Σε περιόδους κοινωνικής αποδιάρθρωσης, ου μην αλλά και αποσάθρωσης,
το ζήτημα «ναρκωτικά» μπαίνει πάντα σε νέες βάσεις. Υπολογίζοντας τα δεδομένα
της κρίσης το πρόβλημα αποκτά νέες «φθηνότερες» διαστάσεις, οδηγώντας ένα
τμήμα της κοινωνίας (νέους ή λιγότερο νέους) στις ίδιες διαλυτικές και αυτοκαταστροφικές
καταστάσεις.
Η Τέχνη και κυρίως το τραγούδι έχει ασχοληθεί παλαιόθεν με το
ζήτημα επιδιώκοντας την απομυθοποίησή του, προβάλλοντάς το στις ρεαλιστικές διαστάσεις του. Από την
εποχή των κλασικών blues, στη δεκαετία του ’20, τα ναρκωτικά υπήρξαν «θέμα» για τη
λαϊκή τραγουδοποιία, η οποία, σε πάμπολλες περιπτώσεις, κατόρθωσε να αποδώσει
με θάρρος και τόλμη όλες τις διαστάσεις του προβλήματος, απαλείφοντας τις
ψευτορομαντικές πλευρές, περιγράφοντας με λιτή και αποδραματοποιημένη γλώσσα
την «τρέλα», το παραλήρημα, την τεταμένη και ανυπόφορη κατάσταση του ατόμου.
Βεβαίως,
μετά τους
bluesmen και τις
blueswomen,
τους
jazzmen και τις
jazzwomen,
που είδαν πρώτοι τα… χαΐρια της πρέζας καταγράφοντας τις παραληρηματικές
καταστάσεις που βίωσαν οι ίδιοι ή οι φίλοι τους στα ανάλογα τραγούδια (τα παθήματα και οι ζωές τους, δυστυχώς, δεν έγιναν… αντιμάθημα), είχαμε τους
rockers του ’60 και του
’70 (και του ’80 και του ’90…), που έπεσαν ουκ ολίγες φορές στην ίδια λούμπα με
εκείνη των «προγόνων» τους, και βεβαίως, ανάμεσά τους, και τους έλληνες ανάλογους ροκάδες, που
κόλλησαν κι αυτοί τον…
rock τρόπο ζωής, πατώντας σαν αγράμματοι στην ίδια πριονισμένη
σανίδα· καθότι –και ως γνωστόν…– υπεύθυνη για όλα είναι μόνον... «η κακούργα η
κοινωνία».
Το πιο διάσημο blues που αναφέρεται στα ναρκωτικά είναι
φυσικά το “Cocaine blues”.
Το τραγούδι έγινε ευρέως γνωστό στη δεκαετία του ’60 από τον Reverend Blind Gary Davis (1896-1972) και μπορεί
κανείς να το ακούσει, ως “Coco blues” (ορχηστρικό),
από τον ίδιον τον Davis στο παλαιό LP της βρετανικής 77 Records “Pure Religion and Bad Company” [LA 12/14], που
κυκλοφόρησε στα early sixties (φυσικά ακούγεται και σε διάφορα CD, όπως ας πούμε στο φερώνυμο της Smithsonian Folkways από το 1991). Η
ηχογράφηση έγινε τον Ιούνιο του 1957 στην Νέα Υόρκη. Στις εκδοχές με λόγια, που υπάρχουν σε LPs της Biograph (1971) και της Kicking Mule (1974), o Gary Davis τραγουδούσε στίχους σαν
κι αυτούς:
“Woke up this mornin' rollin' all over my bed / this cocaine's about to kill me dead / Cocaine's all around my brain. (...) Won't you run here wont' you run here in a hurry / this cocaine's done made me dirty / cocaine done got all around my
brain”.
Οι εκδοχές του Davis (μιας και το τραγούδι αναφέρεται ως traditional) υπήρξαν διάσημες πολύ πριν ο
ίδιος το ηχογραφήσει. Είναι πολύ πιθανόν απ’ αυτόν να το άκουσε ο Bob Dylan, συμπεριλαμβάνοντάς το
στις παραστάσεις του ήδη από το 1961. Μάλιστα υπάρχουν τρεις τουλάχιστον
δισκογραφημένες εκτελέσεις του Dylan,
με πιο παλαιά αυτήν από τον Δεκέμβριο του ’61 (ακούγεται στο ανεπίσημο “The Minnesota Tapes”).
Το “Cocaine” θ’ αποτελέσει folk-blues στάνταρντ
καθ’ όλη τη διάρκεια των sixties και θα αποδοθεί από τα πιο διάσημα ονόματα της εποχής.
Ο Dave Van Ronk θα
τραγουδήσει το “Cocaine blues”
στο “Folksinger” [Prestige International INT-13056, 1962] και την ίδια
σχεδόν διασκευή (με τα λόγια πάντα του Blind Gary Davis) θα ξαναθυμηθεί ο Dylan το 1997 στο “Love Sick” double-EP. Ο δε Van Ronk θα
πει το “Cocaine” 3-4
φορές ακόμη, με πιο σημαντική αυτήν από το ψυχεδελικό του άλμπουμ “Dave Van Ronk and The Hudson Dusters” [Verve/Forecast FTS-3041, 1968]. Ως συνθέτη, ο
νεοϋορκέζος τροβαδούρος, στην αρχή, αναφέρει κάποιον “Jordan”, αλλά για το ποιος ήταν αυτός ο Jordan θα τα
πούμε στη συνέχεια.
Το “Cocaine”
απέδωσαν ακόμη ο Tom Rush στο “Blues,
Songs, Ballads” [Prestige 7374, 1965] –το ’μαθε από
κάποιον Bob Jones,
όπως γράφει στο οπισθόφυλλο–, ο Dick Fariña με τον Eric Von Schmidt και τον Blind Boy Grunt (που δεν ήταν άλλος από
τον Bob Dylan)
στο “Dick Fariña & Eric Von Schmidt”
[Folklore F-LEUT/7, 1963], ο Davy Graham στο
“Folk Blues & Beyond” [Decca LK 4649, 1965] –η κλασική
εκδοχή του Davis, την
οποίαν όμως ο Graham έμαθε από τον Ramblin’ Jack Elliott–,
ο Elliott φυσικά, ο
οποίος δισκογράφησε το κομμάτι αρκετές φορές, με πρώτη αυτήν από το 1958, στο
10ιντσο της Topic “Jack Takes the Floor”, ο Αυστραλός Trevor Lucas (αργότερα στους Fairport Convention) στο “See That my Grave Is Kept Clean” [East EAS006, 1964], ο Nick Drake σε κάποιο bootleg
(“Tanworth - in - Arden”) από το 1967-68 και δεκάδες ακόμη
μουσικοί από τα sixties έως σήμερα· ανάμεσά τους δε και η Μαριάννα Τόλη. (Κανονικά
θα έπρεπε να κοτσάρω δύο θαυμαστικά –τα τρία και πάνω είναι «λάθος»–, αλλά δεν
το κάνω επειδή το έχω ξαναγράψει).
Περί το 1967 η (εξαιρετική) τραγουδίστρια με τη γνωστή
μουσικο-θεατρική καριέρα, ως
Marianna,
παρουσιάζει ένα 4αράκι στη Zodiac [ZE 8501] με τα τραγούδια “He was a friend of
mine
” (διασκ.
Bob Dylan), “Four
strong winds” (του
Ian
Tyson), “Cocaine blues” (διασκ
. Dave Van Ronk) και
“You were on my mind” (της
Sylvia Tyson). Πώς έφθασε στ’ αυτιά
της η διασκευή του
Dave Van Ronk
δεν ξέρω. Το πιο πιθανόν είναι να είχε πέσει στα χέρια της το
LP “
Folksinger” του
Van Ronk, που είχε κυκλοφορήσει
το 1962. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, έχουμε να κάνουμε με μιαν απροσδόκητη (για
τα ελληνικά δεδομένα) επιλογή, που μας ευθυγράμμιζε πάραυτα με το αμερικανικό
folk δεδομένο.
Ας μείνουμε σ’ αυτό δηλαδή.
Αρκετές από τις εκτελέσεις/ διασκευές του “Cocaine blues” καταγράφονται ως traditional, άλλες εμφανίζουν το όνομα του Rev. Gary Davis και άλλες το επώνυμο Jordan.
Ο Luke Jordan λοιπόν
ήταν ο πρώτος που ηχογράφησε τραγούδι με τίτλο “Cocaine blues”, στην Charlotte της
North Carolina, την 16/8/1927. Το
δικό του “Cocaine”, που
είναι εντελώς διαφορετικό στην στιχοπλοκή και την μουσική από τις εκδοχές του Blind Gary Davis, μπορεί κανείς να το
ακούσει στο CD της Indigo “East Coast Blues” [Indigo IGOCD 2044, 1996] και ακόμη
στο CD της Document “The Songster Tradition” [Document DOCD 5045], στο οποίο
περιλαμβάνονται όλες οι ηχογραφήσεις του αγνώστου αυτού μουσικού, που καταγόταν
από το Lynchburg της Virginia. Στο βιβλίο του Tony Russell Blacks Whites and Blues [Studio Vista,
London 1970] διαβάζω:
«Στον βορρά, στην Βιρτζίνια, ο William Moore από την Rappahannock έπαιζε rags, ενώ ο Luke Jordan, ο
οποίος δούλευε γύρω από την Lynchburg, τραγουδούσε το “Traveling coon” και το “Look up, look down”. Το δικό
του “Cocaine blues”, με το ευχερές κιθαριστικό μέρος, συσσωμάτωνε στοιχεία από
ένα παλαιότερο τραγούδι, το “Furniture man”. Τον Jordan, τον θυμόντουσαν
διάφοροι να παίζει, εκείνη την εποχή, σε μαύρα και λευκά ακροατήρια».
Φαίνεται
δε πως ήταν τόσο δημοφιλής, ώστε ένας λευκός κιθαρίστας, ο Dick Justice, τραγούδησε το “Cocaine blues” μόλις δύο χρόνια
αργότερα, το 1929.
Ας σημειώσω, κλείνοντας, πως αυτό το κλασικό παραδοσιακό
τραγούδι δεν έχει καμμία σχέση με το πιο γνωστό “Cocaine” του rock, που δεν είναι άλλο από εκείνο του JJ Cale, ούτε βεβαίως με το “Cocaine blues” της country, που τραγούδησε και ο Johnny Cash.
Περίπου την ίδιαν εποχή που ηχογράφησε ο Jordan το “Cocaine blues”, για την ακρίβεια την
28/10/1927 η Victoria Spivey
(1906-1976), με την συνοδεία του Lonnie Johnson στην κιθάρα, ερμήνευε το “Dope head blues”. Οι στίχοι είχαν ως
εξής:
«Δωσ’ μου μια μυτιά
απ’ αυτή την πρέζα/ θα πιάσω την αγελάδα όπως ο καουμπόι, και θα ρίξω τον ταύρο
χωρίς το λάσο./ Έχω περισσότερα λεφτά απ’ όσα ο Henry Ford και ο John D. (σ.σ. Rockefeller)./ Δάμασα ένα σκύλο την προηγούμενη Δευτέρα, σαράντα άλλοι
τρελαθήκανε./(…) Άρπαξα βαριά πνευμονία, κι ακόμη νομίζω πως έχω την καλύτερη
υγεία./(…) Ο Πρόεδρος έστειλε να με καλέσουν, ο Πρίγκιπας της Ουαλίας με
ακολουθεί./ Με στενοχώρησαν τόσο πολύ/ Θα πάρω άλλη μια μυτιά και θα τους χώσω
και τους δυο στη φυλακή».
Το τραγούδι που είναι πράγματι μοναδικό είναι, ίσως, το
πρώτο επώνυμο κομμάτι που γράφτηκε ποτέ με θέμα τα ναρκωτικά στην Αμερική και
περιέχεται σε διάφορες συλλογές με παλαιό υλικό της μεγάλης αυτής blueswoman (άκου π.χ. το “Complete Recorded Works Vol.1 1926-1927” της Document]. Επειδή σκοπός του κειμένου
είναι, απλώς, να καταδειχθούν κάποιες «κρυφές» στιγμές του blues ρεπερτορίου
και όχι οι φιλολογικές αναλύσεις –εξάλλου οι με έντονο τρόπο παραληρηματικοί
στίχοι δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για διαφορετικές ερμηνείες– ας προσθέσω πως
το “Dope head blues”
μάλλον αγνοήθηκε από την μεταγενέστερη δισκογραφία, την εποχή του blues revival στα χρόνια του ’60.
Ένα άλλο κλασικό τραγούδι, που αναφέρεται ως τραγέλαφος στο
πρόβλημα της κοκαΐνης είναι και το “Take a whiff on me” του Lead Belly
(1888-1949), το οποίον πρωτοηχογράφησε ο άρχων αυτός του αμερικανικού λαϊκού
τραγουδιού μέσα στο σωφρονιστήριο της Louisiana, την Angola, τον Ιούλιο του 1933, με την
βοήθεια των Lomaxes. Οι
στίχοι έλεγαν:
«Κερνάω μια μυτιά/
Καθέναν από ’σας τον κερνάω μια μυτιά./(…) Περπάτησα πάνω από το Ellum (σ.σ. γειτονιά του Dallas), μέχρι κάτω τον Main (σ.σ.
κεντρικός δρόμος του Dallas)/ προσπαθώντας να κάνω τράκα κανα κέρμα, για
ν’ αγοράσω κοκαΐνη./(…) Η κοκαΐνη είναι για τ’ άλογα, μου είπε ο γιατρός, δεν
είναι για τους ανθρώπους./ “Θα σε σκοτώσει” μου ’πε, αλλά δεν μου ’πε πότε».
Το “
Take a whiff on me” απετέλεσε
ένα διαρκές στάνταρντ του
Lead Belly
(από το 1933 έως το 1942 θα το ηχογραφήσει πέντε τουλάχιστον φορές, μόνον για
τους
Lomaxes), ενώ την
ίδιαν εποχή θα το ερμηνεύσουν ακόμη ο
Blind Jesse Harris (1937) και ο
Will Starks (1942). Στο βιβλίο του
Alan Lomax The Land Where the Blues Began [
Minerva,
London 1994] ο
Starks αφηγείται
σε σχέση με το θέμα:
«Το επόμενο που μας
απασχολεί είναι τι τραγούδια έλεγαν οι κοκαϊνοπότες. Δες, συνήθως έμπαιναν στο
λούκι, ελκόμενοι από την ιδέα πως θα μπορούσε έτσι να γίνουν ένα είδος
αγροτικού ήρωα. Όταν είχαν τα σαλούν στην Lambert κι
εκείνες τις μικρές αγροικίες, πουλούσαν κοκαΐνη και ό,τι άλλο εσύ έψαχνες να
βρεις. Ρώτησα κάποτε έναν συνάδελφο: “Eph, ποιος χρησιμοποιεί την
κόκα σ’ αυτή τη δουλειά;”. Μου είπε: “Όλοι οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτή την
αυλή, και σε δικαιολογούν που απορείς – όλοι όσοι θα έρθουν εδώ αργότερα”.
Είπα: “Πώς επιδρά αυτό το πράγμα; Σαν το ουίσκυ ας πούμε;”. “Φίλε μου σε κάνει
να αισθάνεσαι καλύτερα. Άμα μπορείς να μεθύσεις μ’ αυτό, το ουίσκυ δεν θα σου
κάνει ούτε για να το μυρίσεις”. Μάλιστα κύριε. Εύρισκες παντού κάποτε σ’ αυτό
το μέρος. Άκουσα δε πως πολλοί το μάθαιναν από τους αλογάρηδες. Συνήθιζαν αυτοί
να δίνουν κόκα στα άλογα, στη συνέχεια δοκίμαζαν και οι ίδιοι, ενώ μετά έδιναν
ακόμη και στις γυναίκες. Πήγαινε, έτσι, σχοινί-λουρί. Οι ίδιοι έλεγαν πως άμα
αρχίσεις δεν κόβεται με τίποτα. Τρελαινόσουν, άμα δεν μπορούσες να βρεις.
Πολλοί εξάλλου κατέληξαν στο τρελάδικο στην Jackson. Άλλοι
αυτοκτόνησαν. Άλλοι έπεφταν στους δρόμους. Αυτό το πράμα σου έτρωγε το μυαλό ή
κάτι τέτοιο τέλος πάντων».
Το “Take a whiff on me” τραγουδήθηκε
ακόμη από τους Byrds (υπάρχει
στο “Untitled” του
1970), τους Greenbriar Boys
(υπάρχει στο “Ragged but Right”
της Vanguard από το
1964), τους White Stripes το 2003-04 και από διαφόρους άλλους μέσα στα χρόνια.
Το “Knockin’
myself
out” της Lil Green (1919-1954) είναι ίσως
το πιο χαρακτηριστικό χασικλίδικο blues, που ηχογραφήθηκε ποτέ. Αυτό συνέβη την 21/1/1941 στο Chicago, σ’ ένα session στο οποίο συμμετείχαν
ακόμη οι Simeon Henry πιάνο, Big Bill Broonzy
κιθάρα κ.ά. Οι στίχοι του τραγουδιού πήγαιναν κάπως έτσι:
«Ακούστε κορίτσια κι
αγόρια/ πήρα ένα τσιγαριλίκι, δώστε μου φωτιά/ κι αφήστε με να τραβήξω γρήγορα
μια ρουφηξιά/ θα γίνω τύφλα στη μαστούρα σιγά-σιγά.(…) Δεν συνήθιζα να καπνίζω,
ούτε να πίνω τίποτα απ’ αυτά/ αλλά με άφησε ο άνθρωπός μου κι αυτό έχει αλλάξει
τελείως το μυαλό μου».
Η Lil Green
υπήρξε μία σημαίνουσα μορφή των blues στα τέλη της δεκαετίας του ’30. Παρότι πέθανε πολύ νέα
(μόλις στα 35 της) πρόλαβε να κάνει αξιόλογη καριέρα ηχογραφώντας για την Bluebird, την RCA, την Aladdin και προς
το τέλος της καριέρας της για την Atlantic. Προστατευόμενη, κατά μίαν έννοια, του Big Bill Broonzy σκοράρισε
με το “Why don’t you do right?”, ένα τραγούδι που
έκανε επίσης επιτυχία, χρόνια αργότερα, η Peggy Lee. Όπως θυμάται στην αυτοβιογραφία του ο B.B. Broonzy
[πρώτη έκδοση Cassell, London 1955]:
«Η Green ήταν μια βαθιά
θρησκευόμενη γυναίκα, η οποία δεν είχε ποτέ καπνίσει, ούτε πιεί. Ήταν μια
αληθινή φίλη, με πολύ ζεστή καρδιά».
Το ότι βεβαίως η Lil Green τραγούδησε
ένα κλασικό χασικλίδικο blues δεν σημαίνει πως και η ίδια κάπνιζε. Το ίδιο εξάλλου συνέβαινε
και με κάποια χασικλίδικα ρεμπέτικα. Γράφονταν δηλαδή από συνθέτες, που δεν
ήταν κατ’ ανάγκην χρήστες.
Το “Knockin’
myself
out” (το
μετέφρασα ήδη, κάπως ελεύθερα, ως «γίνομαι τύφλα στη μαστούρα»), τραγουδήθηκε
φυσικά και τα επόμενα χρόνια από λευκούς δημιουργούς. Ανθρώπους δηλαδή που τους
οφείλουμε αν μη τι άλλο τη διάσωση αυτών των τραγουδιών και την επανατοποθέτησή
τους στις πιο σύγχρονες εκφραστικές ανάγκες. Το εν λόγω κομμάτι απέδωσε ας
πούμε ο Michael Bloomfield το 1963-64, ζωντανά, στο Big John’s στο Chicago και μπορεί κανείς να το ακούσει στο “American Hero” [Thunderbolt THBL 1009] που κυκλοφόρησε
για πρώτη φορά το 1984.
Επίσης, μία ωραία ακουστική διασκευή παρουσίασε στη
Βρετανία ο κιθαρίστας-αρμονικίστας Dave Peabody στο άλμπουμ “Payday” [Waterfront 001, 1979]. Σ’ αυτό ειδικώς
το track τον συνόδευε στην κιθάρα ο Steve Philips.
Διάσημο τραγούδι στην εποχή του υπήρξε και το “Cocaine habit blues” της Hattie Hart και
των Memphis Jug Band
(είναι ίδιο από μουσικής πλευράς με το “Cocaine blues”, αλλά έχει άλλους στίχους). Να
σημειώσω πως γύρω στο 1930 η Hart
ήταν μέλος των Memphis Jug Band
(είχε αντικαταστήσει κατά μίαν έννοια την Memphis Minnie) και πως το συγκεκριμένο κομμάτι
ηχογραφήθηκε την 17/5/1930. Στίχοι σκληροί, που δεν μασάνε:
«Η εξάρτηση που έχω
από την κόκα είναι μία πολύ άσχημη κατάσταση/ Είναι η χειρότερη συνήθεια απ’
όσες είχα ποτέ/ Έι γλύκα σε κερνάω μια μυτιά. Πήγα στου Mr.Beaman, είδα ένα σημάδι στο παράθυρο που
έγραφε ‘όχι άλλη πρέζα’./(…) Μ’ αρέσει το ουίσκυ, γουστάρω το τζιν/ αλλά ο
τρόπος που αγαπάω την κοκαΐνη είναι πληγή».
Το τραγούδι ανακαλύφθηκε φυσικά στη δεκαετία του ’60 και
γνώρισε και αυτό κάποιες άξιες «δεύτερες» εκτελέσεις. Η καλύτερη απ’ όσες έχω
ακούσει είναι εκείνη των Βρετανών Panama Limited Jug Band, από τον πρώτο φερώνυμο
δίσκο τους [Harvest SHVL
753, 1968]. Αλλά και στην Αμερική το “Cocaine habit” θα εκτιμηθεί δεόντως, και μάλιστα
από μία τρανή περίπτωση του ακουστικού blues από τα seventies και πέρα, τον Roy Book Binder.
Ο Binder έχει επισκεφθεί μάλιστα και την Ελλάδα (1992), έχοντας δώσει
δυναμικές συναυλίες και όχι μόνο στην Αθήνα. Ο Roy Book Binder ζούσε
για καιρό (δεν ξέρω σήμερα) σ’ ένα τροχόσπιτο, χωρίς μόνιμη βάση, παίζοντας
όπου βρισκόταν και συνήθως για τα προς το ζην, απαιτώντας από το κοινό του
μοναχά την προσήλωση και την ησυχία. Όπως μου είχε διηγηθεί δε, παλαιότερα, ένας
φίλος, σε μια παράστασή του στο Βόλο, είχε απαιτήσει να εκδιωχθεί κάποιος
πελάτης από το μαγαζί, επειδή έκανε φασαρία, παίρνοντας, φυσικά, πίσω τα λεφτά
του. Τέλος πάντων…
Ο Roy Book Binder
κυκλοφόρησε το πρώτο προσωπικό LP του το 1971 (ήταν το “Travelin’ Man”
στην Adelphi), ενώ το “Cocaine habit” μπορεί να το ακούσει
κανείς στον τέταρτο δίσκο του που έχει τίτλο “Goin’ Back to Tampa” και ο οποίος κυκλοφόρησε το 1979 από την Flying Fish.
Φυσικά, τα blues,
περί το blues ή και περί την jazz τραγούδια που πραγματεύονται το θέμα «ναρκωτικά» είναι πολύ
περισσότερα απ’ αυτά που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Ανάμεσά τους θα ξεχώριζα το “Junkers blues” του Champion Jack Dupree, το “Jack, I’m mellow”
της Trixie Smith,
το “Reefer hound blues”
του Curtis Jones,
το “When I get low,
I get high” της Ella Fitzgerald, το “Save the roach for me” του Buck Washington, το “Cocaine done killed my baby” του Mance Lipscomb, το “The stuff is here” της Georgia White και
άλλα διάφορα. Εις το επανιδείν λοιπόν...
(Mία πρώτη μορφή
αυτού του κειμένου δημοσιεύτηκε στο Jazz & Τζαζ #95, 2/2001. Oι φωτογραφίες των labels των δίσκων
78 στροφών είναι από διάφορα sites του διαδικτύου)