Από την σειρά JAZZPLUS και τους καταλόγους της Prestige, της Verve, της Riverside και της
Mercury δύο παλαιά LP ενώνονται σ’ ένα CD, μέσω ενός νέου digital remastering από
τις αυθεντικές αναλογικές πηγές και με αναπαραγωγή, στα 8σέλιδα ένθετα, των original covers μαζί με τις εκάστοτε liner notes…
Το “Gerry Mulligan
’63, The Concert Jazz Band”
ηχογραφήθηκε τον Δεκέμβριο του 1962, για να κυκλοφορήσει από την Verve, λογικώς, στις αρχές
της επόμενης χρονιάς. Συλλαμβάνει τον τρανό βαρυτονίστα Gerry Mulligan να
διευθύνει την ορχήστρα Concert Jazz Band,
που είχε ιδρύσει ο ίδιος το 1960 και με την οποίαν είχε ήδη ηχογραφήσει τέσσερα
άλμπουμ. Τέσσερις τρομπέτες (Clark Terry κ.ά.), τρία τρομπόνια (Bob Brookmeyer κ.ά.), τέσσερα σαξόφωνα (Gene Quill κ.ά.), η κιθάρα του Jim Hall, το μπάσο του Bill Crow, τα ντραμς του Gus Johnson και
βεβαίως το πιάνο και το βαρύτονο του Gerry Mulligan σ’ ένα ρεπερτόριο αποτελούμενο
από πρωτότυπα και στάνταρντ, συνεπαρμένο από έναν Ellington-ικό αέρα. Αυτά στο πρώτο μέρος
του CD, καθότι στο
δεύτερο έχουμε την πρώτη ηχογράφηση της Concert Jazz Band (rec. 5 και 7/1960) – ένα long play που τύπωσε η Verve το
1960 και το οποίον φέρνει μαζί όχι τους ίδιους ακριβώς μουσικούς, εξηγώντας μας
γιατί η Ορχήστρα ήταν μία από τις πιο επιτυχημένες, νέες, στα πρώτα χρόνια του
’60. Ποικιλία ρεπερτορίου (στάνταρντ, Django, Duke…),
αλλά κι ένα original (“Bweebida Bobbida”), με φανταχτερά soli σε
τρομπέτα και βαρύτονο.
Δύο άλμπουμ με τα κουαρτέτα του Benny Golson (Benny Golson τενόρο,
Wynton
Kelly πιάνο, Paul Chambers μπάσο, Jimmy Cobb ντραμς και Benny Golson τενόρο, Tommy Flanagan πιάνο, Ron Carter μπάσο, Art Taylor ντραμς) ηχογραφημένα τον Οκτώβριο-Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο
του 1962 δεν παρουσιάζουν κατ’ ανάγκη μεγάλες διαφορές. Το “Turning Point” [Mercury, 1962] και το “Free” [Cadet, 1962], το πρώτο με οδηγό τις
μπαλάντες (με το “Dear Kathy”
του ίδιου του Golson να κρατάει τα σκήπτρα) και το δεύτερο πολύ περισσότερο bop, έως και hard bop (μην πάει ο νους σας σε
τίποτα… free καταστάσεις), δίχως να παραλείπονται και οι σχετικές romances, είναι δύο
χαρακτηριστικά άλμπουμ ενός «ιστορικού» hardbopper που κάποτε τον είχαμε δει και στην Αθήνα (να παίζει μάλιστα
και με τον Γιώργο Κοντραφούρη).
Παρότι τα χρόνια είχαν περάσει, ο θρύλος αλτίστας Johnny Hodges
εξακολουθούσε να δίνει εν έτει ’62 απολαυστικά άλμπουμ. Στο “The Eleventh Hour” [Verve] είχε δίπλα του τον Oliver Nelson να ενορχηστρώνει και
να διευθύνει (συνθέσεις του Δούκα βασικά), προσθέτοντας lounge ethnic-ισμούς –ελέω strings– στο ευρύτερο jazz σώμα. Τα ίδια και…
καλύτερα στο “Sandy’s Gone” [Verve, 1963] με τις ενορχηστρώσεις του Claus Ogerman και την παραγωγή του Creed Taylor. Το ότι τον αντέγραψαν
(δηλαδή τον μελέτησαν) οι euro-easy παίκτες (από τον Fausto Papetti, μέχρι τον Γιώργο Κατσαρό)
δεν χρειάζεται να το πω. Έξοχο jazz-pop άλμπουμ.
Δύο άλμπουμ του μπασίστα Ray Brown (το δεύτερο σε συνεργασία με
τον βιμπραφωνίστα Milt Jackson) δεν είναι μικρή υπόθεση, αν αναλογιστούμε την
πενιχρή προσωπική δισκογραφία του στα χρόνια του ’60. Το πρώτο έχει τίτλο “Ray Brown with The All-Star Big Band/ Guest Soloist: Cannonball Adderley” [Verve, 1962] και το γεγονός ότι ξεκινά με
το θρυλικό “Work song”
(του Nat Adderley)
μάλλον λέει τα πάντα. Μπορεί η πλούσια ενορχήστρωση του Ernie Wilkins να αφαιρεί κάτι από
την κάπνα του bop,
προσθέτοντας σε swinging,
όμως το blues ήταν και θα παραμένει η βάση. Η ίδια, γενικώς, συνταγή
ακολουθείται και στο “Ray Brown/
Milt Jackson” [Verve, 1965] με τη διαφορά ότι τα vibes πάνε από μόνα τους το
πράγμα κάπου αλλού, παρ’ όλη την ενορχηστρωτική ευφράδεια των Oliver Nelson και Jimmy Heath.
Gene Ammons και
Sonny Stitt ως…
boss tenors στο “In Orbit!” [Verve, 1962] και ως
σκέτοι… boss tenors στο φερώνυμο LP [Verve, 1962]. Στο πρώτο, το, ούτως ή
άλλως, groovy στοιχείο,
επιτείνεται μέσω του οργάνου του Don Patterson. Το αποτέλεσμα είναι μία πρώτης τάξεως noir jazz, η οποία αποκτά
μεγαλιθικές διαστάσεις στο έσχατο 10λεπτο “Bye bye blackbird”. Στο δεύτερο άλμπουμ οι διαφορές είναι μικρές, αλλά
μπορεί και να μην είναι. Βασικά, ο οργανίστας Don Patterson έχει αντικατασταθεί
από τον πιανίστα John Houston,
ενώ η παραγωγή του Creed Taylor είναι κάπως «στεγνή», αλλά ουσιαστική. Και στα δύο άλμπουμ ο
Sonny Stitt χειρίζεται
και άλτο.
Φυσικά, από μια τέτοια… επανεκδοτική γιορτή δεν θα μπορούσε
να απουσιάζει ο Quincy Jones και μάλιστα με δύο από τα
ωραιότερα άλμπουμ που υπέγραψε στα sixties – το “Plays the Hip Hits” [Mercury, 1963] και το “Golden Boy” [Mercury, 1964]. Και στα δύο συμμετέχει η
big band του Quincy Jones με
«απίστευτους» μουσικούς στην ομάδα (Clark Terry, Kai Winding,
Al Cohn, Roland Kirk, Zoot Sims, Phil Woods, Kenny Burrell, Jim Hall και…
και… και…) και στα δύο διασκευάζεται ευρύτερο jazz/pop και pop ρεπερτόριο (από “Desafinado” μέχρι “Exodus” και από “Hard day’s night” μέχρι “Golden boy”). Το lead track “Comin’ home baby” (του Ben Tucker) είναι ο ορισμός του…
συμφωνικού groove.
Από το 1962 προέρχονται και τα δύο επόμενα άλμπουμ, που
τυπώθηκαν υπό το όνομα Art Farmer - Benny Golson Jazztet για την Mercury.
Ηχογραφημένο τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του ’62, το “Here and Now” φέρνει μαζί έξι
μουσικούς (Art Farmer τρομπέτα, φλούγκελχορν, Benny Golson τενόρο, Grachan Moncur III τρομπόνι, Harold Mabern πιάνο, Herbie Lewis μπάσο, Roy McCurdy
ντραμς), οι οποίοι πιάνουν κορυφή
κινούμενοι (και) στα… τυπικά της εποχής hard-bop
πλαίσια. Τέσσερις πρωτότυπες συνθέσεις (έξοχη η mid-tempo μπαλάντα του Golson “Whisper not”) και τέσσερα στάνταρντ
ερμηνευμένα από μια σφιχτή ομάδα, μέσα από την οποία φέγγουν, φυσικά, τα
πνευστά soli. Ηχογραφημένο
λίγους μήνες αργότερα (Μάιος προς Ιούνιος του ’62), το “Another Git Together”, με τους ίδιους
ακριβώς παίκτες, είναι ένα ακόμη απολαυστικό jazz άλμπουμ. Έξοχη, από εδώ, η version του “Domino” (ενός γαλλικού τραγουδιού του Louis Ferrari από
το 1950, που είχε πρωτοτραγουδήσει ο André Claveau και
αργότερα, με αγγλικούς στίχους, διάφοροι Αμερικανοί) και ασυναγώνιστo το hard-bop “Another git together” των Pony Poindexter και Jon Hendricks (το είχαν αποδώσει
αμφότεροι κανα χρόνο πριν).
Και μιας και ο λόγος για το “Domino” του Louis Ferrari να τώρα κι ένα
άλμπουμ με τον ίδιο τίτλο, το οποίον υπογράφει ο Roland Kirk [Mercury 1962, rec. 4 & 9/1962]. Πρόκειται για το
δεύτερο από τα έξι συνολικώς LP που κάνει ο Kirk για την Mercury
στις αρχές του ’60 (είχε προηγηθεί το “We Free Kings”), ένα άλμπουμ που ανοίγει, φυσικά, με μία ακόμη
(απίστευτη) version τού
γαλλικού τραγουδιού. Το πόσο προχωρημένος ακούγεται, εδώ, ο Kirk, δεν είναι εύκολο να περιγραφεί.
Αρκεί να πω μόνον πως έτσι έπαιζαν πολύ αργότερα (ή προσπαθούσαν να παίξουν…) ο
Ian Anderson (Jethro Tull) και ο Elton Dean (Soft Machine). Καταιγίδα και
νηνεμία μαζί, σ’ ένα απλώς ανεπανάληπτο LP. Όπως ανεπανάληπτη είναι κάθε ηχογράφηση αυτού του μάλλον
υποτιμημένου (από το jazz
ακροατήριο) μουσικού (έχω την αίσθηση πως οι ροκάδες τον γουστάρουν περισσότερο). Και τι ωραιότερο, όταν μετά το
“Domino” ακολουθεί ένα
ακόμη LP του Roland Kirk στην Mercury, το “Reeds & Deeds” [rec. 2/1963], στο οποίον συνεχίζονται
και ολοκληρώνονται οι προηγούμενες παικτικές-ακουστικές εκπλήξεις. Αφήνω δε το
γεγονός πως στο παρόν long play
ο Kirk έχει δίπλα του
και τον Benny Golson,
ο οποίος δεν παίζει μόνον τενόρο, αλλά επιμελείται και τις ενορχηστρώσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου