Μιλώντας και γράφοντας κανείς για το παρελθόν του νορβηγού κιθαρίστα Terje Rypdal, σκοντάφτει συνήθως στον... ογκόλιθο ECM και καθαρίζει. Ο Rypdal «μπαίνει» στην εταιρία του Manfred Eicher όταν ήταν 23 ετών, το 1970, όντας μέλος του Jan Garbarek Quartet (ηχογράφησαν το “Afric Pepperbird” στο Όσλο, τον Σεπτέμβριο του ’70), παραμένοντας, 40 χρόνια μετά, εκεί ακόμη! Τέτοια πίστη και τέτοιο... συμβόλαιο χρήζει, σίγουρα, μελέτης. Και όμως ο Rypdal έπαιζε μουσική καιρό πριν μπει στην ECM, καιρό πριν καταστεί «κιθαριστικό κεφάλαιο» για την γερμανική εταιρία.
Όντας νεαρός στα early sixties, o νορβηγός μουσικός, σφόδρα επηρεασμένος από την αθάνατη πενιά του Hank Marvin, μπαίνει στο ριγκ και για κάποια χρόνια (1963-1967) μέσω των Vanguards φτιάχνει την πρώτη rock συνείδηση στη σκανδιναυική χώρα. Βεβαίως, οι Vanguards μέσα σ’ αυτήν την περίοδο – την τόσο καθοριστική για την pop κουλτούρα – δεν έμειναν «αμετακίνητοι». Από τους Shadows, πέρασαν γρήγορα στους Beatles, και από ’κει στους Stones και τους Kinks, «χοντραίνοντας» το παιγνίδι, γράφοντας ωραία garage-punk τραγούδια. Το 1967 η μεγάλη αλλαγή στην pop ακούει στο όνομα “Jimi Hendrix”. Ο Rypdal κινούμενος στο νέο αστερισμό σχηματίζει ένα κουαρτέτο, τους Dream, με τους οποίους συντάσσει το πρώτο ψυχεδελικό LP, που βγήκε ποτέ στη Νορβηγία (1967). Το “Get Dreamy” [Polydor] ήταν ένα ωραίο άλμπουμ στηριγμένο στο όργανο του Christian Reim (πριν στους Public Enemies, το r&b γκρουπ με το οποίο συνεργάστηκε και η Karin Krog!) και βεβαίως στην ηλεκτρική κιθάρα του Terje Rypdal, η οποία ίπταται διαστημικώς – όπως και όλη η μπάντα – στο “Ain’t no use”. Free «χεντριξοειδές» rock, εντός του οποίου η jazz – πείτε την acid – δεν ήταν αμέτοχη. Στην επόμενη χρονιά... πατάω φρένο. 1968. Αν και έχουν περάσει λίγα χρόνια από την εποχή των Vanguards, ο Rypdal βρίσκεται έτη φωτός μακρυά, πετώντας ασυγκράτητος στο μουσικό στερέωμα. Η επόμενη δουλειά του είχε τίτλο “Bleak House” [Polydor] και είναι αυτή, ή μάλλον η επανέκδοσή της, που μου παρέχει αφορμή για τούτο το μικρό σημείωμα. Σαράντα χρόνια μετά (2008) η νορβηγική εταιρία Pan, παίρνει την άδεια από την Universal Music και τυπώνει 500 βαρέων βαρών βινύλια, βγάζοντας στην επιφάνεια ένα «διαμάντι» της progressive jazz. Έχοντας δίπλα του 17(!) μουσικούς, μικρά και μεγάλα ονόματα της νορβηγικής σκηνής που παίζουν κατά κύματα (ανάμεσα οι Jan Garbarek, Jon Christensen, Christian Reim και C.M. Neumann), ο 21χρονος Rypdal – νέος και (ψυχεδελ)ωραίος – υπογράφει ένα άλμπουμ, που δεν έχει καμμία σχέση μ’ αυτό το nordic-jazz κλίμα που μάς γοήτευσε στα seventies (και πέρα απ’ αυτά), αλλά με μια fusion αποκοτιά, που μόνο ένας... μεγάλος πιτσιρικάς θα μπορούσε να αποτολμήσει. Άκουσα το “Bleak House” για πρώτη φορά πριν από δύο χρόνια. Αισθάνθηκα δέος. Πρώτα-πρώτα για το ποιόν του καλλιτέχνη – δοκιμασμένο μέχρι σήμερα. Έπειτα, για το αίσθημα και την κινητήρια δύναμη του άλμπουμ – αν οι Pink Floyd είχαν πιο πολύ Miles Davis και Wes Montgomery στις βαλίτσες τους θα έπαιζαν... κάπως έτσι. Τέλος, για τις εκπλήξεις που μάς επιφυλάσσει η (μουσική) ζωή· σε όσους νομίζουν (κι εγώ μέσα) πως έχουν ακούσει «τα πάντα». Τρομάρα τους...
Στο βίντεο το φασματικό, σπάνιας ομορφιάς, “Dead man’s tale”, lead track στο “Bleak House”. Ακούγονται οι: Terje Rypdal κιθάρα, φλάουτο, φωνή, Christian Reim όργανο, Tom Karlsen ντραμς. Κρατηθείτε...
Εγώ τον έμαθα μετά το OST HEAT του 1995 , έπαθα πλάκα και έψαξα. Αν δεν θυμάσαι, δες τις σκηνές που παίζουν τα δύο κομμάτια του (ανατριχίλα!!) Rypdal και Michael Mann zωγραφίζουν με τις τέχνες τους!
ΑπάντησηΔιαγραφήNicholas Hatziyiannis
nikkx1@hotmail.com
Παρότι είχα δει το "Heat" - μέγας ο Michael Mann, πιο πολύ για τα "Manhunter" και "The Keep" - δε θυμόμουν την παρουσία του Rypdal εκεί. Βρήκα όμως τα αποσπάσματα στο youTube και κατάλαβα... Thanks για την πληροφορία/παρέμβαση.
ΑπάντησηΔιαγραφή