Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2025

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΙΝΟΥΣΗΣ 50 χρόνια από το «Αστεία και Σοβαρά», τον δίσκο με τα καλύτερα τραγούδια του – κυκλοφόρησε το 1975 και περιείχε, ανάμεσα σε άλλα, τη μεγάλη επιτυχία «Αμερική»

Η πεντηκονταετία, το «χρυσό ιωβηλαίο», δεν είναι κάτι ασήμαντο ούτε γενικότερα, ούτε ειδικότερα – αν αναφερόμαστε σε δίσκους π.χ., που για κάποιους λόγους μπορεί να κρίνονται ως σημαντικοί, επειδή, χοντρικά, χαρακτήρισαν μια εποχή. Συνήθως αυτοί οι εορτασμοί καταπιάνονται με τα τρανά και τα μεγάλα, αφήνοντας στο περιθώριο άλλα γεγονότα (δισκογραφικά εν προκειμένω), που έπαιξαν πρώτο ρόλο, σε πρώτο χρόνο, πριν καταπλακωθούν μέσα στις δεκαετίες, από το... καλλιτεχνικά σοβαρό και το πνευματικά υψηλό.
Σε μια σειρά τέτοιων κειμένων, που έχουν ανεβεί εδώ στο LiFO.gr, έχω ήδη γράψει για μερικούς κάπως... απαρατήρητους άλλα άξιους δίσκους, που συμπλήρωσαν πεντηκονταετία, μέσα στο 2025 –θυμίζω τα σχετικά κείμενα για τα άλμπουμ «Γέλα Κυρία μου» των Κώστα Καφάση-Κώστα Ψυχογιού (6 Απριλίου), «Ντοκουμέντα» του Γιώργου Ζαμπέτα (28 Οκτωβρίου), «Ο Σιδερένιος Άνθρωπος» των Ηλία Ασβεστόπουλου-2002 (9 Νοεμβρίου) και «Ελλαδέξ» του Γιάννη Λογοθέτη (14 Δεκεμβρίου)– κάτι που θα συνεχιστεί τώρα, με το «Αστεία και Σοβαρά» του Γιώργου Κοινούση, ένα άλμπουμ που μπορεί να βρέθηκε στα δισκάδικα τον Μάιο του ’75, αλλά δεν παύει να συμπληρώνεται, εντός του έτους που σε λίγο τελειώνει, μια 50ετία από τη χρονιά που κυκλοφόρησε.
Ο Κοινούσης, που είναι γεννημένος το 1940 και που είχε σπουδάσει πιάνο σε ωδείο, υπήρξε ένας από τους κορυφαίους λαϊκούς ακορντεονίστες (σε πάλκο και δισκογραφία), στις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Με ακορντεόν στην αρχή και με αρμόνιο μετά, όταν προέκυψε η ανάγκη για περισσότερα βατ στα κέντρα διασκέδασης, ο Κοινούσης είχε από νωρίς το μικρόβιο της τραγουδοποιίας, θέλοντας να γράφει και να ερμηνεύει ο ίδιος τα τραγούδια του. Στα σίξτις ήταν πολύ δύσκολο να συμβεί κάτι τέτοιο – αν και το ταλέντο του, όχι μόνο στα παιξίματα, αλλά και στη σύνθεση και το στίχο, είχε ήδη φανεί, αφού δικά του πολύ επιτυχημένα τραγούδια είχαν δισκογραφήσει η Γιώτα Λύδια («Αχ ας μπορούσα»), ο Μιχάλης Μενιδιάτης («Στο σπίτι μου χαράματα»), η Δούκισσα («Άνθρωποι είμαστε») κ.ά. Στο βιβλίο του «Η Ζωή μου πριν... και μετά Χριστόν» [Ιδιωτική Έκδοση, 1992], στο κεφάλαιο «Οι φίρμες δεν με ήθελαν για τραγουδιστή!» διαβάζουμε:
«Η αρχή, λοιπόν, έγινε από τα κέντρα. Και εκεί η μάχη ήταν αδυσώπητη! Οι φίρμες που με ήθελαν να τους παίζω για να τραγουδούν, δεν με άφηναν να τραγουδώ ο ίδιος! Μου άνοιξαν πόλεμο. Μου το έλεγαν ξεκάθαρα: ή αρμόνιο ή τραγούδι! Μου το έθεταν σαν όρο!(...) Ο εκβιασμός που μου έκαναν οι φίρμες, γιγάντωνε την απόφασή μου να φτάσω στο στόχο μου. Τέλος καλοκαιριού (σ.σ. προς το τέλος των σίξτις), σ’ ένα κέντρο στο Μοσχάτο, έπαιζα αρμόνιο με τον Βοσκόπουλο και τον Μενιδιάτη. Ένα βράδυ με φωνάζει ο επιχειρηματίας και μου λέει: Γιώργο πάψε να τραγουδάς, γιατί θα πεινάσεις. Οι φίρμες δεν σε θέλουν μαζί τους. Μου το έθεσαν όρο: Για να ’ρθεις μαζί τους τον χειμώνα, πρέπει να πάψεις να λες τα τραγούδια σου».
Ο άνθρωπος που στήριξε όσο ελάχιστοι άλλοι την απόφαση του Κοινούση να περάσει στη πιο μπροστινή θέση του πάλκου, κύριος και κυρίαρχος της πίστας, ήταν ο τροβαδούρος Τώνης Μαρούδας! Θυμάται ο Κοινούσης (πάντα από το βιβλίο τού ’92):
«Εκείνη την εποχή (σ.σ. 1970) γνωρίστηκα με τον Τώνη Μαρούδα, ο οποίος μου πρότεινε να κάνω ένα συγκρότημα για το μαγαζί του. Πράγματι έτσι έγινε. Κάνω την πρώτη δική μου ορχήστρα.(...) Ένα βράδυ ήρθε μια μεγάλη γνωστή μου παρέα στο μαγαζί και μου ζήτησε να τραγουδήσω το τραγούδι που είχα γράψει εκείνη την εποχή, το “Άνθρωποι είμαστε και σφάλματα κάνουμε”. Πήρα την άδεια απ’ τον Μαρούδα, πήρα το μικρόφωνο και τραγούδησα. Την ίδια στιγμή σηκώθηκε από το τραπέζι που καθόταν, ήρθε κοντά μου, με φίλησε και μου είπε: Από αύριο δεν θα παίζεις αρμόνιο, μόνο θα τραγουδάς. Ωραίος άνθρωπος. Άνετος. Χωρίς κόμπλεξ. Και σαν καλλιτέχνης 20 χρόνια πιο μπροστά απ’ όλους. Εσύ, μου λέει, τα τραγούδια σου να τα λες ο ίδιος. Δεν μπορεί να τα πει κανείς όπως εσύ. Γιατί είναι δικά σου. Συνέχισε και τραγούδα, μη φοβάσαι. Σε δύο χρόνια θα ’σαι φίρμα. Λες και ήτανε προφήτης. Σε δύο χρόνια όλη η Ελλάδα ήξερε το όνομά μου».
Ακρογωνιαίο ρόλο στην εκτόξευση της καριέρας του Κοινούση, έπαιξε φυσικά ο Αλέξανδρος Πατσιφάς – ο άνθρωπος, που πείστηκε εγκαίρως από το ταλέντο τού περφόρμερ-τραγουδοποιού φέρνοντάς τον στην «οικογένεια» της Lyra-Zodiac. Περιττό να πω πως από την τεράστια εμπορική επιτυχία του Κοινούση, μέχρι το 1975, ο Πατσιφάς θα μπορέσει να χρηματοδοτήσει πολλούς άλλους αντι-εμπορικούς δίσκους, που παρήγαγε τότε η Lyra (και τα θυγατρικά labels). Τα τέσσερα πρώτα άλμπουμ του Κοινούση, που θα τυπωθούν σε ετικέτα Zodiac, ανάμεσα στα χρόνια 1972-1975, αποτελούν το «βαρύ πυροβολικό» της προσωπικής δισκογραφίας του, και είναι αυτά στα οποία εμπεριέχονται όλες οι πολύ μεγάλες επιτυχίες του, δηλαδή τα τραγούδια «Δεν καταλαβαίνω τίποτα», «Όλοι θα ζήσουμε (Τα παιδιά)», «Στην ατέλειωτη άσφαλτο», «Τα μάτια σου», «Άνθρωποι είμαστε», «Οι πιτσιρίκοι» κ.λπ. Οι τίτλοι εκείνων των LP ήταν: «13» (1972), «Κοινούσης... Σήμερα!» (1973), «Κοινούσης 3» (1974) και «Αστεία και Σοβαρά» (1975). Αυτό το τελευταίο άλμπουμ θα με απασχολήσει από ’δω και κάτω...
Αρχικά, εκείνο που πρέπει να σημειωθεί είναι πως ο Κοινούσης, από στιχουργικής πλευράς, επιχειρούσε να πει πράγματα, που, ορισμένες φορές, δεν απασχολούσαν ούτε τους λεγόμενους «προοδευτικούς» συναδέλφους του. Μπορεί οι αποτυπώσεις των σκέψεών του να ήταν κάπως πρωτόλειες, ή ίσως και απλοϊκές, όμως μην ξεχνάμε πως είχαμε να κάνουμε με τραγούδια που απευθύνονταν στον «πολύ κόσμο» όπως λέμε, γραμμένα από έναν αυθεντικό λαϊκό δημιουργό.
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/giorgos-koinoysis-50-hronia-apo-asteia-kai-sobara-ton-disko-me-ta-kalytera-tragoydia

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2025

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 691

23/12/2025
Ποια ήταν η πρώτη πολύ μεγάλη συναυλία που έγινε ποτέ στην Ελλάδα σε σχέση με την τζαζ; Προφανώς λέμε για την εμφάνιση της θρυλικής Josephine Baker στο Παλλάς τον Φλεβάρη του 1934. 91 χρόνια πριν. Γι’ αυτή τη συναυλία θα διαβάσεις λεπτομέρειες στις σελίδες 18-20 του καινούριου βιβλίου μου «100 Χρόνια Ελληνική Τζαζ», που κυκλοφορεί τώρα από το Όγδοο.

22/12/2025
Δεν νομίζω να ασχολήθηκε κανείς με τον Simon Stokes, όταν πέθανε το 2020...
https://www.youtube.com/watch?v=UWBrG3XJ4JA&list=RDUWBrG3XJ4JA&start_radio=1

21/12/2025
Tο 2025 κυκλοφόρησαν αυτά τα δύο βιβλία μου.
Το αριστερό, που κυκλοφόρησε τον Ιούλιο και που σε λίγο θα είναι «εξαντλημένο» στην πηγή, είναι ένα βιβλίο που το πίστεψα και το πιστεύω πολύ, και η δική μου γνώμη είναι (και όποιος-α θέλει ας την αμφισβητήσει) πως είναι το πιο σημαντικό βιβλίο που κυκλοφόρησε ποτέ σε σχέση με την πορεία του ροκ, και του ελληνικού ροκ στη χώρα μας, ανάμεσα στα χρόνια 1956-1974. Για μένα δεν μπορεί να υπάρξει φίλος του ροκ στην Ελλάδα, που να αγνοήσει αυτό το βιβλίο.
Το δεξιό βιβλίο, που κυκλοφόρησε πριν από δυο βδομάδες, είναι ένα βιβλίο «οδηγός» για την πορεία της τζαζ στην Ελλάδα, τα τελευταία 100 χρόνια. Και της τζαζ γενικά, και της ελληνικής τζαζ προφανώς. Δεν θεωρώ πως είναι, σώνει και καλά, πιο «ειδικού ενδιαφέροντος», σε σχέση με το ροκ βιβλίο, καθώς σ’ αυτό γράφω ακόμη και για Πλέσσα, Λαβράνο, Τζένη Βάνου, Σπάρτακο, Μουζάκη κ.ά., ενώ το ετοίμασα κάπως σαν καθήκον απέναντι σε μια μουσική, με πολλούς και ορκισμένους fans (ακόμη και στις πιο δύστροπες εκδοχές της).

20/12/2025
Οι καθηγητές, που παίρνουν τόνους στοιχεία από τα άρθρα μου και τα βιβλία μου (βασικά έχω ανοίξει τα μάτια σε πολύ κόσμο) να ξέρουν πως ό,τι παίρνουν από μένα είναι σωστό, αλλά επειδή παίρνουν και από άλλους, και επειδή οι ίδιοι (οι καθηγητές) δεν έχουν κάποια βαθιά και μακρόχρονη επαφή μ’ αυτά τα θέματα, με τα οποία εσχάτως ασχολούνται και... εξειδικεύονται, ώστε να μπορούν να τα ελέγξουν, να ξέρουν πως μπορεί κάλλιστα να την πατήσουν. Να αναπαράγουν, εννοώ, ανακρίβειες. Δηλαδή οι πηγές τους μπορεί να τους "κρεμάσουν".
Ο Cat Stevens δεν ήρθε στην Ελλάδα στο «τέλος της χούντας» το 1973 και ούτε τον έφερε η «χουντική νεολαία του Πανεπιστημίου». Η ΦΕΑΠΘ –που δεν ήταν ακριβώς χουντική νεολαία, αλλά η διορισμένη φοιτητική ένωση του ΑΠΘ, που προφανώς ήταν φιλοχουντική– είχε φέρει τον Ντέμη Ρούσσο, το 1973, όχι τον Cat Stevens. Ο Cat Stevens είχε έρθει στη μεταπολίτευση, τον Ιούνιο του 1976.
[σόρι για την ποιότητα της φωτογραφίας, αλλά διαβάζεται μια χαρά αν κάνεις κλικ επάνω της]

20/12/2025
H τζαζ διαδρομή του Μίμη Πλέσσα στις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70, ήταν σαν να μην υπήρχε για την τζαζ αρθρογραφία μας για πολλά χρόνια – και θυμάμαι την έκπληξη πολλών (ακόμη και του ίδιου του Πλέσσα), όταν είχα γράψει για πρώτη φορά για το άλμπουμ «Ο Μίμης Πλέσσας Παίζει Philicorda», το 1996, στο «Jazz & Τζαζ». Σήμερα κάποια τέτοια θέματα θεωρούνται λυμένα, αλλά δεν ήταν πάντα έτσι. Κι ένα βιβλίο που ανασκαλεύει την τζαζ στην Ελλάδα, όπως είναι το «100 Χρόνια Ελληνική Τζαζ» [Όγδοο, 2025], δεν γίνεται να μην ασχολείται και με αυτά. Ας πούμε με το γεγονός πως, για χρόνια, η ελληνική τζαζ δισκογραφία είχε για αφετηρία της το 1979...
[ο Μίμης Πλέσσας στο νέο βιβλίο μου, στις σελίδες 103-118]

19/12/2025
Για τη συμβολή του περιοδικού Διαγώνιος του Ντίνου Χριστιανόπουλου στη διάδοση της τζαζ στη χώρα θα διαβάσεις πολλά στο "100 Χρόνια Ελληνική Τζαζ" [Όγδοο, 2025]. Δεν είναι μόνο οι σελίδες που παρείχε για την τζαζ αρθρογραφία στον Σάκη Παπαδημητρίου, ο Χριστιανόπουλος, αλλά και μια ομιλία που είχε κάνει νωρίς στα 50s για την "υπεράσπισι της τζαζ" (όταν η τζαζ βαλλόταν από μουσικοκριτικούς και κομμάτι της κοινωνίας). 
Στις σελίδες 175-184 του βιβλίου μου θα διαβάσεις πολλά, σχετικά με το θέμα...

18/12/2025
Το τι δουλειά έχει η Τζένη Βάνου σ’ ένα βιβλίο που αποκαλείται «100 Χρόνια Ελληνική Τζαζ» [Όγδοο, 2025] το έχει απαντήσει ο κορυφαίος βρετανός ιστορικός Eric Hobsbawm προ αμνημονεύτων χρόνων. Πριν ακόμη ξεκινήσει να ηχογραφεί η Τζένη...
[Για περισσότερα στις σελ.22 και 126-131 του πιο νέου βιβλίου μου]

17/12/2025
Όσοι ακούμε ροκ, όποτε και να πεθάνουμε, θα πεθάνουμε νέοι, γιατί το ροκ δεν σε αφήνει να γεράσεις, αλλά ρε φίλε κάποιοι από τη μεγάλη παρέα την κάνουν νωρίτερα, και αυτό, όπως και να το δεις, θλίβει όσους μένουν πίσω.
Με τον Αvesalom, από το Κιάτο, τα λέγαμε από τα early 90s, από την εποχή των fanzines και της Fifth Dimension, αλλά κρατήσαμε και μετά μια επαφή, έως και πριν από μερικές μέρες, εδώ στο fb πια, όταν ο Κώστας Καραμπέτσος σχολίασε σε κάποιο ποστ μου.
Ένας αγνός άνθρωπος, που έφυγε ξαφνικά... Τι κρίμα...

ROY POWELL / LORENZO FELICIATI / LUCREZIO DE SETA, HEGE SAUGSTAD jazz με ιταλικές και νορβηγικές άκρες

ROY POWELL / LORENZO FELICIATI / LUCREZIO DE SETA: Aria [Losen Records, 2025]
Ο Roy Powell είναι βρετανός πιανίστας και ο Lorenzo Feliciati ιταλός μπασίστας. Συνεργάζονται δε από χρόνια – και στο πάλκο προφανώς, μα και στη δισκογραφία. Το πιο παλιό (συνεργατικό) άλμπουμ τους είναι το “Napoli” από το 2010, ενώ μαζί βρίσκονται και στο σχήμα Naked Truth. Στο blog τον Roy Powell τον έχουμε συναντήσει ως μέλος του Frode Kjekstad Trio (στο φετινό άλμπουμ του “Jazz Detectives”), ενώ για πρώτη φορά θα γράψουμε για τον Feliciati, τώρα, όπως και για τον ντράμερ του τρίο, τον Lucrezio de Seta.
Ένα κλασικό πιάνο-τρίο λοιπόν έχουμε εδώ, δίχως άλλες επεκτάσεις, guests, συμμετοχές και τα τοιαύτα. Ένα πιάνο-τρίο, που επεκτείνει κατά μίαν έννοια αυτό το παλαιό κεφάλαιο περί συνύπαρξης jazz και κλασικής – και όταν γράφουμε για «κλασική», εννοούμε και το μπαρόκ, και την όπερα ή ακόμη και την σύγχρονη κλασική. Όπερα; Ναι. Γιατί εδώ το τρίο των Powell / Feliciati / de Seta διασκευάζει βασικά Giacomo Puccini (1858-1924), καθώς από τα δέκα tracks του “Aria” τα έξι είναι συνθέσεις του ιταλού μάγου της όπερας (ανάμεσα υπάρχουν τρεις συνθέσεις του Powell, όπως και μία version στο “My funny Valentine” των Rodgers και Hart).
Εντάξει, οι Ιταλοί Feliciati και de Seta είναι λογικό να έχουν μεγαλώσει με τις όπερες του Puccini (εν πάση περιπτώσει σε κάποια στιγμή της ζωής τους θα πρέπει να τις άκουσαν ή και, γιατί όχι, να τις μελέτησαν), αλλά ο Powell; Προφανώς και αυτός είχε μαγευτεί από τις μελωδίες του ιταλού συνθέτη, ενώ και η καταγραμμένη επιθυμία του Miles Davis να διασκευάσει την “Tosca”, με ενορχηστρωτή τον Gil Evans (κάτι που, τελικώς, δεν ευοδώθηκε), δεν μπορεί παρά να έδρασε προς τη θετική κατεύθυνση. Να επιλέξει, με άλλα λόγια, το τρίο των Powell / Feliciati / de Seta, να περιπλανηθεί στον λυρικό κόσμο του Puccini, μεταγράφοντας με ωραίο τρόπο συνθέσεις σαν τις “Vissi darte”, “E lucean le stelle”, “Nessun Dorma” κ.λπ. για ένα πιάνο-τρίο σχήμα.
Οπωσδήποτε υπάρχει πολλή jazz εδώ, και οπωσδήποτε οι αθάνατες μελωδίες του Puccini (μα και οι ωραίες, και του αυτού κλίματος, συνθέσεις του Powell) είναι ικανές να δημιουργήσουν ένα δυνατό ηχητικό concept, που μπορεί να λειτουργήσει και ως εορταστικός διάκοσμος.
Επαφή: www.losenrecords.no
HEGE SAUGSTAD: Randy’s Home [Losen Records, 2025]
Η Hege Saugstad είναι μια νορβηγίδα τραγουδίστρια με pop και jazz παρελθόν. Στο πιο πρόσφατο άλμπουμ της, που αποκαλείται “Randys Home”, η Saugstad συνεργάζεται με τους Hans Mathisen κιθάρα, Per Mathisen μπάσο και Ole Petter Hansen Chylie κρουστά, αποδίδοντας στάνταρντ βασικά, και περαιτέρω μία τιμή στην συμπατριώτισσά της τζαζ δημοσιογράφο Randi Hultin ή και Randy (1926-2000). Το “Randy” του τίτλου σ’ αυτήν αναφέρεται.
Η Hultin δεν ήταν τυχαία περίπτωση. Ήταν μια διεθνώς αναγνωρισμένη jazz writer και το γεγονός ότι είχε πάρει συνέντευξη από τον John Coltrane –υπάρχει κοινή φωτογραφία τους στο gatefold του “Randys Home”– είναι το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς για ’κείνην. Γιατί το περισσότερο το λένε οι συνθέσεις που τις είχαν αφιερώσει μεγάλοι τζαζίστες, όπως ο Eubie Blake (“Randis rag”) ή ο Phil Woods (“Randy”). Μάλιστα αυτό το δεύτερο “Randy” (του Woods) είναι το μοναδικό μη-στάνταρντ κομμάτι του CD. Εντάξει, υπάρχει και μία σύνθεση της Saugstad ανάμεσα, αλλά τα υπόλοιπα οκτώ tracks έχουν να κάνουν με... “Misty”, “Summertime”, “All the things you are”, “It aint necessarily so” και τα ανάλογα – και είναι αυτά εν τέλει, που δίνουν το χρώμα στο “Randys Home”.
Η κιθάρα, το μπάσο και η φωνή είναι τα τρία βασικά όργανα, που ακούγονται στο “Randys Home” (κρουστά υπάρχουν μόλις σε δύο tracks) και η αλήθεια είναι πως η φωνή της Saugstad είναι από αυτές, που μπορούν να κρατήσουν το ενδιαφέρον σου καθ’ όλη τη διάρκεια της ακρόασης, με τα απαλά, παιγνιώδη και λυρικά χαρακτηριστικά της.
Και το εξής. Αν και οι συμμετέχοντες στο άλμπουμ προέρχονται από την Νορβηγία, θα ήταν στο Kardamili International Jazz Festival (στην Καρδαμύλη της Μεσσηνίας), πριν από μερικά χρόνια, όταν η Hege Saugstad θα γνώριζε από κοντά τα αδέλφια Hans και Per Mathisen. Συμβαίνουν κι αυτά.
Επαφή: www.losenrecords.no

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2025

αναγνώστες και αναγνώστριες για τα πρόσφατα βιβλία μου

Tania Giannouli
Ο Φώντας Τρούσας έχει κάνει μια ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ δουλειά στο τελευταίο του βιβλίο με τον τίτλο «100 χρόνια ελληνική τζαζ» (εκδόσεις όγδοο) το οποίο ξεπερνά κατά πολύ την απλή καταγραφή. 
Ένα μεγάλο ΜΠΡΑΒΟ για αυτό το πόνημα που έλειπε από την ελληνική βιβλιογραφία κι ένα μεγάλο ευχαριστώ για το γεγονός ότι έχει αφιερώσει ένα κεφάλαιο σε μένα και τη μουσική μου, με τις κριτικές και των πέντε προσωπικών μου δίσκων στην Rattle, αλλά και μια συζήτηση μας που δημοσιεύτηκε στην LIFO το μακρινό 2015.

Spiros Dfold Grammenos
Χαιρετισμούς από Κέρκυρα!

Γιώργος Γιαννόπουλος
Ήλθε τελικά

Anstasios
Babatzias
Διαβάζω τα κείμενα του Φώντα Τρούσα ακριβώς 27 χρόνια. Δεν τα λες και λίγα. Έτσι λοιπόν γνωρίζω ότι είναι ένας από τους πολύ λίγους στην Ελλάδα που μπορούν να γράψουν με τρόπο ουσιαστικό ένα τέτοιο βιβλίο, μέσα από βαθιά μελέτη και με πολύ κόπο δεκαετιών. Χωρίς να το χω καν ανοίξει ακόμα ξέρω ότι αξίζει να διαβαστεί από όλους όσους ενδιαφέρονται για τη τζαζ.

Dimitris
Papadatos
Καλημέρα! Ηγορασθην! Και ανυπομονώ να ξεκινήσει η μελέτη. Ευτυχώς τα βγάζεις όταν έχω ελεύθερο χρόνο!

Panagiotis
Kouk
Καλοτάξιδο!

Nikos
 
Mitrogiannopoulos
Φώντα, δεν προλαβαίνω! Είμαι ένα βιβλίο πίσω! Υ.Γ. βιβλιάρα. Δεν μπορώ να ξεκολλήσω λες και διαβάζω μυθιστόρημα για τα σίξτιζ.

Μακης Περδικοματης

Σωτήρης Μπαλλάς
Να και το καταπληκτικό βιβλίο του Φώντα Τρούσα... μόλις έφτασε από τις εκδόσεις του Ogdoo.gr στο Ρεσάλτο στον εξωτικό Σταυρό Θεσσαλονίκης... σοβαρός και τεκμηριωμένος λόγος...

Despina
Kavousanaki
Βιτρίνα βιβλιοπωλείου στο Ηράκλειο Κρήτης. Δεν εχω καταφέρει να το ξεκινήσω ακόμα αλλά θα το κάνω το συντομότερο. Σας ευχαριστούμε για όλα για άλλη μια φορά.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΕΡΟΣ σε σταθερούς ροκ δρόμους

Ο Γιάννης Τσέρος είναι ένας τραγουδοποιός, με τη σωστή έννοια της λέξης. Ξέρει, εννοούμε, να γράφει κανονικά τραγούδια. Κάτι καθόλου αυτονόητο στις μέρες μας. Τραγούδια, με αρχή, μέση και τέλος. Τραγούδια, που να μπορεί να τα τραγουδήσει κάποιος, οπουδήποτε, που να έχουν γερές μελωδίες, σωστές αναπτύξεις και καλούς στίχους. Αυτή την τέχνη ο Τσέρος την ασκεί από 15ετίας (κάπως πιο φανερά), ενώ κι εμείς εδώ στο blog έχουμε γράψει παλαιότερα (Σεπτέμβριος 2019) με αφορμή το πολύ καλό δικό του tribute στον Bob Dylan (μέσω του σχήματος Back Pages).
Στο πιο νέο άλμπουμ του, που αποκαλείται «Στου Χρόνου την Αυλή» [Ogdoo Music Group, 2025], ο Τσέρος απλώνει μια σειρά τραγουδιών, δικών του βασικά (όσον αφορά τις συνθέσεις) και με κάτι από Κατσιμιχαίους, Μανώλη Φάμελλο και Ερμή Σάμσα, και δικών του επίσης όσον αφορά τους περισσότερους στίχους (σε κάποιους υπάρχουν και συνεργασίες).
Τα τραγούδια του Τσέρου σε κερδίζουν σαν συνθέσεις πρώτα-πρώτα, καθώς εκμεταλλεύονται κλασικές φόρμες του country rock και του folk rock (ηλεκτρικού ακουστικού), με σοβαρούς υπαινιγμούς από ακουστικό και ηλεκτρικό Bob Dylan, Neil Young, Crazy Horse κτλ., ενσωματωμένα, όμως, με τον καλύτερο τρόπο, σ’ αυτόν τον κλασικό τύπο του ελληνικού ροκ, που δημιούργησαν οι προπάτορες του είδους και βασικά ο Σαββόπουλος των early 70s, για να μην πάμε στους μεταγενέστερους (Κατσιμιχαίοι, Καζούλλης κ.λπ.).
Όλα φαίνεται να κυλούν αθόρυβα στο CD «Στου Χρόνου την Αυλή». Πειστικά ταυτοχρόνως, σίγουρα με μέτρο, και πάντα με το καλό γούστο κάποιου, που ξέρει τι ζητά και τι θέλει.
Όχι, δεν είναι το άλμπουμ της δεκαετίας το «Στου Χρόνου την Αυλή», είναι όμως ένας πολύ καλός ροκ σημερινός δίσκος, που δεν θέλει να αποδείξει τίποτα (και) σε κανέναν. Στηρίζεται στο ταλέντο του πρώτου τη τάξει (ο Τσέρος επιπλέον τραγουδά, ενορχηστρώνει, παίζει κιθάρες και μαντολίνα), βεβαίως στην άψογη απόδοση όλων των επιμέρους συμμετεχόντων (οργανοπαικτών, τεχνικών), αλλά πάνω απ’ όλα (στηρίζεται) στην πολύ καλή πρώτη ύλη, που είναι και το σημαντικότερο όλων.
Ο δίσκος ακούγεται «νεράκι», από την αρχή έως το τέλος του, και τραγούδια σαν τα «Πώς μεγάλωσα», «Μόρια», «Grand», «Στο όνειρό μου εσύ», «Κοπεγχάγη», «Εδώ υπάρχει θάνατος» και όλα τα υπόλοιπα μπορεί κάπου να τα έχεις ξανακούσει και ξανανοιώσει (τον τρόπο τους και το αίσθημά τους εννοώ), αλλά αυτό πλέον θα πρέπει να το θεωρούμε μεγάλο προσόν... εκεί όπου έχουμε φθάσει.
Επαφή: www.ogdoo.gr

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2025

το πολιτικό, κοινωνικό και καλλιτεχνικό underground της Τουρκίας στη μακρά δεκαετία του ’60 – ένα βιβλίο για την γείτονα, σε επιμέλεια Νίκου Χριστοφή, που πληροφορεί για όσα δεν γνωρίζουμε

Παρότι μια βιβλιογραφία στα ελληνικά υπάρχει –τουλάχιστον από το 1974 και μετά– έχω τη γνώμη, πως, γενικώς, υπερισχύει η άγνοια για την γείτονα Τουρκία, σε σχέση με τα κοινωνικοπολιτικά κινήματα και τον ρόλο της συνακόλουθης πολιτιστικής παραγωγής της στα long sixties. Μπορεί να γράφονται λεπτομέρειες (στην Ελλάδα) για τις ανάλογες καταστάσεις σε ΗΠΑ και Δυτική Ευρώπη (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, ίσως και αλλού), αλλά από την άλλη μεριά υπάρχει σκοτάδι για τις συντριπτικά περισσότερες περιοχές του κόσμου, κοντινές ή μακρινές μας, και σε σχέση πάντα με τις δικές τους εκφράσεις του κοινωνικού και καλλιτεχνικού underground και της μαχόμενης κουλτούρας.
Σε πολλές περιπτώσεις οι αφορμές όλων εκείνων των «εκρήξεων» ήταν κοινές, παρά τις τοπικές, κάθε φορά, ιδιαιτερότητες, και το 1968 υπήρξε μια χρονιά σταθμός όχι μόνο για τα μητροπολιτικά κέντρα της Δύσης, μα και για χώρες της περιφέρειας – όπως είναι η Τουρκία. Το βιβλίο «Από το Παγκόσμιο στο Τοπικό / Η Τουρκία στη μακρά δεκαετία του ’60» [Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης / Ιστορία και Κοινωνία, 2025], που έχει επιμεληθεί ο πανεπιστημιακός Νίκος Χριστοφής, δεν είναι απλώς πρωτότυπο –καθώς ασχολείται με μια χώρα τόσο κοντινή μας και τόσο άγνωστη ταυτόχρονα, όσον αφορά τα συγκεκριμένα ζητήματα–, αλλά και ουσιαστικό.
Το βιβλίο αποτελείται από δέκα κεφάλαια, με τα οκτώ να είναι γραμμένα από τούρκους μελετητές-ερευνητές των κοινωνικών και καλλιτεχνικών κινημάτων της πατρίδας τους, ενώ δύο είναι γραμμένα από τον Χριστοφή – με το υλικό να δημοσιεύεται για πρώτη φορά στο περιοδικό «Turkish Historical Review», για να μεταφραστεί στην πορεία στα ελληνικά (από τα αγγλικά) από τον Χρίστο Μάη.
Το πρώτο κεφάλαιο είναι γραμμένο από τον Χριστοφή και έχει τίτλο ίδιο με τον τίτλο του βιβλίου, δηλ. «Από το παγκόσμιο στο τοπικό / Η Τουρκία στη μακρά δεκαετία του ’60» (σελ.15-41). Εδώ από τη μια μεριά επεξηγείται το γιατί, το 1968, υπήρξε ένας παγκόσμιος σταθμός, μια «παγκόσμια στιγμή», ενώ παράλληλα ορίζονται τα τουρκικά long sixties – εντός των οποίων το ’68, αποκτά τη δική του καθοριστική σημασία. Τα όρια τούτων καταδεικνύονται από την... «πολιτική και οικονομική κρίση του 1958, η οποία κλόνισε την κυβέρνηση του Αντνάν Μεντερές οδηγώντας τελικά στη στρατιωτική ανατροπή της στις 27 Μαΐου 1960» και την 12η Μαρτίου 1971 όταν... «οι παρασκηνιακές κινήσεις του στρατού επέβαλαν την απομάκρυνση της εκλεγμένης κυβέρνησης και την επιβολή στρατιωτικού νόμου». Υπάρχουν λοιπόν αυτά τα δύο έτη ορόσημα για την τουρκική περίπτωση, το 1958 και το 1971 – αν και κάποιοι μελετητές μπορεί να μεταθέτουν το δεύτερο όριο ακόμη πιο βαθιά στα σέβεντις. Στην περίοδο αυτή η Τουρκία βρίσκεται υπό σφοδρή αμερικανική εξάρτηση (και υπό άλλων δυτικών στρατιωτικών και οικονομικών οργανισμών), υπάρχει αντιαμερικανισμός στη χώρα, με το ριζοσπαστικό φοιτητικό κίνημα να διαθέτει αντιιμπεριαλιστικά, «τριτοκοσμικά» και κεμαλικά χαρακτηριστικά. Όπως διαβάζουμε σχετικώς: «Αυτός ο λόγος, ή η αντίληψη, δεν περιοριζόταν στην ριζοσπαστικοποιούμενη νεολαία αλλά ήταν ευρέως διαδεδομένος στην τουρκική Αριστερά, συμπεριλαμβανομένου του Κόμματος Εργαζομένων Τουρκίας (Türkiye İşçi Partisi, ΤİP), του εκπροσώπου της Αριστεράς μέσα στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση. Με άλλα λόγια, ο Κεμαλισμός προσλήφθηκε από τη νέα γενιά ως “συνώνυμος της ανεξαρτησίας, της ανάπτυξης και της προόδου, ‘σκοπών’, που ‘προδόθηκαν’ ή εγκαταλείφθηκαν από τη φιλοδυτική και ‘αντιδραστική’ εξουσία του Μεντερές κατά τη δεκαετία του 1950”. Η νέα πρωτοπορία έγινε γνωστή ως η συμμαχία ανάμεσα “στο στρατό και τη νεολαία”».
Το δεύτερο κεφάλαιο αποκαλείται «Τα κινήματα του ’68 στον κόσμο και την Τουρκία / Ένα ή πολλά κινήματα;» (σελ.43-73) και είναι γραμμένο από τον Ömer Turan. Βασικά εδώ προάγεται η άποψη πως υπήρχαν πολλά «1968» και όχι ένα και πάνω σ’ αυτή τη βάση εξετάζεται το τουρκικό «1968», ως μια συνέχεια της κεμαλικής «επανάστασης» (πραξικόπημα) του 1960, διαθέτοντας συγχρόνως αντιπολεμικά (λόγω του πολέμου στο Βιετνάμ), αντιαμερικανικά και αντινατοϊκά χαρακτηριστικά. Εδώ μπαίνει και η ίδρυση της Ομοσπονδίας της Επαναστατικής Νεολαίας Τουρκίας, γνωστής και ως Dev-Genç (για την οποία έγραφε και το δεύτερο τεύχος της πρώτης περιόδου του «Αντί», που δεν το άφησε η χούντα να εκδοθεί, το 1972), η οποία δεν ήταν αντίθετη «σ’ ένα αριστερό πραξικόπημα ενός συνασπισμού “προοδευτικών” φραξιών εντός του στρατού». Πάντα σ’ ένα σχήμα πινγκ-πονγκ ο Turan μεταφέρει συνεχώς τον αναγνώστη από το γενικό «1968» στο ειδικό, κάνει λόγο για τον Herbert Marcuse και τη δημοτικότητά του σε μια μεγάλη μερίδα των ακτιβιστών του ’68 (τη διετία 1968-69 θα μεταφράζονταν στην Τουρκία τα βιβλία του «Έρως και Πολιτισμός», «Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος» και «Σοβιετικός Μαρξισμός»), γίνεται λόγος για το πολιτικό περιοδικό Yön”, που κυκλοφορούσε μεταξύ 1961-1967, επιβάλλοντας κατά μίαν έννοια, στον δημόσιο λόγο, λέξεις σαν τις «σοσιαλισμός» και «μαρξισμός», ενώ καθίσταται σαφής η ύπαρξη του κουρδικού ζητήματος, που αντιμετωπίζεται και αυτό μέσα στο πλαίσιο της «σοσιαλιστικής επανάστασης». Ο Turan κάνει λόγο, επίσης, για διανοούμενους, λογοτέχνες και ποιητές (Sencer Divitçioğlu, Ahmed Arif, İdris Küçükömer), τα βιβλία των οποίων έπαιξαν ρόλο στην προοδευτική αφύπνιση (που διέθετε κυρίως κεμαλικά-αριστερά χαρακτηριστικά, αλλά όχι μόνο), με το κεφάλαιο να κλείνει κατά μίαν έννοια με μια διερεύνηση της δράσης, έτσι όπως εκείνη εκφραζόταν μέσα από τα ποιήματα των Ataol Behramoğlu και İsmet Özel.
Το τρίτο κεφάλαιο, που είναι γραμμένο από τον Νίκο Χριστοφή κι έχει τίτλο «“Η Τουρκία θα γίνει η δεύτερη Γαλλία, αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά μας” / Το τουρκικό φοιτητικό κίνημα κατά τη μακρά δεκαετία του 1960» (σελ.73-104), είναι αρκετά εμπεριστατωμένο σε σχέση με την πορεία της αντιιμπεριαλιστικής-«τριτοκοσμικής»-κεμαλικής φοιτητικής νεολαίας, μια πορεία που θα κατέληγε σε αδιέξοδο. Όπως διαβάζουμε: «Πάντως, και χωρίς να θέλουμε να αδικήσουμε τη ριζοσπαστικοποίηση και μαχητικότητα των φοιτητών, αληθεύει πως εντός ενός χρόνου από το τέλος του στρατιωτικού νόμου του 1973, ο φοιτητικός ριζοσπαστισμός μετασχηματίστηκε και χαρακτηριζόταν ολοένα και περισσότερο από την ένοπλη βία, την αιματοχυσία, το αντάρτικο κ.ο.κ., που δεν ίσχυε κατά τη δεκαετία του 1960. Το μόνο που πέτυχε η στρατιωτική καταστολή του 1971 ήταν να δημιουργήσει αντιστάσεις όχι μόνο στους ακτιβιστές αλλά σε όλα τα επίπεδα της τουρκικής κοινωνίας. Επιπλέον, η στρατιωτική παρέμβαση του 1971 και η δολοφονία αρκετών από τους πιο ριζοσπάστες επαναστάτες φοιτητές έθεσε ένα προσωρινό τέλος στη βία, με κόστος όμως τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σύμφωνα με σημαντικές αναφορές για τη χρήση βασανιστηρίων. Η Τουρκία οδηγήθηκε σ’ έναν χαμηλής έντασης εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στις οργανώσεις της Αριστεράς και της Δεξιάς από το 1976 και έπειτα».
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/vivlio/politiko-koinoniko-kai-kallitehniko-underground-tis-toyrkias-sti-makra-dekaetia-toy

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2025

ZEHETMAIR QUARTETT, MEREDITH MONK, DOBRINKA TABAKOVA νέα άλμπουμ στις ECM New Series

ZEHETMAIR QUARTETT: Johannes Brahms / op. 51 [ECM New Series, 2025]
To Zehetmair Quartett ιδρύθηκε το 1994 από τον αυστριακό βιολιστή Thomas Zehetmair και μέσα στην τελευταία 25ετία, χοντρικά, έδωσε ορισμένες ερμηνείες αναφοράς σε έργα Bartók, Schumann, Hindemith, Beethoven, Bruckner κ.ά. (σε άλμπουμ της ECM New Series). 
Το πιο πρόσφατο CD τού Zehetmair Quartett αποκαλείται “Johannes Brahms / op. 51” και περιλαμβάνει ηχογραφήσεις των “Streichquartett c-Moll op.51 Nr.1” και “Streichquartett c-Moll op.51 Nr.2”, δύο κουαρτέτων εγχόρδων του Brahms – δύο εκ των τριών συνολικώς δημοσιευμένων του. 
Οι ηχογραφήσεις έγιναν τον Νοέμβριο του 2021 στο Konzerthaus της βαυαρικής πόλης Blaibach από το Zehetmair Quartett, δηλαδή τους Thomas Zehetmair βιολί, Jakub Jakowicz βιολί, Ruth Killius βιόλα και Christian Elliott βιολοντσέλο (ο Elliott έφυγε από τη ζωή το 2025, στα 41 χρόνια του), με την απόδοση να προσιδιάζει σε τούτα τα έργα ωριμότητας του Brahms, που αποτελούν «κοσμήματα» της μουσικής δωματίου.
MEREDITH MONK: Cellular Songs [ECM New Series, 2025]
Το δέκατο τρίτο άλμπουμ της διακεκριμένης αμερικανίδας συνθέτριας, performer, βοκαλίστριας και άλλα τινά Meredith Monk (γενν. 1942) στις ECM New Series αποκαλείται “Cellular Songs”.
Σ’ αυτό το CD η Monk εμφανίζεται ως μέλος ενός ευρύτερου συνόλου (Meredith Monk & Vocal Ensemble), το οποίο συναποτελούν οι Ellen Fisher, Katie Geissinger, Joanna Lynn-Jacobs, Allison Sniffin, καθώς και ο John Hollenbeck, και το οποίο (σύνολο) παρουσιάζει δεκαπέντε συνθέσεις της Monk, οι οποίες είναι κυρίως βοκαλιστικές. Λέμε «κυρίως», επειδή σε κάποια tracks ακούς και κρουστά, βιμπράφωνο και πιάνο.
Ηχογραφημένο στα Power Station Studios της Νέας Υόρκης στο διάστημα Ιανούαριος-Μάρτιος του 2022 και ακόμη τον Μάρτιο του 2024, το “Cellular Songs” δεν είναι ένα άλμπουμ «εύκολο» φυσικά, παρότι η περιπετειώδης εξέλιξή του και οι ποικίλες native american αναφορές του, στο 9λεπτο “Branching” φερ’ ειπείν, δημιουργούν κάποια πρωταρχικά στοιχεία αμεσότητας. Βεβαίως και οι λίγες οργανικές παρουσίες, όπως στο “Lullaby for Lise”, με το πιάνο της Allison Sniffin (και τη φωνή της Katie Geissinger) δημιουργούν τα πρέποντα διαλείμματα σε μία κατά το μάλλον ή ήττον βοκαλιστική κατολίσθηση.
DOBRINKA TABAKOVA: Sun Triptych [ECM New Series, 2025]
Η Dobrinka Tabakova είναι μία 45χρονη βουλγάρα συνθέτρια της σύγχρονης μουσικής, η οποία, τα τελευταία χρόνια, έχει κάνει πολύ αισθητή την παρουσία της στο χώρο. Στις ECM New Series η Tabakova εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 2013, μ’ ένα άλμπουμ, το “String Paths”, που απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, ενώ τώρα, δώδεκα χρόνια αργότερα, το “Sun Triptych”, το πιο νέο CD της, έρχεται να επιβεβαιώσει την δυναμική τής μουσικής της.
Το άλμπουμ αυτό αποτελείται από έξι συνθέσεις της Tabakova, που έχουν τίτλους “Whispered Lullaby” (για βιόλα και πιάνο), “Suite in a Jazz Style” (για βιόλα και πιάνο), “Fantasy Homage to Schubert” (για έγχορδα – αποδίδει η BBC Concert Orchestra, υπό την διεύθυνσή της), “Organum Light” (για έγχορδα – αποδίδει ξανά η BBC Concert Orchestra, υπό την διεύθυνσή της), “Spinning a Yarn”(για σόλο βιολί και hurdy-gurdy) και “Sun Triptych” (για βιολί, βιολοντσέλο και ορχήστρα εγχόρδων – αποδίδει η BBC Concert Orchestra, υπό την διεύθυνσή της).
Οι διαφορετικές υφών συνθέσεις (με δωματίου, avant, φολκλορικές και τζαζ αναφορές), οι διαφορετικές ενορχηστρώσεις, για μικρά και μεγάλα σύνολα (όπως και για συνδυασμούς τους) και ακόμη αυτή καθ’ αυτή η ποιότητα τους, με θελκτικές μελωδίες και λαμπερές αρμονίες, μετατρέπουν το “Sun Triptych” σ’ ένα άλμπουμ (στη «δύσκολη» ετικέτα της ECM) ευρείας αποδοχής.

Οι ECM New Series εισάγονται στην Ελλάδα από την AN Music

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2025

YAKO TRIO το τρίτο άλμπουμ του ελληνικού trio με τις «πνευματικές» sixties αναφορές

Πρόκειται για το τρίτο άλμπουμ του (ελληνικού) Yako Trio, το οποίον αποτελούν οι Λέανδρος Πασιάς (Leandros Pasias) πιάνο (και ηλεκτρικό πιάνο), Βαγγέλης Βραχνός (Vagelis Vrachnos) κοντραμπάσο και Γιώργος Κλουντζός-Χρυσίδης (Giorgos Klounzos-Chrysidis) ντραμς. Για το δεύτερο άλμπουμ του σχήματος, το “OdesSea” (2022) είχαμε γράψει παλαιότερα καλά λόγια, ενώ τώρα σειρά έχει το Woven [Fair Weather Friends Records, 2025], ένα φαινομενικά piano-trio βινύλιο, που επεκτείνεται ανά φάσεις λόγω της παρουσίας του Χάρη Λαμπράκη στο νέι και του James Wylie στο άλτο και το τενόρο σαξόφωνο. Το “Woven” αποτελείται από τρία και τέσσερα κομμάτια, ανά πλευρά, γραμμένα από τα μέλη του γκρουπ – τέσσερα από τον Πασιά, δύο από τον Βραχνό και ένα από τον Κλουντζό-Χρυσίδη.
Ακούγοντας την πρώτη πλευρά του LP έχεις αμέσως μια εικόνα της «τζαζικής» άποψης των Yako Trio, που είναι και ισχυρή και σαφής. Θέλω να πω πως το σχήμα έχει «πνευματικές» sixties αναφορές, με τα συνθέματα να διακρίνονται για την «ζεστασιά» τους, το ιδιαίτερο ηχόχρωμά τους, την κάπως κατανυκτική ατμόσφαιρα που δημιουργούν και βασικά την εσωτερική «Coltrane-ική» έντασή τους. Πρόκειται, απλώς, για πολύ ωραίες συνθέσεις (καταπληκτικό το Α3 “Klountzoa”), ικανές να σε παρασύρουν σε απανωτές ακροάσεις (εννοώ πως άκουσα τρεις φορές, συνεχώς, την πρώτη πλευρά, πριν γυρίσω τον δίσκο στην δεύτερη).
Η ίδια εξωτερική αυτοσυγκράτηση και η ίδια εσωτερική ορμή χαρακτηρίζει και τα τέσσερα κομμάτια της Side B, με το νέι του Λαμπράκη σε συνθέσεις σαν την “Myrtilo”, για παράδειγμα, να φέρνει στη μνήμη ανάλογες spiritual εγγραφές με φλάουτο από το δεύτερο μισό των 60s και τα early 70s (των Pharoah Sanders, Charles Lloyd και Yusef Lateef). Προφανώς κάθε track και αυτής της πλευράς κινείται σε υψηλό επίπεδο, δείχνοντας πως το Yako Trio έχει κάνει κι άλλα βήματα προς τα μπρος από την εποχή του “OdesSea” και αυτό μόνον ως «θετική εξέλιξη» και «πρόοδος» μπορεί να χαρακτηριστεί.
Ασυζητητί ένα από τα καλύτερα ελληνικά τζαζ άλμπουμ του 2025.
Επαφή: https://fwfrecords.bandcamp.com/album/yako-trio-harris-lambrakis-james-wylie-woven

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2025

ODD DODO synth music

Odd Dodo είναι βασικά ο Γιάννης Χατζηπαπάς (Iannis Chatzipapas), για το πρώτο άλμπουμ του οποίου, το “Futurepast Temporalities” (2024), είχαμε γράψει πέρυσι τον Σεπτέμβριο. Τώρα έχουμε στα χέρια μας την δεύτερη βινυλιακή κυκλοφορία του Odd Dodo, που αποκαλείται Ataraxia [Goodbye Sober Day Records, 2025], ένα mini-LP ή EP (12ιντσο βέβαια), που περιλαμβάνει τέσσερα 5λεπτα κομμάτια, ηχογραφημένα, βασικά, στο δικό του home studio. Ο Odd Dodo χειρίζεται σ’ αυτόν τον δίσκο συνθεσάιζερ, χρησιμοποιώντας επίσης field recordings και διαφόρων τύπων εφφέ (ηλεκτρακουστικά κ.ά.). Επίσης στα κομμάτια ακούγονται ντραμς, τάμπλα και κρουστά (Kostas Anastasiadis)... recorded at Cue Productions by Yanis Mavridis... όπως διαβάζουμε.
Το πιο βασικό που θα μπορούσε κάποιος να σημειώσει για το “Ataraxia” είναι η ενότητά του. Η συμπαγής ροή του. Έχουμε να κάνουμε δηλαδή μ’ ένα electronic mini άλμπουμ (τα κρουστά δεν αλλάζουν τον γενικό χαρακτηρισμό – κρουστά εξάλλου ακούς και στους δίσκους του Βαγγέλη Παπαθανασίου και σε πλείστους άλλους ηλεκτρονικούς), που δεν θα το χαρακτήριζες ούτε rock, ούτε progressive rock, ούτε krautrock, ούτε kosmische musik, ούτε new age, ούτε κάτι άλλο από τα γνωστά και χιλιοειπωμένα. Δεν υπονοώ με αυτό πως ο Odd Dodo έκανε κάτι που δεν υπάρχει, απλώς ότι εμπεριέχει στοιχεία απ’ όλα τα προαναφερθέντα, δημιουργώντας κάτι δικό του – ένα πιο προσωπικό electronic υβρίδιο. Θέλω να πω πως εκεί όπου μπορεί να ακούς κάτι από Deuter το κλίμα αλλάζει, αποκτά άλλα vibes, πολύ πιο εξωστρεφή, χωρίς όμως ποτέ να εκπίπτει σε κάτι pop, electro-pop και τα ανάλογα.
Σίγουρα οι ηλεκτρονικές ηχητικές αναφορές του Odd Dodo στα “Ataraxia”, “Theta”, “Humanoids” και “Xopyron” είναι πολλές και διαφορετικές. Σίγουρα ο ήχος του είναι δυναμικός, έντονος, με ενδιαφέρουσες επιμέρους αποχρώσεις, σίγουρα ο ίδιος δεν κάνει κατάχρηση χώρου και χρόνου, εμμένοντας μάλλον σε μικρές διάρκειες, γι’ αυτό το είδος της μουσικής, με τις συνθέσεις του να είναι πυκνές, αλλά όχι δυσκίνητες και ακαδημαϊκές.
Synth music λοιπόν, από έναν μουσικό που το ψάχνει, όπως λέμε, οικοδομώντας σιγά-σιγά τη δική του βάση.
Επαφή: https://odddodo.bandcamp.com/album/ataraxia-ep