Κυριακή 10 Μαρτίου 2013

jazz CD από ’δω κι από ’κει

Από τα γερμανικά jazz-trios που ξεχωρίζουν αυτή την εποχή, οι Hammer Klavier Trio επανήλθαν στη δισκογραφία (τέσσερα χρόνια μετά το Now I know who shot JFK”, που είχε τυπωθεί από την ελβετική Altrisuoni) με το Rocket In the Pocket [Jan Matthies, 2012] . Οι Boris Netsvetaev πιάνο, πλήκτρα, Philipp Steen ακουστικό, ηλεκτρικό μπάσο και Kai Bussenius ντραμς, κρουστά… βάζουν κάτω και πατάνε δώδεκα πρωτότυπες συνθέσεις (άπασες του Netsvetaev), που απλώνονται σε κάθε δημοφιλή jazz, και πέραν της jazz, φόρμα (από το κλασικό hard bop έως το electro-funk και το euro-lounge), κερδίζοντας και την ουσία και τις εντυπώσεις.
Εν αντιθέσει με πολλά, ή κάμποσα τέλος πάντων, jazz-trios του καιρού, που είτε… κλασικίζουν (με τα ίδια και απαράλλαχτα α λα Bill Evans τερτίπια τους), είτε… μεταμοντερνίζουν (μετά πλήθους ηλεκτρονικών και ετέρων μπλιμπλικιών), οι Hammer Klavier Trio κινούνται σε πιο γήινα, καθημερινά χωράφια, εξηλεκτρίζοντας (ελέω keyboards) με προφανή δεξιοτεχνία τα μουσικά τους μέτρα. Βεβαίως, κάποιοι θα μιλήσουν για τον Herbie Hancock, ενδεχομένως και για τους παλαιούς Soft Machine ή και για άλλα ελεκτροτζάζ ονόματα, που φαίνεται, εκ πρώτης, να στοιχειώνουν τα παιξίματα των Γερμανών (ή περίπου Γερμανών), όμως εκείνο που είναι φανερό σε κομμάτια όπως το “Suicide train” π.χ. είναι η διάθεση των νεαρών (ακόμη) παικτών να συνομιλήσουν ηλεκτρικώς, μ’ ένα κάπως… Canterbury τρόπο, δίχως να αποφεύγουν τα φάνκικα περάσματα, αλλά και τα ροκοειδή soli. Κορυφαία στιγμή του 58λεπτου “Rocket In the Pocket” είναι αναμφίβολα το “Tekla”, που ξεκινά με το μπάσο να… μελωδεί, συνεχίζει ως… Γιώργος Χατζηνάσιος («Αγκίστρι» και τα λοιπά), πριν καταλήξει σε μιαν ολίγον contemporary romance.
Γράφονται καινούρια τζαζ τραγούδια; Γράφονται. Απλώς δεν μπορεί να συναγωνιστούν σε ανταπόκριση και φυσικά σε αναγνωρισιμότητα τα στάνταρντ. Γι’ αυτό και πολλοί νέοι μουσικοί, όταν θέλουν ν’ ασχοληθούν με το τραγούδι καταλήγουν πολλάκις στην, ας την πούμε, εύκολη λύση (των στάνταρντ). Λίγοι συνθέτουν καινούρια άσματα. Πάντως ο πιανίστας Julian Shore δεν είναι απ’ αυτούς (που δεν συνθέτουν). Στρώνεται και μελοποιεί στίχους τής Alexa Barchini, η οποία και τους ερμηνεύει στο άλμπουμ Filaments[Tone Rogue, 2012] μαζί με την Shelly Tzarafi. Βεβαίως, για να είμαι ακριβείς, τα τραγούδια που ακούγονται εδώ είναι μόλις τρία, σε άλλα τέσσερα κομμάτια έχουμε βοκαλισμούς, ενώ υπάρχουν και τρία tracks στα οποία δεν ακούγεται κάποια φωνή. Τούτον όμως δεν εμποδίζει να γράψω για μία κατάθεση τραγουδιστικής jazz, από την οποία δεν απολείπουν τα δυνατά παιξίματα. Ο πιανίστας Shore μπορεί να έχει μία ακρογωνιαία παρουσία στην ηχογράφηση, εκείνοι όμως που εντυπωσιάζουν, ανεβάζοντας το “Filaments” ένα επίπεδο, είναι οι κιθαρίστες και βασικά ο Kurt Rosenwinkel, δίχως να παραλείπω τον Kurt Ozan σε ακουστικές κιθάρες και dobro στο τελευταίο και out of mind track Whisper (reprise)”. Ο Shore δεν είναι μόνον πιανίστας, όπως προείπα, αλλά και συνθέτης. Και πάνω σ’ αυτή τη βάση –αν και νεαρός, μόλις στα 24;– φαίνεται πως έχει ξεκάθαρα εντός του κάποια πράγματα. Ό,τι παρουσιάζει είναι λεπτολογημένο μεταφέροντας ένα λυρισμό, μία χαλαρή… τραγουδιστική αύρα (είτε μελοποιούνται στίχοι είτε όχι). Αυτά σ’ ένα γενικότερο πλάνο, μιας και οι μουσικοί (μια ντουζίνα στο σύνολο) παίρνουν επάνω τους την υπόθεση, φτιάχνοντας καταστάσεις. Το “Like a shadow” με τις εναλλαγές στα tempi, τα scat vocals, τα κιθαριστικά… μακροβούτια τού Jeff Miles, είναι ένα από τα θέματα που ξεχωρίζουν. Δεν είναι το μόνο… σ’ ένα άλμπουμ που σε «κρατάει» με την καλαισθησία και την απλότητά του.
Επαφή: www.julianshore.com
Ακούγοντας κάποιος κομμάτια όπως το εισαγωγικό “Circle and up” –από το πρόσφατο άλμπουμ τού Torben Waldorff που έχει τίτλο Wah-Wah [artistShare, 2012]– και μη γνωρίζοντας πως ο Δανός είναι κιθαρίστας νοιώθει πως θα μπορούσε να είναι ο… πιανίστας. Περί ψευδαίσθησης πρόκειται. Πιανίστας είναι ο Gary Versace (εκτός από πιάνο χειρίζεται rhodes και όργανο). Απλώς, ο Waldorff, που άλλαξε εκ θεμελίων κουαρτέτο, αντικαθιστώντας περαιτέρω τον σαξοφωνίστα (Danny McCaslin) με πιανίστα, αφήνει ελεύθερο πεδίο δράσης στον Versace, ο οποίος αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει τις μελωδικές… αγωνίες τού κιθαρίστα-συνθέτη βγαίνοντας μπροστά· όταν δεν είναι «πίσω» γκρουβάροντας υπογείως και στρώνοντας παιγνίδι για τα τάστα. Το αποτέλεσμα δικαιώνει απαξάπαντες. Κυρίως, γιατί ο Δανός ετοίμασε ένα άλμπουμ rock διάθεσης, αλλά jazz αισθητικής, χρησιμοποιώντας το rhythm section (Matt Clohesy μπάσο, Jon Wikan ντραμς) μ’ έναν περισσότερο ροκάδικο τρόπο και τα πλήκτρα ως… προωθητική πλατφόρμα των μελωδιών του. Ύπατο δείγμα αυτής της άποψης είναι π.χ. το “Fat#2”. Αλλά είναι μάλλον παρακινδυνευμένο να γράψεις, εδώ, για «δείγματα» και μάλιστα για «ύπατα», καθότι ούτε μία σύνθεση του ωριαίου και κάτι αυτού άλμπουμ δεν υπολείπεται σε ορμή και φαντασία των υπολοίπων. Groovy ασυζητητί, με παιξίματα καλοσχεδιασμένα και μελετημένα, με easy ενίοτε αλλά όχι «εύκολη» διάθεση, συχνά όμως και με βαρύτερα vibes, το “Wah-Wah” είναι ένα ακόμη ξεχωριστό CD στην πινακοθήκη του Torben Waldorff – ενός μουσικού που ξεκίνησε το προσωπικό ταξίδι του το 1999 και που, έως σήμερα, έχει να επιδείξει μόνον εξαίρετα άλμπουμ.
Επαφή: www.waldorff.com
Μπορεί το Voices [Unit, 2008] να είναι πέντε χρόνια παλαιό, εξακολουθεί όμως να είναι το τελευταίο προσωπικό άλμπουμ του ελβετού ντράμερ και percussion player Fredy Studer (δεν λέω πως δεν έχει ξαναηχογραφήσει από τότε). Γνωστός από την παρουσία του στους ΟΜ της JAPO (δεκαετία του ’70), ο Studer υπήρξε μέλος δεκάδων εφήμερων ή λιγότερο εφήμερων σχηματισμών όλα τα μετέπειτα χρόνια, ηχογραφώντας για την ECM στα eighties (ανάμεσα και το εξαιρετικό άλμπουμ “Red Twist & Tuned Arrow” με τους Stephan Wittwer και Christy Doran το 1987), συνεργαζόμενος με τους πάντες (ακόμη και με τον Νίκο Τουλιάτο στη σκηνή και σε δύο τουλάχιστον CD, το “Rhythmotropies” το 2001 και το “Encouders/Επαφές” το 2008). Στο “Voices” συναντάμε τον Studer σ’ ένα μάλλον ιδιόμορφο (αλλά όχι για τα δικά του μέτρα) project. Κρουστά από τη μια μεριά (κλασικό ντραμ-σετ, ποικίλα frame, κύμβαλα, γκονγκ, μέταλλα) και από την άλλη τρεις φωνές –εξ ου και “Voices”–, η Αμερικανίδα Lauren Newton, η γεννημένη στην Κωνσταντινούπολη, αλλά με κεντρο-ασιατική καταγωγή Saadet Türköz και η Ιαπωνίδα Ami Yoshida. Το αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας είναι χαρακτηριστικό ενός improv κλίματος στηριγμένο βασικά στους μετασχηματισμούς της φωνής (έναρθρους ή άναρθρους) και στον τρόπο μέσω του οποίου μπορεί να συνυπάρξουν (οι φωνές) με τους ήχους των κρουστών. Η αναπαράσταση μιας αρχέγονης επικοινωνίας –με όλα τα… τρομακτικά της στάδια εν παρατάξει– βρίσκεται στο επίκεντρο του “Voices”, ενός άλμπουμ που σου δίνει της αίσθηση μιας, πώς να το πούμε, ιεροτελεστίας.
Επαφή: www.unitrecords.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου