Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2025

ROY POWELL / LORENZO FELICIATI / LUCREZIO DE SETA, HEGE SAUGSTAD jazz με ιταλικές και νορβηγικές άκρες

ROY POWELL / LORENZO FELICIATI / LUCREZIO DE SETA: Aria [Losen Records, 2025]
Ο Roy Powell είναι βρετανός πιανίστας και ο Lorenzo Feliciati ιταλός μπασίστας. Συνεργάζονται δε από χρόνια – και στο πάλκο προφανώς, μα και στη δισκογραφία. Το πιο παλιό (συνεργατικό) άλμπουμ τους είναι το “Napoli” από το 2010, ενώ μαζί βρίσκονται και στο σχήμα Naked Truth. Στο blog τον Roy Powell τον έχουμε συναντήσει ως μέλος του Frode Kjekstad Trio (στο φετινό άλμπουμ του “Jazz Detectives”), ενώ για πρώτη φορά θα γράψουμε για τον Feliciati, τώρα, όπως και για τον ντράμερ του τρίο, τον Lucrezio de Seta.
Ένα κλασικό πιάνο-τρίο λοιπόν έχουμε εδώ, δίχως άλλες επεκτάσεις, guests, συμμετοχές και τα τοιαύτα. Ένα πιάνο-τρίο, που επεκτείνει κατά μίαν έννοια αυτό το παλαιό κεφάλαιο περί συνύπαρξης jazz και κλασικής – και όταν γράφουμε για «κλασική», εννοούμε και το μπαρόκ, και την όπερα ή ακόμη και την σύγχρονη κλασική. Όπερα; Ναι. Γιατί εδώ το τρίο των Powell / Feliciati / de Seta διασκευάζει βασικά Giacomo Puccini (1858-1924), καθώς από τα δέκα tracks του “Aria” τα έξι είναι συνθέσεις του ιταλού μάγου της όπερας (ανάμεσα υπάρχουν τρεις συνθέσεις του Powell, όπως και μία version στο “My funny Valentine” των Rodgers και Hart).
Εντάξει, οι Ιταλοί Feliciati και de Seta είναι λογικό να έχουν μεγαλώσει με τις όπερες του Puccini (εν πάση περιπτώσει σε κάποια στιγμή της ζωής τους θα πρέπει να τις άκουσαν ή και, γιατί όχι, να τις μελέτησαν), αλλά ο Powell; Προφανώς και αυτός είχε μαγευτεί από τις μελωδίες του ιταλού συνθέτη, ενώ και η καταγραμμένη επιθυμία του Miles Davis να διασκευάσει την “Tosca”, με ενορχηστρωτή τον Gil Evans (κάτι που, τελικώς, δεν ευοδώθηκε), δεν μπορεί παρά να έδρασε προς τη θετική κατεύθυνση. Να επιλέξει, με άλλα λόγια, το τρίο των Powell / Feliciati / de Seta, να περιπλανηθεί στον λυρικό κόσμο του Puccini, μεταγράφοντας με ωραίο τρόπο συνθέσεις σαν τις “Vissi darte”, “E lucean le stelle”, “Nessun Dorma” κ.λπ. για ένα πιάνο-τρίο σχήμα.
Οπωσδήποτε υπάρχει πολλή jazz εδώ, και οπωσδήποτε οι αθάνατες μελωδίες του Puccini (μα και οι ωραίες, και του αυτού κλίματος, συνθέσεις του Powell) είναι ικανές να δημιουργήσουν ένα δυνατό ηχητικό concept, που μπορεί να λειτουργήσει και ως εορταστικός διάκοσμος.
Επαφή: www.losenrecords.no
HEGE SAUGSTAD: Randy’s Home [Losen Records, 2025]
Η Hege Saugstad είναι μια νορβηγίδα τραγουδίστρια με pop και jazz παρελθόν. Στο πιο πρόσφατο άλμπουμ της, που αποκαλείται “Randys Home”, η Saugstad συνεργάζεται με τους Hans Mathisen κιθάρα, Per Mathisen μπάσο και Ole Petter Hansen Chylie κρουστά, αποδίδοντας στάνταρντ βασικά, και περαιτέρω μία τιμή στην συμπατριώτισσά της τζαζ δημοσιογράφο Randi Hultin ή και Randy (1926-2000). Το “Randy” του τίτλου σ’ αυτήν αναφέρεται.
Η Hultin δεν ήταν τυχαία περίπτωση. Ήταν μια διεθνώς αναγνωρισμένη jazz writer και το γεγονός ότι είχε πάρει συνέντευξη από τον John Coltrane –υπάρχει κοινή φωτογραφία τους στο gatefold του “Randys Home”– είναι το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς για ’κείνην. Γιατί το περισσότερο το λένε οι συνθέσεις που τις είχαν αφιερώσει μεγάλοι τζαζίστες, όπως ο Eubie Blake (“Randis rag”) ή ο Phil Woods (“Randy”). Μάλιστα αυτό το δεύτερο “Randy” (του Woods) είναι το μοναδικό μη-στάνταρντ κομμάτι του CD. Εντάξει, υπάρχει και μία σύνθεση της Saugstad ανάμεσα, αλλά τα υπόλοιπα οκτώ tracks έχουν να κάνουν με... “Misty”, “Summertime”, “All the things you are”, “It aint necessarily so” και τα ανάλογα – και είναι αυτά εν τέλει, που δίνουν το χρώμα στο “Randys Home”.
Η κιθάρα, το μπάσο και η φωνή είναι τα τρία βασικά όργανα, που ακούγονται στο “Randys Home” (κρουστά υπάρχουν μόλις σε δύο tracks) και η αλήθεια είναι πως η φωνή της Saugstad είναι από αυτές, που μπορούν να κρατήσουν το ενδιαφέρον σου καθ’ όλη τη διάρκεια της ακρόασης, με τα απαλά, παιγνιώδη και λυρικά χαρακτηριστικά της.
Και το εξής. Αν και οι συμμετέχοντες στο άλμπουμ προέρχονται από την Νορβηγία, θα ήταν στο Kardamili International Jazz Festival (στην Καρδαμύλη της Μεσσηνίας), πριν από μερικά χρόνια, όταν η Hege Saugstad θα γνώριζε από κοντά τα αδέλφια Hans και Per Mathisen. Συμβαίνουν κι αυτά.
Επαφή: www.losenrecords.no

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2025

αναγνώστες και αναγνώστριες για τα πρόσφατα βιβλία μου

Tania Giannouli
Ο Φώντας Τρούσας έχει κάνει μια ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ δουλειά στο τελευταίο του βιβλίο με τον τίτλο «100 χρόνια ελληνική τζαζ» (εκδόσεις όγδοο) το οποίο ξεπερνά κατά πολύ την απλή καταγραφή. 
Ένα μεγάλο ΜΠΡΑΒΟ για αυτό το πόνημα που έλειπε από την ελληνική βιβλιογραφία κι ένα μεγάλο ευχαριστώ για το γεγονός ότι έχει αφιερώσει ένα κεφάλαιο σε μένα και τη μουσική μου, με τις κριτικές και των πέντε προσωπικών μου δίσκων στην Rattle, αλλά και μια συζήτηση μας που δημοσιεύτηκε στην LIFO το μακρινό 2015.

Spiros Dfold Grammenos
Χαιρετισμούς από Κέρκυρα!

Γιώργος Γιαννόπουλος
Ήλθε τελικά

Anstasios
Babatzias
Διαβάζω τα κείμενα του Φώντα Τρούσα ακριβώς 27 χρόνια. Δεν τα λες και λίγα. Έτσι λοιπόν γνωρίζω ότι είναι ένας από τους πολύ λίγους στην Ελλάδα που μπορούν να γράψουν με τρόπο ουσιαστικό ένα τέτοιο βιβλίο, μέσα από βαθιά μελέτη και με πολύ κόπο δεκαετιών. Χωρίς να το χω καν ανοίξει ακόμα ξέρω ότι αξίζει να διαβαστεί από όλους όσους ενδιαφέρονται για τη τζαζ.

Dimitris
Papadatos
Καλημέρα! Ηγορασθην! Και ανυπομονώ να ξεκινήσει η μελέτη. Ευτυχώς τα βγάζεις όταν έχω ελεύθερο χρόνο!

Panagiotis
Kouk
Καλοτάξιδο!

Nikos
 
Mitrogiannopoulos
Φώντα, δεν προλαβαίνω! Είμαι ένα βιβλίο πίσω! Υ.Γ. βιβλιάρα. Δεν μπορώ να ξεκολλήσω λες και διαβάζω μυθιστόρημα για τα σίξτιζ.

Μακης Περδικοματης

Σωτήρης Μπαλλάς
Να και το καταπληκτικό βιβλίο του Φώντα Τρούσα... μόλις έφτασε από τις εκδόσεις του Ogdoo.gr στο Ρεσάλτο στον εξωτικό Σταυρό Θεσσαλονίκης... σοβαρός και τεκμηριωμένος λόγος...

Despina
Kavousanaki
Βιτρίνα βιβλιοπωλείου στο Ηράκλειο Κρήτης. Δεν εχω καταφέρει να το ξεκινήσω ακόμα αλλά θα το κάνω το συντομότερο. Σας ευχαριστούμε για όλα για άλλη μια φορά.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΕΡΟΣ σε σταθερούς ροκ δρόμους

Ο Γιάννης Τσέρος είναι ένας τραγουδοποιός, με τη σωστή έννοια της λέξης. Ξέρει, εννοούμε, να γράφει κανονικά τραγούδια. Κάτι καθόλου αυτονόητο στις μέρες μας. Τραγούδια, με αρχή, μέση και τέλος. Τραγούδια, που να μπορεί να τα τραγουδήσει κάποιος, οπουδήποτε, που να έχουν γερές μελωδίες, σωστές αναπτύξεις και καλούς στίχους. Αυτή την τέχνη ο Τσέρος την ασκεί από 15ετίας (κάπως πιο φανερά), ενώ κι εμείς εδώ στο blog έχουμε γράψει παλαιότερα (Σεπτέμβριος 2019) με αφορμή το πολύ καλό δικό του tribute στον Bob Dylan (μέσω του σχήματος Back Pages).
Στο πιο νέο άλμπουμ του, που αποκαλείται «Στου Χρόνου την Αυλή» [Ogdoo Music Group, 2025], ο Τσέρος απλώνει μια σειρά τραγουδιών, δικών του βασικά (όσον αφορά τις συνθέσεις) και με κάτι από Κατσιμιχαίους, Μανώλη Φάμελλο και Ερμή Σάμσα, και δικών του επίσης όσον αφορά τους περισσότερους στίχους (σε κάποιους υπάρχουν και συνεργασίες).
Τα τραγούδια του Τσέρου σε κερδίζουν σαν συνθέσεις πρώτα-πρώτα, καθώς εκμεταλλεύονται κλασικές φόρμες του country rock και του folk rock (ηλεκτρικού ακουστικού), με σοβαρούς υπαινιγμούς από ακουστικό και ηλεκτρικό Bob Dylan, Neil Young, Crazy Horse κτλ., ενσωματωμένα, όμως, με τον καλύτερο τρόπο, σ’ αυτόν τον κλασικό τύπο του ελληνικού ροκ, που δημιούργησαν οι προπάτορες του είδους και βασικά ο Σαββόπουλος των early 70s, για να μην πάμε στους μεταγενέστερους (Κατσιμιχαίοι, Καζούλλης κ.λπ.).
Όλα φαίνεται να κυλούν αθόρυβα στο CD «Στου Χρόνου την Αυλή». Πειστικά ταυτοχρόνως, σίγουρα με μέτρο, και πάντα με το καλό γούστο κάποιου, που ξέρει τι ζητά και τι θέλει.
Όχι, δεν είναι το άλμπουμ της δεκαετίας το «Στου Χρόνου την Αυλή», είναι όμως ένας πολύ καλός ροκ σημερινός δίσκος, που δεν θέλει να αποδείξει τίποτα (και) σε κανέναν. Στηρίζεται στο ταλέντο του πρώτου τη τάξει (ο Τσέρος επιπλέον τραγουδά, ενορχηστρώνει, παίζει κιθάρες και μαντολίνα), βεβαίως στην άψογη απόδοση όλων των επιμέρους συμμετεχόντων (οργανοπαικτών, τεχνικών), αλλά πάνω απ’ όλα (στηρίζεται) στην πολύ καλή πρώτη ύλη, που είναι και το σημαντικότερο όλων.
Ο δίσκος ακούγεται «νεράκι», από την αρχή έως το τέλος του, και τραγούδια σαν τα «Πώς μεγάλωσα», «Μόρια», «Grand», «Στο όνειρό μου εσύ», «Κοπεγχάγη», «Εδώ υπάρχει θάνατος» και όλα τα υπόλοιπα μπορεί κάπου να τα έχεις ξανακούσει και ξανανοιώσει (τον τρόπο τους και το αίσθημά τους εννοώ), αλλά αυτό πλέον θα πρέπει να το θεωρούμε μεγάλο προσόν... εκεί όπου έχουμε φθάσει.
Επαφή: www.ogdoo.gr

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2025

το πολιτικό, κοινωνικό και καλλιτεχνικό underground της Τουρκίας στη μακρά δεκαετία του ’60 – ένα βιβλίο για την γείτονα, σε επιμέλεια Νίκου Χριστοφή, που πληροφορεί για όσα δεν γνωρίζουμε

Παρότι μια βιβλιογραφία στα ελληνικά υπάρχει –τουλάχιστον από το 1974 και μετά– έχω τη γνώμη, πως, γενικώς, υπερισχύει η άγνοια για την γείτονα Τουρκία, σε σχέση με τα κοινωνικοπολιτικά κινήματα και τον ρόλο της συνακόλουθης πολιτιστικής παραγωγής της στα long sixties. Μπορεί να γράφονται λεπτομέρειες (στην Ελλάδα) για τις ανάλογες καταστάσεις σε ΗΠΑ και Δυτική Ευρώπη (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, ίσως και αλλού), αλλά από την άλλη μεριά υπάρχει σκοτάδι για τις συντριπτικά περισσότερες περιοχές του κόσμου, κοντινές ή μακρινές μας, και σε σχέση πάντα με τις δικές τους εκφράσεις του κοινωνικού και καλλιτεχνικού underground και της μαχόμενης κουλτούρας.
Σε πολλές περιπτώσεις οι αφορμές όλων εκείνων των «εκρήξεων» ήταν κοινές, παρά τις τοπικές, κάθε φορά, ιδιαιτερότητες, και το 1968 υπήρξε μια χρονιά σταθμός όχι μόνο για τα μητροπολιτικά κέντρα της Δύσης, μα και για χώρες της περιφέρειας – όπως είναι η Τουρκία. Το βιβλίο «Από το Παγκόσμιο στο Τοπικό / Η Τουρκία στη μακρά δεκαετία του ’60» [Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης / Ιστορία και Κοινωνία, 2025], που έχει επιμεληθεί ο πανεπιστημιακός Νίκος Χριστοφής, δεν είναι απλώς πρωτότυπο –καθώς ασχολείται με μια χώρα τόσο κοντινή μας και τόσο άγνωστη ταυτόχρονα, όσον αφορά τα συγκεκριμένα ζητήματα–, αλλά και ουσιαστικό.
Το βιβλίο αποτελείται από δέκα κεφάλαια, με τα οκτώ να είναι γραμμένα από τούρκους μελετητές-ερευνητές των κοινωνικών και καλλιτεχνικών κινημάτων της πατρίδας τους, ενώ δύο είναι γραμμένα από τον Χριστοφή – με το υλικό να δημοσιεύεται για πρώτη φορά στο περιοδικό «Turkish Historical Review», για να μεταφραστεί στην πορεία στα ελληνικά (από τα αγγλικά) από τον Χρίστο Μάη.
Το πρώτο κεφάλαιο είναι γραμμένο από τον Χριστοφή και έχει τίτλο ίδιο με τον τίτλο του βιβλίου, δηλ. «Από το παγκόσμιο στο τοπικό / Η Τουρκία στη μακρά δεκαετία του ’60» (σελ.15-41). Εδώ από τη μια μεριά επεξηγείται το γιατί, το 1968, υπήρξε ένας παγκόσμιος σταθμός, μια «παγκόσμια στιγμή», ενώ παράλληλα ορίζονται τα τουρκικά long sixties – εντός των οποίων το ’68, αποκτά τη δική του καθοριστική σημασία. Τα όρια τούτων καταδεικνύονται από την... «πολιτική και οικονομική κρίση του 1958, η οποία κλόνισε την κυβέρνηση του Αντνάν Μεντερές οδηγώντας τελικά στη στρατιωτική ανατροπή της στις 27 Μαΐου 1960» και την 12η Μαρτίου 1971 όταν... «οι παρασκηνιακές κινήσεις του στρατού επέβαλαν την απομάκρυνση της εκλεγμένης κυβέρνησης και την επιβολή στρατιωτικού νόμου». Υπάρχουν λοιπόν αυτά τα δύο έτη ορόσημα για την τουρκική περίπτωση, το 1958 και το 1971 – αν και κάποιοι μελετητές μπορεί να μεταθέτουν το δεύτερο όριο ακόμη πιο βαθιά στα σέβεντις. Στην περίοδο αυτή η Τουρκία βρίσκεται υπό σφοδρή αμερικανική εξάρτηση (και υπό άλλων δυτικών στρατιωτικών και οικονομικών οργανισμών), υπάρχει αντιαμερικανισμός στη χώρα, με το ριζοσπαστικό φοιτητικό κίνημα να διαθέτει αντιιμπεριαλιστικά, «τριτοκοσμικά» και κεμαλικά χαρακτηριστικά. Όπως διαβάζουμε σχετικώς: «Αυτός ο λόγος, ή η αντίληψη, δεν περιοριζόταν στην ριζοσπαστικοποιούμενη νεολαία αλλά ήταν ευρέως διαδεδομένος στην τουρκική Αριστερά, συμπεριλαμβανομένου του Κόμματος Εργαζομένων Τουρκίας (Türkiye İşçi Partisi, ΤİP), του εκπροσώπου της Αριστεράς μέσα στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση. Με άλλα λόγια, ο Κεμαλισμός προσλήφθηκε από τη νέα γενιά ως “συνώνυμος της ανεξαρτησίας, της ανάπτυξης και της προόδου, ‘σκοπών’, που ‘προδόθηκαν’ ή εγκαταλείφθηκαν από τη φιλοδυτική και ‘αντιδραστική’ εξουσία του Μεντερές κατά τη δεκαετία του 1950”. Η νέα πρωτοπορία έγινε γνωστή ως η συμμαχία ανάμεσα “στο στρατό και τη νεολαία”».
Το δεύτερο κεφάλαιο αποκαλείται «Τα κινήματα του ’68 στον κόσμο και την Τουρκία / Ένα ή πολλά κινήματα;» (σελ.43-73) και είναι γραμμένο από τον Ömer Turan. Βασικά εδώ προάγεται η άποψη πως υπήρχαν πολλά «1968» και όχι ένα και πάνω σ’ αυτή τη βάση εξετάζεται το τουρκικό «1968», ως μια συνέχεια της κεμαλικής «επανάστασης» (πραξικόπημα) του 1960, διαθέτοντας συγχρόνως αντιπολεμικά (λόγω του πολέμου στο Βιετνάμ), αντιαμερικανικά και αντινατοϊκά χαρακτηριστικά. Εδώ μπαίνει και η ίδρυση της Ομοσπονδίας της Επαναστατικής Νεολαίας Τουρκίας, γνωστής και ως Dev-Genç (για την οποία έγραφε και το δεύτερο τεύχος της πρώτης περιόδου του «Αντί», που δεν το άφησε η χούντα να εκδοθεί, το 1972), η οποία δεν ήταν αντίθετη «σ’ ένα αριστερό πραξικόπημα ενός συνασπισμού “προοδευτικών” φραξιών εντός του στρατού». Πάντα σ’ ένα σχήμα πινγκ-πονγκ ο Turan μεταφέρει συνεχώς τον αναγνώστη από το γενικό «1968» στο ειδικό, κάνει λόγο για τον Herbert Marcuse και τη δημοτικότητά του σε μια μεγάλη μερίδα των ακτιβιστών του ’68 (τη διετία 1968-69 θα μεταφράζονταν στην Τουρκία τα βιβλία του «Έρως και Πολιτισμός», «Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος» και «Σοβιετικός Μαρξισμός»), γίνεται λόγος για το πολιτικό περιοδικό Yön”, που κυκλοφορούσε μεταξύ 1961-1967, επιβάλλοντας κατά μίαν έννοια, στον δημόσιο λόγο, λέξεις σαν τις «σοσιαλισμός» και «μαρξισμός», ενώ καθίσταται σαφής η ύπαρξη του κουρδικού ζητήματος, που αντιμετωπίζεται και αυτό μέσα στο πλαίσιο της «σοσιαλιστικής επανάστασης». Ο Turan κάνει λόγο, επίσης, για διανοούμενους, λογοτέχνες και ποιητές (Sencer Divitçioğlu, Ahmed Arif, İdris Küçükömer), τα βιβλία των οποίων έπαιξαν ρόλο στην προοδευτική αφύπνιση (που διέθετε κυρίως κεμαλικά-αριστερά χαρακτηριστικά, αλλά όχι μόνο), με το κεφάλαιο να κλείνει κατά μίαν έννοια με μια διερεύνηση της δράσης, έτσι όπως εκείνη εκφραζόταν μέσα από τα ποιήματα των Ataol Behramoğlu και İsmet Özel.
Το τρίτο κεφάλαιο, που είναι γραμμένο από τον Νίκο Χριστοφή κι έχει τίτλο «“Η Τουρκία θα γίνει η δεύτερη Γαλλία, αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά μας” / Το τουρκικό φοιτητικό κίνημα κατά τη μακρά δεκαετία του 1960» (σελ.73-104), είναι αρκετά εμπεριστατωμένο σε σχέση με την πορεία της αντιιμπεριαλιστικής-«τριτοκοσμικής»-κεμαλικής φοιτητικής νεολαίας, μια πορεία που θα κατέληγε σε αδιέξοδο. Όπως διαβάζουμε: «Πάντως, και χωρίς να θέλουμε να αδικήσουμε τη ριζοσπαστικοποίηση και μαχητικότητα των φοιτητών, αληθεύει πως εντός ενός χρόνου από το τέλος του στρατιωτικού νόμου του 1973, ο φοιτητικός ριζοσπαστισμός μετασχηματίστηκε και χαρακτηριζόταν ολοένα και περισσότερο από την ένοπλη βία, την αιματοχυσία, το αντάρτικο κ.ο.κ., που δεν ίσχυε κατά τη δεκαετία του 1960. Το μόνο που πέτυχε η στρατιωτική καταστολή του 1971 ήταν να δημιουργήσει αντιστάσεις όχι μόνο στους ακτιβιστές αλλά σε όλα τα επίπεδα της τουρκικής κοινωνίας. Επιπλέον, η στρατιωτική παρέμβαση του 1971 και η δολοφονία αρκετών από τους πιο ριζοσπάστες επαναστάτες φοιτητές έθεσε ένα προσωρινό τέλος στη βία, με κόστος όμως τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σύμφωνα με σημαντικές αναφορές για τη χρήση βασανιστηρίων. Η Τουρκία οδηγήθηκε σ’ έναν χαμηλής έντασης εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στις οργανώσεις της Αριστεράς και της Δεξιάς από το 1976 και έπειτα».
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/vivlio/politiko-koinoniko-kai-kallitehniko-underground-tis-toyrkias-sti-makra-dekaetia-toy

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2025

ZEHETMAIR QUARTETT, MEREDITH MONK, DOBRINKA TABAKOVA νέα άλμπουμ στις ECM New Series

ZEHETMAIR QUARTETT: Johannes Brahms / op. 51 [ECM New Series, 2025]
To Zehetmair Quartett ιδρύθηκε το 1994 από τον αυστριακό βιολιστή Thomas Zehetmair και μέσα στην τελευταία 25ετία, χοντρικά, έδωσε ορισμένες ερμηνείες αναφοράς σε έργα Bartók, Schumann, Hindemith, Beethoven, Bruckner κ.ά. (σε άλμπουμ της ECM New Series). 
Το πιο πρόσφατο CD τού Zehetmair Quartett αποκαλείται “Johannes Brahms / op. 51” και περιλαμβάνει ηχογραφήσεις των “Streichquartett c-Moll op.51 Nr.1” και “Streichquartett c-Moll op.51 Nr.2”, δύο κουαρτέτων εγχόρδων του Brahms – δύο εκ των τριών συνολικώς δημοσιευμένων του. 
Οι ηχογραφήσεις έγιναν τον Νοέμβριο του 2021 στο Konzerthaus της βαυαρικής πόλης Blaibach από το Zehetmair Quartett, δηλαδή τους Thomas Zehetmair βιολί, Jakub Jakowicz βιολί, Ruth Killius βιόλα και Christian Elliott βιολοντσέλο (ο Elliott έφυγε από τη ζωή το 2025, στα 41 χρόνια του), με την απόδοση να προσιδιάζει σε τούτα τα έργα ωριμότητας του Brahms, που αποτελούν «κοσμήματα» της μουσικής δωματίου.
MEREDITH MONK: Cellular Songs [ECM New Series, 2025]
Το δέκατο τρίτο άλμπουμ της διακεκριμένης αμερικανίδας συνθέτριας, performer, βοκαλίστριας και άλλα τινά Meredith Monk (γενν. 1942) στις ECM New Series αποκαλείται “Cellular Songs”.
Σ’ αυτό το CD η Monk εμφανίζεται ως μέλος ενός ευρύτερου συνόλου (Meredith Monk & Vocal Ensemble), το οποίο συναποτελούν οι Ellen Fisher, Katie Geissinger, Joanna Lynn-Jacobs, Allison Sniffin, καθώς και ο John Hollenbeck, και το οποίο (σύνολο) παρουσιάζει δεκαπέντε συνθέσεις της Monk, οι οποίες είναι κυρίως βοκαλιστικές. Λέμε «κυρίως», επειδή σε κάποια tracks ακούς και κρουστά, βιμπράφωνο και πιάνο.
Ηχογραφημένο στα Power Station Studios της Νέας Υόρκης στο διάστημα Ιανούαριος-Μάρτιος του 2022 και ακόμη τον Μάρτιο του 2024, το “Cellular Songs” δεν είναι ένα άλμπουμ «εύκολο» φυσικά, παρότι η περιπετειώδης εξέλιξή του και οι ποικίλες native american αναφορές του, στο 9λεπτο “Branching” φερ’ ειπείν, δημιουργούν κάποια πρωταρχικά στοιχεία αμεσότητας. Βεβαίως και οι λίγες οργανικές παρουσίες, όπως στο “Lullaby for Lise”, με το πιάνο της Allison Sniffin (και τη φωνή της Katie Geissinger) δημιουργούν τα πρέποντα διαλείμματα σε μία κατά το μάλλον ή ήττον βοκαλιστική κατολίσθηση.
DOBRINKA TABAKOVA: Sun Triptych [ECM New Series, 2025]
Η Dobrinka Tabakova είναι μία 45χρονη βουλγάρα συνθέτρια της σύγχρονης μουσικής, η οποία, τα τελευταία χρόνια, έχει κάνει πολύ αισθητή την παρουσία της στο χώρο. Στις ECM New Series η Tabakova εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 2013, μ’ ένα άλμπουμ, το “String Paths”, που απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, ενώ τώρα, δώδεκα χρόνια αργότερα, το “Sun Triptych”, το πιο νέο CD της, έρχεται να επιβεβαιώσει την δυναμική τής μουσικής της.
Το άλμπουμ αυτό αποτελείται από έξι συνθέσεις της Tabakova, που έχουν τίτλους “Whispered Lullaby” (για βιόλα και πιάνο), “Suite in a Jazz Style” (για βιόλα και πιάνο), “Fantasy Homage to Schubert” (για έγχορδα – αποδίδει η BBC Concert Orchestra, υπό την διεύθυνσή της), “Organum Light” (για έγχορδα – αποδίδει ξανά η BBC Concert Orchestra, υπό την διεύθυνσή της), “Spinning a Yarn”(για σόλο βιολί και hurdy-gurdy) και “Sun Triptych” (για βιολί, βιολοντσέλο και ορχήστρα εγχόρδων – αποδίδει η BBC Concert Orchestra, υπό την διεύθυνσή της).
Οι διαφορετικές υφών συνθέσεις (με δωματίου, avant, φολκλορικές και τζαζ αναφορές), οι διαφορετικές ενορχηστρώσεις, για μικρά και μεγάλα σύνολα (όπως και για συνδυασμούς τους) και ακόμη αυτή καθ’ αυτή η ποιότητα τους, με θελκτικές μελωδίες και λαμπερές αρμονίες, μετατρέπουν το “Sun Triptych” σ’ ένα άλμπουμ (στη «δύσκολη» ετικέτα της ECM) ευρείας αποδοχής.

Οι ECM New Series εισάγονται στην Ελλάδα από την AN Music

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2025

YAKO TRIO το τρίτο άλμπουμ του ελληνικού trio με τις «πνευματικές» sixties αναφορές

Πρόκειται για το τρίτο άλμπουμ του (ελληνικού) Yako Trio, το οποίον αποτελούν οι Λέανδρος Πασιάς (Leandros Pasias) πιάνο (και ηλεκτρικό πιάνο), Βαγγέλης Βραχνός (Vagelis Vrachnos) κοντραμπάσο και Γιώργος Κλουντζός-Χρυσίδης (Giorgos Klounzos-Chrysidis) ντραμς. Για το δεύτερο άλμπουμ του σχήματος, το “OdesSea” (2022) είχαμε γράψει παλαιότερα καλά λόγια, ενώ τώρα σειρά έχει το Woven [Fair Weather Friends Records, 2025], ένα φαινομενικά piano-trio βινύλιο, που επεκτείνεται ανά φάσεις λόγω της παρουσίας του Χάρη Λαμπράκη στο νέι και του James Wylie στο άλτο και το τενόρο σαξόφωνο. Το “Woven” αποτελείται από τρία και τέσσερα κομμάτια, ανά πλευρά, γραμμένα από τα μέλη του γκρουπ – τέσσερα από τον Πασιά, δύο από τον Βραχνό και ένα από τον Κλουντζό-Χρυσίδη.
Ακούγοντας την πρώτη πλευρά του LP έχεις αμέσως μια εικόνα της «τζαζικής» άποψης των Yako Trio, που είναι και ισχυρή και σαφής. Θέλω να πω πως το σχήμα έχει «πνευματικές» sixties αναφορές, με τα συνθέματα να διακρίνονται για την «ζεστασιά» τους, το ιδιαίτερο ηχόχρωμά τους, την κάπως κατανυκτική ατμόσφαιρα που δημιουργούν και βασικά την εσωτερική «Coltrane-ική» έντασή τους. Πρόκειται, απλώς, για πολύ ωραίες συνθέσεις (καταπληκτικό το Α3 “Klountzoa”), ικανές να σε παρασύρουν σε απανωτές ακροάσεις (εννοώ πως άκουσα τρεις φορές, συνεχώς, την πρώτη πλευρά, πριν γυρίσω τον δίσκο στην δεύτερη).
Η ίδια εξωτερική αυτοσυγκράτηση και η ίδια εσωτερική ορμή χαρακτηρίζει και τα τέσσερα κομμάτια της Side B, με το νέι του Λαμπράκη σε συνθέσεις σαν την “Myrtilo”, για παράδειγμα, να φέρνει στη μνήμη ανάλογες spiritual εγγραφές με φλάουτο από το δεύτερο μισό των 60s και τα early 70s (των Pharoah Sanders, Charles Lloyd και Yusef Lateef). Προφανώς κάθε track και αυτής της πλευράς κινείται σε υψηλό επίπεδο, δείχνοντας πως το Yako Trio έχει κάνει κι άλλα βήματα προς τα μπρος από την εποχή του “OdesSea” και αυτό μόνον ως «θετική εξέλιξη» και «πρόοδος» μπορεί να χαρακτηριστεί.
Ασυζητητί ένα από τα καλύτερα ελληνικά τζαζ άλμπουμ του 2025.
Επαφή: https://fwfrecords.bandcamp.com/album/yako-trio-harris-lambrakis-james-wylie-woven

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2025

ODD DODO synth music

Odd Dodo είναι βασικά ο Γιάννης Χατζηπαπάς (Iannis Chatzipapas), για το πρώτο άλμπουμ του οποίου, το “Futurepast Temporalities” (2024), είχαμε γράψει πέρυσι τον Σεπτέμβριο. Τώρα έχουμε στα χέρια μας την δεύτερη βινυλιακή κυκλοφορία του Odd Dodo, που αποκαλείται Ataraxia [Goodbye Sober Day Records, 2025], ένα mini-LP ή EP (12ιντσο βέβαια), που περιλαμβάνει τέσσερα 5λεπτα κομμάτια, ηχογραφημένα, βασικά, στο δικό του home studio. Ο Odd Dodo χειρίζεται σ’ αυτόν τον δίσκο συνθεσάιζερ, χρησιμοποιώντας επίσης field recordings και διαφόρων τύπων εφφέ (ηλεκτρακουστικά κ.ά.). Επίσης στα κομμάτια ακούγονται ντραμς, τάμπλα και κρουστά (Kostas Anastasiadis)... recorded at Cue Productions by Yanis Mavridis... όπως διαβάζουμε.
Το πιο βασικό που θα μπορούσε κάποιος να σημειώσει για το “Ataraxia” είναι η ενότητά του. Η συμπαγής ροή του. Έχουμε να κάνουμε δηλαδή μ’ ένα electronic mini άλμπουμ (τα κρουστά δεν αλλάζουν τον γενικό χαρακτηρισμό – κρουστά εξάλλου ακούς και στους δίσκους του Βαγγέλη Παπαθανασίου και σε πλείστους άλλους ηλεκτρονικούς), που δεν θα το χαρακτήριζες ούτε rock, ούτε progressive rock, ούτε krautrock, ούτε kosmische musik, ούτε new age, ούτε κάτι άλλο από τα γνωστά και χιλιοειπωμένα. Δεν υπονοώ με αυτό πως ο Odd Dodo έκανε κάτι που δεν υπάρχει, απλώς ότι εμπεριέχει στοιχεία απ’ όλα τα προαναφερθέντα, δημιουργώντας κάτι δικό του – ένα πιο προσωπικό electronic υβρίδιο. Θέλω να πω πως εκεί όπου μπορεί να ακούς κάτι από Deuter το κλίμα αλλάζει, αποκτά άλλα vibes, πολύ πιο εξωστρεφή, χωρίς όμως ποτέ να εκπίπτει σε κάτι pop, electro-pop και τα ανάλογα.
Σίγουρα οι ηλεκτρονικές ηχητικές αναφορές του Odd Dodo στα “Ataraxia”, “Theta”, “Humanoids” και “Xopyron” είναι πολλές και διαφορετικές. Σίγουρα ο ήχος του είναι δυναμικός, έντονος, με ενδιαφέρουσες επιμέρους αποχρώσεις, σίγουρα ο ίδιος δεν κάνει κατάχρηση χώρου και χρόνου, εμμένοντας μάλλον σε μικρές διάρκειες, γι’ αυτό το είδος της μουσικής, με τις συνθέσεις του να είναι πυκνές, αλλά όχι δυσκίνητες και ακαδημαϊκές.
Synth music λοιπόν, από έναν μουσικό που το ψάχνει, όπως λέμε, οικοδομώντας σιγά-σιγά τη δική του βάση.
Επαφή: https://odddodo.bandcamp.com/album/ataraxia-ep

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2025

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 690

17/12/2025
Ο Θοδωρής Ρέλλος είναι ένα από τα πρόσωπα που με απασχολούν στο βιβλίο «100 Χρόνια Ελληνική Τζαζ» [Όγδοο, 2025]. Όχι μόνο λόγω Mode Plagal, μα καθ’ όλη τη διαδρομή του και τις διάφορες συνεργασίες του. Θα διαβάσεις αρκετά στις σελίδες 285-289. Να πω μόνον, εδώ, πως ο Ρέλλος φιγουράρει στο τελευταίο τεύχος του «Jazz & Τζαζ», τον Ιούλιο-Αύγουστο του 2013.

16/12/2025
Στο «100 Χρόνια Ελληνική Τζαζ» [Όγδοο, 2025] έχω γράψει ένα ολόκληρο κεφάλαιο για το “Greek Cooking” [Impulse!, 1967] του Phil Woods και του Ιορδάνη Τσομίδη (σελ.79-84). Ποια γνώμη είχε ο τζαζ χώρος στην Ελλάδα γι’ αυτό το LP στα early 80s (όταν έγινε γνωστό) και ποια πιο μετά; Πού κολλάει ο Bob Dylan σ’ αυτό το κεφάλαιο; Πώς βρέθηκε ο Τσομίδης στην Αμερική να συνεργάζεται με τζαζίστες; Αυτά και άλλα πολλά θα διαβάσεις εδώ, που όλα αποτελούν κομμάτια του μεγάλου παζλ της «ελληνικής τζαζ».

15/12/2025
Παρατηρώ σε διάφορα σάιτ ελληνικά και ξένα τα εξώφυλλα των δίσκων με τα «καλύτερα» της χρονιάς. Τέτοια κακογουστιά από εξώφυλλα δύσκολα βρίσκεις συγκεντρωμένη κάπου. Προσωπικά, και στην καλύτερη περίπτωση, θα βαθμολογούσα κάποια λίγα ως «αδιάφορα», ενώ στη χειρότερη (όπως συμβαίνει με τα περισσότερα εξ αυτών) ως «άθλια».
Η πλάκα είναι πως όλα αυτά τα τερατουργήματα δεν μπορείς να τα αντιμετωπίσεις ούτε ως cult, όπως συμβαίνει με τις διάφορες λίστες, που κυκλοφορούν, με τα «χειρότερα» εξώφυλλα όλων των εποχών (κάτι δίσκους χορωδιών από κατηχητικά της Αμερικής, με κοστουμαρισμένες παλιόφατσες που κρατάνε τη Βίβλο). Αυτά, τα τωρινά, είναι δέκα κλάσεις χειρότερα. Δεν ξέρω... Θα πρέπει να βρεθεί κάποια ειδική κατηγορία στο μέλλον...
Φυσικά και βλέπω «σωστά», ωραία ή και πολύ ωραία εξώφυλλα σε σύγχρονους δίσκους, αλλά εδώ συζητάμε για τα εξώφυλλα των δίσκων που πλασάρονται ως «τα καλύτερα της χρονιάς».
Τρομακτικό, να έχεις τέτοια εξώφυλλα στο σπίτι σου σε βινύλια. Εντάξει, για τα ψηφιακά δεν τρέχει τίποτα... εκεί ούτε καν τα προσέχεις.

15/12/2025
Ένα από τα πρόσωπα που διαπερνούν μεγάλο μέρος του βιβλίου μου «100 Χρόνια Ελληνική Τζαζ» [Όγδοο, 2025] είναι ο πιανίστας, αυτοσχεδιαστής, συνθέτης και συγγραφέας Σάκης Παπαδημητρίου.
Αν σκεφθεί κανείς πως ο Παπαδημητρίου αρθρογραφεί για την τζαζ από το 1960 (όταν ήταν 20 ετών) αντιλαμβάνεστε το ρόλο του στα πράγματα. Και κάπως έτσι στο βιβλίο περνάμε όχι μόνο από τα άρθρα του (σε εποχές, στις οποίες η σχετική αρθρογραφία από έλληνες γραφιάδες ήταν σχεδόν ανύπαρκτη), αλλά και στα βιβλία του, στους δίσκους του, στις ραδιοφωνικές εκπομπές του, στις απόψεις του κ.λπ. Σε πολλά κεφάλαια του βιβλίου ο Παπαδημητρίου είναι πρωταγωνιστής και κάτι τέτοιο δεν γινόταν να μην συμβεί.
Να πω ακόμη πως ο Παπαδημητρίου ήταν ο άνθρωπος που με προέτρεψε να στείλω κείμενα στο «Jazz & Τζαζ», για πρώτη φορά, το καλοκαίρι του 1994, και αυτή την ιστορία την αφηγούμαι στο βιβλίο...

14/12/2025
>>Στις σελίδες του βιβλίου συνυπάρχουν ονόματα-σταθμοί της ελληνικής μουσικής, όπως οι Γιάννης Σπάρτακος, Γιώργος Μουζάκης, Κώστας Καπνίσης, Μίμης Πλέσσας, Γεράσιμος Λαβράνος και Γιώργος Θεοδοσιάδης, με σημαντικούς εκπροσώπους της νεότερης και σύγχρονης τζαζ σκηνής, όπως οι Σάκης Παπαδημητρίου, Φλώρος Φλωρίδης, Γιώργος Κοντραφούρης, Πέτρος Κλαμπάνης και Τάνια Γιαννούλη. Παράλληλα, εξετάζονται εκατοντάδες καλλιτέχνες, δίσκοι, συναυλίες, μουσικοί χώροι, φεστιβάλ, περιοδικά και εκδόσεις, συνθέτοντας μια σφαιρική εικόνα της ελληνικής τζαζ μέσα στον χρόνο.<<
https://www.ogdoo.gr/politismos/vivlio/ena-vivlio-anaforas-gia-tin-elliniki-tzaz-apo-tis-ekdoseis-ogdoo

13/12/2025
Γίνεται να αναφέρεσαι στο παρελθόν της ελληνικής τζαζ και να μην έχεις ένα ξεχωριστό κεφάλαιο για τον Γιάννη Σπάρτακο; Στο «100 Χρόνια Ελληνική Τζαζ» [Όγδοο, 2025], που τώρα κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία, θα διαβάσεις για τον Σπάρτακο διάφορα στις σελίδες 141-144. Ιστορίες, συνεντεύξεις δικές του, κρίσεις δικές μου, γεγονότα, τραγούδια κ.λπ.
Ένα από τα καλύτερα κομμάτια του (ένα αληθινό κομψοτέχνημα), για το οποίο γράφω στο βιβλίο, φυσικά, το ακούτε και στα σχόλια...

DINO SALUZZI el viejo caminante

Το πιο νέο άλμπουμ του μάστερ του μπαντονεόν Dino Saluzzi ηχογραφήθηκε στο Buenos Aires τον Απρίλιο του 2023, όταν ο Saluzzi ήταν 88 ετών (σήμερα είναι 90). Σ’ αυτή την προχωρημένη, όπως και να το κάνουμε, ηλικία, ο Saluzzi εξακολουθεί να υπογράφει πολύ ωραίους δίσκους, με συναρπαστική μουσική και μοναδικά παιξίματα.
Έχοντας, λοιπόν, δίπλα του τον γιο του José María Saluzzi στην κλασική κιθάρα και ακόμη τον Νορβηγό Jacob Young σε ακουστική, ηλεκτρική κιθάρα, ο Saluzzi απλώνει στο El Viejo Caminante [ECM Records / AN Music, 2025] δώδεκα συνθέσεις, εννέα πρωτότυπες (δικές του και των συνεργατών του) και τρεις versions (δύο σε αμερικάνικα στάνταρντ και μία στο “Northern sun” της Karin Krog), δημιουργώντας για μιαν ακόμη φορά έναν δίσκο απαιτήσεων, γεμάτο από συνθέσεις με νόημα. Τέτοιες είναι, για παράδειγμα, η εισαγωγική “La ciudad de los Buenos Aires” του José María Saluzzi ή η “Tiempos de ausencias” (του Dino), δίχως κάποια άλλη να ακούγεται παράταιρη με το συνολικό αποτέλεσμα – έναν, όπως πάντα, ιδιότυπο και απολαυστικό συνδυασμό από tango, jazz και φολκλορική νοτιοαμερικάνικη μουσική.

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2025

SOKRATIS SINOPOULOS / YANN KEERIM topos

Δύο έλληνες μουσικοί, ο λυράρης Σωκράτης Σινόπουλος (Sokratis Sinopoulos) και ο πιανίστας Γιάννης Κυριμκυρίδης (Yann Keerim) επανεμφανίζονται στην ECM (A&N Music), μέσω του προσφάτου άλμπουμ τους Topos. Το λέω, γιατί αμφότεροι είναι μέλη του Sokratis Sinopoulos Quartet, που ηχογράφησε τα άλμπουμ “Metamodal” το 2019 και “Eight Winds” το 2015. 
Αποκόπτονται, λοιπόν, οι δυο τους από το κουαρτέτο και ως ντούο γράφουν, στα Sierra Studios της Αθήνας, τον Φεβρουάριο του ’24, το CDTopos”, ένα άλμπουμ δέκα συνθέσεων – τεσσάρων δικών τους πρωτοτύπων (“Vlachia”, “Valley”, “Mountain Path”, “Forest glade”) και έξι (“Stick dance”, “Sash dance”, “In one spot”, “Dance from Buscum”, “Romanian polka”, “Fast dance”) βασισμένων στο έργο “Romanian Folk Dances” του Béla Bartók (1881-1945), που ήταν εξαμερές.
Κατά βάση εδώ έχουμε ένα ιδιότυπο tribute στον Bartók, στο οποίον επιχειρείται μέσα από τις συμβολές της λύρας με το πιάνο να «παγιδευτεί» η ατμόσφαιρα των «Ρουμάνικων Λαϊκών Χορών», μιας σουίτας έξι χορών, που συνετέθη το 1915 βασικά για πιάνο και αργότερα για ενόργανο σύνολο ή ακόμη και για βιολί-πιάνο (στην μεταγραφή του Zoltán Székely). Αν θεωρήσουμε πως η λύρα επέχει ρόλο βιολιού, τότε το άκουσμα του “Topos” προσιδιάζει σε κάποιες κλασικές αποδόσεις των «λαϊκών χορών», οπότε από αυτή την άποψη εξασφαλίζεται, υποθέτω, και η ανοχή των καθαρολόγων.
Το “Topos” έχει μοναδική και συμπαγή ατμόσφαιρα, ο ήχος της λύρας είναι μοναδικός, ενώ και η συνεύρεσή της με το πιάνο, σε κομμάτια σαν το “Dance from Buscum” είναι καταλυτική, δημιουργώντας βαθιά συναισθηματική φόρτιση στον ακροατή.
Ένα περίπου απρόσμενο ελληνικό άλμπουμ, που τιμά και τον κατάλογο της γερμανικής εταιρείας, προσπορίζοντας συγχρόνως υψηλά creditis στους Σωκράτη Σινόπουλο και Yann Keerim.

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2025

ARVO PÄRT / VOX CLAMANTIS φωνητικά έργα

Η θρησκευτικής θεματολογίας μουσική αποτελεί μία από τις βασικές κατευθύνσεις των ECM New Series (γνωστό αυτό παλαιόθεν). Είναι πάμπολλα τα θρησκευτικά έργα, και κατ’ επέκτασιν οι θρησκευτικές εκδόσεις που έχουν καταγραφεί στο label κι ένα από τα πιο πρόσφατα είναι μια σειρά φωνητικών συνθέσεων του Arvo Pärt, που φέρει εις πέρας το εσθονικό φωνητικό σύνολο Vox Clamantis. Το άλμπουμ αποκαλείται And I heard a voice [ECM New Series, 2025] και ακούγονται σε αυτό τα έργα του PärtNunc dimittis” (2001), “O Holy Father Nicholas” (2021), “Sieben Magnificat-Antiphonen” (1988), “Für Jan van Eyck” (2019), “Kleine Litanei” (2015) και “And I heard a voice...” (2017).
Η χορωδία Vox Clamantis, υπό την διεύθυνση του Jaan-Eik Tulve, ασχολείται με το έργο του Arvo Pärt από 25ετίας, και μέσα σ’ αυτά τα χρόνια έχουν καταγραφεί κάποια άλμπουμ (στις ECM New Series και αλλού), που έχουν αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις. Υπάρχει, λοιπόν, αυτή η σχέση ανάμεσα στη χορωδία και το έργο του Pärt, το οποίο, σε κάθε περίπτωση, παίρνει αφορμή από παλαιά και νεότερα θρησκευτικά κείμενα, πριν επεκταθεί στους πιο προσωπικούς ηχητικούς κόσμους τού συνθέτη. Όλα τα έργα είναι αυστηρώς χορωδιακά, πλην του “Für Jan van Eyck”, στο οποίο ακούγεται και εκκλησιαστικό όργανο.
Η ηχογράφηση (2021/22) προέρχεται από την καθεδρική της πόλης Haapsalu της Εσθονίας, ενώ η παραγωγή ανήκει στον Manfred Eicher.