Το
τέλος του 1973 υπήρξε μια πολύ ιδιαίτερη περίοδος για την ελληνική κοινωνία
(και πλέον για την Ιστορία). Υπάρχει πάντα δικτατορία στη χώρα, ενώ έχουμε τη
δοτή «πολιτική» κυβέρνηση Μαρκεζίνη, τον ξεσηκωμό των Μεγαρέων για την γνωστή
υπόθεση Ανδρεάδη (που θα γινόταν και ταινία-ντοκιμαντέρ από τους Σάκη Μανιάτη
και Γιώργο Τσεμπερόπουλο), την εξέγερση στο Πολυτεχνείο και το νέο πραξικόπημα
Ιωαννίδη (όλα αυτά μέσα σε ενάμισι μήνα). Επρόκειτο για μεγάλα γεγονότα, που θα
έριχναν τη σκιά τους σε κάθε διάσταση της καθημερινότητας και φυσικά στην Τέχνη.
Στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στα εικαστικά, στο τραγούδι... παντού. Τίποτα
δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστο (από τα εν λόγω γεγονότα) και τίποτα δεν
θα μπορούσε να προβλεφθεί στην πορεία, καθώς το μέλλον διαγραφόταν σκοτεινό και
αβέβαιο.
Τούτο, φυσικά, δεν σημαίνει πως η ζωή δεν συνεχιζόταν, κατά τους συνήθεις ρυθμούς της, για την πλειονότητα του κόσμου. Θέατρα, κινηματογράφοι, μπουάτ, κλαμπ, ντισκοτέκ, νυχτερινά κέντρα κ.λπ. έκαναν τη δουλειά τους –αυτή που κάνουν πάντα, και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες– είτε επιχειρώντας να αρθρώσουν έναν λόγο πολιτικό, μέσα στο πλαίσιο ανοχής της περιόδου, είτε να προτείνουν μια πιο απτή ψυχαγωγία και διασκέδαση, αγνοώντας την περιρρέουσα κατάσταση. Κανείς, βεβαίως, δεν μπορεί να λησμονήσει πως ένα μικρό κομμάτι του πληθυσμού εξακολουθούσε να υποφέρει για τις ιδέες και τη δράση του, με το ΕΑΤ-ΕΣΑ να αποτελεί το προπύργιο «του νόμου και της τάξης», δρώντας επί της ουσίας σαν παραστρατιωτική οργάνωση, με την Γυάρο να ξανανοίγει κ.λπ.
Το 1973 είναι μια καθοριστική χρονιά για πολλούς ανθρώπους της Τέχνης εκείνης της περιόδου, ενώ ταυτόχρονα είναι και μια μάλλον περίεργη χρονιά για τον Μάνο Χατζιδάκι – κάτι που φαίνεται και από το γεγονός της πλήρους δισκογραφικής αποχής του.
Ο Χατζιδάκις είναι κάπως έξω από τα νερά του. Η πολύ χλιαρή αντιμετώπιση του «Μεγάλου Ερωτικού», από τον κόσμο, ήταν ένα χτύπημα για τον ίδιο, όπως και να το κάνουμε, με αποτέλεσμα ο συνθέτης να σκέφτεται ακόμη και την αποχώρησή του από την ελληνική πραγματικότητα. Το αγωνιστικό κλίμα, τουλάχιστον στο χώρο της νεολαίας, στην οποία κατά βάθος προσβλέπει ο Χατζιδάκις, όπως και η έντονη πολιτικοποίηση της περιόδου, δεν τον ευνοούν. Έτσι, το πρώτο εξάμηνο του 1973 θα το περάσει βασικά στο εξωτερικό, κινούμενος μεταξύ Παρισίων, Βρυξελλών και Λονδίνου.
Πιο συγκεκριμένα θα βρεθεί να συνεργάζεται με τον χορογράφο Maurice Béjart και την σοπράνο Βάσω Παπαντωνίου, στην παρουσίαση της “La Traviata” του Giuseppe Verdi, στο βασιλικό θέατρο La Monnaie των Βρυξελλών (27 Φεβρουαρίου 1973), ετοιμάζοντας το σάουντρακ της γερμανικής ταινίας “Der Fußgänger” (1973) του Maximilian Schell, ενώ την ίδια εποχή θα γνώριζε στο Παρίσι και τον γιουγκοσλάβο σκηνοθέτη Dušan Makavejev, για την ταινία του οποίου “Sweet Movie” (1974) θα έγραφε αργότερα μουσική.
Εν τω μεταξύ το καλοκαίρι του ’73 έρχεται στην Αθήνα ο Mayo Thompson (μέλος του ροκ συγκροτήματος Red Crayola στο τέλος των σίξτις) προσβλέποντας σε μια συνεργασία με τον Χατζιδάκι, καθώς οι δυο τους τα είχαν μιλήσει από την Αμερική, αλλά ο Χατζιδάκις θα αρρώσταινε (όπως είχε πει ο Thompson σε συνέντευξη), με αποτέλεσμα αυτή η απροσδόκητη επαφή, που δεν ξέρουμε πού θα κατέληγε, να μην συμβεί ποτέ (δυστυχώς).
Την
ίδια εποχή ο έλληνας συνθέτης επεξεργάζεται και ετοιμάζει τον «Οδοιπόρο», όπως
ήταν ο πρώτος ανεπίσημος τίτλος του επερχόμενου δίσκου του. Ο τίτλος είναι
παρμένος από την ταινία “Der
Fußgänger” του Schell (der
fußgänger στα γερμανικά σημαίνει ο
πεζός, ο οδοιπόρος), που θα έβγαινε στις αίθουσες στις 6
Σεπτεμβρίου 1973 (όπως μαθαίνουμε από τη γερμανική wiki).
Μάλιστα, για αφηγητής στον δίσκο προοριζόταν ο ίδιος ο Schell,
ενώ τα τραγούδια επρόκειτο να τα ερμηνεύσουν ο Δημήτρης Ψαριανός, η Φλέρυ
Νταντωνάκη, όπως και η πρωτοεμφανιζόμενη Αρετή Γεωργίου (στην πορεία θα άλλαζαν
όλοι οι ερμηνευτές). Ο Χατζιδάκις δεν είχε γράψει πολλή καινούρια μουσική για
την γερμανο-ελβετική ταινία (ανάμεσα ακούγονται και τα τραγούδια «Ο ταχυδρόμος
πέθανε» και «Το μαντολίνο» με τη Ζωή Φυτούση), όμως ένα από τα λίγα πρωτότυπα
κομμάτια που ακούγονταν εκεί ήταν και «Η μπαλλάντα του οδοιπόρου» (χωρίς τους
στίχους), σε ελαφρώς διαφορετική εκτέλεση από εκείνη του δίσκου.
Η συνέχεια
εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/music/100-hronia-manos-hatzidakis-polytropon-ena-peirama-apo-1973-74
Τούτο, φυσικά, δεν σημαίνει πως η ζωή δεν συνεχιζόταν, κατά τους συνήθεις ρυθμούς της, για την πλειονότητα του κόσμου. Θέατρα, κινηματογράφοι, μπουάτ, κλαμπ, ντισκοτέκ, νυχτερινά κέντρα κ.λπ. έκαναν τη δουλειά τους –αυτή που κάνουν πάντα, και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες– είτε επιχειρώντας να αρθρώσουν έναν λόγο πολιτικό, μέσα στο πλαίσιο ανοχής της περιόδου, είτε να προτείνουν μια πιο απτή ψυχαγωγία και διασκέδαση, αγνοώντας την περιρρέουσα κατάσταση. Κανείς, βεβαίως, δεν μπορεί να λησμονήσει πως ένα μικρό κομμάτι του πληθυσμού εξακολουθούσε να υποφέρει για τις ιδέες και τη δράση του, με το ΕΑΤ-ΕΣΑ να αποτελεί το προπύργιο «του νόμου και της τάξης», δρώντας επί της ουσίας σαν παραστρατιωτική οργάνωση, με την Γυάρο να ξανανοίγει κ.λπ.
Το 1973 είναι μια καθοριστική χρονιά για πολλούς ανθρώπους της Τέχνης εκείνης της περιόδου, ενώ ταυτόχρονα είναι και μια μάλλον περίεργη χρονιά για τον Μάνο Χατζιδάκι – κάτι που φαίνεται και από το γεγονός της πλήρους δισκογραφικής αποχής του.
Ο Χατζιδάκις είναι κάπως έξω από τα νερά του. Η πολύ χλιαρή αντιμετώπιση του «Μεγάλου Ερωτικού», από τον κόσμο, ήταν ένα χτύπημα για τον ίδιο, όπως και να το κάνουμε, με αποτέλεσμα ο συνθέτης να σκέφτεται ακόμη και την αποχώρησή του από την ελληνική πραγματικότητα. Το αγωνιστικό κλίμα, τουλάχιστον στο χώρο της νεολαίας, στην οποία κατά βάθος προσβλέπει ο Χατζιδάκις, όπως και η έντονη πολιτικοποίηση της περιόδου, δεν τον ευνοούν. Έτσι, το πρώτο εξάμηνο του 1973 θα το περάσει βασικά στο εξωτερικό, κινούμενος μεταξύ Παρισίων, Βρυξελλών και Λονδίνου.
Πιο συγκεκριμένα θα βρεθεί να συνεργάζεται με τον χορογράφο Maurice Béjart και την σοπράνο Βάσω Παπαντωνίου, στην παρουσίαση της “La Traviata” του Giuseppe Verdi, στο βασιλικό θέατρο La Monnaie των Βρυξελλών (27 Φεβρουαρίου 1973), ετοιμάζοντας το σάουντρακ της γερμανικής ταινίας “Der Fußgänger” (1973) του Maximilian Schell, ενώ την ίδια εποχή θα γνώριζε στο Παρίσι και τον γιουγκοσλάβο σκηνοθέτη Dušan Makavejev, για την ταινία του οποίου “Sweet Movie” (1974) θα έγραφε αργότερα μουσική.
Εν τω μεταξύ το καλοκαίρι του ’73 έρχεται στην Αθήνα ο Mayo Thompson (μέλος του ροκ συγκροτήματος Red Crayola στο τέλος των σίξτις) προσβλέποντας σε μια συνεργασία με τον Χατζιδάκι, καθώς οι δυο τους τα είχαν μιλήσει από την Αμερική, αλλά ο Χατζιδάκις θα αρρώσταινε (όπως είχε πει ο Thompson σε συνέντευξη), με αποτέλεσμα αυτή η απροσδόκητη επαφή, που δεν ξέρουμε πού θα κατέληγε, να μην συμβεί ποτέ (δυστυχώς).
https://www.lifo.gr/culture/music/100-hronia-manos-hatzidakis-polytropon-ena-peirama-apo-1973-74
Από το fb...
ΑπάντησηΔιαγραφήVassilis Serafimakis
"...με το ΕΑΤ-ΕΣΑ δρώντας επί της ουσίας σαν παραστρατιωτική οργάνωση"
Εύγλωττη επισήμανση! Αυτό πού δεν έγινε με τη μεταπολίτευση (λες κι ήταν το μόνο που δεν έγινε, βέβαια), ήτανε μερικά στρατοδικεία γιά την διασάλευση τής στρατιωτικής ιεραρχίας τού καθεστώτος Ιωαννίδη - γιά να πιάσουμε μόνο αυτό. Είχαμε ταξίαρχο να διατάζει στρατηγούς, οπλίτες τής ΕΣΑ να ξεφτελίζουν αξιωματικούς, όταν δεν τούς βασάνιζαν, κ.ά.π.
ΥΓ Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη
Konstantinos Kottis
Εξαιρετικό! Το "την ελευθερία μου δεν την εξαρτώ από πολιτικά σχήματα, είμαι εσωτερικά ελεύθερος" αν και είναι παρεξηγήσιμο είναι σαφής επίδραση από νεοπλατωνική και στωική φιλοσοφία της ρωμαϊκής περιόδου. Κράτη δεν υπήρχαν αλλά κυρίως μία αυτοκρατορία. Η ελευθερία αναζητήθηκε εσωτερικά ως πνευματική διεργασία και ανάπτυξη. Τώρα ως προς την απήχηση στις τότε μουσικές σκηνές, ορισμένα προγράμματα παρουσίαζαν σαφώς ιστορικά τραγούδια και εμπνευσμένους ερμηνευτές τον καιρό της κορύφωσής τους. Λογικό το βλέπω. Ειδικά ο Μαρκόπουλος, ο Μούτσης, ο Ξυλούρης, η Μοσχολιού, ο Καλογιάννης και η Δημητριάδη τους άλλους απλά δεν τους έβλεπαν τότε από κάθε άποψη και ο Μάνος έφερε πολλά ντεζαβαντάζ.