22/11/2025
Η γνώμη μου για το βιβλίο του Τσίπρα και σε σχέση με το
παρελθόν, ακούγοντας τον ίδιο να διαβάζει αποσπάσματα στο YouTube, είναι...
πολύ κακό για το τίποτα.
Ο καθένας από εμάς έχει σχηματίσει μια γνώμη για το τι
συνέβη το 2015 (πρώτο και δεύτερο εξάμηνο), υπό την έννοια ότι τα ζήσαμε και τα
βιώσαμε. Και καμία ουσιαστική συζήτηση δεν μπορεί να διεξαχθεί επ’ αυτών, αυτή
τη στιγμή, που να μπορεί να προσθέσει κάτι παραπάνω.
Αν δεν περάσουν δεκαετίες, αν δεν αποχαρακτηριστούν αρχεία,
πρακτικά και συνομιλίες κανείς δεν πρόκειται να καταλάβει επακριβώς, και στη
λεπτομέρειά του τι συνέβη όλο εκείνο το διάστημα.
Οπότε οι ιστορικοί σε 30, 40 και 50 χρόνια ας ψάξουν να δουν
τι έγινε και ας πληροφορήσουν εκείνους που θα ζούνε τότε και όλους τους
επόμενους. Εμείς μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ το παρασκήνιο της εκλογής
Παυλόπουλου, της όποιας δυναμικής των μέηλ Χαρδούβελη (κατά πόσον ήταν
αξιόπιστα ή όχι), πόσο και σε ποιο βαθμό ήταν τιμωρητικό το μνημόνιο Τσίπρα
(και πόσο προσαυξήθηκε πρακτικά αυτό), πώς η Μέρκελ "άδειασε" τον
Σαμαρά, και άλλα διάφορα ερωτήματα, πολλά και διάφορα ερωτήματα, που βαριέμαι
τώρα να τα γράφω.
Η γνώμη μας, λοιπόν, θα παραμένει επιφανειακή και
καθοδηγούμενη από τις προσωπικές μας απόψεις και εμπειρίες – τεκμηριωμένη,
πάντως, δεν θα ’ναι με τίποτα.
Για μένα είναι λάθος του Τσίπρα η επιστροφή στο ’15. Από την
άλλη όμως αντιλαμβάνομαι γιατί ο ίδιος θέλει να αποσείσει από πάνω του ένα
βάρος, ώστε να εμφανισθεί όσο το δυνατόν «ελαφρύτερος» για το μέλλον - αν και η
γνώμη μου είναι πως δύσκολα θα πείσει περισσότερους απ’ όσους έπεισε το 2023.
Εκτός αν κατεβεί με συγκεκριμένη ατζέντα για ακρίβεια,
χρηματιστήριο ενέργειας, εξορύξεις, Αμερική, Κίνα, Ρωσία, Τουρκία, Ισραήλ
κ.λπ., και κυρίως σε σχέση με τον «πόλεμο», που ετοιμάζουν οι ομοτράπεζοί του
ανά τας Ευρώπας. Ελπίζω, δηλαδή, να μην μας προκύψει και... ιέραξ στο
τέλος-τέλος.
Αυτά έχουν νόημα σήμερα. Χεσ’ το το ’15. Ό,τι έγινε έγινε...
Από πάνω μας πέρασαν τα τροχοφόρα...
22/11/2025
Το κείμενο που θα διαβάσετε πιο κάτω το είχα γράψει πριν από
15 χρόνια περίπου. Μου είχε ζητηθεί για ένα αφιέρωμα, σε σχέση με τη
μουσικοκριτική, που είχε ετοιμαστεί από κάποιους. Δεν θυμάμαι τώρα
λεπτομέρειες. Πιθανώς να ήταν για τον Μετρονόμο, ίσως για κάπου αλλού. Δεν έχει
και ιδιαίτερη σημασία τώρα. Αυτά που γράφω εδώ τα πιστεύω σχεδόν 100% και
σήμερα. Ίσως θα άλλαζα μόνο κάτι ψιλά (κάτι λεπτομέρειες).
Επίσης να πω πως εγώ κάνω και δισκοκριτικές και
δισκοπαρουσιάσεις. Αναλόγως τι θα μου βγει. Αυτά τα δύο δεν είναι ίδια (για
μένα). Χοντρικά για τους ελληνικούς δίσκους γράφω κριτικές, ενώ για τους ξένους
παρουσιάσεις. Τους ελληνικούς δίσκους μπορώ να τους τοποθετήσω στην ελληνική
πραγματικότητα και να καταλάβω πώς λειτουργούν, επειδή ζω στην Ελλάδα και
«πιάνω» τι θέλει να πει ο κάθε καλλιτέχνης, και πώς τοποθετείται ευρύτερα (σε
σχέση με τα ζόρια του, τις απόψεις του για αισθητικά ή κοινωνικά ζητήματα κ.λπ.).
Έχω μπροστά μου όλες τις συνδέσεις. Απεναντίας, δυσκολεύομαι να κάνω αυτό το
ίδιο για τους ξένους. Δεν μπορώ να μπω, εύκολα, στη θέση ενός Γιαπωνέζου,
Αμερικάνου ή Εγγλέζου. Και δεν είναι θέμα γλώσσας, αλλά ευρύτερης κατανόησης
του τρόπου που λειτουργούν υπό δεδομένες συνθήκες τις οποίες αγνοώ. Έτσι, σ’
αυτές τις περιπτώσεις προτιμώ να κάνω παρουσιάσεις είτε να εκφράζω κάποιες
δευτερεύουσες απόψεις, κυρίως για αισθητικά-τεχνικά ζητήματα. Για τα κοινωνικά,
που είναι και τα σημαντικότερα, το αποφεύγω.
>>Η μουσικοκριτική είναι ένα υποσύνολο της κριτικής
και η κριτική είναι μια διαδικασία της ανθρώπινης σκέψης. Άρα κριτική ασκεί ο
καθείς - ο καθείς που μπορεί να σκέφτεται δηλαδή, καθότι υπάρχουν και ορισμένοι
που δεν σκέφτονται, είτε γιατί δεν θέλουν, είτε γιατί βαριούνται, είτε γιατί
δεν μπορούν. Προϋπόθεση για να σκέφτεται κάποιος και περαιτέρω να κρίνει
–έχοντας συγχρόνως την απαίτηση να τον λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν τους οι άλλοι–
είναι η ευρύτερη κουλτούρα και βασικά η μελέτη. Άνευ διαβάσματος (όχι από παπά…)
δεν πάει κανείς πουθενά.
Η κριτική έχει να κάνει με την Αισθητική, που είναι κομμάτι
της Φιλοσοφίας, αλλά έχει να κάνει και με την Κοινωνία, τουλάχιστον από την
εποχή τού Saint-Simon και μετά. Συνεπώς, η κριτική δεν πρέπει να περιορίζεται
μόνο στα αισθητικά θέματα, αλλά να επιδιώκει να αναδείξει και τις κοινωνικές
διαστάσεις του έργου Τέχνης.
Η μουσικοκριτική / δισκοκριτική διαφέρει από την κριτική
κινηματογράφου, λογοτεχνίας ή θεάτρου στο εξής. Ένα μουσικό έργο χωρίς λόγια
μπορεί να μοιάζει με μια ταινία και να αντιμετωπίζεται ως «ολότητα», αλλά ένας
δίσκος με τραγούδια αποτελείται συχνά από διαφορετικές «ολότητες». Προσωπικά,
τους δίσκους με τραγούδια τούς αντιμετωπίζω τις περισσότερες φορές ως
«ξεχωριστά τραγούδια» και όχι ως «δίσκους», επειδή υπάρχει ποικιλία ακουσμάτων
/ ηχοχρωμάτων, όπως και θεμάτων. Βεβαίως, υπάρχουν και τα λεγόμενα concept
albums, αλλά αυτά ήταν και παραμένουν μειοψηφία στη δισκογραφία. Σε κάθε
περίπτωση σημασία έχει να αναδεικνύεται από τον κριτικό το «όλον» και όχι το
επιμέρους. Τι να τον κάνεις έναν καλό τραγουδιστή, όταν ερμηνεύει ένα κακό
τραγούδι; Τι νόημα έχει να εκφράζεις «σωστές» κοινωνικοπολιτικές θέσεις, όταν
το τραγούδι σου είναι κακοφτιαγμένο; Πρέπει όλα να δουλεύουν ρολόι, για να
αποκτά πλήρες νόημα ένα έργο Τέχνης. Στην αντίθετη περίπτωση, μπαίνουμε στα
δύσκολα. Ο κριτικός αρχίζει να γκρινιάζει (όταν γκρινιάζει), ο καλλιτέχνης
αντιδρά (όταν αντιδρά) και τα υπόλοιπα είναι γνωστά…
Η ουσία είναι πως η κριτική σε κάθε περίπτωση αφορά το έργο
Τέχνης και τον καλλιτέχνη, και όχι το αναγνωστικό κοινό, το οποίο από σπόντα
διαβάζει την κριτική, λαμβάνοντάς την υπ’ όψιν του ή όχι. Σκοπός της κριτικής,
δηλαδή, δεν είναι να στείλει περισσότερους αναγνώστες στα δισκάδικα ή τους
κινηματογράφους για ν’ αγοράσουν ένα δίσκο ή να δουν μια ταινία, όπως νομίζουν
ορισμένοι και όπως καταντά συχνά η κριτική. Σκοπός της κριτικής είναι να
αναδείξει ένα έργο Τέχνης που κατά τον κριτικό αξίζει να αναδειχθεί, και να
σταθεί απέναντι σ’ ένα άλλο που, πάλι κατά τον κριτικό, είναι για τα μπάζα.
Συχνά γίνεται λόγος για την «κρίση στη δισκογραφία» και τα
συναφή. Δεν το δέχομαι. Οι κρίσεις επειδή είναι μόνιμα φαινόμενα είναι
ταυτοχρόνως και άνευ ουσιαστικής σημασίας. Εκτός αν ορισμένοι συγχέουν για τους
δικούς τους ταπεινούς λόγους την προφανή κρίση στο οικονομικό κομμάτι της
δισκογραφίας με την ανύπαρκτη κρίση δημιουργίας. Και το ’80 και το ’90 και το
’00 διάβαζα παντού για κρίση. Κρίση δεν υφίσταται. Τραγούδια γράφονται, δίσκοι
βγαίνουν ή «ανεβαίνουν», την παραγωγή εξακολουθούμε να τη γνωρίζουμε σ’ ένα
πενιχρό μόνον ποσοστό της.
Παρότι φροντίζω να μην έχω πολλά-πολλά με τους καλλιτέχνες,
το έργο των οποίων κρίνω –γι’ αυτό το λόγο αποφεύγω και τις συνεντεύξεις–, δεν
έχω τη γνώμη πως ο κριτικός πρέπει να μοιάζει με «ασκητή». Οφείλει πάντως να
είναι προσεκτικός και να προβλέπει / αποφεύγει τις κακοτοπιές. Γενικά, το
επάγγελμα, το οποίο διέρχεται τη δική του υπαρκτή και πολυποίκιλη κρίση, έχει
κάποιους «εσωτερικούς» κανόνες, οι οποίοι συνήθως καταπατούνται από τους ίδιους
τους κριτικούς.<<
21/11/2025
Ήθελα να το ανεβάσω στις 17 Νοεμβρίου, την ημέρα της
επετείου, αλλά παράπεσε, έμπλεξα με άλλα θέματα, το ξέχασα κ.λπ. Το βρήκα
σήμερα ξανά μπροστά μου γιατί ήταν σχεδόν πάνω-πάνω, ακόμη δεν είχε χωθεί
βαθιά, κι έτσι αποφάσισα να το "χτυπήσω" και να το ανεβάσω τώρα...
παρά να περιμένω μέχρι του χρόνου. Ποιος ζει και ποιος πεθαίνει...
Περαιτέρω, δεν πιστεύω πως είναι ένα κείμενο επετειακό.
Απεναντίας είναι ένα κείμενο διαχρονικό (κι ας γράφτηκε πριν από 51 χρόνια), το
οποίο όποτε και να το διαβάσεις έχει νόημα.
«Η σημασία των γεγονότων του Πολυτεχνείου θάφτηκε επισήμως
πριν από λίγες μέρες. Εφημερίδες, έμποροι βιβλίων, δίσκων και λουλουδιών,
θεατρίνοι, κόμματα, κράτος, σωματεία και κακοί ποιητές ήταν οι νεκροθάφτες.
Εβδομαδιαίο περιοδικό με τίτλο μεγάλο στο εξώφυλλό του περιχαράκωνε το νόημα
της εξέγερσης ως εξής: 1973, Ο ΛΑΟΣ ΑΓΩΝΙΖΕΤΑΙ – 1974, Ο ΛΑΟΣ ΨΗΦΙΖΕΙ. Σάμπως
εκείνα τα παιδιά να σκοτώθηκαν μόνο και μόνο για να μπορούμε εμείς κάθε τέσσερα
χρόνια να δίνουμε το τυπικό χρίσμα (που, στο κάτω-κάτω, δεν το χρειάζονται
πάντα), σ’ αυτούς που κυβερνούν τη χώρα ενάμιση αιώνα τώρα δίχως καμμιά
διακοπή.
Ό λ ο ι μετέχουν σήμερα στην επέτειο του Πολυτεχνείου. Αλλά
τότε εναντίον τίνος έγινε η εξέγερση; Εναντίον του φασισμού; Μα τι άλλο,
επιτέλους, είναι ο φασισμός παρά το “κακό” πρόσωπο του συστήματος; Τώρα μας
δείχνει το “καλό” του πρόσωπο, χαμογελώντας με συγκατάβαση, όσο οι λαϊκές
εκδηλώσεις δεν ξεφεύγουν από τα όρια του παραδεγμένου τελετουργικού: μνημόσυνα,
τρισάγια, λιβάνια.
Μα οι νεκροί δεν αγωνίστηκαν γι’ αυτά. Δεν ήθελαν να γίνουν
“εθνικοί” ήρωες. Δεν ανήκουν στο έθνος. Στο έθνος ανήκουν οι παπάδες και τα
λάβαρα, οι λόγοι και τα στεφάνια των επισήμων. Στο έθνος ανήκουν οι δολοφόνοι
των παιδιών. Τα παιδιά δεν ανήκουν πουθενά. Το νόημα της εξέγερσής τους δεν χωράει
στα εθνικά αστικοδημοκρατικά πλαίσια που θέλουν να το στριμώξουν. Ο αγώνας του
Νοέμβρη δεν ήταν αγώνας “εθνικός”, δεν ήταν καν αγώνας “πολιτικός” – ήταν
επανάσταση. Το Πολυτεχνείο δεν ανήκει στο έθνος. Αυτή την αλήθεια εξέφραζε ένα
σημείωμα αφιερωμένο στους νεκρούς: “ο ελληνικός λαός ήταν ανάξιος της θυσίας
σας”. Το Πολυτεχνείο ανήκει στους νεκρούς – μόνο σ’ αυτούς.
Σήμερα πίσω από τα πανηγύρια και τα μνημόσυνα, πίσω από τη
νερουλή συνθηματολογία των πολιτικών κομμάτων διακρίνεται η αιώνια επιθυμία των
νοικοκυραίων. Το “ποτέ πια άλλο Πολυτεχνείο!” δεν σημαίνει “ποτέ πια άλλος
φασισμός!”, αλλά: “ο αγών εστέφθη υπό επιτυχίας”, ή “καθίστε τώρα φρόνιμα”. Μα
πάνω από τις νουθεσίες ή τις διαταγές εθναρχών, κομισάριων, μεσσιών και
τραμπούκων ακούγονται κάποιες άλλες φωνές στο πεζοδρόμιο: “Ένα, δύο, τρία,
πολλά Πολυτεχνεία!”.
Η σπουδαστική εξέγερση κηδεύτηκε προχθές. Πέρασε ήδη στις
εθνικές επετείους – κρατικοποιήθηκε. Οι νεκροί του Πολυτεχνείου χάθηκαν μέσα
στην εικόνα του αγνώστου στρατιώτου. Το Πολυτεχνείο πέθανε – Ζήτω το
Πολυτεχνείο».
«σημειώσεις», 26.11.74
[περιοδικό «σημειώσεις», τεύχος #4, Ιανουάριος 1975]

[πρόκειται για ένα σημαντικό προοδευτικό περιοδικό, που
κυκλοφόρησε για πολλά χρόνια, στη Μεταπολίτευση βασικά (έχει γράψει και ο
Τερζάκης γι' αυτό, και άλλοι), αν και το πρώτο τεύχος του προέρχεται από τον
Σεπτέμβρη του ’73, έχοντας για συνεργάτες τους Μανόλη Λαμπρίδη, Γεράσιμο
Λυκιαρδόπουλο, Μάριο Αφεντόπουλο, Μάρκο Μέσκο κ.ά. – ποιοι είναι όλοι αυτοί;
όποιος/α ενδιαφέρεται γράφει τα ονόματα στο google search και βλέπει]
21/11/2025
Δύο διευκρινήσεις σε σχέση με το προηγούμενο ποστ.
Κατ’ αρχάς σέβομαι όλους τους συναδέλφους, μουσικοκριτικούς,
μουσικογραφιάδες κ.λπ. Και τους επαγγελματίες, και τους ερασιτέχνες. Και αυτούς
που γράφουν στα μίντια επί πληρωμή και εκείνους που γράφουν στα blog τους π.χ.
ή εδώ μέσα απλά για το κέφι τους. Το ότι μπορεί να διαφωνώ με συγκεκριμένα
πάντα πράγματα, που μπορεί να γράφουν, δεν σημαίνει ότι δεν τους σέβομαι. Θέλω
να είναι προφανές αυτό. Όταν γράφω λοιπόν «Η μουσικογραφία στην Ελλάδα είχε και
έχει τα χάλια της» αναφέρομαι σε όλους και σε κανέναν, εκφράζω μια γενικότητα
θέλω να πω (από την οποία, γενικότητα, δεν εξαιρώ τον εαυτό μου).
Δεύτερο βασικό. Εγώ είμαι πρώτα απ’ όλα αναγνώστης και μετά
γραφιάς. Αν ο χρόνος, που διαθέτω γι’ αυτά τα θέματα είναι «5», «4» αφορούν το
διάβασμα που ρίχνω και «1» αφορά το γράψιμο. Το προηγούμενο ποστ λοιπόν είναι
γραμμένο από τη μεριά του αναγνώστη και όχι του γραφιά. Γραφιάς, κάποια στιγμή,
μπορεί να σταματήσω να είμαι, αναγνώστης όμως δεν θα σταματήσω να είμαι ποτέ.
Γραφιάς είμαι όταν γράφω συγκεκριμένα πράγματα (σε βιβλία, κείμενα κ.λπ.), όλες
τις άλλες φορές είμαι αναγνώστης. Κι ένας τυχαίος σχολιαστής, επίσης, που
μπορεί να γράφει για ό,τι του αρέσει. Όπως ο καθένας και η καθεμιά σας.
21/11/2025
Διαβάζω απίστευτα πράγματα σε σχέση με τον Ζήλο, αδιανόητες
υπερβολές – και μάλιστα από ανθρώπους του μουσικού χώρου. Συνθέτες ας πούμε
κ.λπ. Γράφουν για «φάρους», για ανθρώπους που κυνήγησε το σύστημα, για
ανθρώπους που αν ακουγόταν ο λόγος τους δεν θα φθάναμε στα σημερινά χάλια και
άλλα τέτοια παραμυθώδη.
Κριτικές για δίσκους έγραφε ο άνθρωπος – όχι τίποτα φοβερά
σημαντικό δηλαδή. Δεν υπήρξε ποτέ κάτι πολύ σημαντικό η δισκοκριτική στην
Ελλάδα, κυρίως γιατί δεν συνδέθηκε ποτέ όπως θα της έπρεπε και θα της άξιζε με
το κοινωνικό ζητούμενο.
Θα σας πως μόνο ένα παράδειγμα. Το πιο χοντρό. Και σε σχέση
με το Ζήλο. Το θάψιμο στο λαϊκό και το παραλαϊκό τραγούδι (στο αποκαλούμενο
«σκυλάδικο») με όρους αισθητικούς. Κανείς ποτέ από τους κριτικούς, εκείνης της
εποχής, και μετά, δεν μπόρεσε να αντιληφθεί τι σήμαινε ένας δίσκος του Πόλυ
Κερμανίδη (για την Ελλάδα των σέβεντις). Τι σήμαινε, τι αντιπροσώπευε, ποιοι
τον άκουγαν και γιατί.
Η κριτική δίσκου στην Ελλάδα ήταν μια μ@λακία και μισή.
Έδινε διέξοδο σε προσωπικές εμμονές, ούσα εντελώς ξεκομμένη από την
πραγματικότητα.
Αν η μουσικοκριτική ήταν βιβλίο θα έπρεπε να το ρίξουμε στη
φωτιά και να το ξαναγράψουμε από την αρχή. Έστω και με κάτι δεκαετίες
καθυστέρηση.
Η μουσικοκριτική (των ποπ-ροκ περιοδικών - γι' αυτή λέω)
ήταν 50 χρόνια πίσω από την κινηματογραφική κριτική, την θεατρική κριτική κ.λπ.
Ο Σύγχρονος Κινηματογράφος ή το Θέατρο του Νίτσου ήταν 50 χρόνια μπροστά από το
Ποπ & Ροκ, τον Ήχο και τη Μουσική. Βαρετά περιοδικά, στα οποία πού και πού
διάβαζες και κάτι άξιο λόγου. Απεναντίας τα κινηματογραφικά περιοδικά τα
ξεκοκκάλιζες και με κείμενα, που, ακόμη και σήμερα, έχουν πράγματα να πούνε.
Αν οι μουσικοκριτικοί μας, γράφανε για σινεμά, εκείνη την
εποχή, στα early seventies θα είχαν θάψει τον Βέγγο τού «Θανάση πάρε τ' όπλο
σου», όταν πάνω σε μία μόνο σκηνή εκείνης της ταινίας δόμησε όλο το σινεμά του
ο Οικονομίδης (αναφέρομαι στην καταπληκτική σκηνή όπου πλακώνονται ο Βέγγος με
τον Αντώνη Παπαδόπουλο, γαμπρός και κουνιάδος – όλη η λεκτική βία του Οικονομίδη
είναι πάνω εκεί τοποθετημένη). Κανείς μουσικοκριτικός δεν θα μπορούσε να
αντιληφθεί το μεγαλείο αυτής της σκηνής, όπως κανένας τους δεν αντιλήφθηκε τα
αριστουργήματα που τραγούδησε ο Κερμανίδης και τόσοι άλλοι.
Και κάτι άλλο, πολύ σημαντικό. Δέκα φορές πιο αξιόλογο ακόμη
και από την καλύτερη και την πιο εμπεριστατωμένη μουσικοκριτική είναι το
κείμενο. Το μουσικό κείμενο. Όχι η αρλουμπο-θεωρητικολογία επί αισθητικών
θεμάτων, αλλά οι διακλαδώσεις του σε σχέση με την κοινωνία και όλες τις υπόλοιπες
τέχνες, και κάθε άλλο χώρο του επιστητού. Η μουσική ανασαίνει μέσα σε όλα αυτά
– δεν είναι κάτι ξεκομμένο. Οι διασυνδέσεις του μ’ εκείνο, που συμβαίνει ή
συνέβαινε στην κοινωνία έχουν σημασία – όχι αν μιλάμε για σκυλάδικο ή για
όπερα. Το να μπορείς να αντιληφθείς και να εξηγήσεις μέσα σου το κάθε τι. Πόσα
τέτοια κείμενα μπορείτε να θυμηθείτε και από τον αείμνηστο Ζήλο και από πολλούς
άλλους;
Εγώ μπορώ να θυμηθώ κειμενάρες από κινηματογραφικά,
θεατρικά, λογοτεχνικά και πολιτικά περιοδικά, με καταγραμμένες σκέψεις ανθρώπων
πάνω στην Τέχνη ακόμη και από το ’60, αλλά από μουσικά ίσα που συμπληρώνουν τα
δάκτυλα των χεριών μου. Στα κινηματογραφικά του Ραφαηλίδη, για παράδειγμα, θα
βρεις μερικές από τις πιο ουσιαστικές παρατηρήσεις, που έχουν γραφτεί για το
ροκ στην Ελλάδα – σε κινηματογραφικά κείμενα εννοώ, όχι σε μουσικά. Όποιος
κρίνει... κρίνει τα πάντα και σκέφτεται γύρω από τα πάντα. Η σωστή λέξη είναι
«κριτικός», όχι «σινεκριτικός», «μουσικοκριτικός» κ.λπ.
Η μουσικογραφία στην Ελλάδα είχε και έχει τα χάλια της.
20/11/2025
Ξύπνησα σήμερα το πρωί με το ηλιοβασίλεμα να λάμπει
Βρήκα το μυαλό μου μέσα σε μια καφέ χάρτινη σακούλα
Σκόνταψα σε ένα σύννεφο κι έπεσα οκτώ μίλια ψηλά
Έσκισα το μυαλό μου σε έναν οδοντωτό ουρανό
Μόλις πέρασα από κει για να δω σε τι κατάσταση ήταν η
κατάστασή μου
(Yeah,
yeah, oh-yeah, what condition my condition was in)
Έσπρωξα την ψυχή μου σε μια βαθιά σκοτεινή τρύπα και μετά
την ακολούθησα μέσα
Είδα τον εαυτό μου να σέρνεται έξω, καθώς σερνόμουν μέσα
Σηκώθηκα τόσο σφιγμένος που δεν μπορούσα να χαλαρώσω
Είδα τόσα πολλά που διαλύθηκε το μυαλό μου
Μόλις πέρασα από κει για να δω σε τι κατάσταση ήταν η
κατάστασή μου
(Yeah,
yeah, oh-yeah, what condition my condition was in)
Κάποιος έγραψε «Πρωταπριλιά» με μεγάλα μαύρα γράμματα σε μια
ταμπέλα «Αδιεξόδου»
Είχα πατήσει το γκάζι καθώς έβγαινα από το δρόμο και
εξερράγη το μυαλό μου
Οκτώ μίλια έξω από το Μέμφις και δεν έχω άλλο
Οκτώ μίλια κατευθείαν κάπου προς το κέντρο της πόλης
Μόλις πέρασα από κει για να δω σε τι κατάσταση ήταν η
κατάστασή μου
I said I
just dropped in to see what condition my condition was in
20/11/2025
Η γενιά του Ζήλου υπήρξε, δικαιολογημένα σ’ ένα βαθμό, το
απόλυτο θύμα της ξενομανίας. Λέω «δικαιολογημένα σ’ ένα βαθμό», γιατί όταν
ακούς στα 15 σου το “Help!” και το “Revolver”, όταν χορεύεις στα μαθητικά πάρτυ
με το “Sunny afternoon”, το “Somebody to love” και το “Don’t let me be
misunderstood”, δεν θέλει και πολύ για να... παραφρονήσεις! Τοιούτη ποπ δεν
ξανακούστηκε ποτέ στην ιστορία της μουσικής, ποτέ δεν λύθηκαν τα σώματα και τα
πνεύματα, όπως θα λύνονταν σ’ εκείνη τη γενιά – αν και σε κάθε περίπτωση αυτή
όλη η βάπτιση δεν ήταν δυνατόν να μην δημιουργήσει τοίχους και στεγανά.
Τι να σου πει ο Βοσκόπουλος και η Μαρινέλλα, στο τέλος των
σίξτις, τι να σου πει ο Γαβαλάς και ο Καζαντζίδης, όταν πλέον είχες ταξιδέψει
στο φεγγάρι; Τιποτένια, δε, στα μάτια και στ’ αυτιά τους έμοιαζαν ακόμη και οι
ελληνικές απομιμήσεις της ξένης μουσικής.
Κάποτε ο Φαληρέας (ο άνθρωπος που είχε στήσει το καλύτερο
ελληνικό ροκ όλων των εποχών στη Lyra/Zodiac) είχε πει, σε μια κρίση συνείδησης
πως όλα εκείνα ήταν μ@λακίες, και πως αν εξαιρούσες τον «Μπάλλο» του
Σαββόπουλου (το γράφω και στο πρόσφατο βιβλίο αυτό) όλα τα άλλα ήταν ένα
«τίποτα». Ατελείς προσπάθειες να γίνει κάτι που γινόταν έξω.
Σε όλους αυτούς δεν μετρούσαν ακόμη κι εκείνα τα ελληνικά
που έπρεπε να μετράνε. Στο «επιστροφή στις ρίζες» του Μαρκόπουλου (έτσι όπως ο
ίδιος το νοηματοδοτούσε και το έκανε πράξη), που ήταν ό,τι πιο σημαντικό είχε
ακουστεί στην ελληνική μουσική στο τέλος των σίξτις, απαντούσαν με χάχανα και
γέλια. Ότι θα γυρίσουμε τάχα πίσω στα σκοτάδια και τις αράχνες, και ότι θα
κάναμε παρέα στους χουντικούς του τσάμικου, από άλλη μεριά.
Η παρέα του Ζήλου δεν τα είχε καλά με τίποτα
ελληνικό-ελληνικό. Ακόμη και στα έιτις, όταν το ελληνικό ροκ μετατράπηκε σε
ηλεκτρικό τραγούδι –Τσακνής, Μαχαιρίτσας, Πορτοκάλογλου, Γιοκαρίνης, Μπουλάς,
Κατσιμιχαίοι, Γερμανός, Κούτρας και όλοι οι υπόλοιποι, σχεδόν όλοι παλιοί
ρόκερ, που είχαν αντιληφθεί σχετικά νωρίς πως το ροκ-περιθώριο, τύπου Σιδηρόπουλου,
δεν σε βγάζει πουθενά–, αποκτώντας (το ηλεκτρικό τραγούδι) τρομερή αίγλη, με
ήχο δικό του (ας ήταν ανακάτεμα από διάφορα, ροκ και μη ροκ, είχε υβριδική
ταυτότητα), εκείνοι ήταν και πάλι απέναντι. Μόνον ως τριτοκλασάτος νταρκάς,
υποκρινόμενος το αδιέξοδο της αμερικάνικης και της ευρωπαϊκής ντεκαντάνς, της
εποχής, θα είχες κάποια τύχη...
Τέλος πάντων... είναι πολλά που μπορείς να πεις γι’ αυτά τα
θέματα, ικανά να αποτελέσουν ύλη βιβλίου, όχι άρθρου.