Ο ελληνικός κινηματογράφος έχει να επιδείξει σημαντικές
ταινίες από το 2010 και μετά. Ταινίες όλων των ειδών, που επιχείρησαν να
αρθρώσουν στιβαρό κινηματογραφικό λόγο, αφηγούμενες κάποιες ιστορίες, που να
αφορούν όλους μας, αποτυπώνοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εποχής.
Η χρηματοπιστωτική κρίση που ξεκίνησε στην αρχή της περασμένης δεκαετίας, και που εξελίχθηκε σε μία συνολικότερη κοινωνική και πολιτισμική κρίση, έδωσε την αφορμή για να γραφούν ουκ ολίγα σενάρια, που περιλαμβάνουν ποικίλες εκδοχές της – σενάρια, που μετατράπηκαν στην πορεία σε αξιόλογα κινηματογραφικά έργα. Ένα από αυτά τα πιο συναρπαστικά οπτικά και ακέραια ιδεολογικά έργα ήταν και «Ο Εχθρός μου», από το 2013, σε σενάριο Γιάννη Τσίρου και σκηνοθεσία Γιώργου Τσεμπερόπουλου.
Ο Γ. Τσεμπερόπουλος είναι εκείνο που λέμε «παλιά καραβάνα», αλλά παρ’ όλα αυτά, παρότι ξεκίνησε να σκηνοθετεί ήδη από το 1974 (το ιστορικό ντοκιμαντέρ «Μέγαρα» μαζί με τον Σάκη Μανιάτη), δεν έχει να παρουσιάσει μεγάλο σε ποσότητα έργο.
Μόλις πέντε ταινίες είναι η συνολική παραγωγή του, με τις αισθηματικές ή δραματικές «Ξαφνικός Έρωτας» (1984), «Άντε Γεια...» (1991) και «Πίσω Πόρτα» (2000) να αγαπιούνται από το κοινό και να κάνουν ουκ ολίγα εισιτήρια.
Ακριβοθώρητος, λοιπόν, σαν σκηνοθέτης, ο Γ. Τσεμπερόπουλος θα κάνει ένα μεγάλο comeback το 2013, σκηνοθετώντας την κορυφαία και, συνάμα, την τελευταία έως ώρας ταινία του, που ήταν «Ο Εχθρός μου». Μια ταινία τελείως διαφορετική απ’ όλες τις προηγούμενές του, με βαθύ κοινωνικό προβληματισμό και σίγουρα με νοήματα, που ξεπερνούν τους κλασικούς μανιχαϊσμούς, ψηλαφώντας στις άκρες της ανθρώπινης ύπαρξης.
Το εξαιρετικό, σφιχτοδεμένο και αντι-ηρωικό σενάριο του Γιάννη Τσίρου βρίσκει στην σκηνοθετική ματιά του Γιώργου Τσεμπερόπουλου τον καλύτερο εκφραστή του. Το λέμε, γιατί τα σενάρια αποτελούν μόνιμο πρόβλημα του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου (ας μείνουμε στον σύγχρονο) πνιγμένα στις εκτός ορίων απιθανότητες ή τις τραβηγμένες από τα μαλλιά εξελίξεις.
Το λεγόμενο weird cinema έχει οπωσδήποτε τις «ευθύνες» του γι’ αυτό, καθώς, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, έχει επηρεάσει πλείστους όσους σκηνοθέτες μας – όταν όμως, ως θεατής, βρεθείς αντιμέτωπος, κάποια στιγμή, μ’ ένα σοβαρό, ρεαλιστικό σενάριο, που αποτυπώνει σκληρές καθημερινές καταστάσεις, τότε αμέσως αντιλαμβάνεται την διαφορά. Νοιώθεις, δηλαδή, πως αυτό που βλέπεις σε αφορά 100%, και καθώς μπαίνεις αναγκαστικά στη θέση του ήρωα (γιατί είναι κάποιος σαν κι εσένα, κάποιος που σου μοιάζει) γίνεσαι κι εσύ μέρος της ταινίας. Καλείσαι έτσι, δι’ αυτού του τρόπου, να πάρεις θέση, και να βρεις τις δικές σου λύσεις στα αρχέγονα διλήμματα που αναδύονται.
Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι η ταινία να μην ολοκληρώνεται στην αίθουσα, στο πανί, ή στην οθόνη της τηλεόρασης και του υπολογιστή, αλλά να συνεχίζει να σε απασχολεί καιρό μετά την προβολή της.
Με λίγα λόγια το στόρι...
Ένας 50άρης γεωπόνος, οικογενειάρχης, με σύζυγο και δυο παιδιά, που έχει μεγαλώσει στην εφηβεία και στα φοιτητικά χρόνια του με το ουμανιστικό πνεύμα της Αριστεράς, δέχεται, νύχτα, στο σπίτι του, μία βίαιη επίθεση από μια συμμορία μασκοφόρων ληστών.
Η κόρη του βιάζεται, ενώ ο ίδιος, η γυναίκα του και γιος του βασανίζονται ανελέητα. Καλείται λοιπόν, ο γεωπόνος, να επιλέξει τρόπο αναμέτρησης, όχι μόνον μ’ αυτούς που εγκλημάτησαν ενώπιόν του, μέσα στο άσυλό του, αλλά κυρίως (να αναμετρηθεί) με τις ιδέες του, να μετρήσει την ανεκτικότητά του, την ανοχή του ή και την μεγαθυμία του αν θέλετε, ειδάλλως, στην αντίθετη περίπτωση, να κονιορτοποιηθεί από την τυφλή εκδίκηση και το μίσος προς τον «ξένο», υιοθετώντας αντικοινωνική, δηλαδή μία το ίδιο εγκληματική συμπεριφορά.
Ο γεωπόνος θα βρει πρόσκαιρο αποκούμπι σ’ έναν γείτονά του ξενοφοβικό, που έχει αποτυπώσει με τις κάμερές του τους εισβολείς, θα εντοπίσει αυτόν που βίασε την κόρη του, αποφασίζοντας τελικά να πάρει τον νόμο στα χέρια του, μεταπίπτοντας στην αυτοδικία –κατά τον τρόπο, ας πούμε, του αρχιτέκτονα Πολ Κέρσι (Charles Bronson) στο κλασικό “Death Wish” (1974) του Michael Winner– διαλύοντας, με την συγκεκριμένη συμπεριφορά, την πανικοβλημένη οικογένειά του και καταστρέφοντας την καθημερινότητά του.
Η χρηματοπιστωτική κρίση που ξεκίνησε στην αρχή της περασμένης δεκαετίας, και που εξελίχθηκε σε μία συνολικότερη κοινωνική και πολιτισμική κρίση, έδωσε την αφορμή για να γραφούν ουκ ολίγα σενάρια, που περιλαμβάνουν ποικίλες εκδοχές της – σενάρια, που μετατράπηκαν στην πορεία σε αξιόλογα κινηματογραφικά έργα. Ένα από αυτά τα πιο συναρπαστικά οπτικά και ακέραια ιδεολογικά έργα ήταν και «Ο Εχθρός μου», από το 2013, σε σενάριο Γιάννη Τσίρου και σκηνοθεσία Γιώργου Τσεμπερόπουλου.
Ο Γ. Τσεμπερόπουλος είναι εκείνο που λέμε «παλιά καραβάνα», αλλά παρ’ όλα αυτά, παρότι ξεκίνησε να σκηνοθετεί ήδη από το 1974 (το ιστορικό ντοκιμαντέρ «Μέγαρα» μαζί με τον Σάκη Μανιάτη), δεν έχει να παρουσιάσει μεγάλο σε ποσότητα έργο.
Μόλις πέντε ταινίες είναι η συνολική παραγωγή του, με τις αισθηματικές ή δραματικές «Ξαφνικός Έρωτας» (1984), «Άντε Γεια...» (1991) και «Πίσω Πόρτα» (2000) να αγαπιούνται από το κοινό και να κάνουν ουκ ολίγα εισιτήρια.
Ακριβοθώρητος, λοιπόν, σαν σκηνοθέτης, ο Γ. Τσεμπερόπουλος θα κάνει ένα μεγάλο comeback το 2013, σκηνοθετώντας την κορυφαία και, συνάμα, την τελευταία έως ώρας ταινία του, που ήταν «Ο Εχθρός μου». Μια ταινία τελείως διαφορετική απ’ όλες τις προηγούμενές του, με βαθύ κοινωνικό προβληματισμό και σίγουρα με νοήματα, που ξεπερνούν τους κλασικούς μανιχαϊσμούς, ψηλαφώντας στις άκρες της ανθρώπινης ύπαρξης.
Το εξαιρετικό, σφιχτοδεμένο και αντι-ηρωικό σενάριο του Γιάννη Τσίρου βρίσκει στην σκηνοθετική ματιά του Γιώργου Τσεμπερόπουλου τον καλύτερο εκφραστή του. Το λέμε, γιατί τα σενάρια αποτελούν μόνιμο πρόβλημα του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου (ας μείνουμε στον σύγχρονο) πνιγμένα στις εκτός ορίων απιθανότητες ή τις τραβηγμένες από τα μαλλιά εξελίξεις.
Το λεγόμενο weird cinema έχει οπωσδήποτε τις «ευθύνες» του γι’ αυτό, καθώς, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, έχει επηρεάσει πλείστους όσους σκηνοθέτες μας – όταν όμως, ως θεατής, βρεθείς αντιμέτωπος, κάποια στιγμή, μ’ ένα σοβαρό, ρεαλιστικό σενάριο, που αποτυπώνει σκληρές καθημερινές καταστάσεις, τότε αμέσως αντιλαμβάνεται την διαφορά. Νοιώθεις, δηλαδή, πως αυτό που βλέπεις σε αφορά 100%, και καθώς μπαίνεις αναγκαστικά στη θέση του ήρωα (γιατί είναι κάποιος σαν κι εσένα, κάποιος που σου μοιάζει) γίνεσαι κι εσύ μέρος της ταινίας. Καλείσαι έτσι, δι’ αυτού του τρόπου, να πάρεις θέση, και να βρεις τις δικές σου λύσεις στα αρχέγονα διλήμματα που αναδύονται.
Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι η ταινία να μην ολοκληρώνεται στην αίθουσα, στο πανί, ή στην οθόνη της τηλεόρασης και του υπολογιστή, αλλά να συνεχίζει να σε απασχολεί καιρό μετά την προβολή της.
Με λίγα λόγια το στόρι...
Ένας 50άρης γεωπόνος, οικογενειάρχης, με σύζυγο και δυο παιδιά, που έχει μεγαλώσει στην εφηβεία και στα φοιτητικά χρόνια του με το ουμανιστικό πνεύμα της Αριστεράς, δέχεται, νύχτα, στο σπίτι του, μία βίαιη επίθεση από μια συμμορία μασκοφόρων ληστών.
Η κόρη του βιάζεται, ενώ ο ίδιος, η γυναίκα του και γιος του βασανίζονται ανελέητα. Καλείται λοιπόν, ο γεωπόνος, να επιλέξει τρόπο αναμέτρησης, όχι μόνον μ’ αυτούς που εγκλημάτησαν ενώπιόν του, μέσα στο άσυλό του, αλλά κυρίως (να αναμετρηθεί) με τις ιδέες του, να μετρήσει την ανεκτικότητά του, την ανοχή του ή και την μεγαθυμία του αν θέλετε, ειδάλλως, στην αντίθετη περίπτωση, να κονιορτοποιηθεί από την τυφλή εκδίκηση και το μίσος προς τον «ξένο», υιοθετώντας αντικοινωνική, δηλαδή μία το ίδιο εγκληματική συμπεριφορά.
Ο γεωπόνος θα βρει πρόσκαιρο αποκούμπι σ’ έναν γείτονά του ξενοφοβικό, που έχει αποτυπώσει με τις κάμερές του τους εισβολείς, θα εντοπίσει αυτόν που βίασε την κόρη του, αποφασίζοντας τελικά να πάρει τον νόμο στα χέρια του, μεταπίπτοντας στην αυτοδικία –κατά τον τρόπο, ας πούμε, του αρχιτέκτονα Πολ Κέρσι (Charles Bronson) στο κλασικό “Death Wish” (1974) του Michael Winner– διαλύοντας, με την συγκεκριμένη συμπεριφορά, την πανικοβλημένη οικογένειά του και καταστρέφοντας την καθημερινότητά του.
Ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος, εκμεταλλευόμενος το άριστο σενάριο
που έχει στα χέρια του, στήνει ένα εκπληκτικό θρίλερ, με σχεδόν καθόλου
«κοιλιά», κάτι ούτως ή άλλως σπάνιο στον ελληνικό κινηματογράφο,
προετοιμάζοντας πόντο με πόντο το τελείως αναπάντεχο τέλος του. Ένα τέλος
«ανοιχτό» σε ερμηνείες, το οποίο αντιμετωπίζεται στο επίπεδο της αυτοτιμωρίας και
της αυτοφυλάκισης – καθώς οι θεσμοί αδυνατούν να δώσουν λύση στην υπόθεση,
ενταγμένοι και αυτοί μέσα στην γενικότερη απαξία, που έχει επιφέρει η κρίση.
Απίστευτος, στον πρώτο πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Μανώλης
Μαυροματάκης ως γεωπόνος Κώστας Στασινός –με φυσιογνωμία που παραπέμπει σε
νεότερο Γούντι Άλεν, θυμίζοντας με το παίξιμό του κάτι από Ντάστιν Χόφμαν– και από
καλοί και πάνω όλοι οι άλλοι ρόλοι, με πρώτον ανάμεσά τους τον Γιώργο Γάλλο (ως
παρανοημένο, ρατσιστή γείτονα).
Η ταινία, που έχει και πολύ ωραία μουσική, γραμμένη από τον Άκη Δαούτη, περιττό να το πούμε πως παρακολουθείται με κομμένη την ανάσα, διαθέτοντας έναν εντελώς σπάνιο για το ελληνικό σινεμά ακαταπόνητο ρυθμό και μια συγκλονιστική κλιμάκωση του άγχους, που την συναντάς μόνο σε έργα μεγάλων μετρ.
«Ο Εχθρός μου» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου είναι ένα εκπληκτικό φιλμ, αναμφισβήτητα ένα από τα σημαντικότερα της περασμένης δεκαετίας, αν όχι το πιο σημαντικό, που πρέπει να λάβει πολύ μπροστινή θέση στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.
Γιώργος Τσεμπερόπουλος |
Η ταινία, που έχει και πολύ ωραία μουσική, γραμμένη από τον Άκη Δαούτη, περιττό να το πούμε πως παρακολουθείται με κομμένη την ανάσα, διαθέτοντας έναν εντελώς σπάνιο για το ελληνικό σινεμά ακαταπόνητο ρυθμό και μια συγκλονιστική κλιμάκωση του άγχους, που την συναντάς μόνο σε έργα μεγάλων μετρ.
«Ο Εχθρός μου» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου είναι ένα εκπληκτικό φιλμ, αναμφισβήτητα ένα από τα σημαντικότερα της περασμένης δεκαετίας, αν όχι το πιο σημαντικό, που πρέπει να λάβει πολύ μπροστινή θέση στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.
Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό YELLOW BOX (τεύχος #12, Φεβρουάριος-Μάρτιος 2022)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου