Μπορεί το progressive rock να είναι ένα μουσικό στυλ, που συχνά επικρίνεται – απ’ όσους, τουλάχιστον, δεν αναγνωρίζουν στο rock, το φλερτ του με τις έντεχνες φόρμες – όμως θα πρέπει να δεχθούμε πως ένα prog σχήμα μπορεί να είναι πολύ περισσότερο συναρπαστικό, από ένα άτεχνο σχήμα των δύο ακόρντων (συμβαίνει, φυσικά, και το αντίθετο). Εννοώ, δηλαδή, πως εκείνο που παίζει κάποιον αντικειμενικό ρόλο – και είναι μετρήσιμο – δεν είναι το αισθητικό κομμάτι, το πόσο πολύπλοκη ή απλή μπορεί ν’ ακούγεται μια μουσική, αλλά πώς εντάσσεται η ίδια μέσα στο χωροχρονικό προτσές (ωραία, παλαιά, «ξύλινη» λέξη)· υπό το κράτος, δηλαδή, ποιών γενικότερων καταστάσεων ορισμένοι ήχοι μπορεί να γίνονται κυρίαρχοι ή μη, επηρεάζοντας περισσότερο ή λιγότερο και προς ποια κατεύθυνση. Αλλά και πάλι. Εκείνο που ονομάζουμε αυστηρό προσωπικό ενδιαφέρον, για κάθε έναν, ξεχωριστά, δημιουργό, και που συχνά αντιβαίνει προς μιαν ευρύτερη απαίτηση, δεν παίζει ρόλο; Πρέπει να χρεώνουμε δηλαδή σε κάθε νέο ή λιγότερο νέο μουσικό συγκεκριμένες «υποχρέωσεις» και όχι τη μόνη και αληθινή ανάγκη να είναι ο εαυτός του (ό,τι αυτός είναι – οι πάντες κρίνονται), πέραν από συνταγές ή μόδες; Τέτοιες σκέψεις παιρνούν απ’ το μυαλό μου, καθώς ξανακούω το πρώτο demo των Ciccada· ενός ελληνικού γκρουπ, που ξέρει να πατά, να βασίζεται και να διαμορφώνει για πάρτη του τα καλύτερα διδάγματα του british progressive rock. Υπάρχει δηλαδή η διάθεση να παραχθεί ένας ήχος καθαρός, με αντίληψη βινυλιακή – με ό,τι τούτο σηματοδοτεί σε σχέση με τη... ζεστασιά, τις διάρκειες, την ακροαματική απορροφητικότητα – και ακόμη με σαφή κατεύθυνση προς τις folk και pastoral εκδοχές του. Συγκροτήματα όπως οι Gryphon (κυρίως), οι Lindisfarne και οι Tudor Lodge φαίνεται να διαμορφώνουν το ηχητικό περίβλημα του γκρουπ· το οποίο τυγχάνει, μάλιστα, της... ανάλογης γυναικείας παρουσίας. Το πώς ερμηνεύει η Ευαγγελία Κοζώνη τον folk ύμνο “The Blacksmith” (ένα τραγούδι που το έχουν στοιχειώσει οι Shirley & Dolly Collins, Barbara Dickson, Steeleye Span, Bert Jansch και Planxty ανάμεσα σε άλλους) είναι απορίας άξιον. Και βεβαίως η δεύτερη version, εκείνη του “Old boot wine” (από το τρίτο άλμπουμ των Βρετανών Spirogyra “Bells, Boots and Shambles”), αρκεί για ν’ αποδείξει πως οι Ciccada δεν έχουν και πολλά να αναζητήσουν σε άλλα σύγχρονα ή και... παλαιότερα γκρουπ του είδους. Και αν οι διασκευές (δύο, μέσα σ’ ένα σύνολο οκτώ θεμάτων) φανερώνουν, όσο νά’ναι, ένα άλφα επίπεδο κλάσης, έρχονται οι original συνθέσεις, με πρώτη ανάμεσά τους την 7λεπτη “A storyteller’s dream”, για να γράψουν ιστορία. Τι εννοώ; Πως από την εποχή των Morka (1973) είχε να καταγραφεί στην Ελλάδα ένα folk-rock τέτοιας έμπνευσης και δεξιοτεχνίας.
Δεν γνωρίζω ποιο θα είναι το μέλλον των Ciccada – έγραφα τον Μάιο του 2009, όταν πρωτάκουσα το demo τους, αλλά, τώρα, ξέρω.... Σε κάθε περίπτωση ο Νικόλας Νικολόπουλος φλάουτο, recorders, πιάνο, όργανο, mellotron, κρουστά, ο Γιώργος Μούχος ηλεκτρικές, ακουστικές κιθάρες, η Ευαγγελία Κοζώνη τραγούδι, και όσοι άλλοι τους συνοδεύουν στο παρόν άψογο δισκάκι, αξίζει τον κόπο να επιμείνουν.
Και επέμειναν θα έλεγα, αφού όπως σημείωσε και ο spacefreak σ΄ένα προηγούμενο σχόλιο, έχουν πλέον το… πρώτο τους CD "A Child in the Mirror" στην ιταλική Fading, ηχογραφημένο στο Μιλάνο, με συμμετοχές από μουσικούς των Duty Free Action και mastering από τον θρυλικό μηχανικό ήχο Udi Koomran (των Univers Zero, Gong, Present κ.λπ). Ήχος με αναφορές σε Gryphon, Spirogyra, Gentle Giant, Flairck, Renaissance, Jethro Tull, Anglagard. Εντυπωσιάστηκα, γράφει ο spacefreak, από το εγχείρημα και είμαι «δύσκολος» έως αμείλικτα σκληρός ακροατής όσον αφορά στην εγχώρια παραγωγή.
Το άλμπουμ το έχω στην κατοχή μου, αλλά δεν το έχω ακούσει ακόμη. Έξι κομμάτια, όμως, από το demo υπάρχουν και στο “A Child in the Mirror”, οπότε τα λόγια περιττεύουν. (Δεν περιττεύουν καθόλου δηλαδή… και κάποια στιγμή θα επανέλθω).
Επαφή: www.myspace.com/ciccada
Πολυ καλοι!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠραγματικά πολύ καλοί!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγχαρητήρια σε όλα τα μέλη!!
Ένα άλλο ελληνικό progressive-folk lp που άκουσα με πολύ ψυχεδέλεια ήταν "Τα Παιχνίδια του Ήλιου", παραγωγή του 2007.
Κώστας Ανδριώτης