Είναι
αρκετά τα δυνατά σάουντρακ σε παλαιές και ξεχασμένες ελληνικές ταινίες, που
παραμένουν άγνωστα στο ευρύ κοινό, επειδή δεν δισκογραφήθηκαν – ή
δισκογραφήθηκαν, κάποια ελάχιστα σε κάθε περίπτωση, κατόπιν εορτής, σε εκδόσεις
περιορισμένων αντιτύπων, που προορίζονταν για τους συλλέκτες.
Το
θέμα με το σάουντρακ, γενικά, σχετίζεται με το γεγονός πως στην ολότητά του δεν
είναι εύκολο να το παρακολουθήσεις κατά τη διάρκεια του φιλμ – για διαφόρους
λόγους. Κατ’ αρχάς, γιατί η κυριαρχία της εικόνας είναι συνήθως τέτοια και τόση,
επάνω του, με αποτέλεσμα να «μετακινείται» η μουσική σ’ ένα πιο πίσω επίπεδο.
Έπειτα, γιατί διάφορα μέρη ενός σάουντρακ είναι «κρυμμένα» στην ταινία, σε
χαμηλή ένταση, είτε γιατί ακούγονται κάτω από φωνές ή άλλους ήχους, είτε γιατί
αποτυπώνονται συντομευμένα, επειδή ακολουθούν και αυτά τη διαδικασία του μοντάζ,
για να μην αναφερθούμε σε περιπτώσεις (υπάρχουν τέτοιες και δεν είναι λίγες)
όπου ένα μικρό ή και μεγαλύτερο μέρος μιας γραμμένης μουσικής μπορεί να απουσιάζει,
παντελώς, από την ταινία.
Έτσι, η δισκογράφηση ενός σάουντρακ είναι ένας σχετικά ασφαλής τρόπος αποτύπωσης της μουσικής, που έχει γραφτεί για μια ταινία, εκείνος που θα αναδείξει την κινηματογραφική δουλειά του συνθέτη – η οποία, αυτοδύναμη ή όχι, θα ακολουθήσει από ’κει και πέρα τη δική της διαδρομή.
Το κακό με τον ελληνικό κινηματογράφο, ιδίως τον παλαιότερο, είναι πως ελάχιστα σάουντρακ έγιναν δίσκοι στην εποχή τους, ώστε να καταξιωθούν ως τέτοια, μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Φυσικά, έγιναν κάποιες προσπάθειες αργότερα, σε δεύτερο χρόνο, αλλά και πάλι το υλικό που έχει μείνει πίσω, κρυφό και άγνωστο, είναι ανεπίτρεπτα πολύ. Για να μην πολυλογούμε... ένα χαμένο κι ένα κερδισμένο ελληνικό σάουντρακ θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια και φυσικά οι αντίστοιχες ταινίες.
Η σεζόν 1973-74 ήταν σχεδόν κακή για τον ελληνικό κινηματογράφο – όχι η χειρότερη της ιστορίας του, αλλά μία από τις χειρότερες. Η τηλεόραση έχει επιβληθεί ως οικογενειακό θέαμα απ’ άκρη σ’ άκρη στη χώρα, με αποτέλεσμα οι ταινίες που γυρίζονται να είναι, πλέον, το 1/3 εκείνων που γυρίζονταν στα χρόνια της «μεγάλης δόξας», στο μέσο του ’60, με τις περισσότερες απ’ αυτές, τις συντριπτικά περισσότερες, να είναι ερωτικού περιεχομένου, αφορώντας, στην ουσία, ένα μικρό κομμάτι του κόσμου.
Έτσι, η δισκογράφηση ενός σάουντρακ είναι ένας σχετικά ασφαλής τρόπος αποτύπωσης της μουσικής, που έχει γραφτεί για μια ταινία, εκείνος που θα αναδείξει την κινηματογραφική δουλειά του συνθέτη – η οποία, αυτοδύναμη ή όχι, θα ακολουθήσει από ’κει και πέρα τη δική της διαδρομή.
Το κακό με τον ελληνικό κινηματογράφο, ιδίως τον παλαιότερο, είναι πως ελάχιστα σάουντρακ έγιναν δίσκοι στην εποχή τους, ώστε να καταξιωθούν ως τέτοια, μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Φυσικά, έγιναν κάποιες προσπάθειες αργότερα, σε δεύτερο χρόνο, αλλά και πάλι το υλικό που έχει μείνει πίσω, κρυφό και άγνωστο, είναι ανεπίτρεπτα πολύ. Για να μην πολυλογούμε... ένα χαμένο κι ένα κερδισμένο ελληνικό σάουντρακ θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια και φυσικά οι αντίστοιχες ταινίες.
Η σεζόν 1973-74 ήταν σχεδόν κακή για τον ελληνικό κινηματογράφο – όχι η χειρότερη της ιστορίας του, αλλά μία από τις χειρότερες. Η τηλεόραση έχει επιβληθεί ως οικογενειακό θέαμα απ’ άκρη σ’ άκρη στη χώρα, με αποτέλεσμα οι ταινίες που γυρίζονται να είναι, πλέον, το 1/3 εκείνων που γυρίζονταν στα χρόνια της «μεγάλης δόξας», στο μέσο του ’60, με τις περισσότερες απ’ αυτές, τις συντριπτικά περισσότερες, να είναι ερωτικού περιεχομένου, αφορώντας, στην ουσία, ένα μικρό κομμάτι του κόσμου.
Δύο
απ’ αυτές τις ταινίες, ερωτικές φυσικά και από τις πιο αξιοπρεπείς της εποχής,
ήταν και οι «Σπίτι στους Βράχους» και «Γυμνοί στο Χιόνι», σκηνοθετημένες
αμφότερες από τον Γιώργο Ζερβουλάκο (1933-2023).
Ο
Ζερβουλάκος δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο. Όπως διαβάζουμε σ’ ένα μικρό βιογραφικό
του, που υπάρχει στο βιβλιοnet: «Ο Γιώργος Ζερβουλάκος γεννήθηκε το 1933, στο
Γεράκι της Λακωνίας. Έχει σκηνοθετήσει πολλές ταινίες μεγάλου μήκους:
“Συννεφιασμένη Κυριακή”, “Το σπίτι της Ηδονής” (σ.σ. σπουδαία!), “Υποβρύχιο Παπανικολής”,
“Λυσιστράτη” (σ.σ. έχουμε γράψει τα σχετικά εδώ στο LiFO.gr), “Το Σπίτι στους
Βράχους”, “Γυμνοί στο Χιόνι”, “Το Γυμνό Κεντρί”, “Με τον Ορφέα τον Αύγουστο”.
Έχει κάνει επίσης τις παραγωγές στις ταινίες “Άρης Βελουχιώτης: Το Δίλημμα” (σκ.
Φώτος Λαμπρινός), “Ρεμπέτικο” και “Oh Babylon” (σκ. Κώστας Φέρρης) και “Ο
Σταύρος Ξαρχάκος στα Μετέωρα” (σκ. João Correa). Έχει παράγει και σκηνοθετήσει
πάνω από 200 πολιτικά, ιστορικά, κοινωνικά και τουριστικά ντοκιμαντέρ για την
ελληνική τηλεόραση. Έχει γράψει τα βιβλία “Η Βασίλισσα των Τζιτζικιών” και “Εν
Τριπόλει 1949”».
Και στις δύο αυτές ταινίες, τις «Σπίτι στους Βράχους» και «Γυμνοί στο Χιόνι», ο Ζερβουλάκος επιχείρησε να προσδώσει μία αισθητική οντότητα και απ’ αυτή την άποψη θα λέγαμε πως (οι ταινίες του) ξεχωρίζουν, μέσα στο πλαίσιο του «ρεαλιστικού κινηματογράφου» της εποχής. Γι’ αυτές ακριβώς τις ταινίες ο σημαντικός συνθέτης του «έντεχνου» Λίνος Κόκοτος θα ετοίμαζε δύο έξοχα σάουντρακ, ένα εκ των οποίων θα κυκλοφορούσε σε δίσκο βινυλίου πολλά χρόνια αργότερα. Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή...
Μιλώντας, κατά πρώτον, για τον Κόκοτο, οφείλουμε να πούμε πως αναφερόμαστε σ’ έναν από τους πιο αξιόλογους «έντεχνους» συνθέτες-τραγουδοποιούς μας, που θα εμφανίζονταν μετά το μέσο του ’60. Όλοι γνωρίζουν το πρώτο τραγούδι που δισκογράφησε, το περίφημο «Μικρό παιδί» (1966), σε στίχους Αργύρη Βεργόπουλου, με τον Γιώργο Ζωγράφο – τραγούδι που άνοιξε το δρόμο, στον Κόκοτο, προσφέροντας, περαιτέρω, μεγάλη ώθηση σ’ εκείνο που αποκαλούμε Νέο Κύμα.
Από πολύ νωρίς, σχεδόν από την αρχή της διαδρομής του (1967), ο Κόκοτος έρχεται σε επαφή με τον κινηματογράφο, καθώς μουσικές και τραγούδια του (ερμηνευμένα πάντα από τον Ζωγράφο) ακούγονται στην ενδιαφέρουσα κοινωνική ταινία «Ο Πουλημένος Άνθρωπος» του Παναγιώτη Κωνσταντίνου (που διέθετε, ανάμεσα σε άλλα, και ουσιαστικό γκέι ρόλο). Θα ακολουθούσαν μερικές ακόμη συνεργασίες του στο σινεμά (στην «Βαβυλωνία» π.χ. του Γιώργου Διζικιρίκη), πριν φθάσουμε στο 1974 και στα σάουντρακ για τις ταινίες του Ζερβουλάκου, που εδώ μας ενδιαφέρουν.
Ο Κόκοτος είχε δείξει από το ξεκίνημά του, φυσικά, τις δικές του συνθετικές ποιότητες. Πηγαίος μελωδός, καταγράφει στίγμα διακριτό από πολύ νωρίς. Πολλά από τα τραγούδια του χαρακτηρίζονται από μια αίσθηση... θαλασσινής αύρας, παρότι ο ίδιος δεν είναι θαλασσινός (αφού είναι γεννημένος στο Αγρίνιο, το 1945), εκπέμποντας μια αμεσότητα και μια οικειότητα, που τα κάνει αμέσως αγαπητά. Ο πρώτος μεγάλος δίσκος του, οι περίφημες «Ώρες» [Lyra, 1969], είναι ένας από τους κορυφαίους του «έντεχνου» τραγουδιού μας, μέσα στις εποχές και τις δεκαετίες, ενώ ακόμη και οι πιο πρόσφατες ηχογραφήσεις του είναι άξιες λόγου κι έχουν πράγματα να πουν.
Με αυτά τα φυσικά και τεχνικά προσόντα, ο Λίνος Κόκοτος δεν θα ήταν δύσκολο να διαπρέψει και στο χώρο της κινηματογραφικής μουσικής – κάτι που συμβαίνει, βασικά, αλλά όχι μόνο, μ’ αυτά τα δύο σάουντρακ των ταινιών του Γιώργου Ζερβουλάκου.
Και στις δύο αυτές ταινίες, τις «Σπίτι στους Βράχους» και «Γυμνοί στο Χιόνι», ο Ζερβουλάκος επιχείρησε να προσδώσει μία αισθητική οντότητα και απ’ αυτή την άποψη θα λέγαμε πως (οι ταινίες του) ξεχωρίζουν, μέσα στο πλαίσιο του «ρεαλιστικού κινηματογράφου» της εποχής. Γι’ αυτές ακριβώς τις ταινίες ο σημαντικός συνθέτης του «έντεχνου» Λίνος Κόκοτος θα ετοίμαζε δύο έξοχα σάουντρακ, ένα εκ των οποίων θα κυκλοφορούσε σε δίσκο βινυλίου πολλά χρόνια αργότερα. Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή...
Μιλώντας, κατά πρώτον, για τον Κόκοτο, οφείλουμε να πούμε πως αναφερόμαστε σ’ έναν από τους πιο αξιόλογους «έντεχνους» συνθέτες-τραγουδοποιούς μας, που θα εμφανίζονταν μετά το μέσο του ’60. Όλοι γνωρίζουν το πρώτο τραγούδι που δισκογράφησε, το περίφημο «Μικρό παιδί» (1966), σε στίχους Αργύρη Βεργόπουλου, με τον Γιώργο Ζωγράφο – τραγούδι που άνοιξε το δρόμο, στον Κόκοτο, προσφέροντας, περαιτέρω, μεγάλη ώθηση σ’ εκείνο που αποκαλούμε Νέο Κύμα.
Από πολύ νωρίς, σχεδόν από την αρχή της διαδρομής του (1967), ο Κόκοτος έρχεται σε επαφή με τον κινηματογράφο, καθώς μουσικές και τραγούδια του (ερμηνευμένα πάντα από τον Ζωγράφο) ακούγονται στην ενδιαφέρουσα κοινωνική ταινία «Ο Πουλημένος Άνθρωπος» του Παναγιώτη Κωνσταντίνου (που διέθετε, ανάμεσα σε άλλα, και ουσιαστικό γκέι ρόλο). Θα ακολουθούσαν μερικές ακόμη συνεργασίες του στο σινεμά (στην «Βαβυλωνία» π.χ. του Γιώργου Διζικιρίκη), πριν φθάσουμε στο 1974 και στα σάουντρακ για τις ταινίες του Ζερβουλάκου, που εδώ μας ενδιαφέρουν.
Ο Κόκοτος είχε δείξει από το ξεκίνημά του, φυσικά, τις δικές του συνθετικές ποιότητες. Πηγαίος μελωδός, καταγράφει στίγμα διακριτό από πολύ νωρίς. Πολλά από τα τραγούδια του χαρακτηρίζονται από μια αίσθηση... θαλασσινής αύρας, παρότι ο ίδιος δεν είναι θαλασσινός (αφού είναι γεννημένος στο Αγρίνιο, το 1945), εκπέμποντας μια αμεσότητα και μια οικειότητα, που τα κάνει αμέσως αγαπητά. Ο πρώτος μεγάλος δίσκος του, οι περίφημες «Ώρες» [Lyra, 1969], είναι ένας από τους κορυφαίους του «έντεχνου» τραγουδιού μας, μέσα στις εποχές και τις δεκαετίες, ενώ ακόμη και οι πιο πρόσφατες ηχογραφήσεις του είναι άξιες λόγου κι έχουν πράγματα να πουν.
Με αυτά τα φυσικά και τεχνικά προσόντα, ο Λίνος Κόκοτος δεν θα ήταν δύσκολο να διαπρέψει και στο χώρο της κινηματογραφικής μουσικής – κάτι που συμβαίνει, βασικά, αλλά όχι μόνο, μ’ αυτά τα δύο σάουντρακ των ταινιών του Γιώργου Ζερβουλάκου.
Δύο
απ’ αυτές τις ταινίες, ερωτικές φυσικά και από τις πιο αξιοπρεπείς της εποχής,
ήταν και οι «Σπίτι στους Βράχους» και «Γυμνοί στο Χιόνι», σκηνοθετημένες αμφότερες
από τον Γιώργο Ζερβουλάκο (1933-2023)..
Η συνέχεια εδώ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου