Το “The Mighty Warriors
/ Live
in Antwerp”
[Elemental Music,
2024] είναι ένα ακόμη άλμπουμ (διπλό LP και διπλό CD) με ηχογραφήσεις, ενός first class κουαρτέτου
του οποίου ηγούνται δύο θρυλικές μορφές της τζαζ, ο πιανίστας Mal Waldron (1925-2002) και ο μάστερ
του σοπράνο σαξοφώνου Steve Lacy
(1934-2004). To live αυτό, που συνέβη στο De Singel Arts Center, στην Αμβέρσα του Βελγίου, στις 30 Σεπτεμβρίου 1995, είναι ανέκδοτο φυσικά, βρίσκοντας τους Waldron και Lacy σε φάση κουαρτέτου – σχήμα, που το ολοκληρώνουν οι
Reggie Workman μπάσο και Andrew
Cyrille ντραμς. Οι
φίλοι της τζαζ αντιλαμβάνονται, από την αναφορά των ονομάτων και μόνο, πως εδώ
έχουμε να κάνουμε με ένα σούπερ γκρουπ, με τέσσερις μουσικούς πολύ μεγάλης
κλάσης, έτοιμους να προτείνουν ένα ρεπερτόριο αντάξιο της ιστορίας τους.
Κατ’ αρχάς να πούμε πως οι Waldron και Lacy, που τους ένωναν πολλά γύρω από την αισθητική της τζαζ, συνεργάζονταν από το τέλος της δεκαετίας του ’50. Λέμε για το άλμπουμ “Steve Lacy Plays Thelonious Monk” [New Jazz, 1959], το οποίο φέρει εις πέρας το κουαρτέτο του Lacy, με τον Waldron στη θέση του πιανίστα. Φυσικά, μέσα στις δεκαετίες οι συνεργασίες των δύο υπήρξαν πάμπολλες και σίγουρα υπάρχουν καμιά 25αριά άλμπουμ, που μπορείς να τους ακούσεις μαζί. Ιδίως στη δεκαετία του ’90, όταν συνευρίσκονταν τακτικά, τους συναντάς και σε φάση ντούο, και σε τρίο, και σε κουαρτέτα.
Τους Waldron και Lacy, τους οποίους είχαμε δει και στην Ελλάδα μέσα στα χρόνια, τους ένωναν πολλά, αλλά κυρίως η αγάπη τους για τις μουσικές του Monk. Και μάλλον δεν θα υπήρξε ποτέ περίπτωση να τους ακούσεις, οπουδήποτε, χωρίς να διασκευάζουν κάτι δικό του. Ο Monk, χοντρικά, ήταν εκείνος που θα καθόριζε την αισθητική τους, χωρίς αυτό να σημαίνει πως τόσο ο Waldron, όσο και ο Lacy δεν ακολούθησαν τους δικούς τους δρόμους στην πορεία, αφού ο πρώτος, ένας τελείως «ανοιχτός» πιανίστας, θα συνεργαζόταν ακόμη και με ροκ συγκροτήματα, ενώ ο δεύτερος θα ένωνε τη δημιουργική τζαζ, με την ποίηση, το χορό κ.λπ. Όπως γράφει ο ντράμερ Andrew Cyrille σ’ ένα από τα κείμενα του booklet, από αφήγησή του τον Ιούλιο του ’23:
«Ο Mal ενδιαφερόταν πολύ για τη μουσική του Thelonious Monk και για τον τρόπο, που έπαιζε πιάνο ο Monk. Ο Monk ήταν stride πιανίστας, για να το πω έτσι (σ.σ. με δυνατό αριστερό χέρι, στυλ διαμορφωμένο μέσα στην περίοδο του ragtime), ερχόμενος από τη μεγάλη σχετική παράδοση. Δεν άκουσα ποτέ τον Mal να παίζει stride πιάνο, αλλά φαντάζομαι πως κάποια τέτοια στοιχεία υπήρχαν στο παίξιμό του. Όταν άκουσα για πρώτη φορά τον Mal είπα μέσα μου πως ίσως δεν θα έχει τόσο ενδιαφέρον να παίξω μαζί του, επειδή τα περισσότερα από τα μοτίβα που χρησιμοποιούσε, ενώ ήταν άψογα μελωδικά, ήταν από ρυθμικής πλευράς κάπως επαναλαμβανόμενα, με αποτέλεσμα, μερικές φορές να κατατείνουν σε συγκεκριμένα θέματα, κατά τη διάρκεια του αυτοσχεδιασμού. Είχα δουλέψει με τέτοιους πιανίστες, όπως τον Cecil Taylor και τον Muhal Richard Abrams, που διέφεραν όμως στο παίξιμό τους από τον Mal. Το ενδιαφέρον μου σε σχέση με τον Mal δημιουργήθηκε, μόνο όταν άρχισα να δουλεύω μαζί του, καθώς όσα έκανε με το πιάνο του ηχούσαν ενδιαφέροντα και προκλητικά για μένα. Ήμουν χαρούμενος, όταν ξεκίνησα να παίζουμε. Σαν μουσικός ήξερε πάντα τι ήθελε και ήταν πολύ συγκεντρωμένος, κάθε φορά, ώστε να το πάρει. Και αν έκανα κάτι που δεν ταίριαζε, με αυτό που είχε στο μυαλό του, ήταν πάντα εκεί για να μου το πει.(...) Δεν είχα παίξει ποτέ με τον Steve Lacy, μέχρι να μας βάλει να συνεργαστούμε ο Mal. Και ο Steve, επίσης, ήταν θιασώτης του Monk. Πραγματικά, λάτρευε τη μουσική του! Έτσι, αυτοί οι δύο (ο Mal και ο Steve) είχαν κάτι κοινό. Δεν είχα ακούσει τότε τον Steve, αν και έπαιζε με τον Cecil Taylor (σ.σ. δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50), όμως ήξερα γι’ αυτόν. Αργότερα βέβαια τον είδα σε διάφορα ευρωπαϊκά φεστιβάλ. Ο Mal μας έφερε μαζί. Με τον Reggie Workman συνεργαζόμαστε για πάνω από 35 χρόνια. Είναι ένας από τους μεγαλύτερους μπασίστες, που έχω γνωρίσει. Ο Reggie είναι βαθιά στοχαστικός, σπουδαίος συνθέτης και μεγάλος μπασίστας. Η μουσική του δεν έχει καμία σχέση με αυτήν του Mal, αλλά αν του ζητήσεις να παίξει μια συγκεκριμένη μουσική, θα το κάνει με τον πιο φυσικό τρόπο».
Το πόσο μεγάλος μπασίστας είναι ο Reggie Workman το διαπιστώνεις από
το πρώτο κιόλας track
του 2CD, το 17λεπτο “What it is” του Waldron, εκεί όπου τον απολαμβάνεις σε
καθαρό εκτεταμένο σόλο (χωρίς δοξάρι), ακολουθούμενο από ένα επίσης δυναμικό
σόλο στα ντραμς από τον Cyrille.
Φυσικά, όταν παίζουν και οι τέσσερις μαζί, με τον Lacy μπροστά και
με τον Waldron ρυθμικά,
ή οι τρεις τους (με τον Lacy
απλώς ν’ ακούει) η δύναμη, ο παλμός και τα vibes που βγάζουν, σαν κουαρτέτο ή σαν τρίο, είναι ανυπολόγιστα –
με τα ενδιάμεσα ενθουσιώδη χειροκροτήματα να αποτυπώνουν το πέρας κάθε μέρους.
Φυσικά, ο Monk υπάρχει
και εδώ (“Epistrophy”,
“Monk’s dream”), όπως υπάρχει και ο Cecil Taylor στο καταιγιστικό
25λεπτο “Medley: Snake out / Variations on a theme by Cecil Taylor” (συνθέσεις του Waldron), που μετά από τη
μέση του εξελίσσεται προς ένα σφόδρα συναισθηματικό, σχεδόν δραματικής έντασης πιανιστικό
σόλο, πριν το τελικό ομαδικό, και σίγουρα, αποθεωτικό κλείσιμο.
Τρομερή η ηχογράφηση (τα audio tapes ήταν στην κατοχή του Patrick Wilen, γιού του σπουδαίου παριζιάνου σαξοφωνίστα Barney Wilen), σε μια ακόμη υψηλότατων στάνταρντ παραγωγή του Zev Feldman.
Κατ’ αρχάς να πούμε πως οι Waldron και Lacy, που τους ένωναν πολλά γύρω από την αισθητική της τζαζ, συνεργάζονταν από το τέλος της δεκαετίας του ’50. Λέμε για το άλμπουμ “Steve Lacy Plays Thelonious Monk” [New Jazz, 1959], το οποίο φέρει εις πέρας το κουαρτέτο του Lacy, με τον Waldron στη θέση του πιανίστα. Φυσικά, μέσα στις δεκαετίες οι συνεργασίες των δύο υπήρξαν πάμπολλες και σίγουρα υπάρχουν καμιά 25αριά άλμπουμ, που μπορείς να τους ακούσεις μαζί. Ιδίως στη δεκαετία του ’90, όταν συνευρίσκονταν τακτικά, τους συναντάς και σε φάση ντούο, και σε τρίο, και σε κουαρτέτα.
Τους Waldron και Lacy, τους οποίους είχαμε δει και στην Ελλάδα μέσα στα χρόνια, τους ένωναν πολλά, αλλά κυρίως η αγάπη τους για τις μουσικές του Monk. Και μάλλον δεν θα υπήρξε ποτέ περίπτωση να τους ακούσεις, οπουδήποτε, χωρίς να διασκευάζουν κάτι δικό του. Ο Monk, χοντρικά, ήταν εκείνος που θα καθόριζε την αισθητική τους, χωρίς αυτό να σημαίνει πως τόσο ο Waldron, όσο και ο Lacy δεν ακολούθησαν τους δικούς τους δρόμους στην πορεία, αφού ο πρώτος, ένας τελείως «ανοιχτός» πιανίστας, θα συνεργαζόταν ακόμη και με ροκ συγκροτήματα, ενώ ο δεύτερος θα ένωνε τη δημιουργική τζαζ, με την ποίηση, το χορό κ.λπ. Όπως γράφει ο ντράμερ Andrew Cyrille σ’ ένα από τα κείμενα του booklet, από αφήγησή του τον Ιούλιο του ’23:
«Ο Mal ενδιαφερόταν πολύ για τη μουσική του Thelonious Monk και για τον τρόπο, που έπαιζε πιάνο ο Monk. Ο Monk ήταν stride πιανίστας, για να το πω έτσι (σ.σ. με δυνατό αριστερό χέρι, στυλ διαμορφωμένο μέσα στην περίοδο του ragtime), ερχόμενος από τη μεγάλη σχετική παράδοση. Δεν άκουσα ποτέ τον Mal να παίζει stride πιάνο, αλλά φαντάζομαι πως κάποια τέτοια στοιχεία υπήρχαν στο παίξιμό του. Όταν άκουσα για πρώτη φορά τον Mal είπα μέσα μου πως ίσως δεν θα έχει τόσο ενδιαφέρον να παίξω μαζί του, επειδή τα περισσότερα από τα μοτίβα που χρησιμοποιούσε, ενώ ήταν άψογα μελωδικά, ήταν από ρυθμικής πλευράς κάπως επαναλαμβανόμενα, με αποτέλεσμα, μερικές φορές να κατατείνουν σε συγκεκριμένα θέματα, κατά τη διάρκεια του αυτοσχεδιασμού. Είχα δουλέψει με τέτοιους πιανίστες, όπως τον Cecil Taylor και τον Muhal Richard Abrams, που διέφεραν όμως στο παίξιμό τους από τον Mal. Το ενδιαφέρον μου σε σχέση με τον Mal δημιουργήθηκε, μόνο όταν άρχισα να δουλεύω μαζί του, καθώς όσα έκανε με το πιάνο του ηχούσαν ενδιαφέροντα και προκλητικά για μένα. Ήμουν χαρούμενος, όταν ξεκίνησα να παίζουμε. Σαν μουσικός ήξερε πάντα τι ήθελε και ήταν πολύ συγκεντρωμένος, κάθε φορά, ώστε να το πάρει. Και αν έκανα κάτι που δεν ταίριαζε, με αυτό που είχε στο μυαλό του, ήταν πάντα εκεί για να μου το πει.(...) Δεν είχα παίξει ποτέ με τον Steve Lacy, μέχρι να μας βάλει να συνεργαστούμε ο Mal. Και ο Steve, επίσης, ήταν θιασώτης του Monk. Πραγματικά, λάτρευε τη μουσική του! Έτσι, αυτοί οι δύο (ο Mal και ο Steve) είχαν κάτι κοινό. Δεν είχα ακούσει τότε τον Steve, αν και έπαιζε με τον Cecil Taylor (σ.σ. δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50), όμως ήξερα γι’ αυτόν. Αργότερα βέβαια τον είδα σε διάφορα ευρωπαϊκά φεστιβάλ. Ο Mal μας έφερε μαζί. Με τον Reggie Workman συνεργαζόμαστε για πάνω από 35 χρόνια. Είναι ένας από τους μεγαλύτερους μπασίστες, που έχω γνωρίσει. Ο Reggie είναι βαθιά στοχαστικός, σπουδαίος συνθέτης και μεγάλος μπασίστας. Η μουσική του δεν έχει καμία σχέση με αυτήν του Mal, αλλά αν του ζητήσεις να παίξει μια συγκεκριμένη μουσική, θα το κάνει με τον πιο φυσικό τρόπο».
Τρομερή η ηχογράφηση (τα audio tapes ήταν στην κατοχή του Patrick Wilen, γιού του σπουδαίου παριζιάνου σαξοφωνίστα Barney Wilen), σε μια ακόμη υψηλότατων στάνταρντ παραγωγή του Zev Feldman.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου