Σχεδόν όλο το δυναμικό της τοπικής Universal Music συνέβαλλε στην υλοποίηση του έργου του Γιώργου Χατζηπιερή «Η Επιστροφή του Τεμπέλη Δράκου» [Mercury, 2009]. Ακούω, στις ερμηνείες, την Έλλη Πασπαλά, τον Διονύση Σαββόπουλο, την Σοφία Παπάζογλου, τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, την Ελευθερία Αρβανιτάκη, αλλά ακόμη και τους Φοίβο Δεληβοριά, Μελίνα Κανά, Δώρο Δημοσθένους κ.ά. Βασικά, εδώ έχουμε να κάνουμε με παιδικά τραγούδια, που, ενίοτε, πάνε αλλού («Η ντομάτα καμικάζι»), με τις μουσικές που επιλέγονται να τα ντύσουν να εμφανίζουν λαϊκά, παραδοσιακά, ακόμη και country ή reggae ηχοχρώματα. Το αποτέλεσμα είναι ευχάριστο, και θα ήταν περισσότερο, αν τα τραγούδια τα απέδιδαν όχι οι πολύ γνωστές φωνές. Ερμηνευτές με συγκεκριμένη εκφραστική γκάμα δεν προσφέρονται για την έκπληξη, μια και η… υποκριτική δεν είναι το καλύτερο χαρτί τους· κάπως σαν τη μύγα μεσ’ το γάλα. Είμαι, λοιπόν, αναφανδόν υπέρ των «αγνώστων» (Χατζηπιερής, Ρίζος, Δημοσθένους), ενώ από τους γνωστούς ξεχώρισα περισσότερο την Έλλη Πασπαλά στον «ασπροδόντη καρχαρία» και δευτερευόντως τη Σοφία Παπάζογλου στον «παγωτατζή».Ακούγοντας τον βαθύφωνο Παναγιώτη Τερζάκη στο “Far Away Land” [Goldistor, 2009] ν’ αποδίδει δημοτικά τραγούδια, ανακάλεσα στη μνήμη μου τον Νίκο Χουλιαρά από τα τέλη των sixties, όταν είχε πράξει κάτι ανάλογο, εναρμονίζοντας (μαζί με τον Νότη Μαυρουδή) μερικά ηπειρώτικα τραγούδια. Μπορεί, γενικώς, να είμαι κουμπωμένος εν σχέσει με τις λόγιες προσεγγίσεις των παραδοσιακών σκοπών, όμως στην περίπτωση του Τερζάκη δεν υπάρχει λόγος. Πρώτον, γιατί η ερμηνευτική του σεμνότητα είναι πασιφανής (γενικότερα, και εν αντιθέσει με τους λαοφιλείς τενόρους, οι μπάσοι είναι πολύ λιγότερο επιρρεπείς στις υπερβολές), δεύτερον γιατί η οργανική συνοδεία (βιολί, βιόλα, κλαρίνο, τσέλο) δρα απολύτως υποβοηθητικώς, με τους οργανοπαίκτες ν’ αποφεύγουν τα ανέξοδα soli και τους άσχετους μελοδραματισμούς και τρίτον, γιατί ενώ η επιλογή των κομματιών είναι σχεδόν προφανής (Λιανοχορταρούδια, Τι κακό καμα ο καημένος, Γιάννη μου το μαντήλι σου, Τζιβαέρι, Χαλασιά μου…) ο Τερζάκης ακολουθεί το δικό του δρόμο και, κυρίως, τις δικές του… αργές ταχύτητες. Ηθικότατο άκουσμα.Είναι αβαθή τα τραγούδια που ερμηνεύει ο Μάνος Λυδάκης (και οι Μάνος Αγγελάκης, Ίριδα Μπούγα) στο άλμπουμ «Η Μαφία των Αγίων» [7, 2009]. Βεβαίως, δεν είναι δικά του αλλά των Μάνου Ξυδούς, Νίκου Τσιμπούκη, Κώστα Παρίση, Πάνου Κατσιμίχα, Μάνου Νεόφυτου (μουσικές) και Πάμπου Φιλίππου (στίχοι), κάτι, όμως, που δεν αλλάζει την ουσία. Η οποία είναι πια; Δεν υπάρχει πιο δύσκολο πράγμα από το λεγόμενο «κοινωνικό τραγούδι». Ή θα λες βλακείες (δεν συμβαίνει εδώ), ή θα λες κοινοτοπίες (εν μέρει συμβαίνει εδώ), ή αυτά που θα λες δεν θα… τραγουδιούνται («προβληματισμένοι» στίχοι, αλλά άνοστα τραγούδια). Ένα-δυο κομμάτια κάτι λένε. Κυρίως «Τα χνάρια είναι σβησμένα» του Πάνου Κατσιμίχα· τραγούδι το οποίο ο Π. Κατσιμίχας το βούτηξε από τον… εαυτό του (είναι το «Πλατεία Ασωμάτων», που ακουγόταν στο CD για τον Άλκη Αλκαίο «Οι τροβαδούροι της καρδιάς μου», το 2007, με άλλους στίχους).
Έχουν ενδιαφέρον οι μελοποιήσεις του Μάριου Στρόφαλη στο «Άσμα Ασμάτων» [Legend, 2009], το γνωστό ποίημα του Σολομώντα(;), που μεταφράζει εδώ ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και το οποίον ανέβηκε στο θέατρο Δίπυλον (η ηχογράφηση είναι ζωντανή) από την Ράια Μουζενίδου. Η «ανεπάρκεια» των τραγουδιστών, τουλάχιστον έτσι όπως εγώ τους ακούω εδώ (Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου, Άντονυ Μπερκ – νομίζω πως είναι ο γιος της Ευγενίας Συριώτη –, Αναστασία Μολυβδά), αλλά και ο τρόπος κατά τον οποίον η ηχητική διανομή αποτυπώνεται στο CD, δεν βοηθούν στην κατανόηση του «συμβάντος».Το «Έτσι Θα Γίνει» [dromos music, 2009] της Εύας Λουκάτου κυλά χωρίς να το καταλάβεις – δεν μπορώ να πω, αμέσως, αν, τούτο, είναι καλό ή κακό. Πάντως, δεν είναι και η καλύτερη των ιδεών το ν’ ανταμώνεις λαϊκού χρώματος τραγούδια, με άλλα… αργεντίνικα. Ασταθής προσπάθεια. Δεν βοηθά την κατάσταση ούτε η Σοφία Παπάζογλου.
Μ’ ένα CD-single (4 τραγούδια, 15:29 η διάρκεια) μας συστήνεται ο συνθέτης και τραγουδιστής Κώστας Τριανταφυλλίδης. Τίτλος; «Κι Άλλη Μέρα Πέρασε» [private, 2009]. Κομμάτια λαϊκού χρώματος συντάσσει ο Τριανταφυλλίδης, λαϊκές μπαλάντες ούτως ειπείν, οι οποίες παραπέμπουν στο ύφος των σκοπών που υποστηρίζει μέσα στα χρόνια ο Μανώλης Λιδάκης. Νταλγκάς δεν ανιχνεύεται – μεσοβέζικες καταστάσεις. Καλή η φωνή. Ισχυρότερο πάτημα απαιτείται.Οι ροκ μπαλάντες του Σπύρου Κόλλια στο άλμπουμ του «…στο ίδιο κέλυφος ζωές» [No Label, 2009] έχουν καλά στοιχεία. Αν και κινούνται, γενικώς, σε προβλέψιμες τροχιές, προβάλλουν ωραίες μελωδίες, «σωστές» ενορχηστρώσεις (ο Λάκης Ζώης και ο Τάκης Μαρινάκης στην μπάντα συνοδείας), φτιάχνουν, εν ολίγοις, μιαν ωραία ατμόσφαιρα επί της οποίας συμπληρώνουν τα… παθιασμένα λόγια· τα οποία, έτσι όπως τα λέμε, μοιάζει να είναι μεταφρασμένα στην ελληνική από κάποιαν άλλη γλώσσα. Μήπως την ιταλική; Έτσι, ρωτάω…
Πόσο ωραίο ήταν το "Τεμπέλης Δράκος" (και η επιστροφή του)?
ΑπάντησηΔιαγραφήτο είχα πάρει για το μικρό μου αδερφάκι και τελικά το άκουγα κι εγώ ένα καλοκαίρι. Γαμώ τα Ζουζούνια και τη κάθε ξεφτιλισμένη βλακεία.
σόρι για τα γαλλικά :-)
Εξαιρετικό παιδικό είναι το Σχολείο των Ζώων - νομίζω έτσι λέγεται, πρέπει να ψάξω να το βρω - στο οποίο συμμετείχαν μέλη των Scraptown (Τίμος Παπασωκράτης, Μιχάλης Ρακιντζής). Είχε βγει σε κάποια εταιρία Acroasis, το 2002. Έχει καταπληκτικά τραγούδια... για μεγάλους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΒέβαια, κορυφαίο όλων είναι τα Παιδικά τού Χριστόδουλου Χάλαρη από τα μέσα του 70, αλλά αυτό δύσκολα βρίσκεται (δεν ξέρω αν υπάρχει και σε CD).
Υπάρχουν κι άλλα καλά.
Αυτά τα δύο, πάντως, τα προτείνω.
του Χάλαρη τα παιδικά τα έχω :-)
ΑπάντησηΔιαγραφήτο άλλο, θα το ψάξω....
αυτός ο Τροπικός Της Παρθένου, τι κάψιμο.
Αφού έχεις τα Παιδικά του Χάλαρη, άκουσε το τελευταίο τραγούδι του δίσκου... A fav of mine.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο Σχολείο των Ζώων δεν έχει καμμία σχέση με Χάλαρη, αλλά είναι πολύ έξυπνο.
Ο Τροπικός της Παρθένου είναι καλός δίσκος, αλλά, προσωπικά, δεν τον συγκρίνω με τους Δροσουλίτες. Όπως και ο Χάλαρης ως τραγουδιστής δε συγκρίνεται με τον Ξυλούρη, που έχει πει το "Πάνω σ' αργυρό σκαμνί" στο LP του "Συλλογή". Άσε που τσιρίζει κι εκείνη η Δάφνη Ζούνη...