Όταν ήμουν παιδί, πριν γνωρίσω το δάκρυ… όπως λέει και το
τραγούδι, το ποδόσφαιρο ήταν μία από τις βασικές απασχολήσεις μου. Στην ομάδα της
γειτονιάς, και του σχολείου, είχα το νούμερο 3 στην πλάτη (θυμάμαι πώς ένοιωσα
όταν έραψα για πρώτη φορά νούμερο στη φανέλα), παίζοντας συνήθως στο κέντρο της
άμυνας (στόπερ) και όχι αριστερά. Το ποδόσφαιρο, ο αγώνας, δεν ήταν απλώς ένα ψυχαγωγικό
παιγνίδι, ήταν ένα δεύτερο σχολείο – εκεί όπου μάθαινες να επιβιώνεις μέσα από
την κλωτσιά, το βρισίδι, τον τσακωμό, την αποδοκιμασία ή ακόμη και τον τραυματισμό, ξεμπλέκοντας
ταυτοχρόνως και με το… οιδιπόδειο. Πάντα στα «ξερά», και όχι στα 5Χ5 με το πλαστικό γκαζόν,
και με παπούτσι «ό,τι βρεθεί». Ποδόσφαιρο δεν παίζαμε μόνον, αλλά ακούγαμε κιόλας
Τετάρτες και Κυριακές απ’ το ραδιόφωνο (σε περιγραφή του Αντώνη Πυλιαρού κ.ά.),
βλέπαμε που και που κανένα ματς στην τηλεόραση (όταν μεταδιδόταν δηλαδή), σπανίως πιάναμε στα χέρια μας αθλητικές εφημερίδες, ενώ μαζεύαμε «χαρτάκια», «τύχες» από γκοφρέτες,
με ποδοσφαιρικές φάσεις από το Παγκόσμιο Κύπελλο του ’74, ή με τις φάτσες ελλήνων
ποδοσφαιριστών της εποχής, τους οποίους είχαμε ως πρότυπα. Εννοώ πως πρότυπά μας
ήταν ο Μαύρος, ο Δεληκάρης, ο Ελευθεράκης, ο Κούδας ή ο Δαβουρλής και όχι τραγουδιστές ή
ηθοποιοί. Δέσιμο, δηλαδή, υπήρχε μόνον με τους ποδοσφαιριστές· όλοι οι
υπόλοιποι ήταν «ξένοι». (Αργότερα κατάλαβα γιατί…). Μάθαμε επίσης να αναγνωρίζουμε
την συμβολή των αλλοδαπών ποδοσφαιριστών, οι οποίοι συμπλήρωναν τις συνθέσεις
(τα ρόστερ κατά την τρέχουσα διάλεκτο) των ομάδων μας, όπως των Λοσάντα, Βερόν, Βιέρα ή Μπάγεβιτς, ενώ μπαίνοντας στην εφηβεία, και αξιοποιώντας τινές γνωριμίες ή το μικρό μας χαρτζιλίκι, αρχίσαμε να πηγαίνουμε και στο γήπεδο, το
οποίον αντιμετωπίζαμε κάπως σαν… Ανοιχτό Πανεπιστήμιο.
Μεγαλώνεις και αλλάζουν ορισμένα πράγματα. Μια κάποια μαγεία, ας
πούμε, σιγά-σιγά εξαφανίζεται. Όλα αποκτούν συγκεκριμένες διαστάσεις. Είναι
μετρήσιμα. Μπαίνουν σε κουτάκια. Το ποδόσφαιρο είχε γίνει πια επαγγελματικό (κάτι
που ποτέ δεν αποδέχτηκα – ούτε σήμερα), ενώ, ακόμη πιο μετά, όταν
συνειδητοποιούσα την μηχανή κέρδους που επιστημονικώς είχε στηθεί
εκμεταλλευόμενη τον πιο μαζικό λαϊκό ενθουσιασμό, έκοψα σχεδόν κάθε επαφή.
Τελευταία φορά που πήγα σε γήπεδο ήταν περί το 2000, ενώ δεν θυμάμαι πόσα
χρόνια (μπορεί και 20) έχω να στηθώ μπροστά στο «γυαλί» για να παρακολουθήσω μια
ποδοσφαιρική «συνάντηση».
Ρίχνοντας μια ματιά στην χθεσινή ενδεκάδα του Ολυμπιακού στο «παιγνίδι» με την Μάντσεστερ (Ρομπέρτο,
Σαλίνο, Χολέμπας, Μαρκάνο, Μανωλάς, Μανιάτης, Εντινγκά, Φουστέρ, Πέρες, Τσόρι,
Κάμπελ) προσπαθούσα να αντιληφθώ αρχικώς –επειδή έχω χάσει επεισόδια το λέω– αν αυτή
είναι σύνθεση ελληνικής ποδοσφαιρικής ομάδας ή των εργαζομένων μιας... πολυεθνικής. Και το ερώτημά μου είναι –που είναι εν μέρει αναπάντητο
δηλαδή–, αν οι σημερινοί πιτσιρίκοι μπορεί να ταυτιστούν με τα συγκεκριμένα ονόματα και
ό,τι αυτά συμπαρασύρουν (που αλλάζουν εν τω μεταξύ, τα ονόματα, από Τετάρτη σε Κυριακή σαν τις... δημοσκοπήσεις), όπως ταυτιζόταν ένας ολυμπιακάκιας (των δικών μου παιδικών χρόνων) με
την ομάδα π.χ. που αντιμετώπιζε (σε μια παρόμοια διοργάνωση) την Σέλτικ, τον
Οκτώβριο του ’74 (Κελεσίδης, Κυράστας, Αγγελής, Σιώκος, Γκλέζος, Λιόλιος,
Περσίδης, Βιέρα, Δεληκάρης, Κρητικόπουλος, Σταυρόπουλος). Αν και είναι γνωστό
τοις πάσι πως ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός δεν αναγνωρίζει πια εθνικά
σύνορα, εντούτοις δεν έχει αποκόψει εντελώς το ποδόσφαιρο από την εγγενή εθνικιστική
του διάσταση. Το χρειάζεται ακόμη. Πλέον, τα
διεθνή ποδοσφαιρικά ματς είναι εκείνα που... «απεικονίζουν τη δύναμη αυτής της συλλογικής αυταπάτης,
η οποία σκεπάζει τις αληθινές συγκρούσεις συμφερόντων μέσα στην κοινωνία. Αν η
εθνική ομάδα νικήσει, το εθνικό σύνολο μπορεί να ξαναδώσει στους ανθρώπους ένα
μέρος από κείνο τον αυτοσεβασμό, ο οποίος συνεχώς τους αφαιρείται» [Gerhard Vinnai Το Ποδόσφαιρο ως Ιδεολογία, Διεθνής
Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1978].
Γι’ αυτό, σας παρακαλώ, ουδεμία στενοχώρια… καρπωθείται-δεν καρπωθείτε το «πλεόνασμα». Θα συναντηθούμε, οσονούπω, όλοι μας στην Βραζιλία…
Γι’ αυτό, σας παρακαλώ, ουδεμία στενοχώρια… καρπωθείται-δεν καρπωθείτε το «πλεόνασμα». Θα συναντηθούμε, οσονούπω, όλοι μας στην Βραζιλία…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου