Οι φίλοι από την Αμερική δεν μας ξεχνούν… Νέες τζαζ
κυκλοφορίες (και εν όψει εορτών), που υπενθυμίζουν την βαθειά (και βαριά)
παράδοση του είδους…
KEVIN COELHO: Turn it Up [Chicken Coup, 2013]
Ο Kevin Coelho
είναι το νέο μεγάλο όνομα του hammond organ.
«Νέο» οπωσδήποτε αφού πρόκειται για έναν μουσικό μόλις 18 ετών, αλλά και
«μεγάλο» αφού άπαντες συμφωνούν – ξεκινώντας από τους δασκάλους του, τον Tony Monaco κατ’
αρχάς στην εταιρεία του οποίου ηχογραφεί, τους συναδέλφους του στο κύκλωμα των clubs, τα έντυπα και τα sites (“The essence of funk and groove” έγραψε το JazzTimes)– πως ο Coelho μπορεί
να πάει το όργανο στην επόμενη φάση του. Anyway. Αν και δεν είμαι σίγουρος τι μπορεί να σημαίνει ακριβώς
«επόμενη φάση», μετά μάλιστα από τα κατορθώματα του ’60, ένα είναι βέβαιο. Πως
ο νεαρός Αμερικανός είναι ένας θαυμάσιος παίκτης, με απόλυτο έλεγχο του ήχου
του οργάνου (ο Booker T. Jones δεν
παύει, βεβαίως, να είναι μία τρανή αναφορά), με πολύ ευρηματικό «κράτημα» του
μπάσου, και βεβαίως με όλη ή έστω αρκετή από την groove κουλτούρα
να ρέει… στα αυτιά του πρώτα-πρώτα. Εννοώ, δηλαδή, πως ο Coelho αν και μόλις στα 18 έχει ακούσει
πολλή μουσική (soul, jazz, pop… τέτοια πράγματα εννοώ), πράγμα που
δεν παραλείπει να το δείχνει όχι μόνο στα live (απαραίτητο), μα και στη δισκογραφία. Έτσι, αν και το σχήμα
του (ο Derek DiCenzo
είναι στην κιθάρα και ο Reggie Jackson
στα ντραμς) δεν παραλείπει να διασκευάσει ζωντανά «τα πάντα» (από Stevie Wonder μέχρι
και Jay-Z), έρχεται το δεύτερο αυτό
προσωπικό CD τού trio, προκειμένου να
καταφανεί ο τρόπος δια του οποίου επανέρχονται στο τώρα συνθέσεις και τραγούδια
από ένα μεγάλο φάσμα του γλόμπου. “Root down” (Jimmy Smith), “Soft and wet” (Prince), “Come together” (The Beatles), “The world is a ghetto” (The War), μα ακόμη στάνταρντ (“Georgia on my mind”) και παραδοσιακά (η φοβερή
version στο “When Johnny comes marching home”)
που δίνουν τη δυνατότητα στον Coelho να αντιπαρατεθεί με «ύμνους» βγαίνοντας παλληκάρι. Δίχως
περιαυτολογίες και εφετζίδικες προσεγγίσεις, με ήχο γεμάτο και κάπως «ομιχλώδη»
(κάπως βαθύ εννοώ και όχι πριμάτο), βεβαίως με απροκάλυπτη φαντασία
(χρειάζεται όταν περνάς με τέτοιο τρόπο πάνω από το “The world is a ghetto”), αλλά και με
προσωπική συνθετική τόλμη (καθότι απαιτείται και αυτή, όταν επιχειρείς να
«χώσεις» ένα δικό σου κομμάτι ανάμεσα στο “When Johnny…” και το “Georgia on my mind”),
ο Kevin Coelho
δεν πράττει τίποτ’ άλλο στο “Turn it Up” παρά
να διατρανώνει, με τον πλέον σαφή τρόπο, πως το μέλλον είναι δικό του.
Επαφή: www.chickencouprecords.com
MATT WILSON QUARTET + JOHN MEDESKI: Gathering
Call [Palmetto, 2013]
Να και μια κυκλοφορία που έφθασε στα χέρια μου πριν λίγες
ημέρες, και η οποία –όπως διαβάζω– θα είναι διαθέσιμη μετά τις 21 Ιανουαρίου
του 2014. Πρόκειται για το “Gathering Call”
του ντράμερ Matt Wilson.
Ο Wilson (γεννημένος το
1964 στο Knoxville του Illinois)
απασχολεί τη σκηνή από τα χρόνια του ’80 όντας μέλος σε μπάντες που οδηγούσαν οι
Joe Lovano, John Scofield, Charlie Haden, Lee Konitz κ.ά.,
συνεργαζόμενος στην διαδρομή με τους Herbie Hancock, Elvis Costello,
John Zorn, Bill Frisell, Marshall Allen και
πάει λέγοντας. Με προσωπική καριέρα που αριθμεί ένδεκα άλμπουμ (το “Gathering Call” είναι το ενδέκατο), ο Wilson είναι
ένας θεράπων του groove,
με τα… hard bop άλμπουμ του να πέφτουνε κατά ριπάς. Έτσι λοιπόν και στο
παρόν συμπράττει με τους Jeff Lederer σαξόφωνα, κλαρινέτο, Kirk Knuffke κορνέτα και Chris Lightcap μπάσο,
μα ακόμη και με τον φιλοξενούμενό του (αλλά και κάτι παραπάνω) πιανίστα John Medeski. Wilson
και Medeski γνωρίζονταν
από τα late 80s, όταν και οι δύο είχαν
συμμετάσχει σε μια μορφή της Either/Orchestra του
Russ Gershon. Ίσως δε το
σπινθηροβόλο πνεύμα εκείνης της θαυμάσιας ορχήστρας να αποτελεί ακόμη μία
αναφορά στη μουσική του Wilson,
η οποία, όταν δεν ακροβατεί πάνω σε bop passages, μπλέκεται σε κάτι «περίεργα» μονοπάτια, που θα μπορούσε
να οδηγούν ακόμη και στον ήχο της Tzadik [“Hope
(For the cause)”]. Το αποτέλεσμα,
πάντως, καθορίζεται από τον τρόπο που αποδίδονται τα στάνταρντ (συνθέσεις των Duke Ellington π.χ.,
ή παραδοσιακά τύπου “Juanita”)
και τα bop θέματα (όπως το “Pumpkin’s delight”
του Charlie Rouse – απίθανο!), βεβαίως από τα κομμάτια του ιδίου του Wilson, μα ακόμη και από το “If I were a boy” της Beyoncé (πάντα η jazz, είτε στην πιο λαϊκή,
είτε στην πιο «προχώ» μορφή της, είχε μία καλή κουβέντα για την pop, ακόμη και όταν –η pop– δεν την άξιζε).
Το “Gathering Call”
είναι ένα 55λεπτο άλμπουμ με άψογη… διαρρύθμιση. Τούτη δε το κάνει εύκολο στο
αυτί (χωρίς να είναι) και βασικά απολαυστικό (είναι σίγουρα).
Επαφή: www.palmetto-records.com
GEORGE COTSIRILOS TRIO: Variations [OA2
Records, 2013]
George Cotsirilos.
Ένας ελληνικής καταγωγής κιθαρίστας της jazz, ο οποίος διαπρέπει τα τελευταία χρόνια στη σκηνή του Bay (San Francisco). Με σημαντικό
παρελθόν σε blues και jazz σχήματα, και με
συνεργασίες με ονόματα όπως εκείνα των Pharoah Sanders, Etta James, Chuck Israels κ.ά., ο George Cotsirilos πορεύεται τα
τελευταία χρόνια μ’ ένα δικό του σχήμα, το οποίο συναποτελούν οι Robb Fisher μπάσο και Ron Marabuto ντραμς.
Όπως είχα γράψει και παλαιότερα, με αφορμή το προηγούμενο CD τού trio “Past Present” [OA2, 2010]… τo ύφος του ελληνοαμερικανού
κιθαριστή, όπως και των υπολοίπων δύο μουσικών που τον συνοδεύουν, είναι
χαρακτηριστικό της Bay area, υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει στάνταρντ, αλλά
και original συνθέσεις σε bop ή latin φόρμες, όλα και όλες κοντά στο easy,
contemporary κλίμα της ευρείας περιοχής (Δυτική Ακτή). Η ίδια ακριβώς διαδρομή
ακολουθείται και στο “Variations”.
Υπάρχουν οι bop/ contemporary
συνθέσεις του Cotsirilos,
τα στάνταρντ (το “But beautiful”
των Johnny Burke και
Jimmy Van
Heusen), το latin στοιχείο (το
αντιπροσωπεύει και το “Doce presence” των Ivan Lins & Vitor Martins), μα ακόμη και το latin/classic κιθαριστικό σε κομμάτια όπως το “Justin case” (ο Cotsirilos έχει σπουδάσει κλασική κιθάρα στο San Francisco Conservatory of Music)… Το συνολικό αποτέλεσμα εμφανίζει μιαν απλότητα και μιαν αμεσότητα,
που σε παρασύρει. Ήτοι, πενήντα λεπτά καλοπαιγμένης και εκφραστικότατης jazz, απλής στην παρουσίασή της, αλλά πολύ «δουλεμένης» όσον αφορά στην
εσωτερική δομή και «επικοινωνία» της. Η δε εναλλαγή ηλεκτρικής και ακουστικής
κιθάρας, όπου αυτή συμβαίνει, μόνο θετικώς μπορεί να δράσει στο γενικότερο
κλίμα.
FRED
HERSCH AND JULIAN LAGE: Free Flying [Palmetto, 2013]
Τα
duo δεν είναι εύκολη υπόθεση, γενικώς. Η
μουσική που παράγεται από σχήματα των δύο μπορεί να είναι πλήρης, αλλά
ταυτοχρόνως είναι και «γυμνή», κι επειδή στερείται σχεδόν πάντα ενός κλασικού rhythm section (μπάσο, ντραμς) απαιτεί
ιδιαίτερη προσήλωση και ικανότητα (όταν δεν είναι… free spirit) στην άρθρωση της μελωδικό-αρμονικής
γλώσσας. Φυσικά, δύο όργανα, όπως το πιάνο και η κιθάρα για παράδειγμα, μπορούν
να καλύψουν, συχνά και με το παραπάνω, την απουσία του ρυθμικού τμήματος, αλλά
και πάλι οι προϋποθέσεις για την επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος δεν είναι
αμελητέες. Ο άσσος πιανίστας Fred Hersch ας πούμε, που έχει μεγάλη έφεση στα ντούο,
επιχειρεί σ’ ένα σχήμα πιάνο-κιθάρα μετά από 15 χρόνια (τόσα μεσολαβούν από
το “Songs we Know”, τη συνεργασία του με
τον Bill Frisell στην Nonesuch, το 1998)… και αυτό
συμβαίνει τώρα, στο “Free Flying”, στο άλμπουμ που μοιράζεται δηλαδή με τον νεαρό κιθαρίστα Julian Lage. Αν και το υλικό
αποτελείται βασικά από συνθέσεις του Hersch (υπάρχουν και δύο covers, στο “Beatrice” του Sam Rivers και στο “Monk’s dream” του Thelonious Monk), γνωστές οι πιο πολλές στους fans του παίκτη από προηγούμενες
δουλειές του, η προσαρμογή τους στο setting πιάνο-κιθάρα τις καθιστά,
αυτομάτως, καινούριες. Κάτι για το οποίο δεν ευθύνεται μόνον το «ζωντανό» του πράγματος
(ηχογράφηση στο Jazz at Kitano της Νέας Υόρκης, τον
Φεβρουάριο του 2013), αλλά και η επικοινωνία που έχει αναπτυχθεί μεταξύ των δύο
μουσικών. Ο 26χρονος κιθαρίστας Lage μπορεί να είναι αρκετά νεότερος
του 58χρονου πιανίστα Hersch, μοιράζεται όμως μ’
εκείνον το ίδιο πάθος και την ίδια αντίληψη για την λειτουργία των soli, τα οποία, στο “Free Flying” δεν είναι σαφώς οριοθετημένα· είναι φανερό δηλαδή πως τούτα παίρνουν σχήμα εκεί, επί τόπου, στη
σκηνή του club, δίχως να υποβάλλονται σε
εμφανείς περιορισμούς. Είναι, εν τοιαύτη περιπτώσει, η γλώσσα, η γραμματική και
το συντακτικό της jazz κατεκτημένα από τον Hersch από χρόνια, αλλά οικεία και στον Lage παρά το νεαρό της ηλικίας του, που δίνουν «ύψος» στην παραγωγή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου