Αντλημένο από τα αρχεία του INA και ηχογραφημένο για το ORTF,
σε αρχική παραγωγή του André Francis και σημερινή του Zev Feldman, ένα δεύτερο
ανέκδοτο live του Cannonball Adderley έρχεται να προστεθεί σ’ αυτή την
εντυπωσιακή σειρά της Elemental Music. Ηχογραφημένο στο Alhambra Theatre του
Μπορντό, στις 14 Μαρτίου 1969, το “Burnin’ in Bordeaux” (2024), που κυκλοφορεί
σε 2CD και 2LP, εμφανίζει το κουιντέτο με λίγο αλλαγμένη σύνθεση, καθώς σ’ αυτό
ακούμε τους Julian “Cannonball” Adderley άλτο σαξόφωνο, Nat Adderley κορνέτα
και Roy McCurdy ντραμς, ενώ στη θέση του πιανίστα συναντάμε τώρα τον Joe Zawinul
και σ’ εκείνη του μπασίστα τον Victor Gaskin.
Το υλικό και εδώ θα το χαρακτήριζες κλασικό. Υπό την έννοια
πως υπάρχουν πολλές συνθέσεις του Zawinul (“The scavenger”, “Experience in E”,
“Walk tall”, “Mercy, mercy, mercy” και “The scene”, γραμμένη από κοινού με τον Nat
η τελευταία), στάνταρντ σαν το “Manhã de carnaval” ή το “Somewhere” (του Leonard
Bernstein), παλαιότερα tracks από το ρεπερτόριο του κουιντέτου σαν το “Why am I
treated so bad” (του Pops Staples) και ακόμη τον θρυλικό ύμνο του hard bop “Work
song” (του Nat) σε μια κομπλέ 10λεπτη εκτέλεση, και όλα αυτά μαζί με συνθέσεις
του Duke Ellington (“Come Sunday”) και του Dizzy Gillespie (“Blue ‘n’ boogie”).
Το διάστημα που χωρίζει το παρόν live στο Bordeaux, από εκείνο στο Olympia του Παρισιού, τρία χρόνια αργότερα, στην πράξη δεν σημαίνει κάτι. Μπορεί ο Zawinul να είναι πρώτα πιανίστας και μετά ηλεκτρικός πιανίστας (σε σχέση με τον George Duke) –αν και στο “Why am I treated so bad” τα σπάει ως ηλεκτρικός–, αλλά επί της ουσίας τα θέματα δεν μπορεί παρά να παίρνουν φωτιά από το άλτο του Cannonball και την κορνέτα του Nat, δίχως τούτο να σημαίνει πως και το rhythm section των Gaskin-McCurdy δεν είναι εντυπωσιακό, όπου αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, βγαίνοντας άλλοτε μπροστά (όπως στο λυρικότατο “Manhã de carnaval”) και άλλοτε οδηγώντας το ρυθμό, σε κάθε μέτρο αυτού του καταπληκτικού live. Όπως είχε πει και ο πιανίστας Hal Galper (συνέντευξη στον Zev Feldman, από τον Οκτώβριο του ’23), μετέπειτα μέλος της μπάντας του Cannonball Adderley:
«Ο Cannonball υπήρξε πρότυπο, για κάθε αλτίστα μετά απ’ αυτόν. Ποιος άλλος ήταν τόσο ικανός σε κάθε πτυχή της μουσικής, στο γράψιμο, στο παίξιμο και την ενορχήστρωση; Η μαεστρία του Cannonball στο άλτο ήταν εκπληκτική, αλλά παράλληλα εκπληκτικός ήταν και ο δυνατός ρυθμός του. Τα σχήματά του ήταν πραγματικά σφιχτά – με τους παίκτες να κρατάνε το beat όλη την ώρα, χτυπώντας πάντα στο ίδιο σημείο. Και όταν ήμουν στο συγκρότημά του, μου πήρε ένα χρόνο για να καταλάβω πού ήταν αυτό το σημείο, καθώς χτυπούσα ένα ακόρντο άλλοτε λίγο νωρίτερα και άλλοτε λίγο αργότερα. Δεν υπήρχε οδηγός γι’ αυτό – έπρεπε μόνος σου να το αντιληφθείς. Αν υπάρχει κάτι που μου λείπει απ’ αυτό το συγκρότημα είναι να μπορώ να παίζω με άλλους μουσικούς, που να έχουν ισχυρό beat. Αλλά, δυστυχώς, τούτη είναι μια τέχνη που πεθαίνει πια...».
Επαφή: https://www.elemental-music.com/
Το διάστημα που χωρίζει το παρόν live στο Bordeaux, από εκείνο στο Olympia του Παρισιού, τρία χρόνια αργότερα, στην πράξη δεν σημαίνει κάτι. Μπορεί ο Zawinul να είναι πρώτα πιανίστας και μετά ηλεκτρικός πιανίστας (σε σχέση με τον George Duke) –αν και στο “Why am I treated so bad” τα σπάει ως ηλεκτρικός–, αλλά επί της ουσίας τα θέματα δεν μπορεί παρά να παίρνουν φωτιά από το άλτο του Cannonball και την κορνέτα του Nat, δίχως τούτο να σημαίνει πως και το rhythm section των Gaskin-McCurdy δεν είναι εντυπωσιακό, όπου αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, βγαίνοντας άλλοτε μπροστά (όπως στο λυρικότατο “Manhã de carnaval”) και άλλοτε οδηγώντας το ρυθμό, σε κάθε μέτρο αυτού του καταπληκτικού live. Όπως είχε πει και ο πιανίστας Hal Galper (συνέντευξη στον Zev Feldman, από τον Οκτώβριο του ’23), μετέπειτα μέλος της μπάντας του Cannonball Adderley:
«Ο Cannonball υπήρξε πρότυπο, για κάθε αλτίστα μετά απ’ αυτόν. Ποιος άλλος ήταν τόσο ικανός σε κάθε πτυχή της μουσικής, στο γράψιμο, στο παίξιμο και την ενορχήστρωση; Η μαεστρία του Cannonball στο άλτο ήταν εκπληκτική, αλλά παράλληλα εκπληκτικός ήταν και ο δυνατός ρυθμός του. Τα σχήματά του ήταν πραγματικά σφιχτά – με τους παίκτες να κρατάνε το beat όλη την ώρα, χτυπώντας πάντα στο ίδιο σημείο. Και όταν ήμουν στο συγκρότημά του, μου πήρε ένα χρόνο για να καταλάβω πού ήταν αυτό το σημείο, καθώς χτυπούσα ένα ακόρντο άλλοτε λίγο νωρίτερα και άλλοτε λίγο αργότερα. Δεν υπήρχε οδηγός γι’ αυτό – έπρεπε μόνος σου να το αντιληφθείς. Αν υπάρχει κάτι που μου λείπει απ’ αυτό το συγκρότημα είναι να μπορώ να παίζω με άλλους μουσικούς, που να έχουν ισχυρό beat. Αλλά, δυστυχώς, τούτη είναι μια τέχνη που πεθαίνει πια...».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου