Τραγουδίστρια με τύπο ερμηνευτικό, που φαντάζει ως απλή συνέχεια της μεγάλης σουηδικής jazz παράδοσης, η Viktoria Tolstoy πρωτοεμφανίζεται στο χώρο το 1994 με το άλμπουμ “Smile, Love and Spice” [ΕΜΙ], ενώ το 1997 με τον τρίτο δίσκο της, το “White Russian”, γίνεται η πρώτη καλλιτέχνιδα της σκανδιναυικής χώρας που υπογράφει για την Blue Note. Παρά ταύτα τ’ όνομά της δεν είχε ξεφύγει ακόμη από τα σύνορα της πατρίδας της. Τούτο θα συμβεί, για τα καλά, το 2004, χρονιά κατά την οποία η Tolstoy συνεργάζεται με τη γερμανική εταιρία ACT Music. Το “Shining On You (Viktoria Tolstoy Sings Esbjörn Svensson)”, αλλά και η συμμετοχή της στο project “Funky ABBA” του Nils Landgren – εκεί όπου η ξανθή καλλιτέχνιδα τραγούδησε με θαυμαστή pop φινέτσα το “Summer night city”, top θέμα της υπέροχης κιτσάτης pop τετράδας – της έδωσαν την ευκαιρία να φανερώσει το φωνητικό της τάλαντο, σε ακόμη πιο μεγάλη κλίμακα. Κάτι που θα φανερωθεί περίτρανα στο έργο “My Swedish Heart” [ACT Music, 2005], εκεί όπου η Tolstoy κι οι συνεργάτες της θα προσφέρουν ένα από τα πιο μεστά φωνητικά CD της περασμένης δεκαετίας. Με τι σχετιζόταν αυτό; Μα με την επιστροφή στις σουηδικές της ρίζες. Ποιά η σχέση της λοιπόν με την Monica Zetterlund, τον Jan Johansson, τον Lars Gullin, τον Bengt-Arne Wallin και όλην εκείνη τη γενιά του ’50 και του ’60, που έγραψε το αλφαβητάρι της jazz στη Σουηδία; Όλα επεξηγήθηκαν σ’ ένα κείμενο του Nils Landgren που περιλαμβανόταν στο πακέτο και βεβαίως, στο ρεπερτόριο και τον τρόπο ερμηνείας της Tolstoy.
Θα πρέπει, ίσως, να σημειώσω εδώ πως όταν λέμε swedish jazz αναφερόμαστε στην προσπάθεια που καταβλήθηκε στην βόρεια χώρα, ήδη από τις αρχές του ’60, να ιδωθούν οι χοροί και τα τραγούδια της (σουηδικής) υπαίθρου μέσα από μία σύγχρονη οπτική η οποία να μην αρνείται τον αυτοσχεδιασμό, αρχής γενομένης από την μεγάλη ή μεσαία ορχήστρα και καταλήγοντας στα μικρότερα combos.
Σύμφωνα με όσα γράφει λοιπόν ο Landgren, την ιδέα φαίνεται πως την έριξε πρώτος ένας Αμερικανός, ο Quincy Jones, ο οποίος ζούσε μονίμως στην Σουηδία στα τέλη του ’50, με αρχές του ’60. Ο Jones ηχογραφούσε συχνά με την Swedish Radioband, μέλος της οποίας ήταν και ο τρομπετίστας Bengt-Arne Wallin, ο άνθρωπος που, το 1962, ηχογράφησε το άλμπουμ “Old Folklore In Swedish Modern”, δίνοντας φωτιά στο όραμα του Jones, για μία συμφωνική προσέγγιση του παραδοσιακού ρεπερτορίου. Περίπου την ίδια εποχή –και ίσως λίγο νωρίτερα από τον Wallin– προετοίμαζε κάτι ανάλογο και ο πιανίστας Jan Johansson με το “Jazz Pa Svenska”, ένα άλμπουμ τόσο κλασικό, ώστε ήταν περίπου αδύνατον να μην το εύρισκες, τότε, σε κάθε σουηδικό σπίτι. Αξίζει, επίσης (σε κάτι που δεν τελειώνει), να υπενθυμίσω το LP “Waltz for Debby” της Monica Zetterlund και του Bill Evans από το 1964 και τον τρόπο που αντιμετωπίζει κάποια παραδοσιακά σουηδικά τραγούδια το για μια φορά στη ζωή ντουέτο. Η Viktoria Tolstoy είναι φανερό πως ζει (και) γι’ αυτή την ιστορία. Το “Jag yet en dejling Rosa” των Zetterlund/ Evans που κλείνει το “My Swedish Heart”, δεν είναι απλώς ένας φόρος τιμής σ’ ένα από τα σημαντικότερα σουηδικά έργα των sixties, αλλά η ίδια η αναγέννηση ενός αυθεντικού πνεύματος, μακριά από τις πάσης φύσεως ταλαιπωρίες που δυναστεύουν ενίοτε τη σύγχρονη jazz. Το “Den första gang” (ως “The first time I looked into your eyes”) αφιερωμένο στον Bengt-Arne Wallin, μετατρέπεται σε μία θερμή jazz ballad, που θα μπορούσε να την ονειρευόταν ακόμη και ο Elton John, ενώ το “Grandmas song”, τραγούδι στη μνήμη του Jan Johansson είναι ένα λυρικό jazz-folk διαμάντι. Στο “My Swedish Heart” υπάρχουν ακόμη δύο τραγούδια του Lars Gullin, ενός διάσημου σουηδού βαρυτονίστα, το ένα μάλιστα σε στίχους της Chan Parker, συζύγου του Charlie Parker. Υπάρχει επίσης το “Mind if I” του Börje Fredriksson (θρύλος τενορίστας στην Σουηδία, πέθανε το 1968, στα 31 του χρόνια) και τέλος το “From above” του μπασίστα Lars Danielsson.
Το επόμενο άλμπουμ “Pictures of Me” [ACT Music, 2006] υπήρξε η σύγχρονη σουηδική συνεισφορά στο κεφάλαιο επικοινωνίας της jazz με την pop. Μέσω ενός σχήματος νέων, βασικά, μουσικών (Jacob Kartzon πιάνο, Hans Andersson μπάσο, Peter Danemo ντραμς, Xavier Desandre Navarre κρουστά, Tore Brunborg σαξόφωνα, φλάουτο, Lars Danielsson τσέλο) η Tolstoy καταπιάνεται με κάτι που της ταιριάζει. Ξαναλέει με το δικό της παγωμένο τρόπο συνθέσεις των Prince, Paul Simon, Stevie Wonder, Peter Gabriel, Van Morrison κ.ά., προβάλλοντας ατόφια τη σουηδική άποψη.
Με το “My Russian Soul” [ACT Music, 2008] η από το γένος των Tolstoy τραγουδίστρια, εστιάζει στη ρωσική καταγωγή-κληρονομιά της. Με τη βοήθεια της σουηδής τραγουδοποιού Anna Alerstedt, που τοποθετεί στίχους πάνω σε διάφορες ρωσικές μελωδίες κι έχοντας δίπλα της τους καλούς της μουσικούς (τον κιμπορντίστα Jacob Karlzon, τον σαξοφωνίστα Joakim Milder, τον τρομπονίστα Nils Landgren…), η Tolstoy δίνει τη δική της άποψη σε συνθέσεις βασικά του Τσαϊκόβσκι, ερμηνεύοντας συγχρόνως παραδοσιακά και έντεχνα τραγούδια (π.χ. το “Our stories” του σπουδαίου Vladimir Vysotsky). Ξεχωριστό άλμπουμ, στο οποίο ακούγονταν πανέμορφα τραγούδια. Τι να πεις δηλαδή όταν φθάνει στ’ αυτιά σου το “Aftermath” (Τσαϊκόβσκι-Alerstedt);
Το “Letters to Herbie” [ACT Music, 2011] είναι το πιο πρόσφατο CD τής Viktoria Tolstoy. Ηχογραφήθηκε στην Malmö, έχει horn (Magnus Lindgren) και string ενορχηστρώσεις (Filip Runesson), διαθέτει παικταράδες (Jacob Karlzon πιάνο, πλήκτρα, Krister Jonsson κιθάρες, Mattias Svensson μπάσο, Rasmus Kihlberg ντραμς, Nils Landgren τρομπόνι, Magnus Lindgren ξύλινα πνευστά) και βεβαίως διαθέτει, ως κυρίως σώμα, το Hancock-ικό ρεπερτόριο – και λέω «κυρίως», γιατί τρεις από τις δεκατρείς συνθέσεις δεν ανήκουν στον Hancock. Ας ξεκινήσω απ’ αυτές…
Το “Letter to Herbie” (Landgren/ Lindgren/ Tolstoy) προβάλλει ένα χαρακτηριστικό jazz-pop χρώμα, με light-funk προσαρμογές και ωραίο σόλο στο πιάνο (από τον Karlzon). Στο “Naima” (Coltrane/ Hendricks) το κλαρινέτο του Lindgren προσθέτει σε χρωματισμούς, με την Tolstoy να πατά βαθιά στη μελωδία, ενώ στο “Come on, come over” (Pastorius/ Herzog), η funk-rock ρυθμική γραμμή σκάβει ωραία την bluesy ερμηνεία της. Πέραν αυτών… Το άλμπουμ ανοίγει με το “Trust me” από το χανκοκικό “Feets, Don’t Fail Me Now” [Columbia, 1979] το οποίο, μάλλον, το προτιμώ από το (ωραία… υποτονικό) πρωτότυπο. Τo “Textures” από το “Mr. Hands” [Columbia, 1980] δεν είχε στίχους. Εδώ, τοποθέτησε η Anna Alerstedt. Τo electro έχει μετατραπεί σε electric-jazz, με ήπιους funky προσανατολισμούς. Σε άλλα δύο θέματα, που επίσης δεν είχαν στίχους και τοποθετήθηκαν εκ των υστέρων, στο “Chemical residue” (από το “Perfect Machine” του 1988) και στο “Tell me a bedtime story” (από το “Fat Albert Rotunda” του 1969) η Tolstoy ανταποκρίνεται ασμένως. Τα low-tempi, εξάλλου, αναδεικνύουν τα απαλά χρώματα της φωνής της. Από ’κει και κάτω υπάρχει η μπαλάντα “Chan’s song” από το OST του “Round Midnight”, στην οποίαν έβαλε στίχους ο Stevie Wonder, το “Butterfly” από το “Flood” του ’75 και το “Come running to me” από το “Sunlight” του ’78, τα οποία προσθέτουν περαιτέρω στην οικοδόμηση ενός smooth κλίματος. Το “Give it all your heart” (από το “Lite Me Up!” του ’82) που ερμηνεύεται από κοινού, από την Tolstoy και τον Landgren, είναι, ίσως, η κορυφαία στιγμή του άλμπουμ. Τα deep πατήματα του rhythm section, η κοφτερή κιθάρα, ο φωνητικός διάλογος, αλλά και το από κοινού τραγούδισμα, άπαντα συντελούν στην εκτόξευση ακόμη μίας θαυμάσιας χανκοκικής μελωδίας. Φοβερό κομμάτι· δεν του φαινόταν και τόσο στο πρωτότυπο…
Θα πρέπει, ίσως, να σημειώσω εδώ πως όταν λέμε swedish jazz αναφερόμαστε στην προσπάθεια που καταβλήθηκε στην βόρεια χώρα, ήδη από τις αρχές του ’60, να ιδωθούν οι χοροί και τα τραγούδια της (σουηδικής) υπαίθρου μέσα από μία σύγχρονη οπτική η οποία να μην αρνείται τον αυτοσχεδιασμό, αρχής γενομένης από την μεγάλη ή μεσαία ορχήστρα και καταλήγοντας στα μικρότερα combos.
Σύμφωνα με όσα γράφει λοιπόν ο Landgren, την ιδέα φαίνεται πως την έριξε πρώτος ένας Αμερικανός, ο Quincy Jones, ο οποίος ζούσε μονίμως στην Σουηδία στα τέλη του ’50, με αρχές του ’60. Ο Jones ηχογραφούσε συχνά με την Swedish Radioband, μέλος της οποίας ήταν και ο τρομπετίστας Bengt-Arne Wallin, ο άνθρωπος που, το 1962, ηχογράφησε το άλμπουμ “Old Folklore In Swedish Modern”, δίνοντας φωτιά στο όραμα του Jones, για μία συμφωνική προσέγγιση του παραδοσιακού ρεπερτορίου. Περίπου την ίδια εποχή –και ίσως λίγο νωρίτερα από τον Wallin– προετοίμαζε κάτι ανάλογο και ο πιανίστας Jan Johansson με το “Jazz Pa Svenska”, ένα άλμπουμ τόσο κλασικό, ώστε ήταν περίπου αδύνατον να μην το εύρισκες, τότε, σε κάθε σουηδικό σπίτι. Αξίζει, επίσης (σε κάτι που δεν τελειώνει), να υπενθυμίσω το LP “Waltz for Debby” της Monica Zetterlund και του Bill Evans από το 1964 και τον τρόπο που αντιμετωπίζει κάποια παραδοσιακά σουηδικά τραγούδια το για μια φορά στη ζωή ντουέτο. Η Viktoria Tolstoy είναι φανερό πως ζει (και) γι’ αυτή την ιστορία. Το “Jag yet en dejling Rosa” των Zetterlund/ Evans που κλείνει το “My Swedish Heart”, δεν είναι απλώς ένας φόρος τιμής σ’ ένα από τα σημαντικότερα σουηδικά έργα των sixties, αλλά η ίδια η αναγέννηση ενός αυθεντικού πνεύματος, μακριά από τις πάσης φύσεως ταλαιπωρίες που δυναστεύουν ενίοτε τη σύγχρονη jazz. Το “Den första gang” (ως “The first time I looked into your eyes”) αφιερωμένο στον Bengt-Arne Wallin, μετατρέπεται σε μία θερμή jazz ballad, που θα μπορούσε να την ονειρευόταν ακόμη και ο Elton John, ενώ το “Grandmas song”, τραγούδι στη μνήμη του Jan Johansson είναι ένα λυρικό jazz-folk διαμάντι. Στο “My Swedish Heart” υπάρχουν ακόμη δύο τραγούδια του Lars Gullin, ενός διάσημου σουηδού βαρυτονίστα, το ένα μάλιστα σε στίχους της Chan Parker, συζύγου του Charlie Parker. Υπάρχει επίσης το “Mind if I” του Börje Fredriksson (θρύλος τενορίστας στην Σουηδία, πέθανε το 1968, στα 31 του χρόνια) και τέλος το “From above” του μπασίστα Lars Danielsson.
Το επόμενο άλμπουμ “Pictures of Me” [ACT Music, 2006] υπήρξε η σύγχρονη σουηδική συνεισφορά στο κεφάλαιο επικοινωνίας της jazz με την pop. Μέσω ενός σχήματος νέων, βασικά, μουσικών (Jacob Kartzon πιάνο, Hans Andersson μπάσο, Peter Danemo ντραμς, Xavier Desandre Navarre κρουστά, Tore Brunborg σαξόφωνα, φλάουτο, Lars Danielsson τσέλο) η Tolstoy καταπιάνεται με κάτι που της ταιριάζει. Ξαναλέει με το δικό της παγωμένο τρόπο συνθέσεις των Prince, Paul Simon, Stevie Wonder, Peter Gabriel, Van Morrison κ.ά., προβάλλοντας ατόφια τη σουηδική άποψη.
Με το “My Russian Soul” [ACT Music, 2008] η από το γένος των Tolstoy τραγουδίστρια, εστιάζει στη ρωσική καταγωγή-κληρονομιά της. Με τη βοήθεια της σουηδής τραγουδοποιού Anna Alerstedt, που τοποθετεί στίχους πάνω σε διάφορες ρωσικές μελωδίες κι έχοντας δίπλα της τους καλούς της μουσικούς (τον κιμπορντίστα Jacob Karlzon, τον σαξοφωνίστα Joakim Milder, τον τρομπονίστα Nils Landgren…), η Tolstoy δίνει τη δική της άποψη σε συνθέσεις βασικά του Τσαϊκόβσκι, ερμηνεύοντας συγχρόνως παραδοσιακά και έντεχνα τραγούδια (π.χ. το “Our stories” του σπουδαίου Vladimir Vysotsky). Ξεχωριστό άλμπουμ, στο οποίο ακούγονταν πανέμορφα τραγούδια. Τι να πεις δηλαδή όταν φθάνει στ’ αυτιά σου το “Aftermath” (Τσαϊκόβσκι-Alerstedt);
Το “Letters to Herbie” [ACT Music, 2011] είναι το πιο πρόσφατο CD τής Viktoria Tolstoy. Ηχογραφήθηκε στην Malmö, έχει horn (Magnus Lindgren) και string ενορχηστρώσεις (Filip Runesson), διαθέτει παικταράδες (Jacob Karlzon πιάνο, πλήκτρα, Krister Jonsson κιθάρες, Mattias Svensson μπάσο, Rasmus Kihlberg ντραμς, Nils Landgren τρομπόνι, Magnus Lindgren ξύλινα πνευστά) και βεβαίως διαθέτει, ως κυρίως σώμα, το Hancock-ικό ρεπερτόριο – και λέω «κυρίως», γιατί τρεις από τις δεκατρείς συνθέσεις δεν ανήκουν στον Hancock. Ας ξεκινήσω απ’ αυτές…
Το “Letter to Herbie” (Landgren/ Lindgren/ Tolstoy) προβάλλει ένα χαρακτηριστικό jazz-pop χρώμα, με light-funk προσαρμογές και ωραίο σόλο στο πιάνο (από τον Karlzon). Στο “Naima” (Coltrane/ Hendricks) το κλαρινέτο του Lindgren προσθέτει σε χρωματισμούς, με την Tolstoy να πατά βαθιά στη μελωδία, ενώ στο “Come on, come over” (Pastorius/ Herzog), η funk-rock ρυθμική γραμμή σκάβει ωραία την bluesy ερμηνεία της. Πέραν αυτών… Το άλμπουμ ανοίγει με το “Trust me” από το χανκοκικό “Feets, Don’t Fail Me Now” [Columbia, 1979] το οποίο, μάλλον, το προτιμώ από το (ωραία… υποτονικό) πρωτότυπο. Τo “Textures” από το “Mr. Hands” [Columbia, 1980] δεν είχε στίχους. Εδώ, τοποθέτησε η Anna Alerstedt. Τo electro έχει μετατραπεί σε electric-jazz, με ήπιους funky προσανατολισμούς. Σε άλλα δύο θέματα, που επίσης δεν είχαν στίχους και τοποθετήθηκαν εκ των υστέρων, στο “Chemical residue” (από το “Perfect Machine” του 1988) και στο “Tell me a bedtime story” (από το “Fat Albert Rotunda” του 1969) η Tolstoy ανταποκρίνεται ασμένως. Τα low-tempi, εξάλλου, αναδεικνύουν τα απαλά χρώματα της φωνής της. Από ’κει και κάτω υπάρχει η μπαλάντα “Chan’s song” από το OST του “Round Midnight”, στην οποίαν έβαλε στίχους ο Stevie Wonder, το “Butterfly” από το “Flood” του ’75 και το “Come running to me” από το “Sunlight” του ’78, τα οποία προσθέτουν περαιτέρω στην οικοδόμηση ενός smooth κλίματος. Το “Give it all your heart” (από το “Lite Me Up!” του ’82) που ερμηνεύεται από κοινού, από την Tolstoy και τον Landgren, είναι, ίσως, η κορυφαία στιγμή του άλμπουμ. Τα deep πατήματα του rhythm section, η κοφτερή κιθάρα, ο φωνητικός διάλογος, αλλά και το από κοινού τραγούδισμα, άπαντα συντελούν στην εκτόξευση ακόμη μίας θαυμάσιας χανκοκικής μελωδίας. Φοβερό κομμάτι· δεν του φαινόταν και τόσο στο πρωτότυπο…
Τώρα κάνουν 16-17 ευρώ, αλλά και πάλι είναι ακριβά. Το ίδιο πάνω κάτω κοστίζουν και στη Γερμανία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΒασικά, αυτός που φταίει είναι ο Παπαδήμος με το… 340,75 που μας έβαλε στην ΟΝΕ. Αν μπαίναμε με ισοτιμία 360 τα CD από 16 ευρώ π.χ. θα κόστιζαν 15 και αν μπαίναμε με 380 θα κόστιζαν 14 ευρώ. Μπήκαμε δηλαδή στην ΟΝΕ με υπερτιμημένη δραχμή προς χάριν της Γερμανίας. Τα χάλια μας τα βλέπουμε τώρα.
Κι εγώ οπαδός των προηγούμενων cd της.... Έχετε ακούσει κάτι για συναυλία; Θα ήταν εξαιρετικό νέο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάτι έχει πάρει τ’ αυτί μου…
ΑπάντησηΔιαγραφή