Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ για τη… χαμένη τιμή των ποιητών

Χρόνια πριν την προχθεσινή ανοιχτή επιστολή του στον Πρωθυπουργό Σαμαρά, ο Νάνος Βαλαωρίτης έσκαβε πιο βαθειά, δια της τέχνης του, στην προσπάθειά του να εντοπίσει τα διαχρονικά προβλήματα όπως και τις παθογένειες του ελληνικού χώρου. Τώρα, μέσω μιας εντελώς περιοριστικής λογικής (και το λέω τούτο με όλο το σεβασμό προς τον γηραιό ποιητή), το βασικό μας ζήτημα φαίνεται πως εξαντλείται στη δράση της Χρυσής Αυγής ως απειλή για τις Φιλιππινέζες στην Ελλάδα(!), και στο ότι ο… Οδυσσέας Ελύτης δεν θα μπορούσε να κυκλοφορήσει νύχτα στη σημερινή Αθήνα, επειδή θα έπεφτε στα χέρια «φανατικών μαυροφορεμένων ομάδων νεοναζιστών»! Και να επί το έργον τα «προοδευτικά» παπαγαλάκια…
Η δική μου γνώμη είναι πως η χρυσαυγίτικη μαφιόζικη συμπεριφορά δεν είναι το πρόβλημα (τουλάχιστον με τον τρόπο που παρουσιάζεται), αλλά μία «πρώτης τάξεως» μέθοδος ώστε να ξαναβρεί το κράτος τον βηματισμό του σε μια περίοδο βαθειάς αμφισβήτησης του ρόλου του. Όπως γράφει και ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του (Ενότητα 18): «Ο φόβος εντείνει την προσοχή για την ασφάλεια του Κράτους. Αυτοί λοιπόν που αγρυπνούν για τη σωτηρία του, οφείλουν από καιρού εις καιρόν να υποκρίνονται πως υφίστανται ή πλησιάζουν κίνδυνοι, που είναι ακόμα μακρινοί, έτσι ώστε οι θορυβημένοι πολίτες να βρίσκονται συνεχώς σε συναγερμό, όπως οι νυχτοφύλακες». Στην πραγματικότητα οι «κίνδυνοι» δεν είναι τίποτα άλλο από τη δύναμη κρούσης του συστήματος. Κάπως αλλιώς τα λένε οι του ΚΚΕ (κάτι περί «μακριών χεριών» και τα λοιπά), αλλά επί της ουσίας περί αυτού πρόκειται. Τέλος πάντων… δεν είναι της ώρας. Να πω μόνον πως από τον Βαλαωρίτη της «επιστολής», εγώ, προσωπικώς, προτιμώ τον Βαλαωρίτη του παρακάτω ποιήματος…
Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει
(…)
3
Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει
Όλο τη στίβουν σαν λεμόνι
Μα δεν βγαίνει άλλο γαλόνι
Στον τενεκέ των σκουπιδιών
Το ΕΛΙΞΗΡΙΟ των Θεών
Μ’ αυτό που αλείβαν άλλοτες
Τους μυημένους των θνητών…
Μόνο βούρλα μεσ’ τους βάλτους
που φυτρώνουν όπου έπεσε
Της φαντασίας ο σπόρος
Κι ένα χέρι ναυτικό
Ενός παλιού αναθήματος…
Μεσ’ τ’ ανοίγματα γλιστρώντας
Ένα φίδι γραμμωτό
Σαν τη μεγάλη μοναξιά
Μεσ’ το μυαλό και την καρδιά
Το κυπαρίσσι-φάντασμα
Όπως μια πολύ θλιμμένη
Που όταν γεννιέται μια φορά
Δεν μπορεί πια να πεθάνει
Ώσπου ναρθεί η Συντέλεια.
Κάτω απ’ τη δάφνη την πικρή
Στο λύκο ανάμεσα και το σκυλί…
Είναι η Ελλάδα σήμερα
Ένα φέρετρο από φως
Που σκοτώνει κάθε ελπίδα
Είναι το μάταιο όνειρο
Του κληρονόμου που έρχεται
Να παραλάβει τα χαρτιά
Μιας μικρής ιδιοκτησίας
Που κανείς δεν ξέρει αν είναι
Και που είναι αν είναι ακόμα!

5
(…)
Άθελά της την καρφώνουν
Σε σανίδα σωτηρίας
Οι δυνατοί του κόσμου
Οι ληστές και τα μπουλούκια
Γραμματείς και Φαρισαίοι
Που την έχουνε δεμένη
Με σχοινιά και με παλούκια
Για να μην ξημερωθεί
Στον ίδιο τόπο τον στενό
Που τη θέλουν πλαγιασμένη
Όπως μια περισπωμένη
Από λόφους και βουνά
Που έχουν σχήμα ανθρώπινο…
Αιώνια καταδικασμένη
Εν τάφω εν ζωή να μένει.

6
Κι εν τούτοις η Ελλάδα
                    ποτέ δεν πεθαίνει
Μα στον ύπνο βυθισμένη
Στριφογυρίζει ανήσυχη
Βλέποντας όνειρα κακά
Πως θα τη  φάει ο δράκοντας
Ανατολής και Δύσης
Καθώς πάει παρακαλώντας
Να της μιλήσει ο αμίλητος
Να τη χωρέσει ο αχώρητος
Να κινηθούν τ’ ακίνητα
Να ειπωθούν τ’ ανείπωτα
Πριν να τα πάρει ο όρθρος
Της νύχτας πνεύματα κακά
Φτερουγίζοντας σαν τα πουλιά
Προς τα πίσω ή προς τα μπρος
Προς τα μέσα ή προς τα έξω
Προς τα πάνω ή προς τα κάτω…
Κι ό,τι πάει να γίνει
Σβύνοντας σαν το κερί
Την τελευταία στιγμή
Μόλις φυσήξει η σάλπιγγα
Ενώ ξαναγκρεμίζονται
Τα τείχη της σαν ιδεώδη
Και καίγονται τα δέντρα της
Σαν έρχεται το καλοκαίρι
Και τα παιδιά της φλέγονται
Να πάνε σ’ άλλα μέρη
Μήπως συμβεί τ’ ανεπανόρθωτο
Κι αλλάξει η επωδός
Και μαθευτεί μια μέρα
Πως η Ελλάδα ΠΕΘΑΝΕ.

7
Κι ας μη ζούσε από καιρό
Παρά σε κάποιου τ’ όνειρο
Που του πέρασε απ’ το νου
Σαν αγέρας πρωινός
Σαν καπνός του ΔΕΙΛΙΝΟΥ.

Απόσπασμα από το ποίημα Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, γραμμένο για το περιοδικό Κριτήριο (#1, 12/1965). Αναδημοσίευση, ως ανάτυπο, στο περιοδικό Κούρος (Νάνου Βαλαωρίτη Αντιποιήματα/ Τρεις Μαρτυρίες, Αθήνα, 1972).

Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ μια «τύχη» κι ένα ποίημα

Τη σχολική χρονιά 1972-73 πήγαινα στη Δευτέρα Δημοτικού. Εκείνη τη χρονιά συμπλήρωνα, όπως και διάφοροι άλλοι συμμαθητές, το άλμπουμ της σοκολατοβιομηχανίας ΜΕΛΟ Σταθμοί στην Ιστορία. Για όσους δεν γνωρίζουν να πω πως στις γκοφρέτες ΜΕΛΟ της εποχής υπήρχε εσώκλειστη μία «τύχη» (έτσι την αποκαλούσαμε, επειδή δεν ήξερες τι θα σου τύχει), ένα «χαρτάκι» τέλος πάντων, το οποίο κόλλαγες στο σχετικό άλμπουμ, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, στο συγκεκριμένο νούμερο. Κάποιος που θα κατόρθωνε να μαζέψει και τα 120 νούμερα-χαρτάκια με τους «ιστορικούς σταθμούς» (από την… ανακάλυψη της φωτιάς, μέχρι την διαστημική εποχή!), θα μπορούσε να στείλει το άλμπουμ (συμπληρωμένο) στα γραφεία της ΜΕΛΟ, παίρνοντας δώρο μία δερμάτινη μπάλα (το να είχες και να έπαιζες με δερμάτινη μπάλα ήταν σχεδόν αδιανόητο για τα πιτσιρίκια των λαϊκών γειτονιών του ’72), ή μία κούκλα (αν ήσουν κορίτσι), ή ένα μεγάλο πακέτο σοκολάτες (για τους γλυκατζήδες και των δύο φύλων). Εγώ, κατά έναν περίεργο τρόπο, και παρότι είχα συμπληρώσει εκείνο το άλμπουμ, δεν το επέστρεψα ποτέ στη ΜΕΛΟ (και τώρα που... μεγάλωσα προσπαθώ να καταλάβω το «γιατί»). Είχα κοπιάσει για να το ολοκληρώσω, για να βρω δηλαδή και τα 120 πολύχρωμα «χαρτάκια» μέσα στις γκοφρέτες, και ίσως γι’ αυτό προτίμησα να το κρατήσω, καταχωνιάζοντάς το κάπου στο πατρικό μου. Η πιο ωραία κίνηση; Αναμφιβόλως!
Πριν κανα-δυο χρόνια σ’ ένα παζάρι δίσκων κουβεντιάζοντας μ’ έναν μαγαζάτορα που ασχολείται (και) με τα πράγματα της παιδικής μας ηλικίας (τώρα ως έμπορος πλέον – πάντα υπάρχουν κάποιοι που μπορούν να χρυσοπληρώσουν τις αναμνήσεις τους...) έφερε η κουβέντα, ανάμεσα σε άλλα, κι εκείνα τα άλμπουμ της ΜΕΛΟ (που δεν ήταν ένα, ήταν περισσότερα, αλλά το Σταθμοί στην Ιστορία ήταν το πιο ωραίο). Όταν του είπα ότι «το έχω» και μάλιστα «συμπληρωμένο με τα δικά μου χέρια», ταράχτηκε. Αμέσως με ρώτησε αν το πουλάω. Φυσικά, του είπα «όχι». Μπορεί να πουλήσω τον όποιον δίσκο, αν βρεθώ σε ανάγκη, αλλά οι Σταθμοί στην Ιστορία είναι για 'μένα κάτι σαν το… rosebud του Kane – δεν έχουν τιμή. (Όπως γράφει και η Wikipediais the emblem of the security, hope and innocence of childhood, which a man can spend his life seeking to regain). Τέλος πάντων... Το καρτελάκι, η «τύχη» της Μάχης της Κρήτης που βλέπετε από κάτω είναι από εκείνο το άλμπουμ…
Γιατί θυμήθηκα τους Σταθμούς της Ιστορίας; Όχι πάντως για λόγους… νοσταλγίας. Όπως έχω ξαναγράψει δεν μου αρέσει να νοσταλγώ, μου αρέσει να θυμάμαι. Το θυμήθηκα λοιπόν, γιατί διάβασα προσφάτως ένα ποίημα σχετικό με τη Μάχη της Κρήτης (20/5/1941-1/6/1941 – αυτές τις ημέρες πριν 72 χρόνια), που μου άρεσε πολύ και θα ήθελα να το αναπαράγω. Είναι ένα ποίημα του Κυπρίου Κυριάκου Χαραλαμπίδη και μάλλον υπάρχει στο βιβλίο του Στη Γλώσσα της Υφαντικής [Μεταίχμιο, Αθήνα 2013], αλλά εγώ το αντιγράφω από το #99 τεύχος του περιοδικού Εντευκτήριο, που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό (15/4/2013). Το ποίημα περιγράφει τη συνάντηση στον… Άδη τριών μανάδων (δύο Κρητικές, η Δασκαλάκαινα και η Βαλαβάναινα, και μία Γερμανίδα η κόμησσα φον Μπλίχερ), που είχαν, και οι τρεις τους, δέκα παιδιά νεκρά στη Μάχη της Κρήτης (είναι πραγματική η ιστορία). Η Γερμανίδα θα… αποζημιώσει τις Κρητικές μ’ έναν ανατριχιαστικό, ποιητικό εννοείται, τρόπο...

ΣΤΟΝ ΑΔΗ ΤΡΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΘΟΝΤΑΙ
Στον Άδη τρεις και κάθονται μανάδες πικραμένες,
δυο με κρουσμένα σωθικά, σαν Κοντομαριούσες
μ’ εφτά παιδιά στο θάνατο (παραγγελιά του Τρέμπες)
κι η τρίτη με ξανθά μαλλιά – η κόμησσα φον Μπλίχερ.

Άλλες ψυχές εκεί κοντά, ο πρίγκιπας του Βάλστατ
που ’χε του Μότσαρτ τ’ όνομα κι ο Χανς ο αυτάδελφός του,
δεν πέσαν απ’ τον ουρανό τη γη για να ποτίσουν
παρά για να θεριέψουνε του Γ Ράιχ τη δόξα.

Μαζί μ’ αυτούς κι ο Λέμπερεχτ, της μάνας του καμάρι
που ’ναι χαμένος σε χασιά, τση Κρήτης τα φαράγγια
κι ουδένας είδε τ’ άβατο της ξέβαφης ζωής του.

Σαν είπανε στην κόμησσα επίσημα η Λουφτβάφε
για τον τρανό ξολοθρεμό και των τριών παιδιών της
γκρεμίστηκαν οι πύργοι της, πέσανε τα μαλλιά της,
χρυσή ροδιά ξεράθηκε, ταράχτηκε η μιλιά της.

Μόνη αμυδρή μικρή χαρά, μαζί και περηφάνια
που ο Χανς, παρότι πιο μικρός, στα δεκαφτά του χρόνια,
καβάλα σ’ άλογο έτρεχε –κι ήλιος εφτά κοντάρια–
νερό στα χείλια κι άρματα να πρόφταινε στον Βόλφγκανγκ.

Κάποιοι του τόπου χωρικοί ως σήμερα θωρούνε
μέσα στα σπάρτα κάποτε τον Χανς σαν Άι-Γιώργη
και να καλπάζει σ’ άλογο, ας ειν’ κι επιταγμένο.

Αυτά είναι δώρα της καρδιάς για μάνα πικραμένη.
Γυρνά στη Δασκαλάκαινα και μ’ αρχοντιά της κρένει:
«Για σε, καλή, τα τέσσερα παιδιά σου θα τα κάνω
δυο κόμητες, δυο πρίγκιπες κι ακόμα παραπάνω.

Και συ των Βαλαβάνηδων η ζυμωμένη λύπες,
εδώ τελειώνουν τα βουνά – σε βρήκα και με βρήκες.
Στον Άδη μέσα κατοικούν τα βάσανα του κόσμου·
πάρε από μένα τη χαρά και συ τη λύπη δος μου».

Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

άκου πράγματα…

Όλος ο παραλογισμός των κατωτέρων ενστίκτων της ελληνικής πολιτικής σκηνής βγαίνει στην επιφάνεια με το λεγόμενο «αντιρατσιστικό νομοσχέδιο». ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ που εξαφανίζονται ή πέφτουν στις δημοσκοπήσεις, την ώρα που η συγκάτοικος ΝΔ ανεβαίνει (πώς γίνεται αυτό; – γίνεται…), επιχειρούν να διασώσουν ό,τι μπορούν από τις χρεοκοπημένες πολιτικές τους, έχοντας αναγάγει σε ύψιστο διακύβευμα ένα δευτερευούσης σημασίας θέμα. Κοινώς, παίζουν τα ρέστα τους, «μάχονται» για την ύπαρξή τους.

Ανίκανοι και ανάξιοι να δείξουν χαρακτήρα σε τόσα άλλα πολύ σημαντικότερα και για τα οποία έβαλαν την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια (αρνητικές ανατροπές στο καθεστώς των συλλογικών συμβάσεων και της λοιπής εργασιακής νομοθεσίας, αιματηρές περικοπές μισθών και συντάξεων, ληστρικοί φόροι, ανικανότητα άρθρωσης αναπτυξιακής πολιτικής κ.λπ.), επιχειρούν τώρα να αποδείξουν τι; Ποιους προσπαθούν, για ακόμη μία φορά, να κοροϊδέψουν; Έπιασε ο πόνος το ΠΑΣΟΚ για τη βία εναντίον των μεταναστών, όταν η βία είναι κατ’ ουσίαν προϊόν της δικής του μεταναστευτικής πολιτικής και του Δουβλίνο ΙΙ; Όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση, μαζί με το τότε κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ και την μετέπειτα κυβερνητική ΝΔ, κατάντησαν τη χώρα ένα «αποχωρητήριο ψυχών» δεν θα έπρεπε, οι ίδιοι εκείνοι, να εγκαλούνται για ένα είδος ρατσισμού από την πίσω πόρτα; Δεν είναι ρατσιστική η πολιτική που παγιδεύει, που υψώνει φράχτες, που ανοίγει στρατόπεδα συγκέντρωσης, τσουβαλιάζοντας τα 9/10 των μεταναστών που κατευθύνονται στην Ευρώπη σε μία μόνον χώρα (την «πύλη εισόδου») νίπτοντας τα χέρια της; Δεν είναι κατ’ ουσίαν ρατσιστική πολιτική η γραμμή μη χορήγησης ασύλου; Περαιτέρω, η συγκεκριμένη… αντι-μεταναστευτική πολιτική, που μετέτρεψε τα κέντρα των μεγάλων πόλεων σε ανθρώπινες χωματερές, δεν είναι ο κύριος υπεύθυνος για την άνοδο της Χρυσής Αυγής; Δεν είναι απόδειξη ξεδιάντροπου θράσους να εμφανίζονται ως τιμητές οι βασικοί, οι κύριοι υπεύθυνοι για την τραγική κατάσταση που βιώνουν, σήμερα, μετανάστες και εγχώριος πληθυσμός; Εδώ, θα μου πείτε, επιχειρούν να μας «σώσουν» οι ίδιοι βεβαρημένοι, που μας οδήγησαν στα έγκατα. Θυμηθείτε τα φραουλοχώραφα (που ξεχάστηκαν την άλλη μέρα). Ποιο βαθύ κράτος υποθάλπει και προστατεύει την εκεί εγκληματική (ρατσιστική και άλλη) παρανομία; Ας μην απαντήσω καλύτερα…

Και τι βρήκαν για να ορθώσουν ανάστημα μπροστά στον Σαμαρά, προκειμένου να πουν «εδώ είμαστε», οι… συνιστώσες της δεξιάς – το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ; Το «αντιρατσιστικό νομοσχέδιο»· το οποίον κανείς, εν τω μεταξύ, πέραν των ιδίων, δεν γνωρίζει τι λέει (αν υπεραμύνεται του ανιστόρητου παραλογισμού των «δύο άκρων» και ό,τι άλλο). Πόσο αυθαιρετεί, τι τσουβαλιάζει και τι τιμωρεί. Προκάτ ευαισθησία και τζάμπα παλικαροσύνη, με τη βοήθεια και του ΣΥΡΙΖΑ (που ψάχνει απεγνωσμένα από κάπου να πιαστεί ανακόπτοντας την κατρακύλα του) και δεν ξέρω ’γω ποιών άλλων, για να χτυπηθεί τάχα μου-τάχα μου η Χρυσή Αυγή – όταν είναι σίγουρο πως κάθε προσπάθεια ηρωοποίησης των ναζηστο-παγανιστών θα τους κάνει περισσότερο ελκυστικούς στα μάτια του κόσμου. Λες και δεν υπάρχουν νόμοι, που τιμωρούν τον ξυλοδαρμό, τη βία, ή πολύ περισσότερο το έγκλημα. Πρέπει να γίνουν αυστηρότεροι; Ας γίνουν – αν είναι αυτό το ζητούμενο. Τι επιδιώκουν δηλαδή; Να σταματήσουμε να μιλάμε; Θα τιμωρηθεί η Κική Δημουλά επειδή είπε αυτά που είπε τις προάλλες; Τι φασιστικές πρακτικές είναι αυτές; Δεν θα τολμάει κανείς να εκφράσει την αγωνία του για την καθημερινή ζωή; Θα γκρεμοτσακίζουν από τα μουράγια τις φοιτήτριες (εκείνοι που τις πετάνε – εκείνος ο ένας ρε παιδί μου με τον αγκυλωτό σταυρό στο μπράτσο… όχι ολόκληρο το Αφγανιστάν) και δεν θα τολμάει ένας συγγενής ή φίλος του θύματος να πει μια κουβέντα παραπάνω, εκφράζοντας την αγανάκτησή του; Τι πράγματα είναι αυτά; Επιτέλους, δεν ζούμε όλοι σε σπίτια φρούρια, ούτε έχουμε τρεις, τέσσερις και δεκατέσσερις να μας φυλάνε… Δεν τους θέλουμε κιόλας. Δεν κρυβόμαστε από κανέναν.

Προσωπικώς, βρίσκω απαράδεκτα όσα υποστηρίζει κατά καιρούς η βουλευτίνα της ΔΗΜΑΡ Μαρία Ρεπούση, με σχετικό αποκορύφωμα την άρνηση των γενοκτονιών των Ποντίων και των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Δηλαδή τι θα γίνει; Θα χώσουμε τη Ρεπούση στη φυλακή επειδή αρνείται τις συγκεκριμένες γενοκτονίες και τα εγκλήματα πολέμου; Είναι απίστευτα πράγματα αυτά. Η Ρεπούση και η κάθε Ρεπούση, και ο καθένας μας δηλαδή, έχει δικαίωμα να λέει και να υποστηρίζει ό,τι θέλει (αυτό σημαίνει το ύπατο αγαθό, που δεν είναι άλλο από την Ελευθερία του Λόγου), ασχέτως αν η ίδια φέρεται να μίλησε για «προβληματική διάταξη που ποινικοποιεί την άρνηση των γενοκτονιών και των εγκλημάτων πολέμου». (Δηλαδή, η κυρία βουλευτίς δεν έχει πρόβλημα με το νομοσχέδιο, αρκεί να μην θεωρούνται «γενοκτονία» οι σφαγές των Ποντίων και των Ελλήνων της Σμύρνης. Ωραία… Πολύ ωραία…). Η αντιμετώπιση πάντως, και σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να είναι κάτι περισσότερο από τον διάλογο και από ’κει και πέρα την παράδοση του καθενός, αν το επιθυμεί, στη βάσανο της ιστορικής μελέτης, των μαρτυριών και της αξιολόγησης των στοιχείων. Αν παρά ταύτα δεν πείθεται με γεια του με χαρά του. Τι θα γίνει δηλαδή; Μήπως σε λίγο θα εγκαλούμαστε επειδή μπορεί να έχουμε στα σπίτια μας βιβλία του Μάο ή του Καντάφι; Ή θα φυλακιζόμαστε αν τα δημοσιοποιούμε, επειδή τάχα θα στηρίζουμε «γενοκτονίες» και «εχθροπάθειες»; Θα τιμωρείται μήπως και η σκέψη; Ούτε στο «θαυμαστό καινούριο κόσμο» να ζούσαμε. Αλλά μήπως ζούμε ήδη και δεν το έχουμε καταλάβει;

«Να γυρνάνε οι τροχοί σταθερά, αλλά ελεγχόμενοι. Και για να γυρνούν οι τροχοί της ζωής πρέπει να υπάρχουν άνθρωποι που τους παρακολουθούν. Άνθρωποι σταθεροί, σαν τροχοί σε σταθερούς άξονες. Άνθρωποι υγιείς, υπάκουοι, ευχαριστημένοι από τη μοίρα τους»
(Άλντους Χάξλεϋ Θαυμαστός Καινούριος Κόσμος, ΒΙΠΕΡ Πάπυρος Πρεςς, Αθήνα 1971, μτφ. Βασίλης Λ. Καζαντζής)

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

οι SMALL BLUES TRAP με την Γεωργία Συλλαίου

Έχω γράψει κι άλλες φορές για τους Small Blues Trap (Παύλος Καραπιπέρης φωνή, φυσαρμόνικα, κιθάρες, πλήκτρα, Παναγιώτης Δάρας lead κιθάρα, Λευτέρης Μπέσιος μπάσο, Στάθης Ευαγγελίου κρουστά), μία από τις καλύτερες ελληνικές blues μπάντες του καιρού μας, που δεν είναι δα και τόσο πολλές, και η οποία έχει ως έδρα της τη Μαλεσίνα της Φθιώτιδας. Κάθε άλμπουμ των Small Blues Trap είναι και μία περαιτέρω καταβύθιση στην blues, ή περί το blues, σημαντική, ένα βήμα παραπέρα στην εξερεύνηση τον ορίων της μεγάλης αμερικανικής τέχνης· το κέφι τους κάνουν οι άνθρωποι, μη νομιστεί τίποτα… εξωπραγματικό. Και τούτο συμβαίνει επειδή το blues των Small Blues Trap ακροβατεί, όπως έχω επίσης τονίσει, ανάμεσα στα διδάγματα του ηλεκτρικού Chicago στυλ και στην διαστρέβλωση που υπέστη εκείνο μέσω της τραγουδοποιίας του Captain Beefheart, του Tom Waits, του Chuck E. Weiss και ορισμένων ακόμη. Το αποτέλεσμα, σε κάθε περίπτωση, είναι αυτές οι σειρές τραγουδιών, που έχουμε ήδη απολαύσει σε όλα τα προηγούμενα άλμπουμ της μπάντας και φυσικά στο τελευταίο – τοThe Longest Road I Know [Shelter Home Studio], που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες σε CD, για να τυπωθεί προσφάτως και σε άλμπουμ βινυλίου από την Anazitisi Records (190 αριθμημένες κόπιες, βαρύ gatefold εξώφυλλο, 4σέλιδο ένθετο, 180 γραμμαρίων βινύλιο και η… απόλαυση στο maximum). Μάλιστα, σ’ αυτό το CD/LP οι Small Blues Trap συνεργάζονται με την Γεωργία Συλλαίου, συνεχίζοντας, έτσι, να ταξιδεύουν πάνω στις ίδιες ράγες, με το ίδιο πάντα εισιτήριο. Κύριο μέλημα του γκρουπ; H διαφύλαξη ενός κλίματος, μιας ατμόσφαιρας, που, όσο περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερο θα μετατρέπεται αυτή σε κάτι σαν σήμα κατατεθέν του. Εν ολίγοις; Έχουν προσωπικό ήχο οι Small Blues Trap και αυτό δεν κρύβεται.
Φυσικά, τα γυναικεία φωνητικά, η φωνή της Γεωργίας Συλλαίου, βοηθούν την μπάντα να κάνει ένα ακόμη βήμα μπροστά, υπό την έννοια της διακρίβωσης κάποιων επί μέρους blues παραμέτρων. Είναι, πώς να το πούμε, οι περσόνες που ενδύεται η ερμηνεύτρια στα τέσσερα τραγούδια που αποδίδει, και οι οποίες προσδιορίζουν, αν θέλετε, κάποιους πολύ συγκεκριμένους αισθητικούς άξονες. Το lead trackThe longest road I know” εμφανίζει μια θεατρικότητα, που είναι συμβατή, βεβαίως, με το προφίλ της τραγουδίστριας, αλλά όχι αναγκαστικώς με την τραγουδοποιία του Καραπιπέρη, που εισέρχεται, έτσι, σε άλλα συστήματα. Απεναντίας, το “Im nothinbut a good man” θυμίζει πολύ βάλτο. Νέα Ορλέανη. Tony Joe White, για να γίνω πιο σαφής. Δεν είναι μόνον οι κιθάρες του Δάρα και τα «υπόγεια» πλήκτρα του Καραπιπέρη, είναι και οι ερμηνείες, ακόμη και οι στίχοι, που μοιάζουν αγκιστρωμένοι στη νεο-ορλεανική μυθολογία (το track αυτό, που μου αρέσει ιδιαιτέρως, το επέλεξα και για το τρέχον CD του Jazz & Τζαζ). Το τρίτο τραγούδι που ερμηνεύει η Συλλαίου είναι το “When I whisper my fears to my baby”. Εξαιρετικό, από τα ωραιότερα του άλμπουμ, έχει μία κάπως spoken word αφήγηση, με πολύ ωραίο παίξιμο από τον Δάρα στις κιθάρες, και με τον Καραπιπέρη να «φυσαρμονικίζει» περιγραφικώς. Το τέταρτο και τελευταίο τραγούδι τού “The Longest Road I Know” που αποδίδει η Γεωργία Συλλαίου είναι το “Your mind keeps ramblin’”. Κι εδώ οι κιθάρες κάνουν πολύ καλή δουλειά, με τη φυσαρμόνικα να προσθέτει σε στοιχειωμένο βάθος στο μεγαλύτερο μέρος του άσματος. Φυσικά, και τα υπόλοιπα έξι τραγούδια που αποδίδουν ο Παύλος Καραπιπέρης (τέσσερα) και ο Παναγιώτης Δάρας (δύο) έχουν τη δική τους ιδιαίτερη αξία, για να επικεντρωθούμε στα αργά “The frenzy lake” και “Now we are strangers”, στο ακουστικό “Take me away from all of these” (ένα κομμάτι με κοινωνικό περιεχόμενο, αισθητικώς τοποθετημένο στην παράδοση του αμερικανικού νότου), στο επίσης μιλητόRememberinthe good oldays”, μα και στο “The black crow king”, ένα από ’κείνα τα κάπως μεταφυσικά τραγούδια που ξέρει να τα αποδίδει σωστά ο Καραπιπέρης.
Το “The Longest Road I Know” είναι ένα ωραίο, σφόδρα συναισθηματικό άλμπουμ, από μια μπάντα που χαράζει, καιρό τώρα, το δικό της ανάδελφο δρόμο.

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

BLUES ΚΑΙ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ

Σε περιόδους κοινωνικής αποδιάρθρωσης, ου μην αλλά και αποσάθρωσης, το ζήτημα «ναρκωτικά» μπαίνει πάντα σε νέες βάσεις. Υπολογίζοντας τα δεδομένα της κρίσης το πρόβλημα αποκτά νέες «φθηνότερες» διαστάσεις, οδηγώντας ένα τμήμα της κοινωνίας (νέους ή λιγότερο νέους) στις ίδιες διαλυτικές και αυτοκαταστροφικές καταστάσεις. 
Η Τέχνη και κυρίως το τραγούδι έχει ασχοληθεί παλαιόθεν με το ζήτημα επιδιώκοντας την απομυθοποίησή του, προβάλλοντάς το στις ρεαλιστικές διαστάσεις του. Από την εποχή των κλασικών blues, στη δεκαετία του ’20, τα ναρκωτικά υπήρξαν «θέμα» για τη λαϊκή τραγουδοποιία, η οποία, σε πάμπολλες περιπτώσεις, κατόρθωσε να αποδώσει με θάρρος και τόλμη όλες τις διαστάσεις του προβλήματος, απαλείφοντας τις ψευτορομαντικές πλευρές, περιγράφοντας με λιτή και αποδραματοποιημένη γλώσσα την «τρέλα», το παραλήρημα, την τεταμένη και ανυπόφορη κατάσταση του ατόμου. 
Βεβαίως, μετά τους bluesmen και τις blueswomen, τους jazzmen και τις jazzwomen, που είδαν πρώτοι τα… χαΐρια της πρέζας καταγράφοντας τις παραληρηματικές καταστάσεις που βίωσαν οι ίδιοι ή οι φίλοι τους στα ανάλογα τραγούδια (τα παθήματα και οι ζωές τους, δυστυχώς, δεν έγιναν… αντιμάθημα), είχαμε τους rockers του ’60 και του ’70 (και του ’80 και του ’90…), που έπεσαν ουκ ολίγες φορές στην ίδια λούμπα με εκείνη των «προγόνων» τους, και βεβαίως, ανάμεσά τους, και τους έλληνες ανάλογους ροκάδες, που κόλλησαν κι αυτοί τον… rock τρόπο ζωής, πατώντας σαν αγράμματοι στην ίδια πριονισμένη σανίδα· καθότι –και ως γνωστόν…– υπεύθυνη για όλα είναι μόνον... «η κακούργα η κοινωνία».
Το πιο διάσημο blues που αναφέρεται στα ναρκωτικά είναι φυσικά τοCocaine blues. Το τραγούδι έγινε ευρέως γνωστό στη δεκαετία του ’60 από τον Reverend Blind Gary Davis (1896-1972) και μπορεί κανείς να το ακούσει, ως “Coco blues” (ορχηστρικό), από τον ίδιον τον Davis στο παλαιό LP της βρετανικής 77 Records Pure Religion and Bad Company” [LA 12/14], που κυκλοφόρησε στα early sixties (φυσικά ακούγεται και σε διάφορα CD, όπως ας πούμε στο φερώνυμο της Smithsonian Folkways από το 1991). Η ηχογράφηση έγινε τον Ιούνιο του 1957 στην Νέα Υόρκη. Στις εκδοχές με λόγια, που υπάρχουν σε LPs της Biograph (1971) και της Kicking Mule (1974), o Gary Davis τραγουδούσε στίχους σαν κι αυτούς:
“Woke up this mornin' rollin' all over my bed / this cocaine's about to kill me dead / Cocaine's all around my brain. (...) Won't you run here wont' you run here in a hurry / this cocaine's done made me dirty / cocaine done got all around my brain”.
Οι εκδοχές του Davis (μιας και το τραγούδι αναφέρεται ως traditional) υπήρξαν διάσημες πολύ πριν ο ίδιος το ηχογραφήσει. Είναι πολύ πιθανόν απ’ αυτόν να το άκουσε ο Bob Dylan, συμπεριλαμβάνοντάς το στις παραστάσεις του ήδη από το 1961. Μάλιστα υπάρχουν τρεις τουλάχιστον δισκογραφημένες εκτελέσεις του Dylan, με πιο παλαιά αυτήν από τον Δεκέμβριο του ’61 (ακούγεται στο ανεπίσημο “The Minnesota Tapes”). 
Το “Cocaine” θ’ αποτελέσει folk-blues στάνταρντ καθ’ όλη τη διάρκεια των sixties και θα αποδοθεί από τα πιο διάσημα ονόματα της εποχής. 
Ο Dave Van Ronk θα τραγουδήσει το “Cocaine blues” στο “Folksinger” [Prestige International INT-13056, 1962] και την ίδια σχεδόν διασκευή (με τα λόγια πάντα του Blind Gary Davis) θα ξαναθυμηθεί ο Dylan το 1997 στο “Love Sickdouble-EP. Ο δε Van Ronk θα πει το “Cocaine” 3-4 φορές ακόμη, με πιο σημαντική αυτήν από το ψυχεδελικό του άλμπουμ “Dave Van Ronk and The Hudson Dusters” [Verve/Forecast FTS-3041, 1968]. Ως συνθέτη, ο νεοϋορκέζος τροβαδούρος, στην αρχή, αναφέρει κάποιον “Jordan”, αλλά για το ποιος ήταν αυτός ο Jordan θα τα πούμε στη συνέχεια. 
Το “Cocaine” απέδωσαν ακόμη ο Tom Rush στο “Blues, Songs, Ballads” [Prestige 7374, 1965] –το ’μαθε από κάποιον Bob Jones, όπως γράφει στο οπισθόφυλλο–, ο Dick Fariña με τον Eric Von Schmidt και τον Blind Boy Grunt (που δεν ήταν άλλος από τον Bob Dylan) στο “Dick Fariña & Eric Von Schmidt” [Folklore F-LEUT/7, 1963], ο Davy Graham στο “Folk Blues & Beyond” [Decca LK 4649, 1965] –η κλασική εκδοχή του Davis, την οποίαν όμως ο Graham έμαθε από τον RamblinJack Elliott–, ο Elliott φυσικά, ο οποίος δισκογράφησε το κομμάτι αρκετές φορές, με πρώτη αυτήν από το 1958, στο 10ιντσο της TopicJack Takes the Floor”, ο Αυστραλός Trevor Lucas (αργότερα στους Fairport Convention) στο “See That my Grave Is Kept Clean” [East EAS006, 1964], ο Nick Drake σε κάποιο bootleg (“Tanworth - in - Arden”) από το 1967-68 και δεκάδες ακόμη μουσικοί από τα sixties έως σήμερα· ανάμεσά τους δε και η Μαριάννα Τόλη. (Κανονικά θα έπρεπε να κοτσάρω δύο θαυμαστικά –τα τρία και πάνω είναι «λάθος»–, αλλά δεν το κάνω επειδή το έχω ξαναγράψει).
Περί το 1967 η (εξαιρετική) τραγουδίστρια με τη γνωστή μουσικο-θεατρική καριέρα, ως Marianna, παρουσιάζει ένα 4αράκι στη Zodiac [ZE 8501] με τα τραγούδια “He was a friend of mine (διασκ. Bob Dylan), “Four strong winds (του Ian Tyson), “Cocaine blues (διασκ. Dave Van Ronk) και “You were on my mind (της Sylvia Tyson). Πώς έφθασε στ’ αυτιά της η διασκευή του Dave Van Ronk δεν ξέρω. Το πιο πιθανόν είναι να είχε πέσει στα χέρια της το LP Folksinger” του Van Ronk, που είχε κυκλοφορήσει το 1962. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, έχουμε να κάνουμε με μιαν απροσδόκητη (για τα ελληνικά δεδομένα) επιλογή, που μας ευθυγράμμιζε πάραυτα με το αμερικανικό folk δεδομένο. Ας μείνουμε σ’ αυτό δηλαδή.
Αρκετές από τις εκτελέσεις/ διασκευές του “Cocaine blues” καταγράφονται ως  traditional, άλλες εμφανίζουν το όνομα του Rev. Gary Davis και άλλες το επώνυμο Jordan
Ο Luke Jordan λοιπόν ήταν ο πρώτος που ηχογράφησε τραγούδι με τίτλο “Cocaine blues”, στην Charlotte της North Carolina, την 16/8/1927. Το δικό του “Cocaine”, που είναι εντελώς διαφορετικό στην στιχοπλοκή και την μουσική από τις εκδοχές του Blind Gary Davis, μπορεί κανείς να το ακούσει στο CD της IndigoEast Coast Blues” [Indigo IGOCD 2044, 1996] και ακόμη στο CD της DocumentThe Songster Tradition” [Document DOCD 5045], στο οποίο περιλαμβάνονται όλες οι ηχογραφήσεις του αγνώστου αυτού μουσικού, που καταγόταν από το Lynchburg της Virginia. Στο βιβλίο του Tony Russell Blacks Whites and Blues [Studio Vista, London 1970] διαβάζω: 
«Στον βορρά, στην Βιρτζίνια, ο William Moore από την Rappahannock έπαιζε rags, ενώ ο Luke Jordan, ο οποίος δούλευε γύρω από την Lynchburg, τραγουδούσε το “Traveling coon” και το “Look up, look down”. Το δικό του “Cocaine blues”, με το ευχερές κιθαριστικό μέρος, συσσωμάτωνε στοιχεία από ένα παλαιότερο τραγούδι, το “Furniture man”. Τον Jordan, τον θυμόντουσαν διάφοροι να παίζει, εκείνη την εποχή, σε μαύρα και λευκά ακροατήρια»
Φαίνεται δε πως ήταν τόσο δημοφιλής, ώστε ένας λευκός κιθαρίστας, ο Dick Justice, τραγούδησε το “Cocaine blues” μόλις δύο χρόνια αργότερα, το 1929. 
Ας σημειώσω, κλείνοντας, πως αυτό το κλασικό παραδοσιακό τραγούδι δεν έχει καμμία σχέση με το πιο γνωστό “Cocaine” του rock, που δεν είναι άλλο από εκείνο του JJ Cale, ούτε βεβαίως με το “Cocaine blues” της country, που τραγούδησε και ο Johnny Cash.
Περίπου την ίδιαν εποχή που ηχογράφησε ο Jordan το “Cocaine blues”, για την ακρίβεια την 28/10/1927 η Victoria Spivey (1906-1976), με την συνοδεία του Lonnie Johnson στην κιθάρα, ερμήνευε το Dope head blues. Οι στίχοι είχαν ως εξής:
«Δωσ’ μου μια μυτιά απ’ αυτή την πρέζα/ θα πιάσω την αγελάδα όπως ο καουμπόι, και θα ρίξω τον ταύρο χωρίς το λάσο./ Έχω περισσότερα λεφτά απ’ όσα ο Henry Ford και ο John D. (σ.σ. Rockefeller)./ Δάμασα ένα σκύλο την προηγούμενη Δευτέρα, σαράντα άλλοι τρελαθήκανε./(…) Άρπαξα βαριά πνευμονία, κι ακόμη νομίζω πως έχω την καλύτερη υγεία./(…) Ο Πρόεδρος έστειλε να με καλέσουν, ο Πρίγκιπας της Ουαλίας με ακολουθεί./ Με στενοχώρησαν τόσο πολύ/ Θα πάρω άλλη μια μυτιά και θα τους χώσω και τους δυο στη φυλακή».
Το τραγούδι που είναι πράγματι μοναδικό είναι, ίσως, το πρώτο επώνυμο κομμάτι που γράφτηκε ποτέ με θέμα τα ναρκωτικά στην Αμερική και περιέχεται σε διάφορες συλλογές με παλαιό υλικό της μεγάλης αυτής blueswoman (άκου π.χ. το “Complete Recorded Works Vol.1 1926-1927” της Document]. Επειδή σκοπός του κειμένου είναι, απλώς, να καταδειχθούν κάποιες «κρυφές» στιγμές του blues ρεπερτορίου και όχι οι φιλολογικές αναλύσεις –εξάλλου οι με έντονο τρόπο παραληρηματικοί στίχοι δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για διαφορετικές ερμηνείες– ας προσθέσω πως το “Dope head blues” μάλλον αγνοήθηκε από την μεταγενέστερη δισκογραφία, την εποχή του blues revival στα χρόνια του ’60.
Ένα άλλο κλασικό τραγούδι, που αναφέρεται ως τραγέλαφος στο πρόβλημα της κοκαΐνης είναι και το Take a whiff on me του Lead Belly (1888-1949), το οποίον πρωτοηχογράφησε ο άρχων αυτός του αμερικανικού λαϊκού τραγουδιού μέσα στο σωφρονιστήριο της Louisiana, την Angola, τον Ιούλιο του 1933, με την βοήθεια των Lomaxes. Οι στίχοι έλεγαν:
«Κερνάω μια μυτιά/ Καθέναν από ’σας τον κερνάω μια μυτιά./(…) Περπάτησα πάνω από το Ellum (σ.σ. γειτονιά του Dallas), μέχρι κάτω τον Main (σ.σ. κεντρικός δρόμος του Dallas)/ προσπαθώντας να κάνω τράκα κανα κέρμα, για ν’ αγοράσω κοκαΐνη./(…) Η κοκαΐνη είναι για τ’ άλογα, μου είπε ο γιατρός, δεν είναι για τους ανθρώπους./ “Θα σε σκοτώσει” μου ’πε, αλλά δεν μου ’πε πότε».
Το “Take a whiff on me” απετέλεσε ένα διαρκές στάνταρντ του Lead Belly (από το 1933 έως το 1942 θα το ηχογραφήσει πέντε τουλάχιστον φορές, μόνον για τους Lomaxes), ενώ την ίδιαν εποχή θα το ερμηνεύσουν ακόμη ο Blind Jesse Harris (1937) και ο Will Starks (1942). Στο βιβλίο του Alan Lomax The Land Where the Blues Began [Minerva, London 1994] ο Starks αφηγείται σε σχέση με το θέμα: 
«Το επόμενο που μας απασχολεί είναι τι τραγούδια έλεγαν οι κοκαϊνοπότες. Δες, συνήθως έμπαιναν στο λούκι, ελκόμενοι από την ιδέα πως θα μπορούσε έτσι να γίνουν ένα είδος αγροτικού ήρωα. Όταν είχαν τα σαλούν στην Lambert κι εκείνες τις μικρές αγροικίες, πουλούσαν κοκαΐνη και ό,τι άλλο εσύ έψαχνες να βρεις. Ρώτησα κάποτε έναν συνάδελφο: “Eph, ποιος χρησιμοποιεί την κόκα σ’ αυτή τη δουλειά;”. Μου είπε: “Όλοι οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτή την αυλή, και σε δικαιολογούν που απορείς – όλοι όσοι θα έρθουν εδώ αργότερα”. Είπα: “Πώς επιδρά αυτό το πράγμα; Σαν το ουίσκυ ας πούμε;”. “Φίλε μου σε κάνει να αισθάνεσαι καλύτερα. Άμα μπορείς να μεθύσεις μ’ αυτό, το ουίσκυ δεν θα σου κάνει ούτε για να το μυρίσεις”. Μάλιστα κύριε. Εύρισκες παντού κάποτε σ’ αυτό το μέρος. Άκουσα δε πως πολλοί το μάθαιναν από τους αλογάρηδες. Συνήθιζαν αυτοί να δίνουν κόκα στα άλογα, στη συνέχεια δοκίμαζαν και οι ίδιοι, ενώ μετά έδιναν ακόμη και στις γυναίκες. Πήγαινε, έτσι, σχοινί-λουρί. Οι ίδιοι έλεγαν πως άμα αρχίσεις δεν κόβεται με τίποτα. Τρελαινόσουν, άμα δεν μπορούσες να βρεις. Πολλοί εξάλλου κατέληξαν στο τρελάδικο στην Jackson. Άλλοι αυτοκτόνησαν. Άλλοι έπεφταν στους δρόμους. Αυτό το πράμα σου έτρωγε το μυαλό ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων».
Το “Take a whiff on me” τραγουδήθηκε ακόμη από τους Byrds (υπάρχει στο “Untitled” του 1970), τους Greenbriar Boys (υπάρχει στο “Ragged but Right” της Vanguard από το 1964), τους White Stripes το 2003-04 και από διαφόρους άλλους μέσα στα χρόνια.
Το Knockinmyself out της Lil Green (1919-1954) είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό χασικλίδικο blues, που ηχογραφήθηκε ποτέ. Αυτό συνέβη την 21/1/1941 στο Chicago, σ’ ένα session στο οποίο συμμετείχαν ακόμη οι Simeon Henry πιάνο, Big Bill Broonzy κιθάρα κ.ά. Οι στίχοι του τραγουδιού πήγαιναν κάπως έτσι:
«Ακούστε κορίτσια κι αγόρια/ πήρα ένα τσιγαριλίκι, δώστε μου φωτιά/ κι αφήστε με να τραβήξω γρήγορα μια ρουφηξιά/ θα γίνω τύφλα στη μαστούρα σιγά-σιγά.(…) Δεν συνήθιζα να καπνίζω, ούτε να πίνω τίποτα απ’ αυτά/ αλλά με άφησε ο άνθρωπός μου κι αυτό έχει αλλάξει τελείως το μυαλό μου».
Η Lil Green υπήρξε μία σημαίνουσα μορφή των blues στα τέλη της δεκαετίας του ’30. Παρότι πέθανε πολύ νέα (μόλις στα 35 της) πρόλαβε να κάνει αξιόλογη καριέρα ηχογραφώντας για την Bluebird, την RCA, την Aladdin και προς το τέλος της καριέρας της για την Atlantic. Προστατευόμενη, κατά μίαν έννοια, του Big Bill Broonzy σκοράρισε με το “Why dont you do right?”, ένα τραγούδι που έκανε επίσης επιτυχία, χρόνια αργότερα, η Peggy Lee. Όπως θυμάται στην αυτοβιογραφία του ο B.B. Broonzy [πρώτη έκδοση Cassell, London 1955]: 
«Η Green ήταν μια βαθιά θρησκευόμενη γυναίκα, η οποία δεν είχε ποτέ καπνίσει, ούτε πιεί. Ήταν μια αληθινή φίλη, με πολύ ζεστή καρδιά»
Το ότι βεβαίως η Lil Green τραγούδησε ένα κλασικό χασικλίδικο blues δεν σημαίνει πως και η ίδια κάπνιζε. Το ίδιο εξάλλου συνέβαινε και με κάποια χασικλίδικα ρεμπέτικα. Γράφονταν δηλαδή από συνθέτες, που δεν ήταν κατ’ ανάγκην χρήστες. 
Το “Knockinmyself out” (το μετέφρασα ήδη, κάπως ελεύθερα, ως «γίνομαι τύφλα στη μαστούρα»), τραγουδήθηκε φυσικά και τα επόμενα χρόνια από λευκούς δημιουργούς. Ανθρώπους δηλαδή που τους οφείλουμε αν μη τι άλλο τη διάσωση αυτών των τραγουδιών και την επανατοποθέτησή τους στις πιο σύγχρονες εκφραστικές ανάγκες. Το εν λόγω κομμάτι απέδωσε ας πούμε ο Michael Bloomfield το 1963-64, ζωντανά, στο Big Johns στο Chicago και μπορεί κανείς να το ακούσει στο “American Hero” [Thunderbolt THBL 1009] που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1984. 
Επίσης, μία ωραία ακουστική διασκευή παρουσίασε στη Βρετανία ο κιθαρίστας-αρμονικίστας Dave Peabody στο άλμπουμ “Payday” [Waterfront 001, 1979]. Σ’ αυτό ειδικώς το track τον συνόδευε στην κιθάρα ο Steve Philips.
Διάσημο τραγούδι στην εποχή του υπήρξε και το Cocaine habit blues της Hattie Hart και των Memphis Jug Band (είναι ίδιο από μουσικής πλευράς με το “Cocaine blues”, αλλά έχει άλλους στίχους). Να σημειώσω πως γύρω στο 1930 η Hart ήταν μέλος των Memphis Jug Band (είχε αντικαταστήσει κατά μίαν έννοια την Memphis Minnie) και πως το συγκεκριμένο κομμάτι ηχογραφήθηκε την 17/5/1930. Στίχοι σκληροί, που δεν μασάνε:
«Η εξάρτηση που έχω από την κόκα είναι μία πολύ άσχημη κατάσταση/ Είναι η χειρότερη συνήθεια απ’ όσες είχα ποτέ/ Έι γλύκα σε κερνάω μια μυτιά. Πήγα στου Mr.Beaman, είδα ένα σημάδι στο παράθυρο που έγραφε ‘όχι άλλη πρέζα’./(…) Μ’ αρέσει το ουίσκυ, γουστάρω το τζιν/ αλλά ο τρόπος που αγαπάω την κοκαΐνη είναι πληγή».
Το τραγούδι ανακαλύφθηκε φυσικά στη δεκαετία του ’60 και γνώρισε και αυτό κάποιες άξιες «δεύτερες» εκτελέσεις. Η καλύτερη απ’ όσες έχω ακούσει είναι εκείνη των Βρετανών Panama Limited Jug Band, από τον πρώτο φερώνυμο δίσκο τους [Harvest SHVL 753, 1968]. Αλλά και στην Αμερική το “Cocaine habit” θα εκτιμηθεί δεόντως, και μάλιστα από μία τρανή περίπτωση του ακουστικού blues από τα seventies και πέρα, τον Roy Book Binder
Ο Binder έχει επισκεφθεί μάλιστα και την Ελλάδα (1992), έχοντας δώσει δυναμικές συναυλίες και όχι μόνο στην Αθήνα. Ο Roy Book Binder ζούσε για καιρό (δεν ξέρω σήμερα) σ’ ένα τροχόσπιτο, χωρίς μόνιμη βάση, παίζοντας όπου βρισκόταν και συνήθως για τα προς το ζην, απαιτώντας από το κοινό του μοναχά την προσήλωση και την ησυχία. Όπως μου είχε διηγηθεί δε, παλαιότερα, ένας φίλος, σε μια παράστασή του στο Βόλο, είχε απαιτήσει να εκδιωχθεί κάποιος πελάτης από το μαγαζί, επειδή έκανε φασαρία, παίρνοντας, φυσικά, πίσω τα λεφτά του. Τέλος πάντων… 
Ο Roy Book Binder κυκλοφόρησε το πρώτο προσωπικό LP του το 1971 (ήταν το “TravelinMan” στην Adelphi), ενώ το “Cocaine habit” μπορεί να το ακούσει κανείς στον τέταρτο δίσκο του που έχει τίτλο “GoinBack to Tampa” και ο οποίος κυκλοφόρησε το 1979 από την Flying Fish.
Φυσικά, τα blues, περί το blues ή και περί την jazz τραγούδια που πραγματεύονται το θέμα «ναρκωτικά» είναι πολύ περισσότερα απ’ αυτά που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Ανάμεσά τους θα ξεχώριζα το “Junkers blues” του Champion Jack Dupree, το “Jack, Im mellow” της Trixie Smith, το “Reefer hound blues” του Curtis Jones, το “When I get low, I get high” της Ella Fitzgerald, το “Save the roach for me” του Buck Washington, το “Cocaine done killed my baby” του Mance Lipscomb, το “The stuff is here” της Georgia White και άλλα διάφορα. Εις το επανιδείν λοιπόν... 
(Mία πρώτη μορφή αυτού του κειμένου δημοσιεύτηκε στο Jazz & Τζαζ #95, 2/2001. Oι φωτογραφίες των labels των δίσκων 78 στροφών είναι από διάφορα sites του διαδικτύου)