Ένα από τα πολλά που με προβληματίζουν, μ’ ενοχλούν, μ’ εκνευρίζουν
και με απογοητεύουν στον καιρό της κρίσης, αλλά κυρίως της «κρίσης», είναι η γαϊδουριά
τού «δεν πληρώνω» πουθενά και τίποτα… Εν ολίγοις, παγιώνονται καταστάσεις που
θα ’ναι δύσκολο ν’ αλλάξουν… αύριο, όταν και άμα… βγούμε από το τούνελ, αφού οι
κακές συνήθειες φαίνεται πως ριζώνουν όλο και βαθύτερα στην κοινωνία. Αυτό
είναι ένα από τα μεγάλα αποσιωπηθέντα εγκλήματα του μνημονίου. Το να χαθεί (η
χαμένη ούτως ή άλλως) εμπιστοσύνη ανάμεσα στους πολίτες και το κράτος το
αντιλαμβάνομαι (δεν χρειάζονται επεξηγήσεις π.χ. για τα λεφτά των ασφαλιστικών
ταμείων που «κουρεύτηκαν», διάβαζε φαγώθηκαν από τους επιτηδείους), αλλά το να χαθεί η εμπιστοσύνη
μεταξύ των πολιτών είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να μας συμβεί. Οδηγούμαστε
ολοταχώς σε ζούγκλα, και μάλιστα με μη αναστρέψιμες διαδικασίες. Κάποιοι,
πολλοί, λίγοι, δεν ξέρω (μάλλον πολλοί) έχουν φθάσει στο σημείο, επικαλούμενοι
την κρίση, να μην συνεισφέρουν ούτε δεκάρα για το κοινό καλό. Στις πολυκατοικίες
π.χ. οι μισές οικογένειες δεν πληρώνουν πλέον κοινόχρηστα (και όχι γιατί, πάντα, δεν
έχουν), ενώ στις όποιες δουλειές του ιδιωτικού τομέα υφίστανται ακόμη εργάζεσαι, συχνά, απλήρωτος για
μήνες (και όχι γιατί, πάντα, δεν έχει το «αφεντικό»). Η προηγούμενη κυβέρνηση (του
ΠΑΣΟΚ) διέλυσε τις εργασιακές σχέσεις, κάτι που συνεχίζει ασμένως η παρούσα της
ΝΔ (ποιο ΠΑΣΟΚ;) και τούτο είναι ό,τι πιο καταστροφικό θα μπορούσε να συμβεί
(χειρότερο και από την ανεργία). Ένας ξεχαρβαλωμένος ιδιωτικός τομέας, που
έκανε, ούτως ή άλλως, ό,τι γούσταρε, δεν είναι πια απλώς ανεξέλεγκτος, αλλά
προστατεύεται και από το νόμο! Πληρώνει ό,τι θέλει, αν θέλει, όποτε θέλει,
προφασιζόμενος την «κρίση», κι ας έχει φάει, καταχραστεί και σπαταλήσει δισεκατομμύρια
όλα τα προηγούμενα χρόνια. Είναι πολλοί εκείνοι που παραμένουν στις δουλειές
τους, όντας απλήρωτοι, με την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα πάρουν τίποτα δεκάρες, ενώ η λεγόμενη «εθελοντική εργασία», που παρέχεται στα «αφεντικά», δίνει
και παίρνει όντας στην ημερησία διάταξη.
Ειδικώς μ’ εμάς που γράφουμε κείμενα, που ήμασταν έτσι κι
αλλιώς «όπου φυσάει ο άνεμος», η κατάσταση δεν διορθώνεται με τίποτα. Το να κάνει κάποιος μιαν
άλλη δουλειά, έχοντας τη δημοσιογραφία ως πάρεργο (άρα να μην τον νοιάζει και
τόσο αν πληρώνεται, αφού κάνει απλώς το
κομμάτι του), είναι κάτι το οποίον στις μέρες αποκτά αντικοινωνικά
χαρακτηριστικά. Εξωθείται ο επαγγελματίας δημοσιογράφος σε μιαν ιδιότυπη εξαφάνιση, επειδή
υπάρχουν οι πάσης φύσεως –ψωμιζόμενοι από αλλού– «εθελοντές». Είναι ο άλλος
καθηγητής, ξέρω ’γω, ή γιατρός, ή τραπεζικός; Έχει το βίτσιο να δει τ’ όνομά του τυπωμένο σε μιαν
εφημερίδα ή σ’ ένα περιοδικό; (Όπως μπορεί να το έχουμε όλοι μας από λίγο έως
πολύ, αν κι εγώ, πλέον, το έχω από ελάχιστα έως καθόλου). Στέλνει δια τούτο, στις
φυλλάδες και στα περιοδικά, τζάμπα κείμενα, αντί να απαιτήσει έστω το ελάχιστον (κάποιοι ζητούν μια
συμβολική αμοιβή, αλλά η απάντηση είναι η εξής: «έλα, τώρα… αφού ξέρεις…»). Βεβαίως, εκτός απ’ αυτούς… που ξέρουν,
τελικώς, υπάρχουν και οι φουκαράδες (που δεν θα μάθουν τίποτα ποτέ…), οι
άφραγκοι που παρακαλούν και δίνουν κείμενα από ’δω κι από ’κει, αναλαμβάνοντας
και πάσης φύσεως φασίνες (σε
ραδιόφωνα π.χ. ή αλλαχού), για την ψυχή της μάνας τους… Ας γνωρίζουν όμως, και
αυτοί, πως έτσι το πράγμα δεν πηγαίνει πουθενά. Φυσικά, δεν υπάρχει, πια, πληρωμένη
(πληρωμένη σωστά εννοώ) δημοσιογραφική δουλειά για όλους – είτε αναφερόμαστε στα
έντυπα, είτε στο ραδιόφωνο, είτε στην τηλεόραση, είτε στο διαδίκτυο (πολύ
περισσότερο εκεί). Η φούσκα στο χώρο ήταν υπαρκτή, και καθώς έσκασε σάρωσε και…
κόσμο και… κοσμάκη. Άλλο όμως αυτό, και άλλο το να δημοσιογραφείς τζάμπα στην εποχή της κρίσης για τα διάφορα «αφεντικά»· πόσω μάλλον όταν δεν έχεις ούτε… πρώτη
εργασία.
Θυμάμαι κάποτε, προ κρίσης νομίζω, τον Νίκο Δήμου να θίγει
ένα τέτοιο ζήτημα. Ενώ έναν ηλεκτρολόγο, άμα τον φωνάξεις να σου αλλάξει μια
πρίζα, θα του δώσεις τρία τάλιρα (δεν πρόκειται να του πεις… «έλα μωρέ, δεν έκανες τίποτα…»), σε κάποιον
από τον οποίον ζητάς… 500 λέξεις σκέπτεσαι πως δεν υπάρχει λόγος να του δώσεις ούτε
φράγκο. «Δεν σου κοστίζει τίποτα… σε μισή
ώρα τις έχεις γράψει…» είναι η συνήθης επωδός (αν υπάρχει και κάποια
ψευτο-φιλική σχέση μεταξύ των… συμβαλλομένων). Μα για να γράψει κάποιος 500
λέξεις για ένα θέμα, σημαίνει πως έχει επενδύσει σ’ αυτό το πράγμα επί
χρόνια. Κι αν είναι εύκολο για ’κείνον –και είναι– δεν σημαίνει πως είναι
εύκολο για τον καθέναν. Δεν πληρώνονται δηλαδή, απλώς, τα 20 λεπτά των 500 λέξεων,
αλλά ό,τι έχει δαπανηθεί επί χρόνια από τον επαγγελματία δημοσιογράφο στην
προσπάθειά του ν’ αποκτήσει την λεγόμενη… ευκολία. Εν τέλει; Δεν πληρώνεται
απολύτως τίποτα, καθότι όλο και από κάπου θα βρεθεί ο βολικός «εθελοντής»…
Προσφάτως, είχα μια κουβέντα μ’ έναν αναγνωρισμένο άνθρωπο
του μουσικού/ δημοσιογραφικού χώρου. Με ρώτησε γιατί γράφω, τόσα πολλά στο blog κάθε μέρα. Του απάντησα…
«από εσωτερική ανάγκη». «Εκφράζομαι μέσω του γραπτού λόγου, που έχει
παραλήπτες. Αν δεν με διάβαζε κανείς, δεν ξέρω αν θα έγραφα. Μάλλον όχι». Μου
είπε… πως το τζάμπα κείμενο κάνει παντού κακό, και πως σε κάθε περίπτωση κακοσυνηθίζει
και ο αναγνώστης (ο οποίος μαθαίνει να μην βάζει το χέρι στην τσέπη, άσε το... κλοπιράιτ
από τα διάφορα χαϊβάνια λέω εγώ) και πως εκείνος δεν θα έγραφε ποτέ και για κανέναν
λόγο τζάμπα –και δεν το κάνει– είτε σε έντυπο ή site κάποιου άλλου, είτε σε δικό του.
Δεν είναι πως δεν τα είχα σκεφθεί όλα αυτά πιο πριν. Απλώς η εσωτερική ανάγκη μου, για μία τέτοιου τύπου επικοινωνία, τα ξεπερνούσε. Δεν αισθάνθηκα ποτέ στη ζωή μου μοναχοφάης. Δεν μ’ ενδιαφέρει απλώς να μαζεύω –γιατί δεν είμαι συλλέκτης–, να κοιτάζω τα περιοδικά μου ή τους δίσκους μου, να τα… χαϊδεύω και να… φτιάχνομαι για πάρτη μου. Μου αρέσει να λέω δημοσίως τη γνώμη μου και κυρίως μ’ ενδιαφέρει να μοιράζομαι πράγματα. Αυτό είναι ένα ισχυρό κίνητρο για να κάνω ό,τι κάνω στο δισκορυχείον. Φυσικά, πρέπει να τηρούνται ορισμένες ισορροπίες (έχω σκεφθεί επ’ αυτών), οι οποίες συχνά δεν τηρούνται· ενώ προσφέρεις κάτι δωρεάν, από την ψυχή σου, πάντα θα υπάρχει κάποιος να σε περιμένει στη γωνία, κακόπιστος ων, για να σε καρφώσει… (εδώ δεν μιλάμε πια για κριτική, αλλά για σκέτη αθλιότητα). Κι αυτό εσχάτως, δεν το κρύβω, με ξαναβάζει σε σκέψεις…
Δεν είναι πως δεν τα είχα σκεφθεί όλα αυτά πιο πριν. Απλώς η εσωτερική ανάγκη μου, για μία τέτοιου τύπου επικοινωνία, τα ξεπερνούσε. Δεν αισθάνθηκα ποτέ στη ζωή μου μοναχοφάης. Δεν μ’ ενδιαφέρει απλώς να μαζεύω –γιατί δεν είμαι συλλέκτης–, να κοιτάζω τα περιοδικά μου ή τους δίσκους μου, να τα… χαϊδεύω και να… φτιάχνομαι για πάρτη μου. Μου αρέσει να λέω δημοσίως τη γνώμη μου και κυρίως μ’ ενδιαφέρει να μοιράζομαι πράγματα. Αυτό είναι ένα ισχυρό κίνητρο για να κάνω ό,τι κάνω στο δισκορυχείον. Φυσικά, πρέπει να τηρούνται ορισμένες ισορροπίες (έχω σκεφθεί επ’ αυτών), οι οποίες συχνά δεν τηρούνται· ενώ προσφέρεις κάτι δωρεάν, από την ψυχή σου, πάντα θα υπάρχει κάποιος να σε περιμένει στη γωνία, κακόπιστος ων, για να σε καρφώσει… (εδώ δεν μιλάμε πια για κριτική, αλλά για σκέτη αθλιότητα). Κι αυτό εσχάτως, δεν το κρύβω, με ξαναβάζει σε σκέψεις…
Είναι όμως πολλοί αυτοί που σε μάθανε λόγο του blog και οι περισσότεροι απ'αυτούς δεν νομίζω να καταπιάνονται με την τζαζ. Έτσι απέκτησες και αποκτάς ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Διαφωνώ δηλαδή με την άποψη πως το τζάμπα κείμενο κάνει παντού κακό. Και αν σταματήσεις το blog θα είναι περισσότεροι αυτοί που θα αναζητήσουν τα κείμενα σου αλλού. Αυτοί που σε διαβάζουν εκτιμούν ότι το κάνεις τζάμπα γιατί εδώ που τα λέμε είναι από τα λίγα μουσικά blogs στα ελληνικά (για να μην πω το μόνο) που θα άξιζε να πληρώσεις για να διαβάσεις. Κι αν ακούγονται σαν γλείψιμο αυτά που λέω δεν με απασχολεί καθόλου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλέξανδρος
Αλέξανδρε, ξέρω πόσοι με διαβάζουν καθημερινά (σε λίγες μέρες θα γίνουμε και… εκατομμυριούχοι) και τους ευχαριστώ που μπαίνουν και ξαναμπαίνουν στο δισκορυχείον. Αυτό σημαίνει (για μένα) πως γίνεται μια καλή δουλειά εδώ πέρα και πως δεν τρώω με αηδίες τον χρόνο των ανθρώπων. Δεν σκοπεύω να σταματήσω το blog, αλλά δεν παύω και να σκέφθομαι εν σχέσει με την τύχη του.
Διαγραφήκαλημερα Φωντα .Η υποτιμηση της εργασιας (ιδιαιτερα στους εργαζομενους στον τομεα παροχης υπηρεσιων)ειναι δυστυχως ενα απο τα μεγαλυτερα προβληματα(ειτε αυτο γινεται στα πλαισια της ανταγωνιστηκοτητας ειτε στην διατηρηση θεσεων εργασιας σ αυτη την δυσκολη εποχη).Η υποκρισια του κ.Δημου ομως δεν εχει ορια(κριτης των παντων και αμετροεπης -σε εκπομπη του στην κρατικη βεβαιως τηλεοραση ,την οποια τιμησε με την παρουσια του ενα απο τα φωτεινοτερα ελληνικα πνευματα ,ο Κωνσταντινος Τσατσος,δεν διστασε απευθυνομενος στον ευγενη ανδρα ,τον οποιο ειχε ουσιαστικα φιμωσει,μα αποκαλεσει τον εαυτο του ΦΙΛΟΣΟΦΟ) ,ηταν απο τους πρωτους που δουλεψαν στον δωρεαν διανεμομενο τυπο,που και αυτος συνετελεσε στην απαξιωση ,της ηδη σε μεγαλη κριση ευρισκομενης,εντυπης δημοσιογραφιας.Φιλικα tttx62
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητέ tttx62, το να δουλεύεις στον δωρεάν διανεμόμενο τύπο (που δεν είναι καθόλου δωρεάν, όπως έχουμε ξαναπεί, αφού τον πληρώνεις, ως πρόσθετη αξία, στα μαγαζιά και στα προϊόντα των διαφημιζομένων) δεν σημαίνει πως δεν πληρώνεσαι (ως δημοσιογράφος) ή πως δεν πρέπει να πληρώνεσαι. Κάθε δουλειά, ιδίως στην περίοδο της κρίσης, πρέπει να αμείβεται. Αυτό που ανέφερα ότι έγραψε κάποτε ο Δήμου (αν δεν με απατά η μνήμη μου δηλαδή – δεν έχω τώρα χρόνο να το ψάξω) είναι πολύ σωστό· καθότι το κείμενο δεν θεωρείται στη συνείδηση πολλών, και εσκεμμένως στη συνείδηση τινών εργοδοτών του χώρου, ως παροχή υπηρεσιών. Η λέξη, η πρόταση, το κείμενο, πρέπει να πληρώνεται τουλάχιστον (λέω εγώ δηλαδή) όσο η εργασία ενός ηλεκτρολόγου ή ενός υδραυλικού, και όχι να επιζητείται τζάμπα.
ΔιαγραφήΠροσφάτως πλήρωσα 600 ευρώ επειδή είχα σοβαρή βλάβη στην παροχή του νερού. Δούλεψαν επί 7-8 ώρες 3 άτομα (το αφεντικό που έκανε κάτι λίγα και επέβλεπε που και που, και βασικά δύο παραγιοί). Εγώ αν δουλέψω 7-8 ώρες μόνος μου, για να γράψω ένα κείμενο απαιτήσεων 2-3 χιλιάδων λέξεων (ανοίγοντας ένα κάρο βιβλία και περιοδικά και όχι κάνοντας copy-paste μόνον από το δίκτυο), υπάρχει ποτέ περίπτωση να πάρω 600 ευρώ; Ποτέ. Σου λέει ο άλλος, κύριε, χωρίς νερό ψοφάς, χωρίς κείμενα δεν παθαίνεις τίποτα… Και μπορεί να ’χει και δίκιο… Γι’ αυτό σου λέω… Άσε τα, μην τα σκαλίζεις γιατί βρωμάνε…