Δευτέρα 2 Αυγούστου 2010

όψεις της JAZZ των ΕΛΛΗΝΩΝ

Αν και ο όρος «ελληνική τζαζ» είναι διάτρητος, ακόμη κι αν αναφέρεται κανείς, στενά, στο εγχώριο «τζαζο-δυναμικό» – τι σχέση, φερ’ ειπείν, μπορεί να έχει το τρίο των Skopelitis/ Παπαδόπουλου/ Φλωρίδη, με τον Γιάννη Κασέτα ή τον Θωμά Σλιώμη και τούμπαλιν; – επιχειρώ να γκρουπάρω κάποια ακούσματα, στα οποία είναι εμφανή (άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο) ορισμένα ελληνικά αναγνωριστικά. Περαστικός από τη Θεσσαλονίκη, τον Ιούλιο του ’08, ο αμερικανός, ελληνικής καταγωγής, κιθαριστής Nicky Skopelitis (το no wave, ως γνωστόν, πίνει νερό στ’ όνομά του), αποφασίζει να μπει στο στούντιο Magnanimous (Πεντζίκης και Σία) μετά των φίλων και γνωστών Φλώρου Φλωρίδη (πνευστά και κάτι λούπες) και Μπάμπη Παπαδόπουλου (κιθαριές και κάτι λούπες), στην απόπειρά του(ς) να διασαφηνιστεί, για ακόμη μία φορά – βασικά δεν πρόκειται για «γαμώ το», αλλά για έναν ες αεί «τρόπο δράσης» – το όριο ανάμεσα στο επιρρεπές και το αυθόρμητο. Έτσι μόνον μπορείς να αισθανθείς και το “Well, Anything Can Happen” [Puzzlemusik, 2009]… Παρ’ όλα, λοιπόν, τα συγκεκριμένα δεδομένα (τόπος, χρόνος, συμμετέχοντες, άπαντες με τη γνωστή, τοις πάσι, διαδρομή), εκείνο το οποίο μένει από την ακρόαση του CD, είναι το μέγεθος ουσιαστικής επικοινωνίας τριών ανθρώπων-μουσικών – με διαφορετικές, σίγουρα, ηλικίες, εμπειρίες και παρακαταθήκες –, οι οποίοι, όντας «έτοιμοι» ανά πάσα ώρα, κατορθώνουν να προσδιορίσουν σαφείς ελεύθερους κανόνες, προς την κατεύθυνση κτισίματος ενός κοινού πλαισίου. Ποιο είναι αυτό; Μα το επικοινωνιακό συνεχές, το απαλλαγμένο, ταυτοχρόνως, από διεθνικές, εθνικές ή τοπικές αναφορές. Έξι μεσο-μεγάλης διάρκειας θέματα (12, 7, 12, 6, 13 και 9 λεπτών), τιτλοφορημένα μισο-προγραμματικώς (“Duckie talk”, “Quiet is good, auch” – όντως!), τα οποία ανοιγοκλείνουν βλέφαρα σε μιαν ευρύτατη γκάμα ηχοχρωμάτων, ξεκινώντας φερ’ ειπείν από το κλασικό hard core και φθάνοντας έως τις… ασκήσεις εδάφους. Παλαιός (δισκογραφικός) γνώριμος ο Θωμάς Σλιώμης. Με σπάνιες παρουσίες – το “Phonorama” στην Praxis του Γιαννουλόπουλου το 1984, το “Cantos” στην Ano Kato του Τσακαλίδη το 1999 –, αλλά με αναγνωρίσιμο, θα έλεγα, στίγμα. Γιατί το ισχυρίζομαι αυτό; Γιατί θυμήθηκα και ξανάκουσα τα “Cantos” του (με τον Φλώρο Φλωρίδη, την πρόωρα χαμένη Μελίνα Καρακώστα και την Σοφία Νοητή)· έτσι, για να πιάσω από κάπου το νήμα, προχωρώντας, σιγά-σιγά, στην καινούρια ακρόαση. Ο Σλιώμης γράφει λιτή, «θωπευτική» μουσική, ποιητικής, θα έλεγα, έξαρσης. Το να την αποκαλέσεις “jazz” είναι λάθος. Το να την πεις “romance” είναι ακόμη πιο λάθος. Το να την αποκαλέσεις jazz-romance ίσως δεν είναι τόσο λάθος, αλλά, και πάλι, δεν μπορείς, ακριβώς, να την ελέγξεις. Η “Camera Obscura” [Lyra, 2009] είναι, πρωταρχικώς, ένα άλμπουμ για ακρόαση. Εννοώ πως είναι από ’κείνα, που θα σε οδηγήσουν, σταδιακώς, ν’ απαλλαχθείς από ασύνειδες σκέψεις, ώστε να μπορείς ν’ αφουγκραστείς, στη διαδρομή, μόνον «εσωτερικές» εντάσεις και φωνές. Αναπτύσσεται «καταφεύγοντας» σ’ έναν εσμό εικόνων – όχι τυχαίως μερικά από τα κομμάτια προέρχονται από το soundtrack της ταινίας του Τάκη Παπαγιαννίδη «Το Μυστικό του Νοέμβρη» (2002) –, μετερχόμενο τεχνικές σινε-πλάνων· όχι, απαραιτήτως, εξελισσόμενα εντός συγκεκριμένου χωροχρόνου. Τα λίγα όργανα – ένα μπάσο (Καρακώστα, Μαράτος, Παπαβασιλείου), το σαξόφωνο (Ρέλλος), μια τρομπέτα (Θεοδοσάκης), τα κρουστά (Κανέλλος, Μπαρκή), το πιάνο (Σλιώμης) – που μοιάζουν ακόμη λιγότερα ελέω (ανά track) ενορχήστρωσης, συμβάλλουν στην διαλεύκανση ενός μουσικού τοπίου, που ολοκληρώνεται μέσω αυτής της ποιητικής ροής. Πιο «μπροστά» ακούω τον σαξοφωνίστα Γιάννη Κασέτα στο “Funkabyss” [Puzzlemusik, 2009], εν σχέσει δηλαδή με το προηγούμενο άλμπουμ του “The Truth About the Alien Invasion in Egypt” [2007], που είχε κυκλοφορήσει κι εκείνο για την εταιρία απ’ το Χαϊδάρι. Δεν είναι μόνον η αρτιότερη επεξεργασία των συνθέσεων, είναι και ο τρόπος που «δένουν» οι συμμετοχές, γύρω από τον βασικό πυρήνα των Funk Wizards (Μάνος Λούτας μπάσο, Κωστής Χριστοδούλου πλήκτρα, Βαγγέλης Κοτζάμπασης ντραμς, Λουκία Παλαιολόγου φωνή). Έτσι, λοιπόν, και παρά την παρουσία 4 special guests (Clarence Penn, Jason Yard, Δημήτρης Βασιλάκης, Γιώργος Κοντραφούρης) και 7 «συμμετοχών» (Σεβνταλής, Κτιστάκης, Ξενόπουλος, Σιδέρης, Καραλής, Adetayo, Μπέλλος), το άλμπουμ έχει σαφή αισθητική γραμμή (ουδεμία σχέση με funk, ε, περνάει και από ’κει), κοντά – κοντά λέμε – σ’ εκείνην της contemporary jazz· ένα είδος, που μπορεί να φαίνεται απλοϊκό στ’ αυτιά των προχωρημένων, αλλά είναι «αληθινό σχολείο» για όσους (μουσικούς) ενδιαφέρονται να δοκιμάσουν και να μετρήσουν τις δυνάμεις τους, αναφορικώς με όσα διδάχτηκαν και έμαθαν στα ωδεία και τα πάλκα. Μετά, ίσως, να πάνε γι’ άλλα... Πριν από λίγο καιρό έλαβα μέσω e-mail, από τη Βιένη, ένα βιογραφικό του κιθαρίστα Γιώργου Νούση (γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο). Μεταφέρω ένα μέρος του: «Ο Γιώργος Νούσης γεννήθηκε στην Αθήνα. Απόφοιτος του Ωδείου Αθηνών, συνέχισε και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Mozarteum Salzburg. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια στην Ελλάδα την Ισπανία, τη Σερβία και τη Ρουμανία και έχει κάνει μαθήματα με τους: L.Brouwer, D. Bogdanovic, R. Dyens κ.ά.. Παράλληλα με τις κλασικές του σπουδές ασχολήθηκε με την τζαζ και το φλαμένκο. Έχει δώσει συναυλίες σε Ελλάδα, Αυστρία, Γερμανία, Γαλλία, Πολωνία και Σερβία, ενώ συνεργάστηκε με τον οργανισμό Live Music Now “Yehudi Menuhin” δίνοντας συναυλίες μουσικής δωματίου σε Αυστρία και Γερμανία. Ως κιθαρίστας έχει επίσης υπάρξει μέλος πολλών μουσικών σχημάτων. Από το ξεκίνημα της μουσικής του πορείας ασχολείται με τη σύνθεση και τον αυτοσχεδιασμό. Έχει γράψει κυρίως έργα για κιθάρα, πιάνο καθώς και για μικρά μουσικά σύνολα. Ζει μόνιμα στη Βιένη, όπου συνθέτει, διδάσκει και παρουσιάζει ζωντανά τη δουλειά του». Το “An Introduction to A Theme” [Geons Productions] παρουσιάζει ενδιαφέρον. Κυρίως, γιατί ο ίδιος ο Νούσης, με το να μην χειρίζεται ηλεκτρική κιθάρα, διατυπώνει άποψη, όσον αφορά στην επαφή της κλασικής jazz, ας την πούμε έτσι, με τα «κλασικά-κλασικά» ηχοχρώματα, τις ελληνο-παραδοσιακές μνήμες, ου μην και το rock (αν υποτεθεί ότι μπορεί να υπάρξει rock άνευ ηλεκτρικής – είναι ένα ερώτημα…). Το αποτέλεσμα έχει μιαν ευγένεια, που δεν συναντάται, συχνά, σε ανάλογες προσπάθειες, υπό την έννοια ότι άπαντα είναι τοποθετημένα με τάξη· μία τάξη που δεν αποκλείει, στην πορεία, την ένταση και το απρόβλεπτο. Το 8λεπτο “X” είναι εξαιρετικό κομμάτι, αποδεικνύοντας το… γνωστό από παλαιά, πως τα watt, η ισχύς, δεν είναι αναγκαστικό προνόμιο της καλωδιακής ενίσχυσης, αλλά της θέρμης τεσσάρων μουσικών (Roger Lock μπάσο, Alex Petkov ντραμς, Clemens Nowak πιάνο, οι άλλοι τρεις), στην απόπειρά τους να υπερκεράσουν το προφανές.
Επαφή: www.myspace.com/yorgos.nousis

6 σχόλια:

  1. Πήρα το album του Κασσέτα κάπου προς τα Χριστούγεννα μετά απο το live που έπαιξε με τον Jason Yarde στο Bacaro.Μού άρεσαν στο live.Το album αξιοπρεπές αλλά με κούρασε,δύσκολα θα το ξαναάκουγα.Εχω καταλήξει ότι δεν μου πάει αυτός ο ήχος κι έχω και μια προκατάληψη με τις ελληνικές παραγωγές οπότε...Και βέβαια αυτό που λες,to funk υπάρχει μόνο στο όνομα.
    Θοδωρής

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Το άλμπουμ κινείται σ’ αυτό το στυλ, το οποίο οι Αμερικανοί ονομάζουν contemporary ή jazz της Δυτικής Ακτής. Είναι ένα στυλ, που αν και καλοπαιγμένο και συνήθως από μουσικάρες δεν έχει πολύ «ψυχή». Εξ αιτίας όμως αυτού του… τετραγωνισμού του αποτελεί «ανοιχτό βιβλίο» για τους τζαζο-σπουδαστές όλης της υφηλίου. Άμα δεις π.χ. τα ονόματα που παίζουν στο ωδείο του Φακανά, στο Αθηνά Live, θα καταλάβεις. Βιρτουόζοι μεν, αλλά…

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Συμφώνώ με αυτό που λες.Πραγματικά τέτοια live γίνονται στον Φακανά.Απλά δεν μου πάει γιατι ουτε σουινγκάρει,ούτε φανκίζει,ούτε προχώ είναι και δεν ξέρω πως να το διαχειριστώ.Θέμα γούστου υποθέτω.Πάντως αυτη τη Jazz έχω διαπιστώσει ότι την γουστάρουν αρκετά "μεταλάδες".Πως το εξηγείς?Λόγω βιρτουοζιτέ?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Δεν το έχω προσέξει αυτό. Πιθανώς, να συμβαίνει γιατί στο στυλ υπάρχουν ορισμένοι βαρβάτοι κιθαρίστες, όπως ο Mike Stern, ο Lee Ritenour, o Frank Gambale...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Παιδιά δεν συμφωνώ, νομίζω ότι είσαστε υπερβολικά αυστηροί με το Γιάννη. Εκτός του ότι είναι ένας από τους καλύτερους νέους τενορίστες στην Ελλάδα, είναι και πολύ καλός συνθέτης. Ένας από τους ελάχιστους που έχουν δείξει προσωπική γραφή από τόσο νεαρή ηλικία. Εκτός αυτού δεν ακούω κάτι που να σχετίζεται με Φακανά και Αθήνα live σε αυτά που παίζει. Χωρίς πολύ ψυχή και σουίνγκ? Για μένα αυτά είναι τα πιο δυνατά του σημεία.
    Βαγγέλης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Γεια σου Βαγγέλη…
    Δεν είναι θέμα αυστηρότητας. Ίσα-ίσα γράφω πως τον ακούω «πιο μπροστά» σε σχέση με το προηγούμενο άλμπουμ του και ότι «υπάρχει αρτιότερη επεξεργασία των συνθέσεων». Το contemporary κλίμα, λέω, ότι δεν έχει «πολύ ψυχή» (όχι ο Κασέτας αναγκαστικώς) και ότι εν πάση περιπτώσει πολλές συνθέσεις του άλμπουμ πάνε προς τα ’κει.
    Τον Κασέτα δεν τον έχω δει live. Εκεί, είμαι σίγουρος πως θα είναι πιο μεστός, πιο δυναμικός. Υπάρχουν κι άλλοι που συνθέτουν με προσωπικό ύφος από νεαρή ηλικία. Να αυτός ο Νούσης για παράδειγμα ή ο Τάσος Σπηλιωτόπουλος, που άκουσα πρόσφατα ένα δίσκο του (στον οποίον συμμετέχει και ο Kenny Wheeler...).

    ΑπάντησηΔιαγραφή