Η ToonDist είναι μία ολλανδική
εταιρεία διανομής με έδρα το Amsterdam και με
αντικείμενο την προχωρημένη jazz. Το motto της είναι: “Creative and
Improvised Music from the Netherlands”. Τρία CD της έφθασαν προσφάτως στα χέρια μου – δύο της Evil Rabbit Records και ένα της
ΒΒΒ. Κάποια λόγια και για τα τρία…
Όπως διαβάζω στο site της Evil Rabbit: «Η εταιρεία δημιουργήθηκε το 2006 από τον πιανίστα Albert van Veenendaal και τον
κοντραμπασίστα Meinrad Kneer. Πρόκειται για ένα ανεξάρτητο label φτιαγμένο
από μουσικούς, απευθυνόμενο σε μουσικούς. Στόχος μας είναι να προβάλλουμε
σύγχρονη ΄προχωρημένη’ jazz και αυτοσχεδιαστική
μουσική. Αυτές οι μουσικές μπορεί να έχουν τις ρίζες τους στην ευρωπαϊκή
παράδοση, είναι όμως πάντα ‘ανοιχτές’ σε πρωτότυπες ιδέες και καινοτόμες
εξελίξεις».
Το “bartleby the scrivener”
[Evil Rabbit Records ERR 19, 2013] υπογράφεται από
τους Fiorenzo Bodrato κοντραμπάσο, Stefano Battaglia πιάνο, Andrea Massaria
κιθάρες, Massimiliano Furia
ντραμς κι είναι ηχογραφημένο κάπου στο Udine το 2011. Πρόκειται για ένα improv-jazz άλμπουμ, που αναπτύσσεται σε ένδεκα
κομμάτια και συνολικώς σε 75 λεπτά. Με τέσσερα όργανα που μπορεί να εμφανισθούν
κάλλιστα σε ρυθμικό ρόλο, το “Bartleby the Scrivener”
δεν είναι ένα δύστροπο και εικονοκλαστικό CD (όπως, ίσως, αφήνεται να εννοηθεί). Βεβαίως υπάρχει η
«ελευθερία» κινήσεων, φυσικά η διάθεση είναι αυτοσχεδιαστική, όμως, συχνά, μέσα
από τις μακριές στο χρόνο «συνθέσεις» αναδύονται μελωδικά σπαράγματα, τα οποία,
ενίοτε, αποκτούν οντότητα ξεχωριστή. Για παράδειγμα αναφέρω το “Motionless young man”, εκεί όπου το πιάνο
μελωδεί ακαταπαύστως, και μάλιστα με την κιθάρα σ’ έναν κάπως… κιμπορντικό
πλαίσιο! Γενικώς, οι τέσσερις μουσικοί έχουν όλο τον χρόνο εμπρός τους
προκειμένου να συντάξουν ένα πλάνο δράσης, μέσα από το οποίο φέγγει πρωτίστως
το ταλέντο του Battaglia
(γνωστός μας από ποικίλες εγγραφές του στην ECM). Είναι αυτό το αφηγηματικό, κινηματογραφικό, ας το αποκαλέσω
και «μεσογειακό», πιανιστικό προφίλ, που θα προσαρμόζεται πάντα σε όποια αυθόρμητη απαίτηση.
Στο “give no quarter”
[Evil Rabbit Records ERR 20, 2013] ακούγονται οι Ab Baars τενόρο
σαξόφωνο, κλαρινέτο, σακουχάτσι, Meinrad Kneer κοντραμπάσο
και Bill Elgart ντραμς. Οι τρεις μουσικοί συλλαμβάνονται σ’ ένα ολλανδικό στούντιο, τον
Οκτώβριο του ’11, να επικοινωνούν εντός πλαισίου το οποίο οριοθετούν οι κοινές
απόψεις τους, προφανώς, για το αυθόρμητο και το αφηρημένο. Δεκατρία κομμάτια
μέσης και μικρής διάρκειας, που δημιουργούν/ προκαλούν καταστάσεις ηχητικού
πανικού – όταν ο Baars δεν φυσάει στο σακουχάτσι, ένα όργανο που προσφέρεται από τη
φύση του, εξάλλου, για περισσότερο... πνευματικές διαδρομές. Οι μουσικές των τριών
αυτοσχεδιαστών δεν είναι, πάντα, άνευ μελωδικού αντικρίσματος, αφού συχνά τα
πνευστά «συντονίζονται» σε αφηγηματικές/ περιγραφικές φόρμες, συμβάλλοντας,
έτσι, στην αποκρυπτογράφηση τού συνολικού τρόπου δράσης των οργανοπαικτών.
Ήτοι, ηχο-εξερευνήσεις πάσης φύσεως και όσον αφορά στα ηχοχρώματα των οργάνων,
αλλά και σε σχέση με τις μεταξύ τους παράλληλες ή κόντρα συνομιλίες.
Το “Lucebert”
[BBB BBCD 16, 2013] των Flex Bent Braam είναι
μία τελείως διαφορετική περίπτωση. Κατ’ αρχάς το υποκείμενο εδώ είναι μία
μικρο-μέγαλη ορχήστρα (Angelo Verploegen τρομπέτα, Walter Wierbos τρομπόνι, Bart van der Putten άλτο,
Oleg Hollmann βαρύτονο, Michiel Braam πιάνο, Tony Overwater κοντραμπάσο,
Joost Lijbaart ντραμς),
ενώ, περαιτέρω, υπάρχει concept
σαφές και διακριβωμένο, που σχετίζεται με μια «μορφή» των ολλανδικών γραμμάτων,
τον ποιητή και ζωγράφο Lucebert
(1924-1994). Μέλος την avant-garde κίνησης CoBrA (Copenhagen, Brussels,
Amsterdam),
που άφησε ισχυρό ίχνος στη χώρα στα τέλη της δεκαετίας του ’40, ο Lucebert κλήθηκε κάποια στιγμή
(το 1965) να σχολιάσει το πώς έβλεπε την ολλανδική λογοτεχνική γενιά που
εμφανίστηκε μετά τον Πόλεμο, εντός της οποίας και ο ίδιος δραστηριοποιήθηκε. Η απάντησή
του ήταν ένα τηλεγράφημα, μία λίστα με τα αγαπημένα του jazz standards (“Better git it in your soul”, “Dizzy atmosphere”, “Misty”, “Get out of town”, “You’re your lover has gone”, “Straight,
no chaser”, “I may be wrong”, “So what”, “Let’s cool one”, “Hot house”,
“The stratus seekers”), τα οποία περιέγραφαν,
προφανώς, όλα εκείνα που δεν ήθελε να πει με λόγια. Αυτά τα στάνταρντ αποφασίζουν να
διασκευάσουν οι Flex Bent Braam,
παρεμβάλλοντας ανάμεσα οκτώ συνθέσεις του πιανίστα Braam, βασισμένες στα Ιαπωνικά Επιγράμματα του Lucebert (ποιητικό
έργο να υποθέσω), που γράφτηκαν στα χρόνια του ’50. Το αποτέλεσμα είναι ένα
εντελώς «γεμάτο» άλμπουμ (όχι μόνον επειδή αγγίζει τα 80 λεπτά), αλλά και γιατί
δίδει την ευκαιρία σ’ αυτήν την ξεχωριστή ορχήστρα να δώσει καθαρό και
ευδιάκριτο στίγμα. Πολύ ωραίες ενορχηστρώσεις – με το κομμάτι του Mingus π.χ. που ανοίγει το
άλμπουμ να είναι χάρμα ώτων και με το έσχατο (των στάνταρντ), το “The stratus seekers” του George Russell, να δείχνει πώς, με
ποιον τρόπο, όχι μόνον ο Lucebert αλλά μία ολόκληρη λογοτεχνική ομάδα ενδεχομένως στοιχήθηκε
δίπλα σ’ εκείνους τους συνθέτες, που άλλαξαν τη δομή της jazz την ίδια πάνω-κάτω εποχή. Δεν
χρειάζεται να πω πως το δέσιμο ανάμεσα στο παλαιό υλικό και τα θέματα του Braam είναι πασιφανές, κυρίως
γιατί τον ολλανδό συνθέτη τον απασχολεί, ως βάση των κομματιών του, το blues και όχι κατ’ ανάγκην η πρωτοπορία – με το “Roes-whirl” να συναγωνίζεται σε «δώσιμο» τα άγια των αγίων.