Καινούριο γκρουπ, πρότζεκτ, πείτε το όπως θέλετε, οι Vega Trails αποτελούνται
εκ των Milo Fitzpatrick
(γνωστός από τους Portico Quartet)
σε κοντραμπάσο, πιάνο, πλήκτρα, κρουστά, ηλεκτρονικά, λούπες, Jordan Smart (από Mammal Hands, Sunda Arc) σε σοπράνο & τενόρο σαξόφωνα,
μπάσο κλαρίνο, νέι, λούπες και Brett Cox σε ηλεκτρονικά, samples.
Ως τρίο, οι Vega Trails, κυκλοφορούν τώρα το πρώτο άλμπουμ τους, που αποκαλείται “Tremors in the Static” [Gondwana Records / AN Music, 2022] και το οποίον περιέχει εννέα tracks, ηχογραφημένα σε κάποια εκκλησία. Η επιλογή του τόπου ηχογράφησης λογικώς δεν είναι τυχαία – και κάνει «μπαμ» από την αρχή.
Θέλουμε να πούμε πως από τις πρώτες κιόλας νότες αντιλαμβάνεσαι πως η αντήχηση ενός κάποιου χώρου, ειδικού, παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξη της εγγραφής, η οποία, και σε κάθε περίπτωση, δεν κρύβει την «πνευματικότητά» της. Όχι με την έννοια, που είχε αυτή στην αμερικάνικη jazz του Coltrane και του Ayler, μα με μία (έννοια) περισσότερο ευρωπαϊκή ή βορειοευρωπαϊκή. Δεν είναι τυχαία εξάλλου η αναφορά, στο bandcamp των Vega Trails, του θρυλικού άλμπουμ “Jazz på Svenska” (1964) του σουηδού πιανίστα Jan Johansson, ως μια άμεση (και μάλλον προφανή θα προσθέταμε) επιρροή, μαζί με κάποια νανουρίσματα ηχογραφημένα από την ισπανίδα σοπράνο Montserrat Figueras, αλλά και δίσκων όπως το “Closeness” (1976) του Charlie Haden.
Με τέτοιες βάσεις οι
τρεις μουσικοί, Fitzpatrick,
Smart και Cox, κατέρχονται στον
ηχογραφικό στίβο, δίνοντας τεράστια σημασία στην παραγωγή μιας συνεχούς
μελωδικής ροής, ικανής να δημιουργεί κάπως τελετουργικές ή και εκστατικές
καταστάσεις.
Τα σαξόφωνα, το κοντραμπάσο, μαζί με τα πλήκτρα και τα υπόλοιπα ηλεκτρονικά εφφέ, πολλαπλασιάζονται ακουστικώς, μέσω της αρχιτεκτονικής του ναού, ενώ ένα αίσθημα-ΕCM φαίνεται πως κυριαρχεί επί των συνθέσεων, που παραμένουν «σοβαρές», αργές και υποβλητικές – και τούτο ανεξαρτήτως της διάρκειάς τους (από δύο λεπτά έως λίγο επάνω από τα έξι).
Ως τρίο, οι Vega Trails, κυκλοφορούν τώρα το πρώτο άλμπουμ τους, που αποκαλείται “Tremors in the Static” [Gondwana Records / AN Music, 2022] και το οποίον περιέχει εννέα tracks, ηχογραφημένα σε κάποια εκκλησία. Η επιλογή του τόπου ηχογράφησης λογικώς δεν είναι τυχαία – και κάνει «μπαμ» από την αρχή.
Θέλουμε να πούμε πως από τις πρώτες κιόλας νότες αντιλαμβάνεσαι πως η αντήχηση ενός κάποιου χώρου, ειδικού, παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξη της εγγραφής, η οποία, και σε κάθε περίπτωση, δεν κρύβει την «πνευματικότητά» της. Όχι με την έννοια, που είχε αυτή στην αμερικάνικη jazz του Coltrane και του Ayler, μα με μία (έννοια) περισσότερο ευρωπαϊκή ή βορειοευρωπαϊκή. Δεν είναι τυχαία εξάλλου η αναφορά, στο bandcamp των Vega Trails, του θρυλικού άλμπουμ “Jazz på Svenska” (1964) του σουηδού πιανίστα Jan Johansson, ως μια άμεση (και μάλλον προφανή θα προσθέταμε) επιρροή, μαζί με κάποια νανουρίσματα ηχογραφημένα από την ισπανίδα σοπράνο Montserrat Figueras, αλλά και δίσκων όπως το “Closeness” (1976) του Charlie Haden.
Τα σαξόφωνα, το κοντραμπάσο, μαζί με τα πλήκτρα και τα υπόλοιπα ηλεκτρονικά εφφέ, πολλαπλασιάζονται ακουστικώς, μέσω της αρχιτεκτονικής του ναού, ενώ ένα αίσθημα-ΕCM φαίνεται πως κυριαρχεί επί των συνθέσεων, που παραμένουν «σοβαρές», αργές και υποβλητικές – και τούτο ανεξαρτήτως της διάρκειάς τους (από δύο λεπτά έως λίγο επάνω από τα έξι).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου