Μετά από μισή δεκαετία έχω στ’ αυτιά μου έναν ολόκληρο δίσκο
του Μιχάλη Σιγανίδη, που έχει τίτλο… ένα ποσοστό – 97% [Music Links Knowledge, 2014]. Δεν ξέρω τι μπορεί να
σημαίνει αυτό, αλλά μετά από μια πρώτη (πρόχειρη) ακρόαση είπα κάτι μέσα μου, για
το οποίο δεν γνωρίζω, ακόμη και τώρα (μετά από ένα πρωινό με μπλοκαρισμένο το CD στο player), αν είναι ακριβές ή όχι. 97% λόγος, 3% μουσική… Υπερβολή; Οπωσδήποτε, αν και ως
αίσθηση λειτουργεί· ακόμη και αν δεχθούμε πως (και) ο λόγος είναι ενίοτε
μουσική, ακόμη και αν αναλογιστούμε τον τρόπο με τον οποίον τον χρησιμοποιεί (τον
λόγο) ο Μιχάλης Σιγανίδης. Καταλήγοντας… πριν συνεχίσω, θα πω πως, εν τέλει,
υπάρχει πολλή καλυμμένη μουσική στο «97%», μουσική δηλαδή που δρα υπογείως, που
μοιάζει, συχνά, να ασφυκτιά κάτω από την λεκτική «κουρελού», που προσπαθεί να
βρει λίγο κενό χώρου και χρόνου προκειμένου να κάνει αισθητή την παρουσία της
και ν’ αναπτυχθεί (από τα 22 tracks του CD,
τα 14 έχουν διάρκεια μικρότερη των δύο λεπτών, με κάποια να διαρκούν απλώς λίγα
δευτερόλεπτα, ενώ υπάρχει ένα 9λεπτο κομμάτι και μερικά ακόμη 4λεπτα).
Έχω παρακολουθήσει σε real time την καλλιτεχνική διαδρομή του Μιχάλη
Σιγανίδη και αν κάτι θέλω να γράψω από την αρχή είναι πως έχω αντιληφθεί (έτσι
νομίζω) τον «κόσμο», που με τόση συνέπεια χτίζει όλα αυτά τα χρόνια ο
θεσσαλονικιός μουσικός – ένας «κόσμος» που βαίνει προς το πιο πυρηνικό και πιο
συμπυκνωμένο, αγγίζοντας, φρονώ, τα λεκτικά όριά του. Φυσικά, τούτο μπορεί να
σημαίνει, ή να προοιωνίζει, μία «μεγάλη έκρηξη», που θα αποκαταστήσει και πάλι
στο μέλλον… όγκους και ισορροπίες, αλλά έως τότε…
Η ύπαρξη μιας μεθοδευμένης χαοτικής συμβολής των πιο
απίθανων πηγών πάνω σ’ έναν «κεντρικό στόχο» είναι η βάση, σε αδρές γραμμές, επί της οποίας δομούνται τα άλμπουμ του Μιχάλη Σιγανίδη. Και όσο κι αν, στο
παρελθόν, ο «κεντρικός στόχος» ήταν περισσότερο σαφής, στην πορεία άρχισε τούτος
να αποκτά κάπως… πλαστικά χαρακτηριστικά· να τεντώνεται και να φουσκώνει στην
προσπάθεια να κατανοηθεί η συνεχής μεταβλητότητα. Σίγουρα, η καθημερινή ζωή δεν
είναι πια τόσο απλή όσο ήταν στα μέσα του ’80 π.χ., όταν ξεκινούσε το
δισκογραφικό ταξίδι του ο Μιχάλης Σιγανίδης. Έχουν... ανακατευθεί πολύ τα πράγματα
και παρά την βοήθεια της πληροφορικής ορισμένα έχουν γίνει πιο σύνθετα (και
ενδεχομένως πιο απάνθρωπα). Η… ηλεκτρονική γραφειοκρατία, για παράδειγμα, δεν
σε βασανίζει, απαραιτήτως, λιγότερο από την ρεαλιστική, ενώ είναι προτιμότερο
να λογομαχείς πρόσωπο με πρόσωπο μ’ έναν υπάλληλο, από το να σιχτιρίζεις ή να
μουτζώνεις μιαν οθόνη. Ο λόγος και η πληροφόρηση (ή η παραπληροφόρηση αν θέλετε)
εκπέμπονται πλέον σε… ανάρμοστες ποσότητες, δημιουργώντας ένα αλλοπρόσαλλο «επικοινωνιακό
συνεχές». Ο Σιγανίδης, ενώ επιχείρησε (και πολύ επιτυχημένα) πριν από κάθε
άλλον στην Ελλάδα, να δώσει ένα ηχητικό ανάλογο
μιας σύγχρονης-σύμπλοκης καθημερινότητας, στην πορεία η ίδια αυτή η καθημερινότητα
φαίνεται να απορροφά το ανάλογό της
ενσωματώνοντάς το. Έτσι, είναι… κάπως δύσκολο, για να μην πω… κάπως απίθανο να
περιγράψεις τι ακριβώς συμβαίνει στο «97%». Να δώσεις, δηλαδή, ένα στίγμα του
λεκτικού καταρράκτη, να διοχετεύσεις όλη την παρεχόμενη ηχητική πληροφορία προς
ένα συγκεκριμένο κανάλι. Απειράριθμες φωνές, samples, field recordings,
μουσικά σπαράγματα, τραγούδια, λεκτικοί αυτοσχεδιασμοί, ένα γιγάντιο κολάζ αναφορών
η απαρίθμηση των στοιχείων τού οποίου καθίσταται… όνειρο θερινής νυκτός.
Φυσικά, αυτό το… από την μάνα του ανοικονόμητο υλικό ο Μιχάλης Σιγανίδης
προσπαθεί να το βάλει σε μια τάξη. Να του δώσει σχήμα και μορφή με την βοήθεια
των συνεργατών του, που είναι και αυτοί 2-3 δεκάδες (ο Σωκράτης Μάλαμας, ο
Λευτέρης Μουμτζής, η Σαβίνα Γιαννάτου, η Lamia Bendioui, ο Κώστας Θεοδώρου, ο Χάρης Λαμπράκης, ο Θύμιος Ατζακάς,
ο Δημήτρης Πολυζωίδης…). Άλλοτε το καταφέρνει περισσότερο, άλλοτε λιγότερο. Δεν
είναι εύκολο. Όπως δεν είναι εύκολο, δηλαδή, να επιδεικνύεις κι εσύ ως
ακροατής, διαρκώς, την μεγίστη προσοχή, αντιλαμβανόμενος όλες τις διαστάσεις
της αποτύπωσης μιας σημερινής ηχητικής Βαβέλ. Έτσι, μένουν μόνον οι στιγμές… και μένεις σε αυτές.
Ένα από τα κορυφαία tracks του CD (αν όχι το
κορυφαίο) είναι το υπ’ αριθμόν τρία, το ευφυέστατο «Πρέπει να πας στην Μπέτυ»,
που μεταφέρει στον ακροατή μιαν ανθρωπιά σχεδόν συγκινητική (η γηραιά μητέρα
που υπενθυμίζει ένα ιατρικό ραντεβού στον ξεχασιάρη γιο της). Περαιτέρω, την ίδια πολύ
καλή γνώμη έχω για το υπ’ αριθμόν 8 «Νέοι της Σιδώνος (lounge version)», με την ορχήστρα
να… παίζει lounge, πάνω
στους στίχους του φερώνυμου ποιήματος του Μανώλη Αναγνωστάκη (το οποίο δεν το
ακούμε, αλλά το διαβάζουμε στο booklet),
επίσης το αυτό για το δέκατο “Pimlico”,
ένα jazz-prog blues μέσα
από το οποίον περνούν ποικίλα κείμενα (Jean Glendinning, Ελένη Παπαργυρίου, Emily Dickinson) όπως και οι
Θοδωρής Ρέλλος, Κώστας Βόμβολος, Λευτέρης Μουμτζής κ.ά., όπως την ίδια πολύ
καλή γνώμη έχω για το ψυχεδελικό κολάζ “We wait for change” (με τις συμμετοχές των Μπάμπη Παπαδόπουλου και Θύμιου
Ατζακά στις κιθάρες) –που μου θύμισε τους «αγνώστους» Αμερικανούς Wazoo του... Γιώργου Κατσάκη (ο οποίος, άσχετο, έπαιζε στα early 60s στους Royaltones μαζί με τον Dennis Coffey!)–, αλλά και για το noise «Αλλοπαρμένοι»
που συνδυάζει τον Merzbow
με τον… Κώστα Καφάση.
Η εποχή παραείναι μπελαλίδικη, ακόμη και όταν ΔΕΝ φορτώνεται
με τα (προσωπικά) ζόρια του καθενός μας. Δεν ξέρω αν η Τέχνη μπορεί να βοηθήσει
στην ουσιαστική απλοποίησή της, αξίζει όμως να κατευθύνει τις δυνάμεις της προς
τα ’κει.
Επαφή: info@mlk.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου