Η Barb Jungr είναι μία καλλιτέχνιδα με μεγάλη, αλλά όχι και τόσο γνωστή
στο ευρύ κοινό, ιστορία. Γεννημένη στο Λονδίνο την δεκαετία του ’50 από γονείς
με τσέχικη και γερμανική καταγωγή, ασχολήθηκε με πολλά και διαφορετικά,
καταθέτοντας το ταλέντο της όχι μόνον στο θέατρο, το ραδιόφωνο (ως παραγωγός)
και το θέαμα-παράσταση (στο «εναλλακτικό» κύκλωμα των βρετανικών καμπαρέ), αλλά
και στην τραγουδοποιία, είτε μέσα από σχήματα των αρχών της δεκαετίας του ’80 (The
Three Courgettes), είτε
μέσω των συνεργασιών της με jazz, blues και indie μουσικούς (Michael
Parker –μέλος κι αυτός των Three
Courgettes–, Claire Martin, Simon Wallace, Billy Bragg κ.ά.). Με περισσότερες από 40
δισκογραφικές εμφανίσεις (σε προσωπικά long plays και συνεργασίες), η Barb Jungr έχει πρόσφατο άλμπουμ που μας
παρέχει την αφορμή, ώστε να μεγεθύνουμε στην περίπτωσή της. Έχοντας
ως ατού, πέραν των προσωπικών δυνάμεών της, τα «πεντάστερα» και τα «τετράστερα»
από το Down Beat,
τον Independent και τον
Guardian, όπως και τα
καλά λόγια διακεκριμένων συναδέλφων της (προσωπικώς, μετράω πολύ την γνώμη του Billy Bragg… “possibly our greatest interpreter of Dylan’s songs”), η Jungr διαπρέπει
όχι μόνον σε αποδόσεις τραγουδιών του Dylan, αλλά και του Leonard Cohen, όπως μαρτυρά και το έσχατο “Hard Rain/ The Songs of Bob Dylan & Leonard Cohen” [Kristalyn, 2014].
Εκείνο που μου αρέσει, που το βρίσκω, αν θέλετε, ευφυές ή
προχωρημένο στο εν λόγω άλμπουμ, είναι ο τρόπος –ερμηνευτικός και ενορχηστρωτικός– που αντιμετωπίζει ένα τόσο καταξιωμένο και πασίγνωστο
ρεπερτόριο η Barb Jungr.
Κατ’ αρχάς η φωνή της έχει όλες εκείνες τις εκφραστικές ποιότητες, ώστε να
μπορεί να υποστηρίξει ένα τέτοιο υλικό. Mezzo, με ελαφρώς «σπασμένη», «καπνισμένη» εκφορά, καθαρή, αλλά
και «σκοτεινή» (αναλόγως των απαιτήσεων), περικλείει εντός της όχι μόνον την folk και jazz παράδοση-συνείδηση, αλλά κυρίως
εκείνην μιας καθημερινής αρτίστας, μιας τραγουδίστριας που έχει δοκιμαστεί στο
πάλκο, που έχει μετατρέψει την τέχνη σε δουλειά της. Μπορεί ν’ ακούγεται
«κάπως» αυτό, συνδέεται όμως με την λαϊκότητα, που οφείλει να έχει η
καλλιτεχνία όταν ασχολείται με όσα καθημερινώς μας αφορούν· και τα τραγούδια
του Dylan και του Cohen
(αν και διαφορετικά μεταξύ τους) είναι τέτοια. Έπειτα, είναι η συμβολή της
ορχήστρας στο οριστικό τελείωμα. Neville Malcolm και Steve Watts μπάσο,
Gary Hammond κρουστά,
Clive Bell σακουχάτσι,
Richard Olatunde Baker κι άλλα κρουστά, Simon Wallace πιάνο, hammond, ακορντεόν, σύνθια. Μουσικοί, ο
καθένας με την πορεία του στο χώρο (επειδή το έψαξα το γράφω), με προσωπική
δισκογραφία κάποιοι εξ αυτών, με παρουσία στο jazz ή το folk circuit. Και λοιπόν; Τι «και
λοιπόν;»… Η ορχήστρα είναι έξοχη. Το ότι δεν είναι ούτε jazz, ούτε folk, ούτε rock, ούτε κάτι πολύ συγκεκριμένο είναι
το μεγάλο της χάρισμα. Επειδή τα τραγούδια είναι αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους
μόνο μια «ξεχωριστή» ορχήστρα θα τους έδινε «λόγο ύπαρξης» σ’ ένα άλμπουμ.
Αλλιώς τι; Αλλιώς θα είχαμε «άσχετα» κομμάτια, που θα αποδίδονταν το καθένα με
τον τρόπο του – άρα... ενότητα άλμπουμ «μηδενική». Εδώ έχουμε, κατά πρώτον, ένα
μάτσο από όχι και τόσο «άσχετα» μεταξύ τους tracks και, δεύτερον, μία ομάδα μουσικών που τα οικειοποιείται με
τον πιο απίθανο τρόπο. Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες εν σχέσει με τον ρόλο
του σακουχάτσι, ας πούμε, (ένα όργανο που κάνει την διαφορά παντού και πάντα
από μόνο του), ή με το πώς «μπαίνει» το hammond, ή για το πώς συνοδεύουν τα κρουστά και τις
παραμικρότερες εκφραστικές… αλλοιώσεις τις Barb Jungr. Τα “It’s alright ma” (Bob Dylan), “1000 kisses deep” (Leonard Cohen) και “Gotta serve somebody” είναι εκπληκτικά, αλλά
και για το “Blowin’ in the wind” ή το “First we take Manhattan” τι να πεις; Η φωνή
της Jungr σε συνδυασμό
πάντα με την ορχήστρα περνά, πάντα, ένα healing αίσθημα. Εκείνο που οι Αμερικανοί κυρίως αποκαλούν… meditation, relaxation, new age κ.λπ. Με μια διαφορά.
Στην περίπτωση του “Hard Rain”
έχουμε την πλήρη γευστική συνταγή και όχι εκείνη του «μηδέν τοις εκατό»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου