Πριν λίγο καιρό παρακολούθησα στο YouTube μετά από αρκετά χρόνια την Chappaqua (1966) του Conrad Rooks (1934-2011). Την ταινία
αυτή –πιθανώς ό,τι πιο σημαντικό έχουν να επιδείξουν στον κινηματογράφο τα… ψυχεδελικά sixties– την είχα πρωτοδεί σε
VHS προς τα τέλη της
δεκαετίας του ’90, χωρίς εκείνη την εποχή να μπορώ να κάνω την… αρμόζουσα
ελληνική σύνδεση. Μου ήταν αδύνατον, για παράδειγμα, να θυμηθώ πως το ποιητικό
αφήγημα «Εις την Οδόν των Φιλελλήνων» του Ανδρέα Εμπειρίκου, που το είχα
διαβάσει ως φοιτητής στην Οκτάνα
[Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Αθήνα 1980], έχοντας εντυπωσιαστεί από την κατακλείδα
του «… πρώτοι, θαρρώ, αυτοί (σ.σ. οι
Έλληνες), στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής, τον φόβο του θανάτου.»,
ήταν αφιερωμένο στον Conrad Russel Rooks,
ούτε φυσικά γνώριζα πως ο αμερικανός ποιητής, συγγραφέας, σκηνοθέτης κ.λπ.
πηγαινοερχόταν στην Ελλάδα ανάμεσα στα χρόνια 1959-1967(;).
Κατ’ αρχάς να σημειώσω εν σχέσει με την Chappaqua,
πως δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιο πειραματικό… φιλμάκι των sixties, αλλά με μία κανονικής διάρκειας
ταινία (περί τα 80 λεπτά), η οποία έλαβε, μάλιστα, το ένα από τα δύο Ειδικά
Βραβεία της Κριτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας το 1966
(28/8-10/9). Άρα αναφερόμαστε σ’ ένα έργο που ξεπέρασε τον… περιβάλλοντα χώρο
του, αποκτώντας ευρύτερο status
(στην εποχή του και όχι αργότερα). Η ταινία είναι αυτοβιογραφική. Ο Rooks μεταφέρει
στο πανί το κομμάτι εκείνο της ζωής του που ήταν συνδεμένο με τα ναρκωτικά, και
βασικά με το τελευταίο στάδιό του – το στάδιο της αποτοξίνωσής του, εννοώ, στις
ευρωπαϊκές κλινικές. Με την βοήθεια του σημαντικού φωτογράφου (και σκηνοθέτη) Robert Frank, o Rooks, ο οποίος είναι,
επίσης, πρωταγωνιστής στην Chappaqua, δημιουργεί μία
ταινία «αφιέρωμα» όχι μόνο στην γενικότερη drug culture, αλλά και σε όλες τις επιμέρους ή παράλληλες κουλτούρες
της εποχής. Ανακατεύει, δε, με γνώση και ουχί με τσαρλατανισμό στοιχεία
λατρείας ινδιάνικων και σαμανικών τελετών τοποθετώντας τα μέσα σ’ ένα περιβάλλον
το οποίο καθορίζουν με την παρουσία τους οι William S. Burroughs, Allen Ginsberg,
Ornette Coleman,
Moondog, Peter Orlovsky, The Fugs, John Esam και άλλοι διάφοροι – με
τις συνεχείς διπλές-τριπλές εκθέσεις του φιλμ (του σελιλόιντ εννοώ) να
μεταφέρουν με ακεραιότητα τον παραισθητικό κόσμο του πρωταγωνιστή στα μάτια του
θεατή. Μάλιστα, η ταινία είναι «προχωρημένη» και όσον αφορά στην μουσική της
επένδυση (καθότι μιλάμε για το 1966), την οποίαν θα ανελάμβαναν τελικώς οι Ravi Shankar και
Philip
Glass! Αν και ως
συνθέτης προοριζόταν στην αρχή ο Ornette Coleman, ο οποίος ηχογράφησε σχετικώς το
1965, εν τέλει στο φιλμ δεν χρησιμοποιήθηκε η μουσική του. Το 2LP “Chappaqua Suite” (με την συμμετοχή και
του Pharoah Sanders)
που είναι εξαιρετικό, δεν πρέπει να κυκλοφόρησε ποτέ στην Αμερική (βάσει των
στοιχείων του discogs και
του popsike), ενώ η πρώτη-πρώτη έκδοσή του πρέπει να είναι εκείνη
της γαλλικής CBS από το
1966 ή ’67. Η δική μου γνώμη είναι πως ο Rooks –κι ενόσω είχε περάσει ένας χρόνος από την εποχή που είχε
γράψει το soundtrack ο Coleman,
με την pop εν τω μεταξύ να συντρίβει τα πάντα, παίρνοντας, ραγδαίως, απίθανες κατευθύνσεις– προτίμησε, τελικώς, ένα
πιο συμβατό με την αναδυομένη psych culture OST,
δίνοντας κυρίαρχο ρόλο στο όργανο σύμβολο της περιόδου, που δεν ήταν άλλο από
το σιτάρ. Λέω, λοιπόν, κι έχοντας ξαναδεί την ταινία, πως ο συνδυασμός εικόνας
και ήχου δεν θα μπορούσε να ήταν ιδανικότερος – με το soundtrack του Ravi Shankar να
κυκλοφορεί το 1966 κανονικά στην Αμερική, από την Columbia Masterworks.
Κλείνω λέγοντας πως το ποιητικό κείμενο του Ανδρέα
Εμπειρίκου «Εις την Οδόν των Φιλελλήνων», που είναι αφιερωμένο στον Conrad Rooks, προέρχεται από τα Νέα Ποιήματα και ακούγεται στο LP «Ελληνικά
Ποιήματα/ Ο Εμπειρίκος Διαβάζει Εμπειρίκο» [Διόνυσος XDL 0853, 1964]. Δημοσιεύτηκε, δε, κατά
πρώτον στο περιοδικό Εποχές (#5, 9/1963) που
διηύθυνε ο Άγγελος Τερζάκης (το αναφέρει στο διαδίκτυο ο μελετητής του έργου τού Εμπειρίκου Γιώργος Κεχαγιόγλου) και λίγο πιο μετά στην Καινούρια Εποχή του Γιάννη Γουδέλη (#37-38, Άνοιξη-Καλοκαίρι 1965)
των εκδόσεων Δίφρος, πριν την ανθολόγησή
του στην Οκτάνα…
Αθήνα, Οκτώβριος 1959. Από δεξιά: Gregory Corso, Νάνος Βαλαωρίτης, Conrad Rooks (με την
πλάτη στο φακό), Zina Rachevsky (η ξανθιά). Φωτογραφία του James Burke από το LIFE.
|
Ο Conrad Rooks,
που είχε μεγαλώσει με όλα τα καλούδια στην Chappaqua της Νέας Υόρκης στα πρώτα
μεταπολεμικά χρόνια (ο πατέρας του ήταν ο εκατομμυριούχος ιδιοκτήτης της Avon, μιας εκ των μεγαλυτέρων
εταιρειών «ομορφιάς» και «προσωπικής φροντίδας» στις ΗΠΑ), μπήκε από μικρός
στην περιπέτεια του αλκοόλ και των ναρκωτικών (όλων των ειδών) και πριν
ξεμπερδέψει με αυτά φθάνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα περί το φθινόπωρο του
1959, όταν ήταν 25 ετών. Μαρτυρούν γι’ αυτό μερικές θαυμάσιες Α/Μ φωτογραφίες του
James Burke (του
LIFE) που βρήκα στο
διαδίκτυο «τραβηγμένες» τον Οκτώβριο του ’59 και οι οποίες εμφανίζουν τον Conrad Rooks μετά της (τότε) συζύγου
του Zina Rachevsky να τρώνε, ή να συζητούν
ατενίζοντας τη θέα από την ταράτσα του σπιτιού τους (στην Αθήνα) μαζί με τον Gregory Corso, τον Νάνο Βαλαωρίτη κ.ά. Οι φωτογραφίες
αυτές με οδήγησαν στο βιβλίο An Accidental Autobiography, The Selected Letters of Gregory Corso [A New Directions Book, New York 2003] με τα
ανθολογημένα γράμματα του Corso προς τους φίλους του, όπου ανάμεσα σε διάφορα βρήκα και τούτο προς τον
Allen Ginsberg (μεταφέρω ένα απόσπασμα): “Athens [Oct.8] 1959. Dear, Allen, These last few days I
went through hell but came out of it with a sight! I almost drank myself to
death two bottles of scotch because I was unhappy about an incident in Athens
with Zina Rachevsky and her clawing husband and Life photographer(...)”. Μάλιστα, από ένα προηγούμενο γράμμα τού Corso, που ταχυδρομήθηκε από το Παρίσι
(10/11/1958) με παραλήπτη τον Peter Orlovsky, μαθαίνουμε πως η Zina Rachevsky, μια αληθινή
πριγκίπισσα(!), είχε μπει στην φυλακή. Τι είχε συμβεί;
Η Rachevsky, που είχε γεννηθεί το 1930 στην Νέα Υόρκη –ήταν
τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη από τον Rooks δηλαδή– φαίνεται πως είχε κάποια καταγωγή από την μεριά του πατέρα της,
από το γένος των Ρωμανώφ, ενώ, όταν έφθασε στα 18 της, παντρεύτηκε τον κόμη Bernard του Οίκου των Harcourt, με τον οποίον θα χώριζε δύο χρόνια
αργότερα όντας στο Παρίσι. Νέα, πλούσια, όμορφη, ανεξάρτητη και με «καταγωγή» θα
εμφανισθεί, ως ηθοποιός, σε μερικές γαλλικές και ιταλικές ταινίες ανάμεσα στα
χρόνια 1952-1956, θα «κάνει» εξώφυλλα για κάποια περιοδικά της εποχής (το Focus, το ιταλικό Tempo, το Paris Life…), πριν επιστρέψει στην Νέα Υόρκη και πάρει
σταδιακώς άλλη τροπή η ζωή της. Η Zina Rachevsky θα συλληφθεί για κατοχή ναρκωτικών (μάλλον
μαριχουάνα), και θα φυλακισθεί όπως βεβαιώνει και ο Corso, για να αποφυλακιστεί τελικώς μετά από
παρέμβαση του Rooks
(ο οποίος, προφανώς, θα είχε από κάπου πληροφορηθεί την περιπέτειά της). Οι δυο
τους σύντομα θα αγαπηθούν και εν συνεχεία θα παντρευτούν (τα ναρκωτικά, όπως και
η διάθεση για περιπέτεια τους ένωναν), πργματοποιώντας ένα μεγάλο ταξίδι προς την
Ανατολή, από τo οποίον η Rachevsky, στην ουσία, ποτέ δεν θα επέστρεφε. Μετά το 1965, όταν εγκατέλειψε και
την Ελλάδα, θα βρεθεί στην Κεϋλάνη και αργότερα στην Ινδία, όπου μετά από
πολλές περιπέτειες –κι ενώ είχε αφιερωθεί στον Βουδισμό, αυτή η… μετενσάρκωση
της Madame Blavatsky– θα πεθάνει στα 43 της (1973) σ’ ένα μοναστήρι του Νεπάλ.
Φαίνεται πως η
Αθήνα δεν αποτελούσε την μόνιμη στέγη των Conrad Rooks και Zina Rachevsky και πως πηγαινοέρχονταν στη χώρα μας (ο Rooks μπορεί μέχρι και το ’67), μένοντας ανά
διαστήματα στην πρωτεύουσα ή τα νησιά (Μύκονος…), κάνοντας παρέα με Έλληνες και
Αμερικανούς και… παίρνοντας LSD (ο Rooks ισχυριζόταν πως
είχε δοκιμάσει πριν ακόμη και από τον Timothy Leary – και δεν θα ήταν ο πρώτος).
Ο Conrad Rooks στην Πλάκα. Η φωτογραφία προέρχεται από το περιοδικό Το Άλλο Στην Τέχνη (τέλη του 1963). |
Το 1963 ο Rooks τυπώνει στην Αθήνα, σε 150 αντίτυπα, ένα
βιβλίο με ποιήματά του υπό τον τίτλο Chappaqua, or the Invocation of Bran, ενώ
προς το τέλος της χρονιάς (τον Δεκέμβριο του ’63) ένα ακόμη ποίημά του (δεν
γνωρίζω αν υπάρχει και στο βιβλίο) εμφανίζεται στο περιοδικό Το Άλλο Στην Τέχνη (τεύχος 2), που διηύθυνε
ο Λεωνίδας Χρηστάκης. Το ποίημα είχε τίτλο Chère Selima
(Αγαπητή Σαλίμα) –“(…)On what blood will Zina-Zina-Zina feed growing/ immense a monster(…)”– και δεν συνοδεύεται από
κανένα άλλο πληροφοριακό στοιχείο. Ακόμη, στο ίδιο τεύχος υπάρχουν πέντε κάπως…
παράξενες φωτογραφίες τού Μίνου Αργυράκη «τραβηγμένες» από τον Rooks(!), τρεις εκ των οποίων
ο Χρηστάκης τις αναδημοσίευσε στο πρώτο τεύχος της δεύτερης εποχής του Κούρου (Απρίλης 1971), δίχως να αναφέρει
κι εκεί τον φωτογράφο (προφανώς θα είχε ξεχάσει τ’ όνομά του). Την περίπτωσή του, πάντως, την θυμάται (ο Χρηστάκης) στο βιβλίο του Η Γενιά
των Beat και ο Πρώην Πητ [Τυφλόμυγα, Αθήνα 2011]:
«Εκεί όμως, στο ταβερνάκι της Δεξαμενής (1961-62) γνωρίστηκα και έκανα παρέα σε καθημερινή βάση με τον ποιητή Χάρολντ Νορς και μετά με τον “αράπη” Τεντ Τζόουνς. Επίσης, με τον ευγενή στη φυσιογνωμία Κόνραντ Ρουκς, ο οποίος είχε φέρει και την οικογένειά του και κατοικούσαν στο δημόσιο παραλιακό δρόμο προς την Βουλιαγμένη, μετά την πλατεία Γλυφάδας. Γυναίκα του ήταν μια Πωλονοεβραία, ονόματι Ζίνα, και είχαν δυο παιδιά.(…) Την ίδια εποχή, ένα μεσημέρι, ο Κόνραντ Ρουκς μου φέρνει την ποιητική του συλλογή “Tsappaqua [sic], or the Invocation of Bran”, της οποίας αποσπάσματα δημοσίευσα στο πρώτο τεύχος του λευκώματος Το Άλλο Στην Τέχνη. Με τον Ρουκς γνωριστήκαμε στις αρχές του 1963, Έδειχνε καλοζωισμένος και οικονομημένος. Μάλιστα ενίσχυσε τον Τζόουνς με αρκετά χρήματα. Αργότερα πληροφορήθηκα από κάποιο “καρφί” μέσα στους άλλους μπητ, πως ο πατέρας του Ρουκς ήταν στις ΗΠΑ πλούσιος βιομήχανος. Έτσι εξηγήθηκαν το σπίτι με κήπο που διατηρούσε στη Γλυφάδα, τα βιβλία και διάφορα ηχητικά μηχανήματα που είχε εκεί.(…) Μετά από μια περίοδο τακτικών συναντήσεών μου μαζί τους και ενώ άρχισαν να φεύγουν ένας-ένας από την Ελλάδα, ο Κόνραντ Ρουκς μου ανακοίνωσε ότι πρέπει, επιβάλλεται, να γυρίσεις στις ΗΠΑ. Τότε κάθεται και γράφει, στον κήπο του σπιτιού του, στη Γλυφάδα, το “Manifesto for Athenian Happening – American Style”, ένα απολογητικό παραλήρημα, γραμμένο στη γραφομηχανή πρίμα-βίστα και διορθωμένο με bic μπλε, απαλλαγμένο απ’ τις “ινδιάνικες επικλήσεις”, σε στυλ ραδιοφωνικής μετάδοσης. Μάλιστα μου χάρισε και μια φωτογραφία στην οποία φαινόταν να διαβάζει το έργο του σαν να έκανε πρόβες να το απαγγείλει στο ραδιόφωνο ή σε καμμιά αίθουσα στην Αθήνα, όπως της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης. Το “Μανιφέστο” ξεχωρίζει από το γεγονός ότι είναι το μόνο έργο στο οποίο κάποιος μπητ –εκτός βέβαια από τον Άλεν Γκίνζμπεργκ– αναφέρεται διεξοδικά στην ελληνική ή αθηναϊκή του “παιδεία” και σε μια, ιδεατή έστω, εμπειρία του από την παραμονή του στην Ελλάδα. Στο κείμενο βέβαια οι “καταστάσεις” κάθε άλλο παρά “νεοελληνικές” είναι, υπάρχουν όμως πολλές λέξεις δανεισμένες από την αρχαιοελληνική, όπως Κούρος και Άδωνις».
«Εκεί όμως, στο ταβερνάκι της Δεξαμενής (1961-62) γνωρίστηκα και έκανα παρέα σε καθημερινή βάση με τον ποιητή Χάρολντ Νορς και μετά με τον “αράπη” Τεντ Τζόουνς. Επίσης, με τον ευγενή στη φυσιογνωμία Κόνραντ Ρουκς, ο οποίος είχε φέρει και την οικογένειά του και κατοικούσαν στο δημόσιο παραλιακό δρόμο προς την Βουλιαγμένη, μετά την πλατεία Γλυφάδας. Γυναίκα του ήταν μια Πωλονοεβραία, ονόματι Ζίνα, και είχαν δυο παιδιά.(…) Την ίδια εποχή, ένα μεσημέρι, ο Κόνραντ Ρουκς μου φέρνει την ποιητική του συλλογή “Tsappaqua [sic], or the Invocation of Bran”, της οποίας αποσπάσματα δημοσίευσα στο πρώτο τεύχος του λευκώματος Το Άλλο Στην Τέχνη. Με τον Ρουκς γνωριστήκαμε στις αρχές του 1963, Έδειχνε καλοζωισμένος και οικονομημένος. Μάλιστα ενίσχυσε τον Τζόουνς με αρκετά χρήματα. Αργότερα πληροφορήθηκα από κάποιο “καρφί” μέσα στους άλλους μπητ, πως ο πατέρας του Ρουκς ήταν στις ΗΠΑ πλούσιος βιομήχανος. Έτσι εξηγήθηκαν το σπίτι με κήπο που διατηρούσε στη Γλυφάδα, τα βιβλία και διάφορα ηχητικά μηχανήματα που είχε εκεί.(…) Μετά από μια περίοδο τακτικών συναντήσεών μου μαζί τους και ενώ άρχισαν να φεύγουν ένας-ένας από την Ελλάδα, ο Κόνραντ Ρουκς μου ανακοίνωσε ότι πρέπει, επιβάλλεται, να γυρίσεις στις ΗΠΑ. Τότε κάθεται και γράφει, στον κήπο του σπιτιού του, στη Γλυφάδα, το “Manifesto for Athenian Happening – American Style”, ένα απολογητικό παραλήρημα, γραμμένο στη γραφομηχανή πρίμα-βίστα και διορθωμένο με bic μπλε, απαλλαγμένο απ’ τις “ινδιάνικες επικλήσεις”, σε στυλ ραδιοφωνικής μετάδοσης. Μάλιστα μου χάρισε και μια φωτογραφία στην οποία φαινόταν να διαβάζει το έργο του σαν να έκανε πρόβες να το απαγγείλει στο ραδιόφωνο ή σε καμμιά αίθουσα στην Αθήνα, όπως της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης. Το “Μανιφέστο” ξεχωρίζει από το γεγονός ότι είναι το μόνο έργο στο οποίο κάποιος μπητ –εκτός βέβαια από τον Άλεν Γκίνζμπεργκ– αναφέρεται διεξοδικά στην ελληνική ή αθηναϊκή του “παιδεία” και σε μια, ιδεατή έστω, εμπειρία του από την παραμονή του στην Ελλάδα. Στο κείμενο βέβαια οι “καταστάσεις” κάθε άλλο παρά “νεοελληνικές” είναι, υπάρχουν όμως πολλές λέξεις δανεισμένες από την αρχαιοελληνική, όπως Κούρος και Άδωνις».
Στο Νεπάλ είχε πεθάνει και ο Angus MacLise των Velvet, λες να γνωρίζονταν?
ΑπάντησηΔιαγραφή… ο οποίος, πριν πάει κατά ’κει, είχε περάσει κι αυτός απ’ την Ελλάδα!
ΔιαγραφήΠοιος να ξέρει;
Thanks Φωντα ωραιο αρθρο...οπως παντα....https://www.facebook.com/photo.php?fbid=409807229119752&set=a.260512230715920.43137.100002714353207&type=3&theater
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάποιος φίλος, αρκούντως βιτριολικός, είχε πει το εξής σ’ έναν (κοινό γνωστό) ανεπιθύμητο με τον οποίον διασταυρώθηκε: «Είδες ότι έκανα πως δεν σε είδα, γιατί μου μίλησες;». Τέλος πάντων…
ΑπάντησηΔιαγραφήΟρισμένοι γίνονται φορτικοί, αυτό είναι αλήθεια, αλλά και πάλι –αν δεν μιλάμε για «άρρωστες» περιπτώσεις– πάντα θα υπάρχουν εύσχημοι τρόποι για να τους αποφύγεις.
Υπάρχουν όμως και φορές όπου ο «φορτικός» κάνει σκόνη τον επώνυμο (στην συγκεκριμένη περίπτωση). Παραθέτω μια διήγηση του Διονύση Σαββόπουλου από το περιοδικό Σχολιαστής (#6, 9/1983), την οποίαν δεν έχω ξεχάσει μετά από 31 χρόνια… Έλεγε ο Σαββόπουλος:
«Μια φορά στα Ιωάννινα (σε μια συναυλία) κάποιος ούρλιαζε από την αρχή διάφορες ασυναρτησίες. Μετά ζήταγε ν’ αλλάξω τη σειρά του προγράμματος. Να πω εκείνο και όχι εκείνο. Του λέω: “μιάμιση ώρα σ’ ακούω, αν μπορούσες να μ’ απαλλάξεις απ’ την παρουσία σου το τελευταίο ημίωρο θα μ’ έκανες ευτυχισμένο”. Περιέργως σώπασε. Αλλά αργότερα, φεύγοντας από το γήπεδο, άκουσα μια φωνή, είμαι βέβαιος πως ήταν η δική του φωνή – ακούστηκε σαν το παιδί στον Τάρας Μπούλμπα και είπε: “Εγώ σ’ ακούω δεκαπέντε χρόνια, κι εσύ δεν μ’ άκουσες ούτε μιάμιση ώρα”».
τι ειχε πει το παιδί στον τάρας μπούλμπα?εννοεί τον γιο του τάρας μπούλμπα την ώρα που τον βασανίζουν?
Διαγραφή«Μήπως Γνωρίζετε;» παίζουμε, ή πραγματικά δεν ξέρεις;
ΔιαγραφήΗλί, ηλί, λαμά σαβαχθανί…
Αγαπητέ Φώντα, αν εξακολουθήσω να σχολιάζω επί του συγκεκριμένου το πιθανότερο είναι να αναγκαστώ να παραθέσω εκ των γραπτών υπομνημάτων του ποιητή, πράγμα στο οποίο για πολλούς λόγους δεν αποσκοπώ. Μπορώ όμως να επαληθεύσω και εμμέσως ένεκα δυστυχούς/ ατυχούς σχεδόν καθημερινής επαφής επί τριετίας με τον εν λόγω (την εποχή που είχε έδρα στο τέρμα Ασκληπιού και κατόπιν στην Αγία Μαρίνα. Μα θα προτιμήσω να κρατήσω το στόμα μου κλειστό γιατί δεν μου περρισσεύει ούτε χρόνος ούτε ηθικό ξόδεμα. Όσοι γνωρίζουν, γνωρίζουν. Θερμούς χαιρετισμούς και ελπίζω να ιδωθούμε σύντομα και από κοντά.
ΑπάντησηΔιαγραφή