Τα «σχόλια», αλλά και μία δική μου αναφορά στην προηγούμενη ανάρτηση, έφεραν στο προσκήνιο τα βιβλία του
Ντίνου Δηματάτη για το ελληνικό ροκ, αλλά και για τους «αγνώστους» του… βρετανικού rock. Θυμήθηκα λοιπόν μία κόντρα που είχα από τις σελίδες του
Jazz & Τζαζ με τον συγγραφέα (το 1997), με αφορμή την έκδοση ενός βιβλίου του για τον Παύλο Σιδηρόπουλο. Αναδημοσιεύω λοιπόν την κριτική, όπως και τα κείμενα που αντηλλάγησαν μετά (τα βρήκα πιο εύκολα απ’ όσο φανταζόμουν – κι ας ανεβούν τώρα, που γίνεται λόγος), επειδή, διαβάζοντάς τα ξανά, διαπίστωσα πως δεν είναι εντελώς ξεπερασμένα. Κι εν πάση περιπτώσει, ας υπάρχουν και στο διαδίκτυο· κακό δεν είναι.
Jazz & Tζαζ, τεύχος 55, 10/1997
(η δική μου κριτική)
Τον Ντίνο Δηματάτη δεν τον γνωρίζω από κοντά. Παρ’ όλα αυτά όμως, το αντίτυπο του βιβλίου του «Παύλος Σιδηρόπουλος, Το Μοναχικό Μπλουζ του Πρίγκηπα» [εκδ. Κατσάνος Rock, Θεσσαλονίκη, 1997], που έφθασε στα χέρια μου μέσω του κοινού φίλου Νίκου Πετρουλάκη, περιέχει μία θερμή αφιέρωση προς εμένα και γι’ αυτό εξ αρχής τον ευχαριστώ. Επί της ουσίας τώρα. Ο Δηματάτης έχει μιαν άποψη για τα πράγματα (τα γενικότερα πράγματα) κι ένα στυλ αφήγησης, που προσωπικά μου φαίνεται, κι ας με συγχωρήσει γι’ αυτό, ολίγον αφελές. Γι’ αυτό λοιπόν δεν θ’ αναφερθώ διεξοδικά σε ζητήματα έκφρασης κι από ’κει και πέρα αισθητικής, τα οποία βγαίνουν στην επιφάνεια μετά από μία πρώτη, ακόμη και πρόχειρη ανάγνωση. Ούτε είναι επίσης της ώρας να πω αν ήταν απαραίτητο ή όχι ένα βιβλίο για τον Παύλο Σιδηρόπουλο, που σίγουρα θα τρίζουν τα κόκκαλά του μ’ αυτά που λέγονται, γράφονται ή ακούγονται γι’ αυτόν – και δεν αναφέρομαι εδώ στον Ντίνο Δηματάτη (ο ίδιος φαίνεται να είναι αγαθών προθέσεων), αλλά σε όσους θησαυρίζουν με τον πλέον απαράδεκτο τρόπο, εξαργυρώνοντας διαρκώς το ίδιο μεταθανάτιο λαχείο. Επίσης δεν μ’ ενδιαφέρει να αποτιμήσω το έργο του Σιδηρόπουλου – έχω εκφράσει αλλού τις απόψεις μου – ούτε έχω διάθεση να συμφωνήσω ή να διαφωνήσω γραμμή-γραμμή με τα λεγόμενα του συγγραφέα. Έκανα μόνο μία πρώτη, πρόχειρη ανάγνωση, εντοπίζοντας, δυστυχώς, αρκετά λάθη και ανακρίβειες, τα οποία δεν δικαιολογούνται. Εκείνο όμως που με στενοχώρησε πραγματικά πολύ ήταν άλλο. Στη σελίδα 78 ο Ντίνος Δηματάτης γράφει:
«Στο μεταξύ αυτή την περίοδο ο ίδιος εξακολουθούσε να βιώνει το προσωπικό του δράμα. Είχε χωθεί κυριολεκτικά μέσα στα σκληρά ναρκωτικά και είχε υποταχθεί στα δεσμά της ηρωίνης ‘σουτάροντας’ σχεδόν σε καθημερινή βάση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ολοκληρωτικής εξάρτησής του απ’ αυτά είναι το περιστατικό που μου διηγήθηκε κάποιος φίλος δημοσιογράφος. Ένα βράδυ ο Παύλος ενώ βρισκόταν στα γραφεία του περιοδικού για μια συνέντευξη, στη διάρκειά της δεν άντεξε κι αφού άφησε στην άκρη το κανονικό του πακέτο με τα τσιγάρα, άνοιξε ένα άλλο και τύλιξε στη συνέχεια ένα ‘διαφορετικό τσιγάρο’ φέρνοντας σε αμηχανία όλους όσους δούλευαν στο περιοδικό εκείνη τη στιγμή».
Εδώ, ο συγγραφέας πέφτει σε μεγάλη πλάνη. Θεωρεί ουσιαστικά τη χρήση χασίς – αν ήταν χασίς και δεν ήταν απλό στριφτό τσιγάρο και μπερδεύτηκε ο φίλος του ο δημοσιογράφος – τεκμήριο, που υποδηλώνει κατ’ αυτόν και την περαιτέρω χρήση σκληρών ναρκωτικών. Η γραμμικότητα της σκέψης του, στην περίπτωσή μας, δεν είναι απλώς λανθασμένη είναι και αντιδραστική. Βάλθηκε να μας τρελάνει τελείως ο Ντίνος. Κρίμα δηλαδή, γιατί το βιβλίο είναι γραμμένο για να διαβαστεί από νέους ανθρώπους. Κι εντάξει, μπορεί να μην μπορούμε να τους πληροφορήσουμε σωστά για την πρώτη ετικέτα του «Ζωντανοί στο Κύτταρο» ή του «Rock Σήμερα!», ας τους πληροφορήσουμε όμως, όπως πρέπει, για θέματα που σχετίζονται με την ίδια τους τη ζωή. Είναι το λιγότερο, ή, μάλλον – τι λέω; – το περισσότερο που μπορούμε να κάνουμε.
Jazz & Τζαζ, τεύχος 56, 11/1997
(η απάντηση του Ντίνου Δηματάτη)
Αγαπητό Jazz & Τζαζ
Σχετικά με την κριτική που δημοσιεύτηκε στο τεύχος Οκτωβρίου για το βιβλίο μου «Παύλος Σιδηρόπουλος, Το Μοναχικό Μπλουζ του Πρίγκηπα», θα παρακαλούσα θερμά να καταχωρίσετε και την παρούσα επιστολή-απάντησή μου προς τον συντάκτη αυτής Φώντα Τρούσα.
Κατ’ αρχήν εξηγούμαι ότι τον Τρούσα τον εκτιμώ από ορισμένες δισκοκριτικές και κείμενα που έχω διαβάσει στο έγκριτο περιοδικό σας και γι’ αυτό το λόγο θεώρησα σωστό να τον τιμήσω – όπως εξάλλου και άλλους συναδέλφους – στέλνοντας ένα αντίτυπο του βιβλίου μου με ιδιόχειρη αφιέρωση, μία ενέργεια που δεν ανταπέδωσε, τουλάχιστον από καθαρά λόγους αβροφροσύνης ή στοιχειώδους τακτ, ο ίδιος προς εμένα με μία κόπια του δικού του βιβλίου «Ραντεβού στο Κύτταρο».
Επίσης, τον συγχωρώ – όπως μου το ζητάει ο ίδιος – για την άποψή του στην κριτική που άσκησε στο βιβλίο ότι η τοποθέτησή μου για τα γενικότερα πράγματα και το στυλ αφήγησής μου(;) είναι ολίγον (σικ) αφελές… Όπως όμως ομολογεί ειλικρινώς το βιβλίο δεν το μελέτησε επαρκώς, αλλά του έκανε μία πρόχειρη ανάγνωση και κατόπιν τούτου θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός στις εκτιμήσεις του, αφού η συνειδητά απλή γραφή εκ μέρους μου νομίζω ότι βοηθάει ευκολότερα στο νόημα και την ανάγνωσή του, γεγονός το οποίο σημείωσε εύστοχα ως θετικό στοιχείο μία άλλη κριτική γνωστού μουσικού εντύπου.
Συνεχίζοντας, θα διαφωνήσω με τον συντάκτη σας για τους γενικούς και παρωχημένους αφορισμούς περί αναγκαιότητας του βιβλίου, για εξαργυρώσεις και μεταθανάτια λαχεία, τη δε άποψή μου για όλα αυτά την εκφράζω μέσα από το βιβλίο μου, και ειδικότερα στη σελίδα 18. Μου προκαλεί όμως την εύλογη απορία ότι δεν διατυπώνονται συχνά ανάλογα σχόλια από τους εγχώριους κριτικούς για διεθνείς εκδόσεις ή την κυκλοφορία δεκάδων LPs που αφορούν π.χ. τον Μόρισον ή τον Χέντριξ.
Και εν πάση περιπτώσει όλες αυτές οι ενστάσεις του συντάκτη σας είναι δικαιωματικά σεβαστές. Εκείνο όμως που θεωρώ απαράδεκτο και ασυγχώρητο στη συνέχεια της κριτικής του, και το οποίο δηλώνει μία ανεξήγητη προκατάληψη και κακοπιστία, είναι οι προσβλητικοί χαρακτηρισμοί του τύπου
«βάλθηκε να μας τρελάνει…» που δεν συμβαδίζουν με τη σοβαρότητα και το κύρος του περιοδικού και θυμίζουν περισσότερο υστερικές κραυγές λαϊκού εντύπου.
Ως προς την ουσία τώρα της σελ.78 του βιβλίου, που στενοχώρησε τον Τρούσα, έχω να σημειώσω ότι το συγκεκριμένο παράδειγμα, στο οποίο ο Παύλος έστριψε ένα τσιγάρο χασίς στη διάρκεια μιας συνέντευξης, είχε να δηλώσει καθαρά την αθεράπευτη συνήθεια και ροπή του γενικά προς τα ναρκωτικά, γιατί λογικά δεν θα μπορούσε να βαρέσει και ένεση μεσ’ τα γραφεία του περιοδικού! Και φυσικά επέλεξα το συγκεκριμένο περιστατικό από άλλα ακραία που γνωρίζω για τον ίδιο, θεωρώντας ότι δεν θα έπρεπε ν’ αναφερθούν προς χάριν της μνήμης του. Κι αν, εν κατακλείδι, η δική μου γραμμικότητα της σκέψης είναι λανθασμένη και αντιδραστική(;) η αντίστοιχη του Τρούσα με το σχόλιό του τι προτείνει; Ότι το βιβλίο είναι επικίνδυνο να διαβαστεί από νέους και τη συμβουλή του για χρήση του «μαλακού» χασίς…
Με φιλικούς χαιρετισμούς
Ντίνος «Δέλτας» Δηματάτης
Δικηγόρος – Υπεύθυνος του βιβλίου «Παύλος Σιδηρόπουλος»(από το ίδιο τεύχος η δική μου απάντηση)
Το ότι ο Ντίνος Δηματάτης θα ενοχλείτο από την παρουσίαση που έκανα στο βιβλίο του ήταν σίγουρο και συνήθως εκείνοι οι οποίοι ενοχλούνται είναι αυτοί που βάζουν τα πόδια στον ώμο, με το ν’ απαντούν δηλαδή βιαστικά και απρόσεκτα, παίρνοντας έτσι (όπως νομίζουν) το αίμα τους πίσω. Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ο Ντίνος μου καταλογίζει κατ’ αρχάς έλλειψη αβροφροσύνης και στοιχειώδους τακτ. Φαίνεται πως στις λέξεις αυτές δίνει ένα δικό του νόημα. Προφανώς τις ταυτίζει ή τις συγχέει με το «λιβάνισμα», με το «θα κάνει τα στραβά μάτια» και άλλα τέτοια συναφή. Το ότι τον ευχαρίστησα δημοσίως για το βιβλίο του και τη θερμή αφιέρωση προς το πρόσωπό μου (και μάλιστα πριν γράψω οτιδήποτε άλλο) μου φαίνεται πως δεν του αρκεί και δυστυχώς το περνάει στο ντούκου. Δηλαδή τι ήθελε από μένα; Τους μάγους με τα δώρα; Κι εξηγώ επίσης στην κριτική μου πως δεν τον γνωρίζω από κοντά, που σημαίνει βεβαίως ότι δεν ξέρω ούτε τη διεύθυνσή του (όπως επίσης ούτε εκείνος ήξερε τη δική μου, αφού το βιβλίο το άφησε σε τρίτο πρόσωπο). Τώρα όμως που την έμαθα θα του στείλω ένα αντίτυπο από το «Ραντεβού στο Κύτταρο», με επίσης θερμή αφιέρωση, για να μην παραπονιέται. Ας αφήσουμε όμως τις εκατέρωθεν αβρότητες, για να θίξουμε 2-3 θέματα ουσίας.
Το ότι το στυλ αφήγησής του μου φαίνεται
«ολίγον αφελές» το εννοώ. Είναι γνώμη μου και δεν την αλλάζω. Τώρα, αν αυτό συμβαίνει επίτηδες (όπως υποστηρίζει ο ίδιος
«η συνειδητά απλή γραφή εκ μέρους μου νομίζω ότι βοηθάει…» κ.λπ.) ή όχι, δεν μπορώ να το ξέρω. Εγώ ξέρω ό,τι διαβάζω. Δεν γνωρίζω αν ο Ντίνος, πριν αρχίσει να γράφει το βιβλίο του, έκανε έρευνα και βρήκε ότι το target group των μελλοντικών αναγνωστών του είναι οι απόφοιτοι του… τριταξίου Γυμνασίου (δεν έχω τίποτα, εννοείται, με τους αναγνώστες αυτής της εκπαιδευτικής βαθμίδας, αφού ως γνωστόν η μόρφωση συνδέεται άμεσα και με το πορτοφόλι). Το να υιοθετείς όμως ένα στυλ αφήγησης αφελές ή αρεστό σε κάποιους είναι πολύ χειρότερο από το να είσαι όντως απλοϊκός και αφελής, γιατί το πρώτο είναι επικίνδυνο, αφού η δημαγωγία και ο λαϊκισμός δεν απέχουν πολύ, ενώ το δεύτερο όχι· αν και κατά μίαν έννοια είναι και αυτό επικίνδυνο, αφού ο απλοϊκός και ο αφελής γίνεται έρμαιο στις διαθέσεις των πάσης φύσεως καπάτσων και των υποτίθεται εξυπνότερων.
Τις εκφράσεις μου περί
«εξαργυρώσεων» και
«μεταθανάτιων λαχείων» αγαπητέ Ντίνο δεν τις έγραψα για σένα, κι αυτό εκείνος που θα διαβάσει προσεκτικά το κείμενό μου το αντιλαμβάνεται εύκολα. Όμως δεν κατάλαβα αν ενοχλήθηκες για πάρτη σου, ή για λογαριασμό άλλων. Τώρα, όσον αφορά στις απόψεις μου για τις μεταθανάτιες συλλογές με τραγούδια του Hendrix ή του Morrison, δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα να πω ότι οι περισσότερες είναι εν δυνάμει τυμβωρυχίες· όπως τέτοιες είναι και σχεδόν όλες οι μεταθανάτιες κυκλοφορίες με τραγούδια του Σιδηρόπουλου.
Κακόπιστος και προκατειλημμένος βεβαίως δεν είμαι – κι αν το βιβλίο σου το διάβασα πρόχειρα, αυτό σίγουρα, σε πρώτη φάση, σε ωφέλησε. Υπάρχουν πολλά λάθη και ανακρίβειες μέσα, τις οποίες και θα σου ταχυδρομήσω μαζί με το αντίτυπο από το «Ραντεβού Στο Κύτταρο». Πιθανώς, λάθη να έχουν εντοπίσει και άλλοι. Ελπίζω μόνο σε κάποια επόμενη έκδοση να τα λάβεις υπ’ όψη σου. Όσον αφορά εκείνο το «βάλθηκε να μας τρελάνει» είναι μια φράση που μου αρέσει και απέχει βεβαίως παρασάγγας από υστερική κραυγή. Εξάλλου, έχει και μια δόση χιούμορ, το οποίο δυστυχώς δεν θέλησες να αντιληφθείς.
Χαίρομαι που το
«διαφορετικό τσιγάρο» το λες στο γράμμα σου χασίς. Ξορκίζουμε, με το να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, τις «μαύρες μάγισσες» και το συντηρητισμό και προάγουμε τη σοβαρότητα και την ψυχραιμία. Το ότι επέλεξες να μην αναφερθείς σε περιστατικά
«σκληρά» που γνωρίζεις για τον Σιδηρόπουλο είναι προς τιμή σου, αφού έτσι απέφυγες ένα σκανδαλοθηρικό σκόπελο. Όμως, από την άλλη, και το ξανατονίζω αυτό, η διατύπωση εκείνου του σημείου, στη σελίδα 78, ήταν ατυχής, όπως ήταν και
«λανθασμένη» και
«αντιδραστική». Το δε συμπέρασμά σου στο τέλος περί συμβουλής
«για χρήση του ‘μαλακού’ χασίς» είναι εντελώς αυθαίρετο. Δεν είμαι εγώ αυτός που θα συμβουλεύσει τον οποιονδήποτε για οτιδήποτε. Αρνούμαι όμως και το τσουβάλιασμα, την ισοπέδωση και τις εύκολες, καθαρή τη καρδία, λύσεις. Αρνούμαι δηλαδή τη λογική του «όλα σ’ ένα» και του «ένα για όλα». Τα πάσης φύσεως και δήθεν «αντικειμενικά κριτήρια», αγαπητέ Ντίνο, είναι αυτά που κάνουν τη ζωή μας δύσκολη και ενίοτε επικίνδυνη.
Αυτά τα ολίγα. Δεκατρία χρόνια πριν…