Έχω αναφερθεί στον ποιητή και μεταφραστή Γιάννη Λειβαδά κι
άλλες φορές στο δισκορυχείον, με
διάφορες αφορμές, και χαίρομαι επειδή το ξανακάνω. Ο Λειβαδάς (γενν. το 1969) είναι
μία σημαντική σύγχρονη ποιητική και μεταφραστική προσωπικότητα, και όσο πιο
σύντομα αυτό αναγνωριστεί πλατύτερα τόσο πιο «εντάξει» θα είμαστε εν σχέσει με
όλα εκείνα (και όλους εκείνους) που αξίζει βαθύτερα να μας απασχολούν. Ο ίδιος
ο ποιητής δεν νοιάζεται και τόσο γι’ αυτό. Δεν νοιάζεται δηλαδή να προβληθεί,
ως πρόσωπο, με ανούσια πάρε-δώσε στα εγχώρια… μέσα και στα έξω (αν και
καταγράφονται επιλεκτικές συνεργασίες του με ορισμένα περιοδικά κι εφημερίδες),
όντας, τα τελευταία χρόνια, (και) κάτοικος Παρισιού. Εκδίδει με ιλιγγιώδεις
ρυθμούς είτε μέσω ελληνικών εκδοτικών οίκων, είτε οίκων του εξωτερικού, όπως είναι
οι περιώνυμες εκδόσεις Cold Turkey Press
του Ολλανδού Gerard Bellaart –τα ποιητικά βιβλία τού Λειβαδά είναι ήδη περί τα είκοσι,
ενώ διπλάσιες είναι οι μεταφράσεις του– και, γενικώς, διάγει έναν βίο που
ταυτίζεται με την ποιητική/λογοτεχνική περιπέτεια στην οποίαν έχει μπει κι έχει
«χαθεί». Ο Γιάννης Λειβαδάς δεν είναι ένας απλός θιασώτης της beat ποίησης
(και όποιας άλλης). Έχω την αίσθηση πως μέσω του τρόπου ζωής του επιχειρεί να
ανασυνθέσει σπαράγματα από την ζωή των ανθρώπων με το έργο των οποίων
ασχολείται, κάτι που τον βοηθά, φρονώ, στην βαθύτερη κατανόηση των ποιητικών
νοημάτων τους. Αυτή η «από τα μέσα» ενασχόληση προσθέτει στο μεταφραστικό έργο
του (αλλά και στο προσωπικό του) την έννοια του καθαρού και απρόσκοπτου
«βιώματος». Ο Λειβαδάς δεν γράφει ωσεί παρών. Είναι παρών.
Ήρθα για πρώτη φορά σ’ επαφή με το (μεταφραστικό) έργο του
Γιάννη Λειβαδά λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν είχε πέσει στα
χέρια μου το πρώτο-πρώτο (μάλλον) βιβλίο που εξέδωσε ποτέ η Μπητ Ποίηση/Ανθολογία, Τόμος Α
[Εκδόσεις της Λίμνης, Αθήνα 1995], στο οποίον υπήρχαν μεταφρασμένα ποιήματα των
Jack Kerouac, Michael McClure, Gregory Corso, Gary Snyder, Allen Ginsberg, Sinclair Beiles κ.ά., ενώ άρχισα να
πληροφορούμαι για το προσωπικό ποιητικό έργο του μέσω του Σάκη Παπαδημητρίου, ο
οποίος πολύ συχνά στο Jazz
& Τζαζ (#121-4/2003, #141-12/2004,
#171-6/2007, #176-11/2007…) αναφερόταν σε αυτό. Εκεί είχα πρωτοδιαβάσει,
θυμάμαι, το… Παραμονή 35ων Γενεθλίων από το βιβλίο του Οι Κρεμαστοί
Στίχοι της Βαβυλώνας [Μελάνι, Αθήνα 2007], ένα ποίημα που μου είχε αρέσει
ιδιαιτέρως. Πριν λίγο καιρό ο Γιάννης Λειβαδάς κυκλοφόρησε ακόμη ένα δικό του
ποιητικό βιβλίο, που έχει τίτλο Peter Brötzmann, Anthony Braxton, Bill Dixon, Steve Lacy, Butch Morris κ.ά. Αντιγράφω το ποίημα Sonny Simmons (από το όνομα του σημαντικού σαξοφωνίστα
των sixties, που
εξακολουθεί έως και σήμερα, στα 80 του πια, να ηχογραφεί…).
SONNY SIMMONS
SONNY SIMMONS
Κατάλαβα στην
αίθουσα αναμονής
έξω από τις
τουαλέτες
πως είδα να έρχεται
το μακρινό βασιλεμένο
παρελθόν που ακόμα
χανόταν
σε λίκνο
διερχόμενης
μετακόμισης στον
ουρανό –
ο ουρανός όλος μια
πίσω
πόρτα που περιδεώς
έβγαζε
κι έμπαζε
Άνοιγα τις ρυτίδες
των γυναικών μου
έως τις τρεις αρχές
που υποστηρίζει ο
δρόμος μου
για την κύρια
αρτηρία
και το καπνοπωλείο.
Από τον χαιρετισμό
ενός εξαμβλώματος
που σε χρόνο ρεκόρ
εντόπισαν
οι σκιές των ποδιών
της
λες και χόρευαν
κλακέτες
πρόσταξαν
να στάξουν
το ερματικό
που
ήθελα.
Η ποίηση του Γιάννη Λειβαδά έχει βεβαίως το άγγιγμα της beat poetry, αλλά κατακρατεί και άλλα στοιχεία από παλαιότερους ποιητές (Αμερικανούς, Ευρωπαίους ή Ασιάτες). Η γραφή του μοιάζει αυτόματη, συνειρμική, ελίσσεται γλωσσικώς, ενώ χρησιμοποιεί με την ίδιαν ευχέρεια τόσο τον επιγραμματικό λόγο, όσο και τις πιο εκτεταμένες φόρμες. Η στίξη του είναι η απολύτως απαραίτητη, ενώ οι στίχοι του (και βεβαίως οι στροφές του – εκεί όπου υπάρχουν) ακολουθούν κάποιους εσωτερικούς ρυθμούς, που είναι προφανείς (συνήθως) στην απαγγελία. Φαίνεται, δηλαδή, η απόπειρά του να συνθέσει λεκτικώς, έχοντας στ’ αυτιά του την (jazz) μουσική που αγαπάει. Νοιώθω, επίσης, πως το concept jazz+ποίηση θα πρέπει να τον ενδιαφέρει, δεν γνωρίζω όμως αν το έχει επιχειρήσει. Να απαγγείλει ο ίδιος την ποίησή του, εννοώ, τη συνοδεία κάποιας… improv jazz.
Η ποίηση του Γιάννη Λειβαδά έχει βεβαίως το άγγιγμα της beat poetry, αλλά κατακρατεί και άλλα στοιχεία από παλαιότερους ποιητές (Αμερικανούς, Ευρωπαίους ή Ασιάτες). Η γραφή του μοιάζει αυτόματη, συνειρμική, ελίσσεται γλωσσικώς, ενώ χρησιμοποιεί με την ίδιαν ευχέρεια τόσο τον επιγραμματικό λόγο, όσο και τις πιο εκτεταμένες φόρμες. Η στίξη του είναι η απολύτως απαραίτητη, ενώ οι στίχοι του (και βεβαίως οι στροφές του – εκεί όπου υπάρχουν) ακολουθούν κάποιους εσωτερικούς ρυθμούς, που είναι προφανείς (συνήθως) στην απαγγελία. Φαίνεται, δηλαδή, η απόπειρά του να συνθέσει λεκτικώς, έχοντας στ’ αυτιά του την (jazz) μουσική που αγαπάει. Νοιώθω, επίσης, πως το concept jazz+ποίηση θα πρέπει να τον ενδιαφέρει, δεν γνωρίζω όμως αν το έχει επιχειρήσει. Να απαγγείλει ο ίδιος την ποίησή του, εννοώ, τη συνοδεία κάποιας… improv jazz.
Το βιβλίο του
Γιάννη Λειβαδά πλαισιώνεται από 17 (αντίστοιχα) σχέδια, που έχει φιλοτεχνήσει ο
ολλανδός εκδότης και εικαστικός Gerard Bellaart. Ο Bellaart έχει
μακριά ιστορία, με ιδιαίτερο ελληνικό ενδιαφέρον, αφού στα μέσα των sixties συγκαταλεγόταν κι
αυτός στην… beat παρέα της Ύδρας. Όπως διαβάζουμε στο νοτιοαφριακανικό blog Who was Sinclair Beiles? ο Bellaart είχε έρθει στην Αθήνα από το Ρότερνταμ με ωτοστόπ ελκόμενος
από την ελληνική μουσική(!) που του άρεσε, και την οποίαν είχε ακούσει από
κάποιον νταλικέρη, που τον «κουβαλούσε», σ’ ένα προηγούμενο ταξίδι του, από την
Φινλναδία. Στην Αθήνα και την Ύδρα ο Bellaart θα γνωρίσει διάφορους ποιητές,
όπως τους Leonard Cohen,
Gregory Corso,
Sinclair Beiles κ.ά., με κάποιους εκ των οποίων αργότερα θα συνεργαστεί,
όταν θα ξεκινήσει τον εκδοτικό οίκο Cold Turkey Press το 1970. Όπως λέει και ο ίδιος στην Wikipedia (και σε σχέση με τον Bukowski):
“I first came across the writings of
Charles Bukowski in 1965, Hydra, Greece, when someone handed me a copy of ‘The
Outsider’. In 1969 I made a selection of his poems, translated them into Dutch
and published them under the title ‘Drunk Miracles & Other Immolations’ in
1970 with a specially written introduction by Bukowski”.
Αν και στην Ύδρα, τελικώς, πρέπει να γινόταν χαμός ελάχιστοι
Έλληνες είχαν πάρει χαμπάρι τι ακριβώς συνέβαινε. Χαρακτηριστικό δε αυτού είναι
πως, σε πρώτο χρόνο, πολύ λίγα σχετικά είχαν γραφεί σε περιοδικά ή εφημερίδες. Βασικά,
αναφέρομαι στο κείμενο Χρονικό/ Μία
Διεθνής Πνευματική Παροικία στην Ύδρα, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό/βιβλίο
Καινούρια Εποχή (Δέκατος Τόμος, Αθήνα
Άνοιξη-Καλοκαίρι 1965), που εξέδιδαν οι εκδόσεις Δίφρος του Γιάννη Γουδέλη.
Εκεί αναφέρονται κάποιοι από τους… beats που είχαν αράξει στην Ύδρα, ενώ παρατίθενται
βιογραφικά στοιχεία και αποσπάσματα των έργων τους. Αν και δεν γίνεται λόγος
για τον Leonard Cohen,
που είχε σπίτι κιόλας στο νησί –πιθανώς γιατί την στιγμή που έγινε το ρεπορτάζ κάποιοι
μπορεί να απουσίαζαν– αναφέρεται, εντούτοις ο Harold Norse! Μάλιστα, διαβάζουμε
και το ποίημά του Κλασική Ζωοφόρος σ’ Ένα
Γκαράζ μεταφρασμένο ωραία από τον Άκο Δασκαλόπουλο! Τοποθετώ θαυμαστικό,
γιατί ποτέ δεν περίμενα πως ο Άκος Δασκαλόπουλος (1937-1998), ένας από τους πιο
τραγουδισμένους λαϊκούς στιχουργούς της εποχής («Γειτονάκι», «Ζωγραφισμένα στο
χαρτί», «Γύφτισσα μέρα», «Κορίτσι στάσου να σου πω», «Που ’ναι τα χρόνια», «Το
σακάκι μου κι αν στάζει»…) θα είχε μεταφράσει Harold Norse το
1965! Να πω μόνον, κλείνοντας τον κύκλο, πως το ίδιο ποίημα έχει μεταφράσει και
ο Γιάννης Λειβαδάς συμπεριλαμβάνοντάς το σε τρία τουλάχιστον βιβλία του: Ποιητές του Κόσμου/ Ανθολογία Μπητ Ποίησης [Ροές,
Αθήνα 2003], Τα Οράματα μιας Απίθανης
Γενιάς/ Στοιχεία για την beat generation [Κέδρος, Αθήνα 2010] και Αμερικανοί Ποιητές 4/ Χάρολντ Νορς/ Ποιήματα [Ηριδανός, Αθήνα 2012].
Συμφωνώ σε όλα όσα γράφετε για τον Γ. Λειβαδά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕνδιαφέρουσες εξομολογήσεις μας κάνει στο Αίθριο του Πανδοχείου:
http://pandoxeio.com/2014/02/12/aithrio144leivadas/