FELIPE SALLES: Ugandan Suite [Tapestry, 2014]
Συζητώντας για τις σχέσεις βραζιλιάνικης και αφρικανικής
μουσικής είναι σαν να συζητάμε για τις σχέσεις… ρεμπέτικου και λαϊκού. Επί της
ουσίας, και πέραν των επιμέρους ορισμών και βεβαίως διαφοροποιήσεων, δεν
νοείται η μία-το ένα, άνευ της άλλης-του άλλου. Παρά ταύτα υπάρχει κάτι στις
σχέσεις βραζιλιάνικης και αφρικανικής μουσικής, που πάνω στην βιασύνη τής
αυταπόδεικτης σχέσης τους κάπως παραμερίζεται. Για ποιαν ακριβώς αφρικανική
μουσική μιλάμε, όταν οι μουσικές τής Αφρικής είναι χιλιάδες; Σωστό. Γι’ αυτό ας
διευκρινίσω, προς χάριν και της κριτικής που θα ακολουθήσει, πως οι afro ήχοι
που έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της brazilian music του 20ου αιώνα, ήταν,
κυρίως, εκείνοι της Δυτικής Αφρικής. Από ’κει ξεκινούσαν τα δουλεμπορικά, πριν 300 χρόνια για να καταλήξουν στα λιμάνια της Bahia, χωρίς τούτο να σημαίνει πως δεν
μετέβησαν και σκλάβοι από την Αγκόλα ή ακόμη και από την Μοζαμβίκη (στην
Ανατολική Αφρική) κατακλύζοντας τις Πολιτείες Rio de Janeiro και Minas Gerais.
Αυτά σε πολύ αδρές γραμμές, και παίρνοντας αφορμή βεβαίως από την “Ugandan Suite” του (λευκού)
βραζιλιάνου (από το São Paulo) σαξοφωνίστα φλαουτίστα και
μπασο-κλαρινετίστα Felipe Salles.
Ηχογραφημένη και μιξαρισμένη στις ανατολικές ΗΠΑ, στο Acton της Μασαχουσέτης και την Νέα
Υόρκη, η πενταμερής «ουγκαντέζικη σουίτα» δεν επιχειρεί να συγκεράσει, απλώς,
κάποια στοιχεία σύγχρονης βραζιλιάνικης μουσικής με ήχους από την Ουγκάντα,
αλλά να δώσει ένα ευρύτερο fusion έργο,
που έχει ως βασικό φορέα του την jazz. Δηλαδή, ο Salles εμφανίζεται πρωτίστως ως ένας jazz μουσικός και λιγότερο ως ένας…
Βραζιλιάνος ή Ουγκαντέζος.
Όλα ξεκίνησαν από ένα ερευνητικό ταξίδι του
βραζιλιάνου μουσικού (περαιτέρω Assistant Professor της Τζαζ και των
Αφροαμερικανικών Μουσικών Σπουδών στο Amherst της Μασαχουσέτης) στην χώρα αυτή της Ανατολικής
Αφρικής το 2011, όπου ανάμεσα στην… wildlife και τις λοιπές ξεναγήσεις ήλθε σε επαφή και
με αυτόχθονες οργανοπαίκτες, ψάχνοντας περαιτέρω τους τοπικούς ήχους όχι μόνον
στην ύπαιθρο, αλλά και σε πανεπιστημιακές πηγές (στα Makerere University και Kyambogo University
στην πρωτεύουσα Kampala).
Αποτέλεσμα αυτής της ερευνητικής απόπειρας ήταν η δημιουργία της “Ugandan Suite”, εκεί όπου το συνολικό
ρυθμικό υπόβαθρο είναι ουγκαντέζικο (χειρίζονται τα πάσης φύσεως κρουστά ο Damascus Kafumbe και ο Βραζιλιάνος Rogerio Boccato), μεταφερμένο στα
αμερικανικά στούντιο από κάθε περιοχή της αφρικανικής χώρας. Πάνω σ’ αυτούς
τους χορευτικούς ρυθμούς οι ονομασίες των οποίων λογικώς δεν λένε τίποτα σε
κανέναν (temenaibuga, irongo, nalufuka, imbalu, kadoli, baakisimba…) έρχονται να προστεθούν τα soli και οι αυτοσχεδιασμοί
του Salles σε τενόρο, βαρύτονο, φλάουτο και μπάσο κλαρίνο, όπως και του
πανταχού παρόντα David Liebman σε ξύλινο φλάουτο σοπράνο και τενόρο σαξόφωνο. Έτσι, και με
βάση το rhythm section
–που, πλην των παραδοσιακών κρουστών, περιλαμβάνει και το κλασικό μπάσο-ντραμς
σχήμα, όπως και μια σειρά «χειροκροτητών» που κρατούν ρυθμούς με τα χέρια
(ανάμεσά τους και κάποιος Lucas Apostoleris)–
διαμορφώνεται μία αφρο-αμερικανική μουσική σπουδή, με «κεφάλαια» πολυφωνίας,
«συνομιλιών», δομικών αυτοσχεδιασμών, τονικών πειραματισμών κ.λπ., που μπορεί
να αφορούν όχι μόνο σ’ έναν συγκεκριμένο σπουδαστικό κύκλο, αλλά και οποιονδήποτε
ακροατή του «ψαγμένου» fusion.
Επαφή: www.sallesjazz.com
HOLLY HOFMANN: Low Life/ The Alto
Flute Project [Capri, 2014]
Έχοντας δίπλα της σημαντικούς σολίστες, όπως τον πιανίστα Mike Wofford, τον μπασίστα John Clayton, τον ντράμερ Jeff Hamilton και
τον κιθαρίστα Anthony Wilson,
η Holly Hofmann προσφέρει με το “Low Life” ένα πέρα για πέρα αξιοπρόσεκτο CD. Με φυσικό ατού το γεγονός πως είναι
φλαουτίστα –χειρίζεται δηλαδή ένα από τα πιο γλυκόλαλα όργανα (όταν τούτο
συμβαίνει, και εδώ συμβαίνει)– η Hoffman γνωρίζει πώς να τιθασεύει τις
ποικίλες αναφορές της (τον Gabriel Fauré βασικά, αλλά και όλη
την σχετική τζαζ πινακοθήκη), προτείνοντας μία σειρά εννέα συνθέσεων (μία δική
της, κάποιες των συνεργατών της, ορισμένες versions) αναδεικνύοντας λυρικά και γενικότερα
ρομαντικά στοιχεία. Χωρίς άστοχους εντυπωσιασμούς, που θα μπορούσε να
ξεπηδούν μέσα από κοινότοπες fusion
κατευθύνσεις, η αμερικανίδα φλαουτίστα καταθέτει ένα χαμηλών τόνων έργο,
προφανούς, όμως, εσωτερικής δύναμης. Με όχημα τις δικές της μελωδικές
ικανότητες, την καθαρή εκφραστική διατύπωση, και βεβαίως με την αρωγή τής
άψογης ρυθμικής συνοδείας, κατορθώνει να επιβάλλει ένα κλίμα ηχητικό που ναι
μεν την διαφοροποιεί αισθητικώς από πολλούς προπάτορες του τζαζ φλάουτου, αλλά
συγχρόνως την εντάσσει κιόλας σ’ αυτήν την χορεία των παικτών, που διατύπωσαν
το αλφαβητάρι του οργάνου δεκαετίες πριν
(Eric Dolphy,
Roland
Kirk, Herbie Mann και
Hubert
Laws, για να
ονοματίσω λίγους). Μάλιστα, η σκέψη τής Hofmann να κινηθεί προς την «φλαουτική»
αποτύπωση με μιαν αίσθηση τραγουδοποιίας και όχι, ας πούμε, μέσα από μια
«μποσα-νοποίηση» ή «μπαλαντο-ποίηση» του ρεπερτορίου της (που θα φάνταζαν και
ως «εύκολες λύσεις» ενδεχομένως), δείχνει πως η Αμερικανίδα έχει μία συνολική
«εικόνα» για τον ήχο της και για τον τρόπο που καθίσταται αυτός δισκογραφικό
δεδομένο. Τελικώς, ένα είναι σίγουρο. Οι συνθέσεις των Anthony Wilson, John Clayton, Ray Noble, Mulgrew Miller, Pat Metheny (έξοχο το “Farmer’s trust”) καθώς και όλων των
υπολοίπων δεν θα μπορούσε να βρουν ισχυρότερο σύμμαχο από το φλάουτό της.
Επαφή: www.caprirecords.com
NICKY SCHRIRE: To the Spring [Private Pressing,
2014]
Από τις τραγουδίστριες που άκουσα την προηγούμενη χρονιά και
μου άφησαν εξαιρετική εντύπωση, η Nicky Schrire μπορεί να είναι το νέο μεγάλο
όνομα της vocal jazz
στην Αμερική. Φυσικά, σπουδαία τραγουδίστρια είναι ήδη, μα αν συμβεί να γίνει
και «μεγάλη» τούτο δεν μπορεί να εξαρτάται μόνον από εκείνη… και αντιλαμβάνεστε
τι εννοώ. Έχοντας ακόμη το “Space and Time”
στ’ αυτιά μου (υπάρχει κριτική, εδώ στο δισκορυχείον,
δημοσιευμένη την 21/10/2013), παρατηρώ πως με το νεότερο “To the Spring”, ένα ημίωρο
ηχογράφημα που κυκλοφορεί μόνο σε digital-EP
(και σε κάποια, λίγα υποθέτω, promo CD),
η Schrire αποδεικνύει
πόσο μετράει όχι μόνον ως ερμηνεύτρια, αλλά και ως τραγουδοποιός. Με σχήμα
συνοδείας απλό (Fabian Almazan
πιάνο, Desmond White μπάσο) η νεαρά μουσικός προτείνει ένα σετ έξι τραγουδιών,
που φανερώνουν τις πολλές και ποικίλες αναφορές της (είναι η jazz, η μπαλάντα, το folk, η pop…) περασμένες μέσα από τις διαρκείς
ερμηνευτικές μεταμορφώσεις της. Γιατί, τούτο είναι το πιο ουσιαστικό που μπορεί
να ειπωθεί για την Nicky Schrire.
Η ικανότητά της να μεταμορφώνεται από μια… ντίβα της pop σε μια ιδιοσυγκρασιακή βοκαλίστα,
και από μια… folk μούσα (στο “Father”,
ας πούμε, το ωραιότερο τραγούδι του EP της) σε μια jazz improviser. Φυσικά, προς αυτή
την κατεύθυνση βοηθά τα μέγιστα το σχήμα πιάνο-μπάσο, που είναι όσο ελαστικό
απαιτείται, προκειμένου να γίνει κατορθωτή η συγκεκριμένη διαδρομή.
Επαφή: www.nickyschrire.com
JC SANFORD ORCHESTRA: Views from the inside
[Whirlwind Recordings, 2014]
Η JC Sanford Orchestra είναι μια σύγχρονη ορχήστρα, απ’ όποια πλευρά και να το δει
κανείς. Οι 17 μουσικοί που συνεργάζονται μαζί της, υπό την διεύθυνση του
συνθέτη και τρομπονίστα JC Sanford,
πράττουν τα πάντα, ώστε ν’ αποδείξουν πως η μουσική είναι μία (όπως λέμε),
ακόμη και στην περίπτωση εκείνη όπου η jazz, μια κάποια jazz
τέλος πάντων, τείνει να πάρει κεφάλι. Μπορεί μια πρώτη ένδειξη γύρω από τι
ακριβώς θ’ ακολουθήσει να μας το δίνει η συγκεκριμένη line-up (οι μουσικοί χειρίζονται από όμποε, κόρνο, φλάουτο, σαξόφωνα
και τρομπέτες, μέχρι ακορντεόν, βιμπράφωνο, βιολί, τσέλο και ηλεκτρονικά),
όμως, και όπως είναι φυσικό, μόνο μετά την πρώτη ακρόαση θ’ αρχίσει να
αποκαλύπτεται το τι ακριβώς συμβαίνει στο “Views from the Inside”.
Η ορχήστρα του JC Sanford δεν είναι μια ορχήστρα προφανής. Στην πράξη πρόκειται για
ένα σύνολο «σύγχρονης μουσικής» με ισχυρές αναφορές στην «κλασική του 20ου αιώνα», βεβαίως στην jazz
(από το swing, μέχρι
την «ελεύθερη» sixties επέκτασή της), μα ακόμη και στο soundtrack, την pop ή και το rock –
εκείνο τέλος πάντων το αμερικάνικο… κλασικό rock, που μπορεί να αντιπροσωπεύεται περίτρανα από συνθέτες όπως
ο Billy Joel.
Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας περιφοράς, ενός τέτοιου «ταξιδιού» δεν μπορεί παρά
να είναι συναρπαστικό. Οι συνθέσεις του Sanford, από την πρώτη έως και την τελευταία, διατηρούν εντός
τους το αναγεννητικό και το… απερίγραπτο (είναι δύσκολα περιγράψιμες δηλαδή),
εκπλήσσουν με την δομή και την συγκρότησή τους, ενθουσιάζουν με τις διαρκείς
και ολοκληρωμένες μεταλλάξεις τους και εντυπωσιάζουν με τα θαυμαστά οργανικά
ντεμαράζ, αλλά και τα απολύτως «επικεντρωμένα» soli των οργάνων. Μέσα από ένα σύνολο
δώδεκα κομματιών, που διαρκούν από μερικά δευτερόλεπτα έως και δεκαπέντε λεπτά,
εκείνο που αποδεικνύεται είναι το «ταξιδευτικό» προφίλ της μουσικής του Sanford – ενός ανθρώπου που
έχει «βγει» από τον… ναό New England Conservatory,
που έχει συνεργαστεί στενά με την Alice Coltrane και τον Jack DeJohnette και που έχει
ακούσει συνθέσεις του να ερμηνεύονται από τον John Abercrombie, τον Dave Liebman, τον Lew Soloff κ.ά. Στην μεγαλύτερη
σε διάρκεια σύνθεση, την φερώνυμη με τον τίτλο του CD, παρακολουθούμε πώς πυροδοτεί η
αρχική μελωδία (αποδιδόμενη από το κλαρινέτο και το μπάσο κλαρινέτο
του Ben Kono),
την γενικότερη έκρηξη της ορχήστρας, έναν συνδυασμό… Φόβου, Δύναμης και
Αρμονίας, όπως αναφέρει και ο Andrew Green στις σημειώσεις του εξωφύλλου.
Μία εξαιρετική περίπτωση συνθέτη και βεβαίως παραγόμενης μουσικής,
που αξίζει να προσεχθεί.
Επαφή: www.jcsanford.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου