Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

τα αγγλικά του Αλέξη Τσίπρα

Δεν ξέρω κι ούτε με πολυενδιαφέρει το πώς αντιμετώπισαν οι… ευρωπαίοι αναλυτές την απουσία τού πρόεδρου του ΣΥΡΙΖΑ, και υποψηφίου για την Προεδρία της Κομισιόν με το κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, Αλέξη Τσίπρα από το debate της 28/4 που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο του Μάαστριχτ, όμως αποκλείεται (αυτοί οι ευρωπαίοι αναλυτές) να έπεσαν τόσο χαμηλά, όσο οι ημεδαποί φωστήρες, κάνοντας σπέκουλα με την επαρκή ή λιγότερο επαρκή γνώση της αγγλικής τού κάθε υποψηφίου… αντι-Μπαρόζο. Απλώς, στην Ελλάδα, αποδείξαμε για ακόμη μία φορά τα... κιλά της διαρκούς και ιστορικής εθελοδουλίας μας προς τον… ξένο παράγοντα, αφ’ ης στιγμής «επιχειρηματολογούμε», εν έτει 2014, σχετικώς με την δυνατότητα ομιλίας μιας «ξένης» γλώσσας από τον οποιονδήποτε· ακόμη κι αν αυτός ο «οποιοσδήποτε» είναι, πιθανώς, ένας αυριανός Πρωθυπουργός. Έτσι, χύθηκαν τόνοι... βλακώδους μελάνης γύρω από τα… αγγλικά του Τσίπρα, και ότι αυτό τέλος πάντων (η μη επάρκεια των αγγλικών) ήταν ένας από τους βασικότερους λόγους που «εμπόδισε» την παρουσία του έλληνα πολιτικού στο σχετικό πάνελ των υποψηφίων.

Φυσικά, καλό και χρήσιμο είναι να γνωρίζει κάποιος ξένες γλώσσες (και κυρίως την αγγλική), αλλά αυτό, το ίδιο, σ’ ένα επίπεδο υψηλό, ποτέ δεν ήταν πρόβλημα. Θέλω να ρωτήσω –κι αν ξέρει κάποιος να μου απαντήσει– αν γνώριζε αγγλικά ο Στάλιν, όταν μοίραζε τον κόσμο με τον Τσώρτσιλ και τον Ρούζβελτ στην Γιάλτα του ’45… Και για να το προχωρήσω λίγο το πράγμα… ας μου πει κάποιος αν ξέρουν αγγλικά η Μέρκελ, ο Πούτιν και ο Ερντογάν. Την τύφλα τους ξέρουν. Η Μέρκελ πιθανώς κάτι να κουλαντρίζει (ο κήπος είναι ανθηρός… μέχρι εκεί), αλλά δημοσίως προτιμά τη μητρική της. Ψάξτε, τέλος πάντων, στο YouTube και θα δείτε το γέλιο που πέφτει (από το πόπολο) με τα ανύπαρκτα αγγλικά τινών επιφανών. Παρά ταύτα οι τρεις αυτοί πολιτικοί δεν έχουν κανένα πρόβλημα (λέμε τώρα…) να ασκούν εξουσία σε μεγάλες χώρες –αν αναφερόμαστε στη Ρωσία, μεγαλύτερη δεν γίνεται– έχοντας δίπλα τους διερμηνείς για να συζητούν και να συνεννοούνται με τους αγγλόφωνους ή τους αγγλομαθείς. Σιγά το πράγμα! Εδώ ρε ζώα, ο Ξενοφών Ζολώτας στα χρόνια του ’50 μίλησε σε συνεδριάσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ χρησιμοποιώντας την αγγλική φισκαρισμένη από ελληνικές λέξεις… Our policies have to be based more on economic and less on political criteria. Our gnomon has to be a metron between political, strategic and philanthropic scopes. Political magic has always been anti-economicκαι τα λοιπά και τα λοιπά, και θα κωλώσουμε εμείς τώρα με τις αγγλικούρες, όταν μιλάμε την (θεού δώρο) παγκόσμια γλώσσα του πνεύματος και της επιστήμης; Εντάξει, ο Τσίπρας μπορεί να μην είναι Ζολώτας, αλλά δεν έπρεπε με τίποτα να μασήσει.


Σκίτσο του Ανδρέα Πετρουλάκη από την Καθημερινή. Όταν οι γελοιογράφοι μας χάνουν εντελώς την έμπνευσή τους...

Κατά την ταπεινή μου γνώμη ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ υπέπεσε σ’ ένα πολύ σοβαρό επικοινωνιακό λάθος. Ή, μάλλον, για να το πω καλύτερα, έχασε την ευκαιρία να αποδείξει ποιος είναι, μετατρέποντας την… αγγλική αδυναμία του σε... ελληνικό πλεονέκτημα, σπρώχνοντας τον τσαμπουκά του στα ύψη. Έπρεπε, δηλαδή, να πάει να μιλήσει (ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ) στο debate του Μάαστριχτ και να πάρει τα σώβρακα του Juncker, του Schulz και του Verhofstadt. Ναι κύριοι… Ευχαρίστως… Έρχομαι, αλλά θα έχω μαζί και τον διερμηνέα μου… Ώστε να μην του την βγαίνει ακόμη και ο Σαμαράς λέγοντάς του… Ας πάει στα ευρωπαϊκά (debate), γιατί εκεί θα του γίνουν δύσκολες ερωτήσεις. Θες να είσαι στη θέση του Μπαρόζο και λες ότι η Eυρώπη είναι ιμπεριαλιστική δύναμη; Υπάρχει κάποιος που να μην γελάσει με αυτό;… Μόνον οι ανιστόρητοι θα γελάσουν, αγαπητέ Πρωθυπουργέ μας. Γιατί, δεν κατάλαβα, δεν είναι ιμπεριαλιστική δύναμη η Ευρώπη; Τόσες αποικίες έχει σ’ όλο τον κόσμο (αν και ο Τσίπρας άλλο εννοούσε… σωστό κι εκείνο...). Για να επιχειρήσουν να πάρουν οι Καληδόνιοι με το «έτσι θέλω» την Καληδονία τους από τους Γάλλους, ή οι Αργεντίνοι τα Φώκλαντ τους από τους Άγγλους… Μόνον οι Γάλλοι έχουν 20 χιλιάδες στρατιώτες που «υπηρετούν» ανά τον κόσμο…

Διερμηνέας λοιπόν. Μάλιστα αγαπητέ. Κάτι που θα πρέπει να το πράττει ο Τσίπρας και στο μέλλον… έως ότου, τέλος πάντων, τελειοποιήσει τα αγγλικά του. Και καλά κάνει και μιλάει ο άνθρωπος, όπως μπορεί, την αγγλική δημοσίως, γιατί έτσι θα πάρει θάρρος συν τοις άλλοις και θα ξετρίψει (όχι σαν την Μέρκελ που κρύβεται). Δεν κάνω πλάκα. Σιγά τα λάχανα δηλαδή! Εδώ κάτι… τέρατα αγγλομάθειας δήμευσαν τα σπίτια μας, κούρεψαν τα αποθεματικά των Ασφαλιστικών Ταμείων, φάγανε τα φράγκα των μικρο-ομολογιούχων, πήγαν την ανεργία (των νέων) στο 60% κ.λπ., κ.λπ. Άμα, δε, τους ακούσεις να μιλάνε στην ελληνική, είναι τρισχειρότεροι και από τον μπάρμπα μας τον τσοπάνη. Ούτε για να δανείσουν τη φωνή τους σε ρομπότ δεν κάνουν – πρέπει κι εκείνα να μιλούν με λίγο αίσθημα!

Γι’ αυτό σου λέω… Αλέξη Τσίπρα μη μασάς. Κοίταξε να αποσαφηνίσεις ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ τι πρόκειται να κάνεις, άμα και όταν κυβερνήσεις, γιατί εκεί υπάρχουν πράγματα που δεν τα πολυκαταλαβαίνουμε, και ΧΕΣΤΑ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ.

MOTHER TURTLE ελληνικό progressive

Δεν είναι πολλές οι progressive rock προτάσεις που έχουν διατυπωθεί στην Ελλάδα μέσα στα χρόνια. Ξεκινώντας από τα 70s και φθάνοντας μέχρι τις μέρες μας μπορεί ν’ αθροίσουμε 20-30 δίσκους. Το progressive rock απαιτεί, περισσότερο από άλλες ροκ οντότητες, πολύ καλούς και εκπαιδευμένους μουσικούς. Φυσικά, οι πολύ καλοί και εκπαιδευμένοι μουσικοί μπορεί να παράγουν αδιάφορους και εντελώς τεχνοκρατικούς δίσκους, και άρα να μην συγκρίνονται, όσον αφορά στο αίσθημα, με την μουσική ενός γκρουπ της γειτονιάς που μπορεί να παίζει garage-punk… όμως progressive rock χωρίς μουσικάρες δεν νοείται. Άρα, και όσον αφορά στους Θεσσαλονικιούς Mother Turtle, έχουμε ένα πρώτο σοβαρό κρατούμενο. Οι άνθρωποι… Κώστας Κωνσταντινίδης κιθάρες, φωνή, φωνητικά, Γιώργος Μπαλτάς ντραμς, φωνητικά, Κωστής Χασόπουλος μπάσο, άταστο μπάσο, Γιώργος Θεοδωρόπουλος πιάνο, synths, sampling… χειρίζονται τα όργανά τους με κλειστά μάτια. Και όχι μόνον αυτό, αλλά επειδή και το παρθενικό CD τους Mother Turtle (2013) είναι ανεξάρτητο τα μέλη του συγκροτήματος πιστώνονται και την πολύ καλή ηχογράφηση-παραγωγή – ένα γεγονός, που σε συνδυασμό με άλλα, μπορεί να τους τοποθετήσει στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος. Δεν γνωρίζω την προϊστορία των μελών του συγκροτήματος –ψάχνοντας ανακάλυψα κάποια πράγματα– αλλά, όποια και αν είναι αυτή, είναι σίγουρα σοβαρή για να τους οδηγήσει στον συγκεκριμένο ήχο, στην συγκεκριμένη δισκογραφική κατάθεση.
Εκείνο που προξενεί εντύπωση στην περίπτωση των Mother Turtle –ενώ, κανονικά, δεν θα ’πρεπε– είναι πως ο ήχος τους δεν ταυτίζεται με τον ήχο του… underground progressive rock (τον ήχο της βρετανικής Vertigo π.χ., ή εκείνον των συγκροτημάτων του Canterbury και τα λοιπά), αλλά με τα πιο εμπορικά και mellow επιτεύγματά του (τα επιτεύγματα του prog-rock εννοώ). Οι Genesis της εποχής του “Selling England by the Pound” δηλαδή είναι μία σαφέστατη επιρροή, μα ακόμη και οι Yes, οι Camel, οι Greenslade, οι Queen ή ίσως και οι Rush να αποτελούν μία βάση αναφορών, πάνω στην οποίαν πατούν οι Mother Turtle προκειμένου να κατακτήσουν το δικό τους… πολύτιμο μετάλλιο. Γιατί, κακά τα ψέματα, κομμάτια όπως τα “Bridge”, “Rhinocerotic” και “Attic” (δίχως να υστερεί κανένα από τα υπόλοιπα) θα μπορούσε να κοσμούν το ρεπερτόριο οποιασδήποτε σοβαρής, σημερινής μπάντας του είδους. Τα παιξίματα στην κιθάρα από τον Κωνσταντινίδη είναι εντυπωσιακά – τούτα δε (τα παιξίματα) σε συνδυασμό με τα πλήκτρα του Θεοδωρόπουλου στο background δημιουργούν άψογα «στερεωμένους» ηχητικούς τοίχους, πάνω από τους οποίους κυλάει η ωραία τενόρο φωνή του τραγουδιστή (πάλι ο Κωνσταντινίδης). Αλλά και στιχουργικώς οι Mother Turtle κινούνται σε σοβαρό-υψηλό επίπεδο με tracks όπως το “Mother Turtle and The Evil Mushroom Part I: The Turtle Conjuration” π.χ. να παραπέμπουν στις concept ιστορίες του απώτερου ή λιγότερου απώτερου «προοδευτικού» παρελθόντος.
Δεν ξέρω αν οι Θεσσαλονικείς θα έχουν την έμπνευση, ώστε να δημιουργήσουν τα δικά τους «μυθολογικά» progressive άλμπουμ στην πορεία· αν και o στίχος, μάλλον, δεν θα αποτελέσει εμπόδιο προκειμένου να πάνε παρακάτω…

Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

100 PROGRESSIVE ΑΛΜΠΟΥΜ

Δεν γνωρίζω κανέναν μουσικόφιλο που να μην διαβάζει λίστες. Από τα πιο… βαριά πεπόνια, μέχρι εκείνους που βρίσκονται ακόμη στον… πρόναο, όλοι μας ρίχνουμε ματιές – άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο και άλλοι στα κρυφά… Δεν υποτίμησα ποτέ μια λίστα που εμπεριείχε «ψάξιμο», αλλά και ποτέ δεν φωτοτύπησα λίστα με… wanted, όσο «ψαγμένη» και αν ήταν, ορμώντας στα δισκάδικα. Η συγκεκριμένη λίστα, αν και εκτεταμένη, δεν μου «έφαγε» πολλή ώρα. Ανέτρεξα σε κάποιες έντυπες βάσεις… progressive δεδομένων που είχα έτοιμες από παλαιά και τις οποίες ανέσυρα εύκολα, και συμβουλευόμενος εν τάχει τις δικές μου… αναμνήσεις κατέληξα σε μια «ομάδα», η οποία χονδρικώς με ικανοποιεί – αν και θα με ικανοποιούσε περισσότερο αν είχα καταγράψει 150 με 200 άλμπουμ. Φοβήθηκα, όμως, πως έτσι θα χανόταν κάπως η «μπάλα». Μάλιστα, προσπάθησα να δω αν μπορούσε η συγκεκριμένη λίστα να περιοριστεί στους 50 τίτλους –καθότι, πάντα, μ’ ενδιαφέρουν οι αφαιρέσεις– αλλά ήταν αδύνατον. Θα καταντούσε μία «έξυπνη» λίστα, αλλά χωρίς το πρέπον βάθος. Το progressive rock είναι ένα τεράστιο δισκογραφικώς (άρα και αισθητικώς) corpus, που απλώθηκε και στις πέντε ηπείρους, αν κι εδώ αριθμείται ένας μόνον δίσκος από την Αφρική (Freedoms Children), δύο από την Αμερική (οι Καναδοί Harmonium, οι Χιλιανοί Jaivas), δύο από την Ασία (ο Ιάπων Magical Power Mako, οι Ινδονήσιοι Guruh Gipsy) και κανένας από την Ωκεανία (φυσικά οι υπόλοιποι 95 προέρχονται από την Ευρώπη). Αυτό σημαίνει πως το progressive rock, που πήρε την σκυτάλη από το ψυχεδελικό rock των sixties, πριν την κρατήσει, έκτοτε, για τον εαυτό του, ήταν ένα κατά βάσιν ευρωπαϊκό φαινόμενο, που εξακολουθεί να απλώνεται μέχρι σήμερα (και όχι μόνο στην Ευρώπη).
Φρόντισα να συμπεριλάβω άλμπουμ όλου του progressive φάσματος (από τα τέλη του ’60 και την δεκαετία του ’70), εκτός, ίσως, του avant-garde rock (για το οποίον πιθανώς να χρειάζεται μία… επόμενη λίστα). Προτίμησα δηλαδή το… θεσπέσια βατό “Live Encore” των Tangerine Dream και όχι ας πούμε τα kraut άλμπουμ τους από τις αρχές του ’70. Προτίμησα το κλασικό “The Dark Side of the Moon” των Pink Floyd από το πιο ριζοσπαστικό και εξ ίσου συναρπαστικό “Ummagumma”. Δεν συμπεριέλαβα, επίσης, διάφορα αγαπημένα ιαπωνικά γκρουπ, επειδή πιο πολύ… αβαντ-γκαρντίζουν, παρά ροκάρουν (τους Taj Mahal Travellers ας πούμε). Γενικώς, απέφυγα άλμπουμ με σφοδρό improv ή και πειραματικό στοιχείο, προτιμώντας τις πιο straight εγγραφές τους. Λέω «σφοδρό», καθότι στην λίστα θα ανακαλύψετε και κάποιες τέτοιες ηχογραφήσεις (ή, εν πάση περιπτώσει, ηχογραφήσεις που να εμπεριέχουν και κάποια «ακραία» στοιχεία, όπως το “Maledetti” των Area π.χ.). Τέλος, βρήκα θέση για τα περισσότερα από τα μεγάλα συγκροτήματα του επονομαζόμενου art rock ή και… blues rock (Jethro Tull, Fleetwood Mac), καθότι αν δεν έχεις Genesis, Emerson Lake & Palmer, Yes, Van der Graaf Generator, King Crimson ή Camel σε μια progressive λίστα τότε αυτή θα είναι σίγουρα λειψή…
1. AGITATION FREE – Last – FR. Barclay XBLY 80 612 – 1976
2. AHORA MAZDA – Ahora Mazda – NL. Catfish 5C 054-24184 – 1970
3. ÄLGARNAS TRÄDGÅRD – Framtiden Är Ett Svävande Skepp, Förankrat I Forntiden – SWE. Silence SRS 4611 – 1972
4. AMON DÜÜL II – Yeti – GER. Liberty LBS 83 359 X – 1970
5. ANNA SJÄLV TREDJE – Tussilago Fanfara – SWE. Silence SRS 4646 – 1977
6. APHRODITE’S CHILD – 666 – UK. Vertigo 6673 500/501 – 1972
7. ARBETE & FRITID – Håll Andan – SWE. Musiknätet Waxholm MNW 92P 1979
8. AREA – Maledetti (maudits) – ITA. Cramps CRSLP 5105 – 1976
9. ASH RA TEMPEL – Ash Ra Tempel – GER. Ohr OMM 556.013 – 1971
10. BATTIATO – Pollution – ITA. Bla Bla BBXL 10002 – 1972
11. EDUARDO BORT – Eduardo Bort – ESP. Movieplay 17.0642/6 – 1975
12. BRAINTICKET – Celestial Ocean – ITA. RCA Victor DLISP 34158 – 1973
13. CAMEL – Mirage – UK. Deram/Gama SML 1107 – 1974
14. CAN – Tago-Mago – GER. United Artists UAS 29 211/12 X – 1971
15. CARAVAN – If I Could Do It All Over Again, I’d Do It All Over You – UK. Decca SKL-R.5052 – 1970
16. CAROL OF HARVEST – Carol of Harvest – GER. Brutkasten 85 0004 – 1978
17. CLEAR LIGHT SYMPHONY – Clear Light Symphony – UK. Virgin 2029 – 1975
18. COLLEGIUM MUSICUM – Konvergencie – CZ. Opus 91 13 10136/37 – 1971
19. COLOSSEUM – Valentyne Suite – UK. Vertigo VO 1 – 1969
20. COMUS – First Utterance – UK. Dawn DNLS.3019 – 1971
21. CRESSIDA – Cressida – UK. Vertigo VO 7 – 1970
22. CULPEPER’S ORCHARD – Culpeper’s Orchard – DEN. Polydor 2380 006 – 1971
23. DEUTER – D – GER. Kuckuck 2375 009 – 1971
24. EAST OF EDEN – Snafu – UK. Deram SML 1050 – 1970
25. EMBRYO – Opal – GER. Ohr OMM 56.003 – 1970
26. EMERSON LAKE & PALMER – Tarkus – UK. Island ILPS 9155 – 1971
27. FAUST – So Far – UK./GER. Polydor 2310 196 – 1972
28. FLEETWOOD MAC – Then Play On – UK. Reprise RSLP 9000 – 1969
29. FREEDOM’S CHILDREN – Astra – ZA. EMI/ Parlophone PCSJ(D) 12066 – 1970
30. GENESIS – Selling England by the Pound – UK. Charisma CAS 1074 – 1973
31. GILA – Gila – GER. BASF 20 21109-6 – 1971
32. GOBLIN – Profondo Rosso – ITA. Cinevox MDF.33/85-MDG.85 – 1975
33. GONG – Angel’s Egg – UK. Virgin V 2007 – 1973
34. GREATEST SHOW ON EARTH – The Going’s Easy – UK. EMI/ Harvest SHVL 783 – 1970
35. GURUH GIPSY – MC, ID. Private Pressing – 1977 (LP στην Shadoks Music το 2006)
36. NORMAN HAINES BAND – Den of Iniquity – UK. Parlophone PCS 7130 – 1971
37. HARMONIUM – Harmonium – CAN. Célébration CEL 1893 – 1974
38. HATFIELD & THE NORTH – The Rotters’ Club – UK. Virgin V 2030 – 1975
39. HAWKWIND – Space Ritual – UK. United Artists UAD 60037/38 – 1973
40. HELDON – Guerilla Electronique – FR. Disjuncta Record – 1974
41. HENRY COW – Legend – UK. Virgin V 2005 – 1973
42. STEVE HILLAGE – Fish Rising – UK. Virgin V 2031 – 1975
43. MICHAEL HOENIG – Departure from the Northern Wasteland GER. Warner Bros WB K56464 – 1978
44. INDIAN SUMMER – Indian Summer – UK. RCA Neon NE 3 – 1971
45. IRISH COFFEE – Irish Coffee – BEL. Triangle BE 920321 – 1971
46. JADE WARRIOR – Released – UK. Vertigo 6360 062 – 1971
47. LOS JAIVAS – Canción Del Sur ‎– FR. Sonopresse 69 682 – 1977
48. JAN DUKES DE GREY – Mice and Rats in the Loft – UK. Transatlantic TRA 234 – 1971
49. J.E.T. – Fede Speranza Carità – ITA. Durium ms A 77307 – 1972
50. JETHRO TULL – Thick as A Brick – UK. Chrysalis CHR 1003 – 1972
51. KHAN – Space Shanty – UK. Deram SDL-R 11 – 1972
52. KING CRIMSON – Earthbound – UK. Island HELP 6 – 1972
53. MAGICAL POWER MAKO – Super Record – JAP. Polydor MR 5055 – 1975
54. MAGMA – Üdü Ẁüdü – FR. RCA FPL1 7332 – 1976
55. MANFRED MANN’S EARTH BAND – Solar Fire – UK. Bronze ILPS.9265 – 1973
56. MATCHING MOLE’S – Little Red Record – UK. CBS S 65260 – 1972
57. MAY BLITZ – May Blitz – UK. Vertigo 6360 007 – 1970
58. MUSEO ROSENBACH – Zarathustra – ITA. Ricordi SMRL 6113 – 1973
59. NECRONOMICON – Tips Zum Selbstmord – GER. Best Prehodi F 60.634 – 1972
60. NEW TROLLS – Concerto Grosso per I New Trolls – ITA. Cetra LPX 8 – 1971
61. MIKE OLDFIELD – Ommadawn – UK. Virgin V 2043 – 1975
62. OMEGA – Éjszakai Országút – HUN. Qualiton SLPX 17414 – 1970
63. OUT OF FOCUS – Four Letter Monday Afternoon – GER. Kuckuck 2640 101 1972
64. IL PAESE DEI BALOCCHI – Il Paese dei Balocchi – ITA. CGD FGL 5115 – 1972
65. PATERNOSTER – Paternoster – AUT. CBS 64 958 – 1972
66. PIIRPAUKE – Piirpauke – FIN. Love LRLP 148 – 1975
67. PINK FLOYD – The Dark Side of the Moon – UK. EMI/ Harvest SHVL 804 – 1973
68. POPOL VUH – Aguirre – ITA. PDU Pld. SQ 6040 – 1975
69. PULSAR – The Strands of the Future – FR. Kingdom KA. 20.226 – 1976
70. QUATERMASS – Quatermass – UK. EMI/ Harvest SHVL 775 – 1970
71. QUELLA VECCHIA LOCANDA – Il Tempo Della Gioia – ITA. RCA Italiana TPL1 1015 – 1974
72. QUINTESSENCE – Quintessence – UK. Island ILPS-9128 – 1970
73. RED NOISE – Sarcelles - Lochères – FR. Futura RED 01 – 1970
74. CATHERINE RIBEIRO + ALPES – Paix – FR. Philips 6325 019 – 1972
75. RUFUS ZUPHALL – Weiß der Teufel… – GER. Good Will GLS 10 001 – 1970
76. TERJE RYPDAL – Odyssey – GER. ECM 1067/68 ST – 1975
77. SAINT JUST – La Casa Del Lago – ITA. Harvest‎ 3C 064 – 18033 – 1974
78. SAMLA MAMMAS MANNA – Klossa Knapitatet – SWE. Silence SRS 4627 – 1974
79. JULIAN JAY SAVARIN – Waiters on the Dance – UK. Birth RAB 2 – 1973
80. SBB – Grupa SBB – POL. Muza SXL 1142 – 1974
81. KLAUS SCHULZE – Body Love – GER. Metronome/ Brain 0060.047 – 1977
82. SKIN ALLEY – Skin Alley – UK. CBS S 63847 – 1969
83. SOFT MACHINE – Volume Two – UK. Probe SPB 1002 – 1969
84. SPOOKY TOOTH / PIERRE HENRY – Ceremony – UK. Island ILPS-9107 – 1969
85. STIVELL – Chemins de Terre – FR. Fontana 6325 304 – 1973
86. STORMY SIX – L'Apprendista – ITA. L'Orchestra ‎OLP 10012 – 1977
87. TANGERINE DREAM – Live Encore – UK. Virgin VD 2506 – 1977
88. THIRD WAR WORLD – Third World War II – UK. Track 2406 108 – 1973
89. THE KEITH TIPPETT GROUP – “Dedicated To You, But You Weren’t Listening” – UK. Vertigo 6360 024 – 1971
90. TONTON MACOUTE – Tonton Macoute – UK. RCA Neon NE 4 – 1971
91. TRIANA – Triana – ESP. Movieplay 17.0678/7 – 1975
92. UNO – Uno – ITA. Fonit LPX 26 – 1974
93. L’UOVO DI COLOMBO – L’Uovo di Colombo – ITA. EMI/ Columbia 3C 064 - 17889 – 1973
94. VAN DER GRAAF GENERATOR – The Least We Can Do Is Wave To Each Other – UK. Charisma CAS.1007 – 1970
95. WEED – Weed…! – GER. Philips 6305 096 – 1971
96. WHITE NOISE – An Electric Storm – UK. Island ILPS-9099 – 1969
97. ROBERT WYATT – Rock Bottom – UK. Virgin V 2017 – 1974
98. XHOL CARAVAN – Electrip – GER. Hansa 80 099 IU – 1969
99. YATHA SIDHRAA Meditation MassGER. Brain 1045 – 1974
100. YES – Time and a Word – UK. Atlantic 2400006 – 1970

Κυριακή 4 Μαΐου 2014

η BARB JUNGR τραγουδά Bob Dylan και Leonard Cohen

Η Barb Jungr είναι μία καλλιτέχνιδα με μεγάλη, αλλά όχι και τόσο γνωστή στο ευρύ κοινό, ιστορία. Γεννημένη στο Λονδίνο την δεκαετία του ’50 από γονείς με τσέχικη και γερμανική καταγωγή, ασχολήθηκε με πολλά και διαφορετικά, καταθέτοντας το ταλέντο της όχι μόνον στο θέατρο, το ραδιόφωνο (ως παραγωγός) και το θέαμα-παράσταση (στο «εναλλακτικό» κύκλωμα των βρετανικών καμπαρέ), αλλά και στην τραγουδοποιία, είτε μέσα από σχήματα των αρχών της δεκαετίας του ’80 (The Three Courgettes), είτε μέσω των συνεργασιών της με jazz, blues και indie μουσικούς (Michael Parker –μέλος κι αυτός των Three Courgettes–, Claire Martin, Simon Wallace, Billy Bragg κ.ά.). Με περισσότερες από 40 δισκογραφικές εμφανίσεις (σε προσωπικά long plays και συνεργασίες), η Barb Jungr έχει πρόσφατο άλμπουμ που μας παρέχει την αφορμή, ώστε να μεγεθύνουμε στην περίπτωσή της. Έχοντας ως ατού, πέραν των προσωπικών δυνάμεών της, τα «πεντάστερα» και τα «τετράστερα» από το Down Beat, τον Independent και τον Guardian, όπως και τα καλά λόγια διακεκριμένων συναδέλφων της (προσωπικώς, μετράω πολύ την γνώμη του Billy Braggpossibly our greatest interpreter of Dylans songs), η Jungr διαπρέπει όχι μόνον σε αποδόσεις τραγουδιών του Dylan, αλλά και του Leonard Cohen, όπως μαρτυρά και το έσχατο Hard Rain/ The Songs of Bob Dylan & Leonard Cohen [Kristalyn, 2014].
Εκείνο που μου αρέσει, που το βρίσκω, αν θέλετε, ευφυές ή προχωρημένο στο εν λόγω άλμπουμ, είναι ο τρόπος –ερμηνευτικός και ενορχηστρωτικός– που αντιμετωπίζει ένα τόσο καταξιωμένο και πασίγνωστο ρεπερτόριο η Barb Jungr. Κατ’ αρχάς η φωνή της έχει όλες εκείνες τις εκφραστικές ποιότητες, ώστε να μπορεί να υποστηρίξει ένα τέτοιο υλικό. Mezzo, με ελαφρώς «σπασμένη», «καπνισμένη» εκφορά, καθαρή, αλλά και «σκοτεινή» (αναλόγως των απαιτήσεων), περικλείει εντός της όχι μόνον την folk και jazz παράδοση-συνείδηση, αλλά κυρίως εκείνην μιας καθημερινής αρτίστας, μιας τραγουδίστριας που έχει δοκιμαστεί στο πάλκο, που έχει μετατρέψει την τέχνη σε δουλειά της. Μπορεί ν’ ακούγεται «κάπως» αυτό, συνδέεται όμως με την λαϊκότητα, που οφείλει να έχει η καλλιτεχνία όταν ασχολείται με όσα καθημερινώς μας αφορούν· και τα τραγούδια του Dylan και του Cohen (αν και διαφορετικά μεταξύ τους) είναι τέτοια. Έπειτα, είναι η συμβολή της ορχήστρας στο οριστικό τελείωμα. Neville Malcolm και Steve Watts μπάσο, Gary Hammond κρουστά, Clive Bell σακουχάτσι, Richard Olatunde Baker κι άλλα κρουστά, Simon Wallace πιάνο, hammond, ακορντεόν, σύνθια. Μουσικοί, ο καθένας με την πορεία του στο χώρο (επειδή το έψαξα το γράφω), με προσωπική δισκογραφία κάποιοι εξ αυτών, με παρουσία στο jazz ή το folk circuit. Και λοιπόν; Τι «και λοιπόν;»… Η ορχήστρα είναι έξοχη. Το ότι δεν είναι ούτε jazz, ούτε folk, ούτε rock, ούτε κάτι πολύ συγκεκριμένο είναι το μεγάλο της χάρισμα. Επειδή τα τραγούδια είναι αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους μόνο μια «ξεχωριστή» ορχήστρα θα τους έδινε «λόγο ύπαρξης» σ’ ένα άλμπουμ. Αλλιώς τι; Αλλιώς θα είχαμε «άσχετα» κομμάτια, που θα αποδίδονταν το καθένα με τον τρόπο του – άρα... ενότητα άλμπουμ «μηδενική». Εδώ έχουμε, κατά πρώτον, ένα μάτσο από όχι και τόσο «άσχετα» μεταξύ τους tracks και, δεύτερον, μία ομάδα μουσικών που τα οικειοποιείται με τον πιο απίθανο τρόπο. Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες εν σχέσει με τον ρόλο του σακουχάτσι, ας πούμε, (ένα όργανο που κάνει την διαφορά παντού και πάντα από μόνο του), ή με το πώς «μπαίνει» το hammond, ή για το πώς συνοδεύουν τα κρουστά και τις παραμικρότερες εκφραστικές… αλλοιώσεις τις Barb Jungr. Τα “Its alright ma” (Bob Dylan), “1000 kisses deep” (Leonard Cohen) και “Gotta serve somebody” είναι εκπληκτικά, αλλά και για το “Blowinin the wind” ή το “First we take Manhattan” τι να πεις; Η φωνή της Jungr σε συνδυασμό πάντα με την ορχήστρα περνά, πάντα, ένα healing αίσθημα. Εκείνο που οι Αμερικανοί κυρίως αποκαλούν… meditation, relaxation, new age κ.λπ. Με μια διαφορά. Στην περίπτωση του “Hard Rain” έχουμε την πλήρη γευστική συνταγή και όχι εκείνη του «μηδέν τοις εκατό»…

Σάββατο 3 Μαΐου 2014

ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΙΓΑΝΙΔΗΣ επικοινωνιακή συμπλοκή

Μετά από μισή δεκαετία έχω στ’ αυτιά μου έναν ολόκληρο δίσκο του Μιχάλη Σιγανίδη, που έχει τίτλο… ένα ποσοστό – 97% [Music Links Knowledge, 2014]. Δεν ξέρω τι μπορεί να σημαίνει αυτό, αλλά μετά από μια πρώτη (πρόχειρη) ακρόαση είπα κάτι μέσα μου, για το οποίο δεν γνωρίζω, ακόμη και τώρα (μετά από ένα πρωινό με μπλοκαρισμένο το CD στο player), αν είναι ακριβές ή όχι. 97% λόγος, 3% μουσική… Υπερβολή; Οπωσδήποτε, αν και ως αίσθηση λειτουργεί· ακόμη και αν δεχθούμε πως (και) ο λόγος είναι ενίοτε μουσική, ακόμη και αν αναλογιστούμε τον τρόπο με τον οποίον τον χρησιμοποιεί (τον λόγο) ο Μιχάλης Σιγανίδης. Καταλήγοντας… πριν συνεχίσω, θα πω πως, εν τέλει, υπάρχει πολλή καλυμμένη μουσική στο «97%», μουσική δηλαδή που δρα υπογείως, που μοιάζει, συχνά, να ασφυκτιά κάτω από την λεκτική «κουρελού», που προσπαθεί να βρει λίγο κενό χώρου και χρόνου προκειμένου να κάνει αισθητή την παρουσία της και ν’ αναπτυχθεί (από τα 22 tracks του CD, τα 14 έχουν διάρκεια μικρότερη των δύο λεπτών, με κάποια να διαρκούν απλώς λίγα δευτερόλεπτα, ενώ υπάρχει ένα 9λεπτο κομμάτι και μερικά ακόμη 4λεπτα).
Έχω παρακολουθήσει σε real time την καλλιτεχνική διαδρομή του Μιχάλη Σιγανίδη και αν κάτι θέλω να γράψω από την αρχή είναι πως έχω αντιληφθεί (έτσι νομίζω) τον «κόσμο», που με τόση συνέπεια χτίζει όλα αυτά τα χρόνια ο θεσσαλονικιός μουσικός – ένας «κόσμος» που βαίνει προς το πιο πυρηνικό και πιο συμπυκνωμένο, αγγίζοντας, φρονώ, τα λεκτικά όριά του. Φυσικά, τούτο μπορεί να σημαίνει, ή να προοιωνίζει, μία «μεγάλη έκρηξη», που θα αποκαταστήσει και πάλι στο μέλλον… όγκους και ισορροπίες, αλλά έως τότε…
Η ύπαρξη μιας μεθοδευμένης χαοτικής συμβολής των πιο απίθανων πηγών πάνω σ’ έναν «κεντρικό στόχο» είναι η βάση, σε αδρές γραμμές, επί της οποίας δομούνται τα άλμπουμ του Μιχάλη Σιγανίδη. Και όσο κι αν, στο παρελθόν, ο «κεντρικός στόχος» ήταν περισσότερο σαφής, στην πορεία άρχισε τούτος να αποκτά κάπως… πλαστικά χαρακτηριστικά· να τεντώνεται και να φουσκώνει στην προσπάθεια να κατανοηθεί η συνεχής μεταβλητότητα. Σίγουρα, η καθημερινή ζωή δεν είναι πια τόσο απλή όσο ήταν στα μέσα του ’80 π.χ., όταν ξεκινούσε το δισκογραφικό ταξίδι του ο Μιχάλης Σιγανίδης. Έχουν... ανακατευθεί πολύ τα πράγματα και παρά την βοήθεια της πληροφορικής ορισμένα έχουν γίνει πιο σύνθετα (και ενδεχομένως πιο απάνθρωπα). Η… ηλεκτρονική γραφειοκρατία, για παράδειγμα, δεν σε βασανίζει, απαραιτήτως, λιγότερο από την ρεαλιστική, ενώ είναι προτιμότερο να λογομαχείς πρόσωπο με πρόσωπο μ’ έναν υπάλληλο, από το να σιχτιρίζεις ή να μουτζώνεις μιαν οθόνη. Ο λόγος και η πληροφόρηση (ή η παραπληροφόρηση αν θέλετε) εκπέμπονται πλέον σε… ανάρμοστες ποσότητες, δημιουργώντας ένα αλλοπρόσαλλο «επικοινωνιακό συνεχές». Ο Σιγανίδης, ενώ επιχείρησε (και πολύ επιτυχημένα) πριν από κάθε άλλον στην Ελλάδα, να δώσει ένα ηχητικό ανάλογο μιας σύγχρονης-σύμπλοκης καθημερινότητας, στην πορεία η ίδια αυτή η καθημερινότητα φαίνεται να απορροφά το ανάλογό της ενσωματώνοντάς το. Έτσι, είναι… κάπως δύσκολο, για να μην πω… κάπως απίθανο να περιγράψεις τι ακριβώς συμβαίνει στο «97%». Να δώσεις, δηλαδή, ένα στίγμα του λεκτικού καταρράκτη, να διοχετεύσεις όλη την παρεχόμενη ηχητική πληροφορία προς ένα συγκεκριμένο κανάλι. Απειράριθμες φωνές, samples, field recordings, μουσικά σπαράγματα, τραγούδια, λεκτικοί αυτοσχεδιασμοί, ένα γιγάντιο κολάζ αναφορών η απαρίθμηση των στοιχείων τού οποίου καθίσταται… όνειρο θερινής νυκτός. Φυσικά, αυτό το… από την μάνα του ανοικονόμητο υλικό ο Μιχάλης Σιγανίδης προσπαθεί να το βάλει σε μια τάξη. Να του δώσει σχήμα και μορφή με την βοήθεια των συνεργατών του, που είναι και αυτοί 2-3 δεκάδες (ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Λευτέρης Μουμτζής, η Σαβίνα Γιαννάτου, η Lamia Bendioui, ο Κώστας Θεοδώρου, ο Χάρης Λαμπράκης, ο Θύμιος Ατζακάς, ο Δημήτρης Πολυζωίδης…). Άλλοτε το καταφέρνει περισσότερο, άλλοτε λιγότερο. Δεν είναι εύκολο. Όπως δεν είναι εύκολο, δηλαδή, να επιδεικνύεις κι εσύ ως ακροατής, διαρκώς, την μεγίστη προσοχή, αντιλαμβανόμενος όλες τις διαστάσεις της αποτύπωσης μιας σημερινής ηχητικής Βαβέλ. Έτσι, μένουν μόνον οι στιγμές… και μένεις σε αυτές.
Ένα από τα κορυφαία tracks του CD (αν όχι το κορυφαίο) είναι το υπ’ αριθμόν τρία, το ευφυέστατο «Πρέπει να πας στην Μπέτυ», που μεταφέρει στον ακροατή μιαν ανθρωπιά σχεδόν συγκινητική (η γηραιά μητέρα που υπενθυμίζει ένα ιατρικό ραντεβού στον ξεχασιάρη γιο της). Περαιτέρω, την ίδια πολύ καλή γνώμη έχω για το υπ’ αριθμόν 8 «Νέοι της Σιδώνος (lounge version)», με την ορχήστρα να… παίζει lounge, πάνω στους στίχους του φερώνυμου ποιήματος του Μανώλη Αναγνωστάκη (το οποίο δεν το ακούμε, αλλά το διαβάζουμε στο booklet), επίσης το αυτό για το δέκατο “Pimlico”, ένα jazz-prog blues μέσα από το οποίον περνούν ποικίλα κείμενα (Jean Glendinning, Ελένη Παπαργυρίου, Emily Dickinson) όπως και οι Θοδωρής Ρέλλος, Κώστας Βόμβολος, Λευτέρης Μουμτζής κ.ά., όπως την ίδια πολύ καλή γνώμη έχω για το ψυχεδελικό κολάζ “We wait for change” (με τις συμμετοχές των Μπάμπη Παπαδόπουλου και Θύμιου Ατζακά στις κιθάρες) που μου θύμισε τους «αγνώστους» Αμερικανούς Wazoo του... Γιώργου Κατσάκη (ο οποίος, άσχετο, έπαιζε στα early 60s στους Royaltones μαζί με τον Dennis Coffey!), αλλά και για το noise «Αλλοπαρμένοι» που συνδυάζει τον Merzbow με τον… Κώστα Καφάση.
Η εποχή παραείναι μπελαλίδικη, ακόμη και όταν ΔΕΝ φορτώνεται με τα (προσωπικά) ζόρια του καθενός μας. Δεν ξέρω αν η Τέχνη μπορεί να βοηθήσει στην ουσιαστική απλοποίησή της, αξίζει όμως να κατευθύνει τις δυνάμεις της προς τα ’κει.
Επαφή: info@mlk.gr

Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

ANDREA MANZONI τζαζ ομορφιά

Να γιατί είναι δύσκολο να μπερδέψεις ένα αμερικανικό jazz τρίο μ’ ένα ευρωπαϊκό. Ο λόγος που δεν μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο είναι απλός. Στο αίμα των Αμερικανών κυλάει πιο πολύ το blues και το swinging, ενώ στο αίμα των Ευρωπαίων τα κλασικά ηχοχρώματα, η μουσική δωματίου, η avant-garde… Μπορεί να ακούγεται κάπως ριψοκίνδυνος ή και απλουστευτικός αυτός ο διαχωρισμός, στην πράξη, όμως, συνήθως λειτουργεί· και πάντως, σίγουρα, στην περίπτωση του 35χρονου ιταλού πιανίστα Andrea Manzoni.
Ο Manzoni, με την βοήθεια των Luca Curcio κοντραμπάσο και Andrea Beccaro ντραμς, συντάσσει ένα πολύ ενδιαφέρον στην σύλληψή του άλμπουμ – Destination Under Construction [Meat Beat, 2014] είναι ο τίτλος του–, στο οποίον έχουν θέση αυτές-κι-άλλες-τόσες ευρωπαϊκές αναφορές. Ακόμη και τον Ennio Morricone μπορεί να ανακαλέσεις σε κομμάτια όπως το “Always stay alive”, εκεί όπου παρεμβάλλονται κάτι παράξενα chorus vocals (δεν μπορείς να καταλάβεις αν είναι… ρεαλιστικά ή τεχνητά, αν και τούτο δεν έχει και τόσο σημασία), ενώ παντού, και πάντα, μια ρομαντική-νοσταλγική πιανιστική ατμόσφαιρα οικοδομείται μέσα από συνθέσεις που φαίνονται περισσότερο ολοκληρωμένες στο πεντάγραμμο, δίχως να εξαρτώνται, ας πούμε, από την «επί τόπου» διάθεση των μουσικών. Εν αντιθέσει, δε, (και) με πολλά σύγχρονα piano-trios στα οποία περισσεύει το αυτοσχεδιαστικό στοιχείο, το trio του Andrea Manzoni κινείται σε δρόμους που είναι με προσοχή χαρτογραφημένοι, τονίζοντας την λυρική/δραματική βάση του, προϊόν της ιταλικής, βασικά, παιδείας του πιανίστα-συνθέτη (Franco DAndrea, Stefano Battaglia, Battista Lena κάποια από τα ονόματα των δασκάλων του). Η «ομορφιά», ό,τι και αν σημαίνει αυτό στην γλώσσα της μουσικής, είναι ίδιον των Ιταλών και ο Manzoni δεν ξεφεύγει από τον κανόνα.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΡΑΣ στο ρετιρέ

Είναι ιδιαίτερο τούτο το project του Δημήτρη Καρρά, κι έχει την αξία του – αφ’ ης στιγμής συνεχίζεται και βαθαίνει. Πρόκειται γι’ αυτή την σειρά των 45αριών (με τα δύο τραγούδια) των Pazl, Music Corner και B-Otherside records, που ξεχωρίζουν αμέσως, οπτικώς, από τα ασπρόμαυρα εξώφυλλα του Κώστα Παντούλα. Έχω ήδη γράψει για τα προηγούμενα δύο νούμερα της σειράς (τα…μπετά με τους Σωκράτη Μάλαμα/ Βασίλη Καρρά και το «Άκου το τραγούδι» με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου), ενώ, τώρα, ρίχνω στο πικάπ και το… Ρετιρέ, με την «αντρίκια» φωνή της Φωτεινής Βελεσιώτου. Το τραγούδι είναι πολύ καλό, σ’ ένα κάπως… κραουνακικό στυλ (όχι στο γλεντζέδικο, αλλά στο «εσωτερικό»), που υπηρετείται όπως πρέπει μέσα σ’ ένα minimal ενορχηστρωτικό σκηνικό – φωνή και πιάνο (Κώστας Στεργίου), και κάπου-κάπου ορισμένα γεμίσματα από κρητική λύρα (Γιώργος Κοντογιάννης). Αργόσυρτο και βαρύ κομμάτι, το «Ρετιρέ» ευτυχεί από πάσης πλευράς. Μουσική (με στέρεα και σαφή μελωδία), στίχοι (κάπως σπαραξικάρδιοι, μα ουσιαστικοί συνάμα), και ερμηνεία, βεβαίως, δωρική, από ’κείνες που επιβάλλονται αμέσως δια του ηχοχρώματός τους.
Άλλο πράγμα η δεύτερη πλευρά. Το τραγούδι δεν είναι απλώς διαφορετικό ως άκουσμα (εδώ, ο προγραμματισμός, η εκτέλεση και η ενορχήστρωση ανήκουν άπαντα στον Δημήτρη Καρρά), είναι διαφορετικό γενικώς και… από πάσης πλευράς. Το «Μάτια καθαρά» μοιάζει με λαϊκή ή και με ροκ μπαλάντα, χωρίς να είναι, σε κάθε περίπτωση, κάτι από τα δύο. Κινούμενο στο κλασικό σχήμα κουπλέ-ρεφρέν-κουπλέ-ρεφρέν ερμηνεύεται… σαν διάλογος ανάμεσα στον Δημήτρη Καρρά (κουπλέ) και την Λόλα Γιαννοπούλου (ρεφρέν). Ο Καρράς έχει ωραία φωνή –και το έχω ξαναγράψει αυτό–, η Γιαννοπούλου όμως περνά (κάπως) από το φωνητικό ηχόχρωμα της Αρβανιτάκη (κάτι που καλόν είναι να το αποφεύγει – εξάλλου οι φωνές τους δεν είναι… ταυτόσημες). Γενικώς, πρόκειται για ένα ενδιαφέρον τραγούδι, πράγμα που δείχνει πως αυτό που πράττει ο Καρράς, μέσω τούτων των 45αριών, έχει νόημα.
Επαφή: www.b-otherside.gr

Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

THIRD WORLD WAR της (εργατικής) αναλήψεως…

Οι Third World War υπήρξαν ένα από τα πιο αριστερά, ακροαριστερά μάλλον, συγκροτήματα που εμφανίστηκαν ποτέ στο βρετανικό ροκ. Κυκλοφόρησαν δύο 45άρια και δύο LP μέσα σε τρία χρόνια, το “Third World War” [Fly FLY 4, 1971] και το “Third World War II” [Track 2406 108, 1973] πριν χαθούν από το προσκήνιο, δίχως, πάντως, να αποσιωπηθεί η περίπτωσή τους όλα τα μετέπειτα χρόνια. Έχοντας δύο βασικά μέλη στην σύνθεσή τους, τον Terry Stamp κιθάρες, φωνή και τον Jim Avery μπάσο, που έπαιζε πριν με τους Attack και τους Thunderclap Newman και με διάφορους μουσικούς πέραν των ντράμερ (στο πρώτο LP ήταν ο Fred Smith, ενώ στο δεύτερο ο Craig Collinge) να τους πλαισιώνουν στα ηχογραφικά sessions (με πιο γνωστόν ίσως τον κιμπορντίστα Tony Ashton), οι Third World War έπαιξαν… punk μια πενταετία πριν την έκρηξή του, δίνοντας τα φώτα τους στους Clash, στον Ian Dury και στους Jam (o Paul Weller τραγούδησε το ωραίο “Tobacco ash Sunday” του Terry Stamp, που είχαν πρωτοπεί οι Harsh Reality πατώντας στα χνάρια των Procol Harum).
Αν και δεν είμαι καθόλου σίγουρος πως όσοι μιλούν εξ ονόματος του punk στην Ελλάδα τον τελευταίο καιρό, έχουν πάρει χαμπάρι τους Third World War –ίσως γιατί τ’ αυτιά τους έχουν φραγή για οτιδήποτε συνέβη πριν το ’76–, καλό θα είναι να τσεκάρουν τους Βρετανούς (αν δεν τους ξέρουν), ένα συγκρότημα, δηλαδή, που άφησε σοβαρά και… επικίνδυνα τραγούδια, που θα ακούγονται πάντα με ενδιαφέρον. Χωρίς να λέω πως ιδεολογικώς ταυτίζομαι με όσα (σε κάθε άσμα τους) υποστηρίζουν, οι Third World War ήταν ένα επαναστατικό γκρουπ επηρεασμένο από τον κινηματικό χαρακτήρα της αριστεράς (κυρίως δε της αντάρτικης αριστεράς), εμφανίζοντας ισχυρή μαρξιστική συνείδηση (κομμάτια γραμμένα για την εργατική τάξη δηλαδή και γενικότερα για τα κοινωνικά στρώματα που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, όπως λέμε). Έτσι, tracks όπως τα “M.I.5’s alive”, “Ascension Day”, “Id rather cut cane for Castro”, “Hammersmith guerilla” κ.ά. είναι χαρακτηριστικά ενός ύφους που εκπλήσσει, αν αναλογιστούμε πως αναφερόμαστε σε βρετανούς μουσικούς των αρχών του ’70. Λίγοι στίχοι από το “Ascension Day”: 

Και δεν ξέρεις ότι νιώθω περηφάνια
Απλά με το να σου σφίξω το χέρι
Δεν ξέρεις ότι νιώθω περηφάνια
Απλά με το να προβάλω αντίσταση

Τώρα που θα ξεσηκωθούμε
Δύναμη στον κόσμο
Όταν ξεσηκωθούμε
Δύναμη στους φτωχούς
Όταν ξεσηκωθούμε
Δύναμη στους εργάτες
Όταν ξεσηκωθούμε
Δύναμη σε όλους μας(…)

ΚΑΛΗ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ