Ο Pete Seeger αποτελεί μαζί με τον Woody Guthrie και τον Ramblin’ Jack Elliott την ισχυρή λευκή τριάδα, πάνω στην οποίαν πάτησε το folk revival στα χρόνια του ’60. Και αν για τον Guthrie η φορά των πραγμάτων έχει αποφανθεί για τον ιστορικό του ρόλο, για τον Seeger και πολύ περισσότερο για τον Elliott το πράγμα έχει μείνει ελαφρώς («ελαφρώς» λέω) πιο πίσω. Αιτία υπάρχει κι έχει να κάνει κυρίως με το γεγονός ότι τόσο ο Seeger, όσο και ο Elliott δεν υπήρξαν οι κατ’ εξοχήν τραγουδοποιοί (παρότι έγραψαν και δικά τους κομμάτια), αλλά, κυρίως, οι performers-λαϊκοί ερευνητές (ανάμεσα σε άλλα), που διέσωσαν τεράστιο αριθμό σκοπών, προσφέροντας έτοιμο ρεπερτόριο για μερικούς από τους πιο διάσημους songwriters των sixties. Σκεφθείτε μόνον πως ο Pete Seeger, που είναι πια 92 ετών κι εξακολουθεί να δίνει παραστάσεις(!), ηχογράφησε 38(!) LP για την Folkways Records στο διάστημα 1950-1964, ενταγμένα συνήθως σε ευρύτερες σειρές. Φερ’ ειπείν οι “American Favorite Ballads”, που εκδόθηκαν μεταξύ των ετών 1957 και 1962, αποτελούνταν από 5 τόμους, κι έτσι περίπου αναπαράγονται, τώρα, στην εποχή (ακόμα) του compact disc.Το “American Favorite Ballads 5”, που είναι λίγο παλαιότερο (2007) και το τελευταίο της σειράς περιλαμβάνει cowboy και western songs, κυρίως από τα 10ιντσα άλμπουμ της Folkways “Frontier Ballads” και “Frontier Ballads Volume Two”, όπως και τον original πέμπτο τόμο των “American Favorite Ballads”, που είχε πρωτοβγεί το 1962. Τα κομμάτια είναι γνωστά, ιστορικά και βεβαίως εξαιρετικά, αν μιλάμε για το “Red River valley” π.χ. Το συγκεκριμένο track πρωτο-ηχογραφήθηκε το 1925 από τους Bascom και Blackwell Lunsford κι έκτοτε δεκάδες φορές (είναι ένα από τα πιο δημοφιλή western songs). Η εκδοχή του Seeger, που τραγουδά και παίζει banjo, έχει τη γοητεία του κλασικού. Έξοχες, επίσης, οι versions του “St. James Infirmary” (γνωστό και με τους τίτλους “The unfortunate rake”, “St. James Hospital” και “Gambler’s blues”), του “Ox driver’s song” και πάνω απ’ όλα του “Sioux Indians”, που εναποθέτει στη ψυχή το μεγαλείο του φυσικού αμερικανικού τοπίου, εντός του οποίου ο άνθρωπος στέκει και παρατηρεί με δέος. “Going Back To The Blue Ridge Mountains” είναι ο τίτλος ενός live άλμπουμ των The Country Gentlemen, που είχε πρωτο-κυκλοφορήσει από την Folkways το 1973. Το άλμπουμ εκείνο, που θεωρείται ως ένα από τα σημαντικότερα του progressive bluegrass στα seventies, επανεκδόθηκε το 2007 από την Smithsonian Folkways, σε κανονικό jewel case CD, με 28σέλιδο booklet και 16 tracks (δεν είμαι σίγουρος αν τόσα είχε και το κανονικό LP – μάλλον). Οι Country Gentlemen σχηματίστηκαν το 1957 και μία από τις πιο κλασικές τους line-up περιελάμβανε τους Charlie Waller κιθάρες, φωνή, John Duffey μαντολίνο, φωνητικά, Eddie Adcock μπάντζο και Tom Gray μπάσο. Περίπου μ’ αυτή τη σύνθεση (ο Ed Ferris μπάσο, φωνή, είχε πάρει τη θέση του Gray) κι έχοντας στη φαρέτρα τους ένα ρεπερτόριο που δεν σηκώνει απορίες (Carter Stanley, Merle Travis, Hank Williams, Jimmie Rodgers κ.ά.), οι Country Gentlemen γράφουν αυτό το υλικό κάπου μέσα στα sixties (σίγουρα πάντως πριν το ’73 – αφού τότε ο Duffey ήταν στους Seldom Scene και ο Adcock στους ΙInd Generation) εμφανίζοντας όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του progressive bluegrass (τις παικτικές ταχύτητες, την αρμονική δουλειά, τα δάνεια από την παλαιά jazz και το honky-tonk), που ανέδειξαν το συγκεκριμένο είδος σε μέγιστη συναυλιακή ατραξιόν στα sixties και πέραν αυτών. Θαύμα.
Δεν μπόρεσα να βρω κάτι συγκεκριμένο από το εν λόγω άλμπουμ. Βρήκα όμως αυτό, που προέρχεται από το 1973 (την εποχή, δηλαδή, που βγήκε το “Going Back To The Blue Ridge Mountains”) και το οποίο φανερώνει τις παικτικές-ερμηνευτικές ικανότητες του πολύ σημαντικού «λευκού» αμερικανικού γκρουπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου