Είναι το τρίτο άλμπουμ του τραγουδοποιού
Γιάννη Χαλκιαδάκη, για το οποίο γράφουμε στο blog. Λέγεται «Συμπόσιο» [ArtPath,
2024] και ακολουθεί τα «Παραμυθάς» (2022) και
«Μύστες» (2019).
Η τραγουδοποιία του Χαλκιαδάκη έχει ορισμένα χαρακτηριστικά.
Κατ’ αρχάς είναι κρητικο-γενής. Είναι επηρεασμένη, εννοούμε, σε κάθε διάστασή
της, από την κρητική παράδοση. Και όταν λέμε «σε κάθε διάστασή της» εννοούμε
και στις συνθέσεις, και στα λόγια, και στις ερμηνείες, και στις ενορχηστρώσεις.
Όμως κι εκείνο το «κρητική παράδοση» επιζητά μια διευκρίνιση, καθότι οι σχετικές
επιρροές μπορεί να εκκινούν από την ενετοκρατία, και να φθάνουν μέχρι τον
Καζαντζάκη, τους Ξυλούρηδες, και το «έντεχνο» τραγούδι κρητών συνθετών – παλαιότερο
και πιο καινούριο. Γενικώς η Κρήτη είναι εκείνη που πρωταγωνιστεί με κάθε τρόπο
στο «Συμπόσιο», οπότε κι ένας διεθνής χαρακτηρισμός τού τύπου cretan-folk δεν θα ήταν άστοχος του γενικότερου
ακούσματος.
Τα τραγούδια του Χαλκιαδάκη είναι κάτι παραπάνω από συμπαθητικά – είναι αυτό που λέμε «καλά τραγούδια», προσεγμένα στην κάθε λεπτομέρειά τους. Ίσως μάλιστα αυτή η υπερ-προσοχή, ώστε να μην λοξοδρομήσουν και να μην «αλητέψουν» προς άλλες κατευθύνσεις οι κρητικές αναφορές να είναι ένα από τα (καλυμμένα) μειονεκτήματα του άλμπουμ – ένα άλμπουμ, που αναπτύσσεται σαν κέντημα, με κάθε βελονιά να είναι στη θέση της, αφού δεν επιτρέπονται τα «λάθη», με τα μοτίβα να επαναλαμβάνονται με μαθηματική ακρίβεια.
Περαιτέρω παρατηρείται μια προσπάθεια ωραιοποίησης του λόγου, επηρεασμένη και αυτή από τον Καζαντζάκη ας πούμε, αλλά και από μια φολκλορική αντίληψη, που θέλει το σύγχρονο κρητικό τραγούδι να υπακούει σε ορισμένα πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά – ανάμεσά τους η χρήση του μύθου, η παραβολή, ο διδακτισμός, η διασαφήνιση της ντοπιολαλιάς και άλλα διάφορα.
Βεβαίως ο Γιάννης Χαλκιαδάκης είναι ένας σεμνός και σοβαρός τραγουδοποιός, και μέσα σ’ αυτό το χώρο που κινείται, επιχειρεί να μεταφέρει με έναν τρόπο λυρικό, και βαθιά συναισθηματικό οπωσδήποτε, το τι σημαίνει για κείνον η Κρήτη – και αυτό το κάνει σίγουρα, με γνώση και της παράδοσης και του τρόπου παρουσίας της στη σύγχρονη πραγματικότητα. Βεβαίως η τολμηρότητα (αν υπήρχε) σε κάθε επιμέρους κομμάτι τής δημιουργίας των τραγουδιού του θα προσέδιδε περισσότερα credits στον δίσκο, συνολικά, αλλά ok... το «Συμπόσιο» παραμένει ένας καλό και μετρημένο άλμπουμ «έντεχνου» κρητικού τραγουδιού, με ωραίες μελωδίες, ενορχηστρώσεις και αξιοπρόσεκτα κομμάτια σαν τα «Μονομάχος», «Ξόρκια», «Συμπόσιο» και ορισμένα ακόμη.
Την ενορχήστρωση, περαιτέρω, έχει επιμεληθεί η Αρετή Κοκκίνου (η ίδια παίζει επίσης κιθάρες και μαντολίνο), με τα ηχοχρώματα από βιολιά, βιολοντσέλο, φλάουτο, κοντραμπάσο, ακορντεόν, κρουστά, λύρα και τζουρά να δίνουν πνοή στο «Συμπόσιο», στο οποίο τραγουδούν, πέρα από τον Γιάννη Χαλκιαδάκη, οι Καίτη Κουλλιά, Θέλμα Καραγιάννη και Πάνος Μπούσαλης. Ωραία είναι, επίσης η συσκευασία, σ’ ένα μικρού σχήματος βιβλίο, με τα εικαστικά του Σταύρου Χαμπάκη να προσθέτουν στο συνολικό πακέτο.
Επαφή: www.artpath.gr
Τα τραγούδια του Χαλκιαδάκη είναι κάτι παραπάνω από συμπαθητικά – είναι αυτό που λέμε «καλά τραγούδια», προσεγμένα στην κάθε λεπτομέρειά τους. Ίσως μάλιστα αυτή η υπερ-προσοχή, ώστε να μην λοξοδρομήσουν και να μην «αλητέψουν» προς άλλες κατευθύνσεις οι κρητικές αναφορές να είναι ένα από τα (καλυμμένα) μειονεκτήματα του άλμπουμ – ένα άλμπουμ, που αναπτύσσεται σαν κέντημα, με κάθε βελονιά να είναι στη θέση της, αφού δεν επιτρέπονται τα «λάθη», με τα μοτίβα να επαναλαμβάνονται με μαθηματική ακρίβεια.
Περαιτέρω παρατηρείται μια προσπάθεια ωραιοποίησης του λόγου, επηρεασμένη και αυτή από τον Καζαντζάκη ας πούμε, αλλά και από μια φολκλορική αντίληψη, που θέλει το σύγχρονο κρητικό τραγούδι να υπακούει σε ορισμένα πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά – ανάμεσά τους η χρήση του μύθου, η παραβολή, ο διδακτισμός, η διασαφήνιση της ντοπιολαλιάς και άλλα διάφορα.
Βεβαίως ο Γιάννης Χαλκιαδάκης είναι ένας σεμνός και σοβαρός τραγουδοποιός, και μέσα σ’ αυτό το χώρο που κινείται, επιχειρεί να μεταφέρει με έναν τρόπο λυρικό, και βαθιά συναισθηματικό οπωσδήποτε, το τι σημαίνει για κείνον η Κρήτη – και αυτό το κάνει σίγουρα, με γνώση και της παράδοσης και του τρόπου παρουσίας της στη σύγχρονη πραγματικότητα. Βεβαίως η τολμηρότητα (αν υπήρχε) σε κάθε επιμέρους κομμάτι τής δημιουργίας των τραγουδιού του θα προσέδιδε περισσότερα credits στον δίσκο, συνολικά, αλλά ok... το «Συμπόσιο» παραμένει ένας καλό και μετρημένο άλμπουμ «έντεχνου» κρητικού τραγουδιού, με ωραίες μελωδίες, ενορχηστρώσεις και αξιοπρόσεκτα κομμάτια σαν τα «Μονομάχος», «Ξόρκια», «Συμπόσιο» και ορισμένα ακόμη.
Την ενορχήστρωση, περαιτέρω, έχει επιμεληθεί η Αρετή Κοκκίνου (η ίδια παίζει επίσης κιθάρες και μαντολίνο), με τα ηχοχρώματα από βιολιά, βιολοντσέλο, φλάουτο, κοντραμπάσο, ακορντεόν, κρουστά, λύρα και τζουρά να δίνουν πνοή στο «Συμπόσιο», στο οποίο τραγουδούν, πέρα από τον Γιάννη Χαλκιαδάκη, οι Καίτη Κουλλιά, Θέλμα Καραγιάννη και Πάνος Μπούσαλης. Ωραία είναι, επίσης η συσκευασία, σ’ ένα μικρού σχήματος βιβλίο, με τα εικαστικά του Σταύρου Χαμπάκη να προσθέτουν στο συνολικό πακέτο.
Επαφή: www.artpath.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου