάβανο τα πάντα. Όλα μισά κι ανολοκλήρωτα. Πεθαμένες καταστάσεις.
Αυτόν τον κυκεώνα επιχειρεί ηθελημένα ή άθελά του, δεν ξέρω, να αναπαραστήσει ο Boy, μέσα από τις τέσσερις πλευρές τού τελευταίου άλμπουμ του. Ένα διπλό LP, με  είκοσι τέσσερα tracks και με απείρως περισσότερα νοήματα, με στίχους σαν κομματιασμένα μανιφέστα, που ραπάρονται σχεδόν πάντα, ριγμένοι (οι στίχοι) πάνω σε αρχέτυπες, ή λιγότερο αρχέτυπες, μουσικές πλατφόρμες.
Δεν είναι τραγούδια για να τραγουδηθούν, αυτά που γράφει ο Boy – να το ξεκαθαρίσουμε αυτό. Είναι περισσότερο ασκήσεις, πλαίσια, μοτίβα, μέσα στα οποία πρέπει να στριμωχτούν τα λόγια – γιατί τα λόγια, εδώ, είναι σχεδόν το παν.
Όταν γράφεις «τόνους» λέξεων, μ’ έναν ονειρικό, σχεδόν αυτοματικό τρόπο, που δεν αποκρυπτογραφούνται ειδικώς –δεν υπάρχει, εννοούμε, μια λογική συνάφεια, σ’ αυτά που ακούς, ακόμη και μέσα στο ίδιο κομμάτι– τότε το τελευταίο που μπορεί να σ’ ενδιαφέρει είναι να εφεύρεις αρμονίες, να γράψεις μελωδίες, να φτιάξεις τραγούδια του τύπου Α-Β-Α, που θ’ ακουστούν απ’ τα ραδιόφωνα. Όχι ότι έχουν εκ των προτέρων κάτι αρνητικό τα τραγούδια με κουπλέ-ρεφρέν-κουπλέ, αλλά ο Boy δεν κάνει τέτοια τραγούδια, ως γνωστόν θα πω (είτε γιατί δεν θέλει, είτε γιατί δεν του βγαίνει, είτε γιατί δεν τον ενδιαφέρει – δεν έχει σημασία το τι πραγματικά συμβαίνει). 
Ραπ λοιπόν, όχι με την τυπική αισθητική έννοια, ένα πολύ προσωπικό ραπ είναι το κυρίαρχο λεκτικό στοιχείο στην «Παραδουλεύτρα», που έχει όμως κι ένα μουσικό υπόβαθρο. Όχι κάτι το εξωφρενικά προχωρημένο (δεν είναι απαραίτητο κάτι τέτοιο εξάλλου), αλλά πάντως προσεγμένο σε κάθε λεπτομέρειά του. Νομίζω, δε, πως τόσο προσεγμένο, από ηχητικής πλευράς άλμπουμ (και αφαιρώ από το «ηχητική» τη φωνή), δεν έχει ξανακάνει ο Boy. Και είναι θετικό αυτό. Και σημαντικό για ’κείνον κατ’ αρχάς. Γιατί στην «Παραδουλεύτρα» δεν υπάρχει σκέτος στίχος, σκέτος λόγος, σκέτη ποίηση –πείτε το, όπως θέλετε– υπάρχει και μουσική, που ασφυκτιά, βεβαίως, κάτω από το βάρος των λέξεων, αλλά έχει τον τρόπο, ανά διαστήματα, ανά φάσεις, να δείξει κι αυτή το πρόσωπό της.
«Ποίημα», «Βόλτα», «Γρου γρου νιάου», «Λάθος παιδιά», «Τι έκανες για να ’σαι καλά» είναι πέντε από τα δώδεκα tracks του πρώτου LP, που μπορεί να σε κινητοποιήσουν. Τουλάχιστον εμένα με ανάγκασαν να τ’ ακούσω και να τα ξανακούσω, διαβάζοντας παράλληλα και τα λόγια στο gatefold. Και νομίζω πως αυτός είναι ο μόνος τρόπος για ν’ ακούσεις την «Παραδουλεύτρα» – να κοιτάς συγχρόνως και το κείμενο, έχοντας πάντα το αυτί σου τεντωμένο προς τον δίσκο.
Η τρίτη πλευρά έχει το «Σιμόν Σουλ», που είναι ίσως η πιο ενδιαφέρουσα στιγμή του double LP, ένα track, δεν μπορείς να το πεις τραγούδι, που έχει ουσιαστική ηχητική-μουσική ανάπτυξη, με «σωστές» χρήσεις φωνών και κάτι σαν παραληρηματική αφήγηση. Αν και δεν έχει νόημα να ερμηνεύσεις εκείνα που λέγονται –προσωπικώς δεν μπορώ να διατηρήσω μια μόνιμη νοηματική επαφή με όσα ακούω–, το επικοινωνιακό ασυνεχές, που κάπου-κάπως μοιάζει με θρήνο (αν και ούτε αυτό είναι σαφές, για τι ακριβώς θρηνείς δηλαδή) είναι το πρώτο που έρχεται στη σκέψη σου. Και είναι και ασφυκτικό και καθοριστικό, μέσες-άκρες, για ολάκερο το διπλό LP.
Και κάπως έτσι περνάμε και στην τελευταία πλευρά, που δεν μπορεί παρά να κινείται, και αυτή, στις ίδιες πάνω-κάτω ράγες. Ανοίγει με το «Ζωντανό» (ένα από τα tracks, που επίσης ξεχωρίζει), εμπεριέχει το «Άλλη μια μέρα» (ένα από τα… πιο-τραγούδια του 2LP) και ολοκληρώνεται με τον βαθιά συναισθηματικό «Υγρό ουρανό». (Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτά τα τελευταία κομμάτια, και άλλα ίσως, έφεραν κάπως στη μνήμη μου την ισχνή σε ποσότητα τραγουδοποιία του Γιώργου Θεοδωράκη. Το λέω... έτσι για να το πω).
Μια τελευταία παρατήρηση, που δεν στερείται νοήματος. Η νέα πρόταση τού Boy ακούγεται μόνο με ακουστικά. Εγώ, προσωπικώς, δεν μπόρεσα να συγκεντρωθώ, όταν άκουσα για πρώτη φορά την «Παραδουλεύτρα» να βγαίνει από τα ηχεία. Ούτε και τη δεύτερη... Έχασα τη σύνδεση. Είναι και αυτό, μάλλον, ίδιον της εποχής. Άλμπουμ, που φτιάχνονται... όχι για να ακούγονται από τα ηχεία. Ok, κανένα πρόβλημα. Αξίζει, λοιπόν, να απομονώσεις κάθε άλλον έξωθεν ήχο, αν θες κάπως να εισχωρήσεις στην «Παραδουλεύτρα»... ένα απολύτως ερμητικό άλμπουμ, που ολοκληρώνεται με τη συμβολή πάρα πολλών ανθρώπων. Κάπως σαν προσκλητήριο... μιας γενιάς; Μάλλον, τελικά.
Επαφή: www.inner-ear.gr

2 σχόλια:

  1. Νομίζω πως αν ο ιστορικός του μέλλοντος θα θέλει να προσεγγίσει το πως αισθάνονταν οι άνθρωποι στην Ελλάδα των '00s και των 10's, σε τι σόι ζόφο ζούσαν και μεγάλωναν τα παιδιά τους, ποιες ήταν οι αναφορές, οι συνισταμένες, ο κόσμος τους, αν αναζητούσε με άλλα λόγια κάποιος από το μέλλον μια φωτογραφία της εποχής μας, δεν θα μπορούσε να βρει πιο πιστή απεικόνιση από τα τραγούδια του The Boy. Κι αυτό είναι κάπως παράξενο, αν αναλογισθεί κανείς ότι το έργο του είναι περιορισμένης σχετικά απήχησης, δεν τον τραγουδάνε στα στάδια, δεν τον αποθεώνουν στις μπουάτ, ούτε τον χειροκροτούν συνοδεία φιστικιών και μπουκαλιών ουίσκυ στις μεγάλες έντεχνες πίστες της νύχτας, ούτε που θα παίξει ποτέ στο Ηρώδειο σε συναυλία του τύπου "Είκοσι χρόνια The Boy". Εντύπωση προκαλεί όμως και το πως γίνεται αυτός ο εσωστρεφής, αυτο-αναφορικός καλλιτέχνης να έχει συλλάβει τόσο καλά τη γενικότερη εικόνα της εποχής μας. Ένας ακραιφνής μοντερνιστής που μοιάζει σα να μη θέλει να έχει την παραμικρή σχέση με οποιαδήποτε παραδοσιακή φόρμα ή αξία, μάλλον ελίτ, μάλλον εμπνεόμενος από παράξενες μουσικές ταινίες και βιβλία που η σιωπηρή πλειοψηφία απλώς αγνοούμε, με λόγια που κάποιες φορές απηχούν έναν παράξενο μισανθρωπισμό. Κι όμως το τελικό αποτέλεσμα φαίνεται πως έχει πετύχει να συλλάβει κάτι από το βαθύτερο πνεύμα της ζοφερής αυτής και χωρίς αγάπη εποχής που ζούμε. Δεν ξέρω, μπορεί να γράφω και μπούρδες, δεν έχω ακούσει άλλωστε επισταμένα το σύνολο της δουλειάς του. Δεν είναι κι εύκολο, δεν σου δίνει και πολλά πατήματα για να ταυτιστείς σαν ακροατής με αυτό που ακούς. Το "Εμένα η κόρη μου" πάντως από τον εν λόγω δίσκο το ακούω δυο τρεις φορές τη μέρα. Που σημαίνει πως ακόμα και παρά τη θέληση του δημιουργού του,λειτουργούν ενίοτε κάποιοι υπόγειοι μηχανισμοί ταύτισης πίσω από το στρυφνό ύφος και το ανοίκειο περιεχόμενο. Αλλιώς δεν κάνεις τέχνη. Κάνεις μόνο φόρμα. Κι αυτό είναι ίσως το μόνο που ως μουσικός/στιχουργός ο The Boy έχει να φοβάται.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Το όνομα 'Σιμόν Σουλ' είναι από τον ''Ενοικο' του Πολάνσκι αν λεέι κάτι αυτό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή