Το δεύτερο μυθιστόρημα της Χίλντας Παπαδημητρίου δεν με
«κράτησε» όπως το πρώτο (Για μια χούφτα
βινύλια). Είναι περισσότερο προβλέψιμο, ενώ από πολύ νωρίς, ή τουλάχιστον…
εγκαίρως, αντιλαμβάνεσαι το προς τα πού θα κυλήσει· ποιος είναι, τέλος πάντων, ο…
δολοφόνος (επί του προκειμένου έχουμε να κάνουμε τόσο με ηθικούς, όσο με και
φυσικούς αυτουργούς). Αυτό το τελευταίο δεν είναι εξ ανάγκης μειωτικό. Υπάρχουν
αστυνομικά και θρίλερ (βιβλία ή ταινίες) που γνωρίζεις εξ αρχής την αιτία του κακού (την αποκαλύπτει ο
συγγραφέας ή ο σκηνοθέτης εννοώ), αλλά, παρά ταύτα, στην πορεία σού κόβεται το αίμα. Το βασικό
«πρόβλημα» με το Έχουνε όλοι κακούς
σκοπούς [Μεταίχμιο, Αθήνα 2013] είναι πως η ιστορία μοιάζει (σ’ εμένα
τουλάχιστον) τραβηγμένη. Πιθανώς να
το ξέρει και η ίδια η Παπαδημητρίου αυτό, επειδή είναι μουσικόφιλη, αφού το εν
λόγω στόρι, το βασικό κομμάτι της ίντριγκας –αυτό που αναπτύσσεται στις 346
σελίδες του βιβλίου της– δεν «πατάει» στην ελληνική πραγματικότητα. Και το λέω
τούτο επειδή το Έχουνε όλοι κακούς
σκοπούς είναι ένα βιβλίο, που σχετίζεται με την ελληνική ροκ ας-την-πούμε-έτσι
σκηνή. Μια παρέα (ένα κομμάτι της σκηνής δηλαδή), που ξεκινά από τα
ερασιτεχνικά τοπικά συγκροτήματα των μέσων του ’70 και που μέσα από διάφορες αισθητικές
(και άλλες τινές) αναζητήσεις κατορθώνει να εκτοξευτεί στο εγχώριο μουσικό
γίγνεσθαι· στα χρόνια του ’90 πια, όταν το rock έχει απολέσει την ουσία του,
ξαναβρίσκοντας έναν κάποιο βηματισμό μέσω της επικοινωνίας του με τις μουσικές του κόσμου (Αφρική, Μεσόγειος,
Κρήτη…). Οι παλαιές φιλίες, που έκρυβαν εντός τους φίδια, αποδεσμεύονται στο νέο περιβάλλον της δόξας και του
χρήματος, οδηγώντας πρόσωπα και καταστάσεις στα άκρα.
Επειδή ο τίτλος του βιβλίου έχει να κάνει μ’ ένα τραγούδι
του Εξαδάκτυλου από το 1971 –το flip-side από
το 45άρι «Τα παιδιά ειν’ εντάξει/ Έχουν κακούς σκοπούς» [Zodiac ZS 8224]– σε μουσική των Ν.
Δαπέρη, Λ. Αλαχαδάμη, Α. Τριανταφύλλου, G. Lambizi,
Κ. Δουκάκη, Δ. Πουλικάκου (τα ονόματα από το δισκάκι) και σε στίχους του
Πουλικάκου, μου δημιουργήθηκε εξ αρχής η εντύπωση πως το βιβλίο της Χίλντας
Παπαδημητρίου θα είχε περισσότερο seventies χροιά, πως θα αγκιστρωνόταν πιο βαθειά
στο παρελθόν και πως ο αστυνόμος Χάρης Νικολόπουλος θα έπρεπε να «σκάψει» όσο
δεν πήγαινε άλλο σε αραχνιασμένες δισκοθήκες και αρχεία, προκειμένου να
ανασύρει στην επιφάνεια όλα εκείνα τα στοιχεία που θα τον βοηθούσαν να
συμπληρώσει το παζλ του κεντρικού αινίγματος. Στη βάση αυτή το τμήμα του
βιβλίου (οι σελίδες 213-228), στο οποίο πρωταγωνιστεί ο μουσικοκριτικός Αντώνης
Παπαδιαμάντης, δεν είναι απλώς το πιο απολαυστικό ως ανάγνωσμα, αλλά κι εκείνο
που θα βοηθήσει τα μάλα στη διαλεύκανση της ιστορίας.
Δεν είμαι συγγραφέας, ούτε φιλοδοξώ να γίνω, και δεν
νοιάζομαι να υποδείξω τίποτα και σε κανέναν. Απλώς φρονώ πως ένα ενδιαφέρον concept, όπως αυτό που
στήθηκε από την Παπαδημητρίου στο Έχουνε
όλοι κακούς σκοπούς, έστω κι αν συγκροτείται γύρω από μια δολοφονία που
μια μοιάζει ξένη, να το ξαναπώ, με την ελληνική ροκ πραγματικότητα (αναγνωρίζω, πάντως, πως ο φόνος κουβαλά ως «εύρημα» ένα βαρύ φορτίο, που βοηθά στο
χτίσιμο της ιστορίας) έπρεπε να αγκιστρώνεται περισσότερο, απείρως περισσότερο,
στα ήθη και τα έθη του ’70. Δεν συνέβη.
Κάτι ακόμη, που σχετίζεται με τα πραγματολογικά στοιχεία του
μυθιστορήματος, τα οποία, συνήθως, οι συγγραφείς τα αντιμετωπίζουν –κακώς– ελαφρά
τη καρδία. Αφού λοιπόν αποφασίζουν να τα χρησιμοποιήσουν, τότε θα πρέπει
να τα χρησιμοποιούν όσο πιο σωστά γίνεται. Μένω στη σελίδα 129. Όλοι γράφαμε και ακούγαμε
κασέτες στα 80s (εγώ
γράφω και ακούω ακόμη). Και βεβαίως σε μια κασέτα με ελληνικό ροκ θα μπορούσε
να ακούγονται Φατμέ και Μουσικές Ταξιαρχίες, πιθανώς δε και Ηρακλής
Τριανταφυλλίδης. Λέω «πιθανώς», γιατί οι eighties δίσκοι του Ηρακλή ήταν
ανεξάρτητες παραγωγές και άρα όχι προσβάσιμες σε όλους. Κασέτα με τα… αγγλόφωνα ελληνικά συγκροτήματα Magic De Spell, Last Drive, Panx Romana (αυτοί ήταν
ελληνόφωνοι), Libido Blume και Purple Overdose
δύσκολα θα έγραφε κάποιος. Άντε οι Last Drive με τους Purple Overdose να
έμπαιναν στην ίδια κασέτα, αλλά οι Panx Romana με τίποτα (για να μην πω για τους Libido Blume και
τους Magic De Spell).
Μια κασέτα γραμμένη στα 80s
με ελληνικό ροκ του ’70 θα μπορούσε να περιλαμβάνει –ρωτώ– Poll («Άνθρωπε αγάπα»), Πελόμα Μποκιού
(«Γαρύφαλλε, Γαρύφαλλε»), Διόσκουρους («Φράγκοι, Λατίνοι, Νορμανδοί»), Δάμωνα & Φιντία («Το ξέσπασμα»), Θανάση Γκαϊφύλια («Ατέλειωτη εκδρομή»), Εξαδάκτυλο
(«Ο Ανεπρόκοπος»), Μπουρμπούλια («Ντάμης ο σκληρός») και Πουλικάκο («Πολύ ωραίο
στυλ»); Για σκεφτείτε το. Εγώ λέω πολύ δύσκολα. Στη δεκαετία του ’80 μπορούσες
να βρεις εύκολα Poll
και Πελόμα Μποκιού, αλλά για Διόσκουρους και Δάμωνα & Φιντία έπρεπε να
έχεις την επανέκδοση του «Rock Σήμερα!» [Lyra]
από το 1980, η οποία ένα-δυο χρόνια μετά την επανακυκλοφορία της δεν βρισκόταν
πουθενά (δεν συζητώ για το original της Minerva
από το 1971). Επίσης, στα 80s,
δύσκολα εύρισκες και την «Ατέλειωτη Εκδρομή» του Γκαϊφύλια (απεναντίας ψιλο-εύρισκες
το «Ωτοστόπ», που είχε επανεκδοθεί κι αυτό από τη Lyra το 1980), ενώ ήταν σχεδόν αδύνατον
να εντοπίσεις τα 45άρια με τον «Ανεπρόκοπο» και τον «Ντάμη το σκληρό» (τα
συγκεκριμένα κομμάτια δεν είχαν μπει ακόμη σε συλλογές στα 80s – κάτι που δεν συνέβη, εξ όσων μπορώ
να θυμηθώ, πριν το 1994). Και βεβαίως κανένας fan του
ελληνικού ροκ δεν θα κόλλαγε το σατιρικό «Πολύ ωραίο στυλ» από το «Ελλαδέξ» του
Λογοθέτη (με τον Πουλικάκο) με όλα τα υπόλοιπα κομμάτια. Θέλω να πω, εν
ολίγοις, πως το track list
της κασέτας ήθελε περισσότερο προσοχή. Επίσης στη σελ.215 διαβάζουμε: «Καλοκαίρι του 1975(…) Η Λύρα ήταν μία από
τις δύο εταιρείες δίσκων που υποστήριζαν το μοντέρνο ελληνικό τραγούδι, όπως
λέγαμε τότε οτιδήποτε δεν ήταν λαϊκό. Η άλλη ήταν η Music Box, που ασχολιόταν με πιο ποπ
συγκροτήματα Charms, Idols και
τέτοια. Η Λύρα από την άλλη, είχε βγάλει Σαββόπουλο, Πελόμα Μποκιού, το
σινγκλάκι του Πουλικάκου με τον Εξαδάκτυλο και δυο 45άρια του Σιδηρόπουλου, ο
οποίος είχε τότε το ντουέτο Δάμων και Φιντίας». Ο… Παπαδιαμάντης δεν τα
λέει πολύ καλά. Τι σχέση είχαν οι Charms και οι Idols από τα mid-sixties με το 1975; Η Lyra προέβαλε το ελληνικό ροκ στις αρχές του
’70, όπως και η Music Box
(Pan-Vox) στο δεύτερο μισό του ’60, αλλά στα
μέσα της δεκαετίας του ’70 πια μεγάλα μερίδια στο χώρο είχαν αποκτήσει τόσο η Polydor, όσο και η Columbia. Έτσι, το πιο
πιθανόν θα ήταν κάποιο νεόκοπο συγκρότημα της περιόδου όπως οι… Byron’s Four να κατέληγε μάλλον στην
Columbia, που έβγαζε σωρηδόν 45άρια (σε παραγωγές του Τέρενς Κουίκ) – αν
δεν έπεφτε σε κάποια άλλη πολύ μικρή εταιρεία ή στην ανεξάρτητη παραγωγή (κι αυτό
πιθανόν). Η Lyra και η Music Box,
εν ολίγοις, είχαν χάσει τα… πρωτεία το 1975. Και περαιτέρω. Ο Εξαδάκτυλος με
τον Πουλικάκο είχαν βγάλει… δυόμισι σινγκλάκια (4 τραγούδια) και όχι ένα, ενώ οι
Δάμων & Φιντίας είχαν βγάλει…ενάμισι σινγκλάκι (3 τραγούδια) και όχι δύο
(βεβαίως ένα single είχε βγάλει ο Σιδηρόπουλος και με τα Μπουρμπούλια).
Τέλος πάντων. Παρότι, όπως έγραψα και στην αρχή το Έχουνε όλοι κακούς σκοπούς δεν με
«κράτησε», εντούτοις το ολοκλήρωσα μέσα σε 2-3 μέρες (καθότι διάβαζα κι άλλα πράγματα ταυτοχρόνως) με απόλυτη άνεση. Είναι
εξάλλου ένα μουσικό/αστυνομικό μυθιστόρημα. Η Παπαδημητρίου γράφει ωραία,
αφηγούμενη κινηματογραφικώς. Η αίσθηση των «πλάνων» της και βασικά οι αστικές
αναφορές της προσφέρουν στο βιβλίο μια ζωντάνια, η οποία σε μετατρέπει αυθωρεί
σε κάτι σαν… συμπρωταγωνιστή. Στα 4/5 των μερών, στα οποία εξελίσσεται η ιστορία,
έχω περπατήσει. Ή, μάλλον, έχουμε όλοι περπατήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου