Για τους No Man’s Land είναι γνωστόν πως εδώ και μερικά
χρόνια βρίσκονται μονίμως on the road·
σταδιακώς μετά το 2001 και την 8ετή παύση εργασιών που είχε προηγηθεί (1993-2001). Ένα
συγκρότημα που τρίβεται στο πάλκο, με
αποτέλεσμα, πλην των όσων άλλων, να προκύπτουν και καινούρια κομμάτια, τα οποία
σε σταθερούς ρυθμούς οδεύουν προς την δισκογραφία. Κάπως έτσι είδαμε τα “Home in the Sky” [Anazitisi, 2008], “No Man’s Land” [Anazitisi, 2008] και “The Drowning Desert” [Anazitisi, 2010] και κάπως έτσι τυπώθηκε
πριν λίγο καιρό σε 270 κόπιες το έσχατο “Unprotected” κλεισμένο σε ωραίο die-cut gatefold cover, με κολλημένο 3σέλιδο περιέχον
στίχους και πληροφορίες.
Εκείνο που πρέπει να πω από την αρχή είναι πως οι No Man’s Land (Βασίλης Αθανασιάδης
φωνή, κιθάρες, Χριστόφορος Τριανταφυλλόπουλος ντραμς, Νίκος Πεταβρίδης μπάσο,
Γιώργος Παυλής τρομπέτα, φλούγκελχορν, Γιώργος Σιργανίδης φλάουτο), είναι ένα
σχήμα που δουλεύει τα κομμάτια του στο πάλκο, καταγράφοντάς τα στo βινύλιο
με τη μέγιστη δυνατή πληρότητα και απόδοση. Εν ολίγοις εκείνο που φθάνει στ’
αυτιά μας είναι ένας εξαιρετικός ήχος, με τα όργανα στις θέσεις τους, και τους
μουσικούς κατασταλαγμένους όσον αφορά στο παικτικό δόσιμο. Ωραία soli από τον Αθανασιάδη στην
κιθάρα (με επιμελημένη και μελετημένη χρήση των εφφέ), άψογο rhythm section και
βεβαίως μ’ ένα πνευστό τμήμα, που παρέχει τα απαραίτητα, όσο και διακριτά
ηχοχρώματα, ενσωματώνοντας ακόμη και jazz ή romance
υπαινιγμούς στο συνολικότερο ψυχεδελικό
οικοδόμημα.
Το άλμπουμ ανοίγει με το “Moribundo part II” ένα ορχηστρικό κατά βάση track (λέω «ορχηστρικό κατά
βάση» γιατί υπάρχουν έκδηλα φωνητικά από τον Αθανασιάδη), με απλή και γι’ αυτό
κολλητική μελωδική γραμμή, την οποίαν υποστηρίζει, βασικά, ο Παυλής. Πάνω σ’
αυτή τη βάση συνωθούνται τα γεμίσματα
της κιθάρας, τα soli,
αλλά κι ένα ωραίο break από το φλάουτο. Το κομμάτι περνάει από διαφορετικά στάδια
(όπως ας πούμε η «συνομιλία» φωνής-τρομπέτας), για να κλείσει όπως άνοιξε, πάνω
σ’ ένα σταθερό mid-tempo. Το “Flame”, που
κλείνει την πλευρά, είναι ένα κομμάτι που χρωστά στους Pink Floyd εποχής… “Set
the controls for the heart of the sun”. Είναι ένα… φιλικό τραγούδι δηλαδή, το
οποίον μετατοπίζεται ένθεν κι ένθεν λόγω της παρουσίας της τρομπέτας, αλλά και
του τσέλου τού guest Σταύρου Παργινού. Πύρινο σόλο από τον Αθανασιάδη στην
κιθάρα, με την «πινκ-φλοϋντική» ρυθμική βάση να προκαλεί το άπαν. Το “A brave
face”, που ανοίγει τη δεύτερη πλευρά, είναι ένα «ανεβαστικό», ένα αισιόδοξο
τραγούδι, κάτι που δεν έχει να κάνει μόνο με τους στίχους, αλλά και με
την ευρύτερη «διαρρύθμισή» του· με την, πάντα, πρώτης τάξεως κιθαριστική
δουλειά. Σε κάπως πιο progressive φόρμες κινείται το “Permian
vacation” με τις συνομιλίες φλάουτου-κιθάρας και τα γεμίσματα του Παυλή να
κυριαρχούν στην αρχή και βεβαίως με τα πιο απλωμένα-επικά soli τού Αθανασιάδη στη συνέχεια. Το έσχατο track έχει τίτλο “Unprotected in the world” και πέραν
των στίχων του, που επιχειρούν και πάλι να εντοπίσουν ένα φωτεινό άνοιγμα μέσα
στο αδιέξοδο, είναι ένα ακόμη τραγούδι χτισμένο με τα δομικά υλικά του rock των
late 60s-early 70s, ιδωμένα όμως μέσα από μία, σύγχρονη σημερινή οπτική.
«Μια ωραία Παραλία με χρυσή άμμο, ένα καλοκαιρινό
σαββατιάτικο πρωινό. Η Θάλασσα χαϊδεύει απαλά την ακτή,
με τον Ήλιο ν’ αρχίζει να καίει σαν φωτιά. Κάπου στη σκιά ένας Άνθρωπος επιχειρεί
να προστατευτεί από τον άγριο καλοκαιρινό Ήλιο, προσπαθώντας να ανταπεξέλθει στην καυτή πραγματικότητα.
Έχει νυχτώσει. Το ψωμί αρχίζει να σαπίζει. Αλλά ο Απόστολος Παύλος είναι εκείνος που θα παρεμβάλλει
ανάμεσα στον Άνθρωπο και τον Ήλιο το πολύχρωμο βιτρώ της ‘Ιερής Γάτας’. Ο Άνθρωπος δεν μπορεί
να αντισταθεί, και πέφτει να κοιμηθεί κάτω από τη σκιά της…».
Η ιστορία, ή καλύτερα η παραβολή, δεν
σταματάει εκεί, είναι όμως η αρχή της. Είναι η κεντρική ιδέα, το concept του
πιο καινούριου LP των Voyage Limpid Sound –ένα σχήμα που το είχαμε
πρωτογνωρίσει πίσω στο 2000 με το “Electronically Enhanced Dream”– ενός
«ταγμένου» pop άλμπουμ,
που δημιουργήθηκε με προφανή αγάπη σε όλα τα επίπεδα. Βαρύ βινύλιο, ακόμη πιο
βαρύ cover (στη λογική
των sixties
αμερικανικών), γραμματοσειρές που… παραπέμπουν στις ανάλογες της τεξανής International Artists,
με τη δική τους… Pop Parable να
ανακαλεί στη μνήμη μου την “The Parable of the Arable Land” των Red Crayola. Ουδεμία σχέση. Οι ομοιότητες σταματούν
εκεί. Οι Voyage Limpid Sound
(Σέργιος Βούδρης φωνή, πιάνο, μπάσο, Χρήστος Νυφλής βαρύτονη κιθάρα, φωνητικά,
Νίκος Τριανταφύλλου τύμπανα, φωνητικά, Ζωή Λιανού πιάνο, φωνή, φωνητικά,
Αντώνης Νυφλής τενόρο κιθάρα, φωνητικά, Πάνος Γιαννακάκης μπάσο, φωνητικά)
είναι ένα καθαρό pop
σχήμα, που στηρίζεται στις ιδέες, τις συνθέσεις και την θαυμάσια φωνή του
Σέργιου Βούδρη, προβάλλοντας τη δική του ιστορία, συλλαμβάνοντας σε όλα τα
επίπεδα τα καλύτερα στοιχεία από την (υψηλή) pop αφήγηση. Το να αρχίζει να ψάχνει κάποιος για αναφορές είναι,
ίσως, μάταιο –και τούτο επειδή το “Nightly Sing Songs/ Songs from a vesper” [Linger On Records, 2012] δεν έχει
ανάγκη τους παραλληλισμούς–, αν και η «έντεχνη» βρετανική pop των Beatles πρώτων-πρώτων,
και από ’κει και πέρα των Moody Blues,
των Gods, των Fox και βεβαίως η υψηλή
παρακαταθήκη των Beach Boys
και των Walker Brothers,
όσον αφορά στη γενικότερη φωνητική διαχείριση, είναι δεδομένα που δεν μπορείς
με κανέναν τρόπο να τα παραβλέψεις. Εκείνο, πάντως, που, σε κάθε περίπτωση,
έχει σημασία να ειπωθεί είναι πως οι Voyage Limpid Sound έκαναν ένα άλμπουμ, που ακούγεται με χαρακτηριστική άνεση,
που βρίθει ωραίων μελωδιών και που μπορεί να τραγουδηθεί άφοβα και αθόρυβα, από
οποιονδήποτε, και με την πρώτη ευκαιρία.
Voyage Limpid Sound rule!
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://youtu.be/s6sa7gPhSEw
ΑπάντησηΔιαγραφήthanks for the encouraging review!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή