Πριν από λίγο καιρό (13 Δεκ.) σε μία σύντομη ανάρτηση για τον Τηλέμαχο Ζαγρέα (http://is.gd/ppasIN), ένας αναγνώστης, και φίλος προφανώς του καλλιτέχνη, μού έδωσε το τηλέφωνό του για να μιλήσουμε. Το κατόρθωσα. Πριν από λίγες μέρες συνάντησα τον Τηλέμαχο Ζαγρέα, τα είπαμε, και κάποια απ’ αυτά που είπαμε, εν είδει συνέντευξης, θα τα διαβάσετε στο επόμενο τεύχος του Jazz & Tζαζ (την ερχόμενη εβδομάδα). Εδώ ένα μικρό απόσπασμα, που αφορά στον «Μπαρμπαλιάμτσιο»…
«Πρέπει να ήταν 1985-86. Ο Μπαρμπαλιάμτσιος ήταν ένας γέρος, που γύρναγε στα χωριά, εκεί γύρω από τον Πλαταμώνα. Ήταν ένας εντελώς ελεύθερος άνθρωπος, χειροδύναμος κι έσκαβε τους κήπους. Ήταν όμως απίστευτα αφελής και το πρόσωπό του ήταν γεμάτο γλύκα. Κοιμόταν όπου έβρισκε, κι όταν έβρεχε την έπεφτε κάτω από τα τρένα. Ο Μπαρμπαλιάμτσιος σκοτώθηκε. Τον πάτησε νταλίκα. Τότε μου βγήκε κατ’ ευθείαν αυτό το τραγούδι, που είναι κάπως κάντρι-ροκ, και τραγουδισμένο στη δικιά μας γλώσσα».Μόνο και μόνο για τις τρεις τελευταίες στροφές (τα λόγια εννοώ) το τραγούδι μετατρέπεται σε ύμνο. Εύγε Τηλέμαχε!
Μια βραδιά στ’ Λιφτουκαριά
πήδηξα μια πλουκαριά,
μπήκα να κλέψου κάνα αυγό
μα δεν περίμενα να ιδώ
τουν παππού τουν Μπαρμπαλιάμτσιου
μι του ξεσκισμένου πκάμσου,
του πανταλον’ του λασπωμένου
παναθιό σι μια προυβιά.
Μια βραδιά στ’ Λιφτουκαριά.
«Βρε καλόπιδο τι φκιανς;
Ισί δεν είσι τ’ Νάσιου η Γιαννς;
Μήπως εξ λίγον καπνό;».
«Καπνό έχου μπάρμπα αλλά πνω»
«Να ιδώ ένα πνακ’ φασούλια
κατ’ ελιές κι δυο κρουμδούλια,
τα ’στειλι μι τα κουρτσούλια
η κουκάρινα η Πατσιώ.
Κάτσι να κάνουμι κολατσιό».
Του ταχιά προυί-προυί
ξεκίνησ' για του Διριλί,
τουν ξιπροβόδσα στου σταθμό
κι απόμεινα μι τουν καημό.
Ύστερα ήρθαν τα μαντάτα,
στην Καρδίτσα σι μια στράτα
πως τον πάτσι μια νταλίκα.
Ψέμα, παραμυθ’ τρανό.
Ιγώ τουν έχου ζωντανό.
Από τότι κάθι βραδ’
μόλις πέφτει του σκοτάδ’
τουν βλέπου χαμογελαστό.
Στέκουμι τον χιριτώ.
Γεια σου γέρο Μπαρμπαλιάμτσιου
μι του ξεσκισμένου πκάμσου,
του πανταλόν’ του λασπουμένου,
μι του ματ’ του καθαρό.
Χαίρουμι να σι τηρώ!
«Πρέπει να ήταν 1985-86. Ο Μπαρμπαλιάμτσιος ήταν ένας γέρος, που γύρναγε στα χωριά, εκεί γύρω από τον Πλαταμώνα. Ήταν ένας εντελώς ελεύθερος άνθρωπος, χειροδύναμος κι έσκαβε τους κήπους. Ήταν όμως απίστευτα αφελής και το πρόσωπό του ήταν γεμάτο γλύκα. Κοιμόταν όπου έβρισκε, κι όταν έβρεχε την έπεφτε κάτω από τα τρένα. Ο Μπαρμπαλιάμτσιος σκοτώθηκε. Τον πάτησε νταλίκα. Τότε μου βγήκε κατ’ ευθείαν αυτό το τραγούδι, που είναι κάπως κάντρι-ροκ, και τραγουδισμένο στη δικιά μας γλώσσα».Μόνο και μόνο για τις τρεις τελευταίες στροφές (τα λόγια εννοώ) το τραγούδι μετατρέπεται σε ύμνο. Εύγε Τηλέμαχε!
Μια βραδιά στ’ Λιφτουκαριά
πήδηξα μια πλουκαριά,
μπήκα να κλέψου κάνα αυγό
μα δεν περίμενα να ιδώ
τουν παππού τουν Μπαρμπαλιάμτσιου
μι του ξεσκισμένου πκάμσου,
του πανταλον’ του λασπωμένου
παναθιό σι μια προυβιά.
Μια βραδιά στ’ Λιφτουκαριά.
«Βρε καλόπιδο τι φκιανς;
Ισί δεν είσι τ’ Νάσιου η Γιαννς;
Μήπως εξ λίγον καπνό;».
«Καπνό έχου μπάρμπα αλλά πνω»
«Να ιδώ ένα πνακ’ φασούλια
κατ’ ελιές κι δυο κρουμδούλια,
τα ’στειλι μι τα κουρτσούλια
η κουκάρινα η Πατσιώ.
Κάτσι να κάνουμι κολατσιό».
Του ταχιά προυί-προυί
ξεκίνησ' για του Διριλί,
τουν ξιπροβόδσα στου σταθμό
κι απόμεινα μι τουν καημό.
Ύστερα ήρθαν τα μαντάτα,
στην Καρδίτσα σι μια στράτα
πως τον πάτσι μια νταλίκα.
Ψέμα, παραμυθ’ τρανό.
Ιγώ τουν έχου ζωντανό.
Από τότι κάθι βραδ’
μόλις πέφτει του σκοτάδ’
τουν βλέπου χαμογελαστό.
Στέκουμι τον χιριτώ.
Γεια σου γέρο Μπαρμπαλιάμτσιου
μι του ξεσκισμένου πκάμσου,
του πανταλόν’ του λασπουμένου,
μι του ματ’ του καθαρό.
Χαίρουμι να σι τηρώ!
Για το κλιπάκι φρόντισε ο Ataktos751. Ακούστηκαν ανάμεσα σε άλλους οι Τηλέμαχος Ζαγρέας banjo, τραγούδι και «Μπαντούκ» Αποστολάκης ηλεκτρικές κιθάρες. Να κι εδώ η κουβέντα που κάναμε με τον Τηλέμαχο... http://diskoryxeion.blogspot.com/2011/04/blog-post_06.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου