Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

πες τα «έντεχνα»

ΤΑΚΗΣ ΒΟΥΗΣ: Βασιλιάς Σαλτιμπάγκος (Μπατσιούλας/ Παρουσία/ Μετρονόμος/ Τρεις Σωματοφύλακες)
Σχεδόν 45(!) χρόνια βρίσκεται στη δισκογραφία ο Τάκης Βούης – κάτι, οπωσδήποτε, όχι καθημερινό για τα εγχώρια δεδομένα. Κι αν τούτο είναι ένα πρώτο ασυνήθιστο, το πιο ασυνήθιστο είναι η συνέπεια της τραγουδοποιητικής παρουσίας τού ροδίτη καλλιτέχνη.
Ο Βούης, όλες αυτές τις δεκαετίες, έχει φροντίσει να οικοδομήσει ένα προφίλ εικόνας/ πρότασης/ αφήγησης από το οποίο δεν μετακινείται ρούπι. Η ηθική διάσταση αυτής της απόφασης είναι προφανής – όπως είναι και δυσεύρετη, και διαρκώς υπό αναζήτηση. Και τι νόημα θα είχε η «συνέπεια», θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, άμα δεν συνοδεύεται και από ένα υψηλά ιστάμενο έργο; Σωστό. Εν μέρει. Οπωσδήποτε έχει σημασία το να χαράζει κάποιος, από την αρχή, μια διαδρομή και να την ακολουθεί με πίστη καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, όμως αυτή η «σημασία» εξυψώνεται ακόμη περισσότερο όταν αναφερόμαστε στο έργο ενός καλλιτέχνη, ενός ανθρώπου που απευθύνεται στον κόσμο. Ο Βούης σ’ αυτόν ακριβώς τον τομέα έχει κερδίσει το πιο μεγάλο στοίχημα. Σαράντα πέντε χρόνια μετά, κάθε καινούρια του δουλειά –και βεβαίως ο «Βασιλιάς Σαλτιμπάγκος»– έχει να προτείνει μόνον άξια τραγούδια.
Έχοντας να μελοποιήσει τους στίχους μιας νέας στιχουργού, της Ντίνας Πετροπούλου, και βοηθούμενος τα μάλα από τις ενορχηστρώσεις του μονίμου συνεργάτη του τα τελευταία χρόνια κλασικού-ακουστικού κιθαριστή Γιάννη Γιακουμάκη, ο Βούης ετοιμάζει μια σειρά 11 τραγουδιών (υπάρχει στο τέλος κι ένα κιθαριστικό), τα οποία ξεχωρίζουν για την απλότητά τους. Σε μιαν εποχή όπου τα πάντα φαίνονται ή είναι αδιευκρίνιστα, το να υπάρχει κάποιος που θα σου πει «καλημέρα», και ταυτοχρόνως να το εννοεί, είναι κάτι που δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Αυτή την αίσθηση μού άφησαν τραγούδια σαν τα «Χρόνο ζητάω», «Ζωή χωρίς Κυριακές», «Δίψα μου» και «Πόρτα κλειστή». Τραγούδια απλά, γλυκά, εύμορφα, και κυρίως ουσιαστικά, δίχως να «υποκρίνονται» πως είναι κάτι παραπάνω απ’ ό,τι είναι. Και τούτο είναι που μένει από την ακρόαση του άλμπουμ.
Επαφή: www.batsioulas.gr
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΕΡΜΑΝΟΣ: Τα BlueZάκια (Polymusic)
Πιστός στο στυλ του, αλλά με μία low-budget… περυσινή αυτοπαραγωγή που δεν ευνοεί το τελικό και οριστικό αποτέλεσμα (αφού όλα τα κομμάτια ακούγονται «ίδια»), επιστρέφει στη δισκογραφία και ο Βαγγέλης Γερμανός, 40+ χρόνια μετά το ξεκίνημά του με το ντουέτο Διόσκουροι (να τα λέμε κι αυτά). Το blues δηλώνει παρόν στα «BlueZάκια»… και δεν είναι ευφημισμός. Μόνο που είναι ένα blues ολίγον folk ή και κάπως jazz, χαμηλών τόνων, γενικώς, αργό και νωχελικό, που ενώ προσπαθεί να πιάσει (και πιάνει) κάτι από το καθημερινό (ευτράπελο ή μη) γίγνεσθαι, χάνεται μέσα στην περιρρέουσα… εξάντληση και την ατονία. Είναι το ύφος του Γερμανού αυτό από παλαιά (με τις όποιες αμβλύνσεις έχει επιφέρει ο χρόνος) και δεν πρέπει να μας παραξενεύει· δεν μας παραξενεύει. Θα μπορούσε όμως να υπάρχουν και δυο-τρία κομμάτια ανάμεσα στα δώδεκα που να κάνουν, κάπως, μια… διαφορά. Που ν’ αλλάζουν λίγο το σκηνικό. Κάτι πάει να γίνει με την «Ωδή στη φαντασία», αλλά κι αυτή ακούγεται εντελώς στο τέλος. Έχω την αίσθηση πως αν ο Γερμανός απέδιδε τα κομμάτια του μόνο με μιαν ακουστική κιθάρα το αποτέλεσμα θα ήταν καλύτερο. Θα είχε αποφευχθεί, τουλάχιστον, η ηχητική ισοπέδωση.
Επαφή: www.polymusic.net
ΣΤΕΛΙΟΣ ΔΑΒΑΡΗΣ: Ρεύματα (Ankh Productions)
Πρόκειται για το δεύτερο προσωπικό άλμπουμ του νέου τραγουδοποιού Στέλιου Δάβαρη (το πρώτο ήταν το «Όλα Είναι Νερό» στην MINOS-EMI το 2010). Δεν έχω ακούσει την προηγούμενη δουλειά τού Δάβαρη έτσι είναι δύσκολο (δηλαδή αδύνατον) να αντιληφθώ αν υπάρχει κάποια αλλαγή πλεύσης, κάποια βελτίωση ενδεχομένως σε ουσιώδη ή επιμέρους θέματα. Ακούω λοιπόν… εκ του μηδενός και λέω λίγα λόγια.
Ο Δάβαρης έχει ωραία, εκφραστική φωνή. Είναι τραγουδιστής δηλαδή – δεν είναι κάποιος που γράφει, απλώς, τραγούδια και τα ερμηνεύει όπως-όπως. Από ηχητικής πλευράς ο χώρος τού Δάβαρη είναι η ροκ μπαλάντα. Οι ενοργανώσεις είναι προσεγμένες και παρότι οι κιθάρες πρωταγωνιστούν εκ πρώτης, σ’ ένα δεύτερο επίπεδο χώρο καταλαμβάνουν το ηλεκτρικό πιάνο, τα έγχορδα και κάποια πνευστά προς το τέλος. Οι συνθέσεις είναι μεστές, με τα μελωδικά κομμάτια να είναι προτιμότερα των ρυθμικών – κάτι που ευνοείται και από τη φωνή του τραγουδιστή. Οι στίχοι φαίνεται πως είναι το «μειονέκτημα» της τραγουδοποιίας του Δάβαρη. Δεν ξέρω αν είναι λογικό –το λέω επειδή μία στις εκατό θ’ ακούσουμε στίχους που να λένε κάτι πέραν των προφανών–, έχω όμως την αίσθηση πως αυτοί (οι στίχοι) μπορεί να βελτιωθούν. Υπάρχουν κομμάτια στα «Ρεύματα» που ξεχωρίζουν. Ίσως δεν πρόκειται για τις «επιτυχίες» –ό,τι αναζητούν τα ραδιόφωνα δηλαδή–, αλλά τούτο δεν πρέπει (αναγκαστικώς) να προβληματίζει τον τραγουδοποιό. Το εισαγωγικό «Γκρι λεωφόρος» είναι καλό κομμάτι, ακόμη καλύτερο είναι το «Απομακρυνόμαστε», αλλά το… καλυτερότερο είναι το «Ρεύματα».
PANAGIOTIS MARGARIS: Rock of my Soul (Polymusic)
Δεν απαιτεί θράσος αυτό που πράττει στο “Rock of my Soul” ο Παναγιώτης Μάργαρης. Να ενορχηστρώσει δηλαδή με βάση την κλασική και την ακουστική κιθάρα του (ακούγονται ανά περίπτωση κι άλλα όργανα, όπως βιολί, βιόλα, βιολοντσέλο, μπάσο, programming) μια σειρά πασίγνωστων rock & rock τραγουδιών από το “Paint it black” των Rolling Stones και το “Dream on” των Aerosmith, μέχρι το “Let it be” των Beatles και το “Can’t help falling in love” με τον Elvis. Εκείνο που απαιτείται είναι η λατρεία για τα όσια και τα ιερά… της rock (που θα έλεγαν και τινές πανεπιστημιακοί), η βιρτουοζιτέ στο όργανο (ο Μάργαρης την διαθέτει ως γνωστόν) και περαιτέρω μερικές «εξωτερικές» βοήθειες, βασικά «φωνές», που θα σπρώξουν το CD και προς την εμπορική κατεύθυνση. Έτσι, λοιπόν, όσο και αν ξενίζει ν’ ακούς την Φωτεινή Δάρρα να τραγουδά (σωστά πάντως), Metallica (“Nothing else matters”), τους Μελίνα Κανά-Διονύση Τσακνή να αναπαριστούν με θέρμη τους Nick Cave-Kylie Minogue στο “Where the wild roses grow” («Γλυκιά φυλακή»), τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα να ροκάρει στο μη rock «Σπασμένο γυαλί» (το πιο… άσχετο κομμάτι του CD), αλλά και την Ελένη Πέτα να κάνει δικό της το “Let it be”, είναι τα ορχηστρικά κομμάτια, που δίνουν πόντους στο “Rock of my Soul”. Αχρείαστες οι φωνές Παναγιώτη Μάργαρη. Λοξοδρομούν το άλμπουμ σου, «κλέβοντάς» σου, συγχρόνως, και κομμάτι από τη δόξα σου.
Επαφή: www.polymusic.net
ΛΑΖΑΡΟΣ ΣΑΜΑΡΑΣ: Σταγόνες (Ζεύξις)
Δυο-τρεις διαπιστώσεις ακούγοντας το 20λεπτο CD «Σταγόνες» του ακορντεονίστα, βασικά, Λαζάρου Σαμαρά. Ο Παντελής Θεοχαρίδης είναι σπουδαίος τραγουδιστής (δεν είμαι ο πρώτος που το λέει), έπεσε όμως σε λάθος εποχή (στα seventies θα μεγαλουργούσε – άμα τον άφηναν…). Όπου ακούγεται στα τραγούδια του Σαμαρά τ’ ανεβάζει ένα επίπεδο. Συμπαθητική η Μπάμπαλη, αλλά δεν «κολλάει» με τον Θεοχαρίδη απέναντι. Καλές οι υπόλοιπες φωνές (Μαρία Σπυροπούλου, Χρυσούλα Κεχαγιόγλου), χωρίς όμως να μένουν στο μυαλό σου μετά την ακρόαση των τραγουδιών. Τα τραγούδια; Έντεχνα «παλιομοδίτικα» (χαρακτηρισμός είναι, όχι μομφή), μπαλάντες και κάπως… rock (το πρώτο) με στίχους προσεγμένους-προσεκτικούς, δίχως όμως έναν «μεγάλο λόγο» ανάμεσα. Συγκριτικώς, το ωραιότερο κομμάτι είναι η «Ομπρέλα» (σε… μαλαμικές φόρμες), το οποίο θα διέπρεπε πριν καμμιά 15ετία. Τώρα δεν ξέρω…
Επαφή: www.zefxismusic.gr
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΥΡΑΤΣΟΣ: Κλείνω τα Μάτια να Δω (Polytropon)
Το ελληνόφωνο ηλεκτρικό τραγούδι του Γιάννη Κυρατσού όσο κι αν ακούγεται… ρετουσαρισμένο (δηλαδή ωραιοποιημένο) λόγω του programming του Dani Joss, αλλά και μιας πλειάδας οργανοπαικτών (18 στο σύνολο, με κάποια πολύ γνωστά ονόματα ανάμεσα όπως εκείνα των Γιώργου Πεντζίκη πιάνο και του Φώτη Σιώτα βιολί, βιόλα) λίγες φορές κατορθώνει να πείσει πως μπορεί να κάνει τη διαφορά. Και αυτό είναι ένα θέμα γενικότερο. Πώς, από τη στιγμή που λειτουργούν όλα στην εντέλεια και φαίνονται προσεγμένα (παιξίματα, παραγωγές, ηχοληψίες, ενορχηστρώσεις), το τελικό αποτέλεσμα να μην εμφανίζει το ποθούμενο ξεπέταγμα; Δεν είναι αδιάφορα τα τραγούδια του Κυρατσού –μην παρεξηγηθώ– αφού ως συνθέσεις στέκονται καλώς (να, για παράδειγμα, το «Όλα γυρίζουν» ή το «Ψηλά στη σελήνη»), ενώ και οι στίχοι χωρίς να είναι κάτι ιδιαίτερο, συνάδουν με το σύνολο. Μάλλον το μεγαλύτερο «πρόβλημα» στο «Κλείνω τα Μάτια να Δω» έχει να κάνει με τον ήχο, που είναι βαρυφορτωμένος (η 18άδα των μουσικών είναι ενδεικτική θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος), με τις μπερδεμένες τριπ-χοπάδικες και electro-rock αναφορές. Δεν ανασαίνουν τα τραγούδια του Κυρατσού – και αυτό είναι το πιο μεγάλο ζήτημα. Αν απλοποιήσει τις φόρμες, και τις ιδέες του, νομίζω πως θα έχει καλύτερα αποτελέσματα.
Επαφή: www.polytropon.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου