Γυρίζω συχνά στον… τόπο του εγκλήματος και ξαναρίχνω στις μασίνες παλιά δισκάκια, που φαίνεται να τά’χω λησμονήσει. «Φαίνεται» λέω, γιατί στην πραγματικότητα τίποτα δεν εξαφανίζεται, τίποτα δεν αποσιωπάται. Κάπου, λοιπόν, ανίχνευσα τον υποψίθυρο κι ακολούθησα τα ίχνη… ενός Νοέμβρη του 2000. Δύσκολα βγαίνουν λέξεις, όταν θες να γράψεις για τον Ισίδωρο Παπαδάμου· κι αυτό γιατί το έργο του δεν προσφέρεται για κρίσεις. Αυτό συμβαίνει, όχι γιατί δεν σου δίδονται οι αφορμές για να το πράξεις, αλλά γιατί φαίνεται να είναι τόσο στενά συνδεδεμένο, αυτό το έργο, με το γενικότερο πλαίσιο δράσης του μερακλή μουσικού, ώστε είναι σχεδόν αδύνατο να το αντιμετωπίσεις χώρια. Η ζωή και η τέχνη, στην περίπτωση του Ισίδωρου Παπαδάμου, είναι ένα μείγμα αδιαχώριστο. Απ’ όπου και να πιείς θα γλυκαθείς και θα πικραθείς το ίδιο…
Ο Παπαδάμου πορεύεται στον κόσμο, ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης, μέσω μιας αριστοκρατικής σεμνότητας. Διατηρεί στο ακέραιο το δικαίωμά του να διαχειρίζεται τον πνευματικό του κόπο όπως ο ίδιος θέλει, όχι γιατί εκείνα τα οποία θα του παρείχε το εμπορικό κύκλωμα θα ήταν λίγα και δεν θα του αρκούσαν, αλλά γιατί αισθάνεται ότι και αυτά τα ολίγα ακόμη τού είναι τελείως άχρηστα. Έτσι, με μια κίνηση προσωπικού «αδειάσματος» – αποποιούμενος την περιθωριακή γραφικότητα – σμιλεύει ένα άλμπουμ το οποίον, από μορφικής και τεχνικής πλευράς, δείχνει να μην έχει να ζηλέψει τίποτα απολύτως από την κοινώς εννοούμενη παραγωγή. Ωραίο έγχρωμον εξώφυλλο, 12σέλιδο ένθετο περιέχον τους στίχους των τραγουδιών και άλλες χρήσιμες πληροφορίες, ωραία ηχοληψία και εγγραφή, από καρδιάς παίξιμο απ’ όλους ανεξαιρέτως τους φίλους-συνεργάτες. Και η ουσία; Ο δίσκος δεν πουλιόταν, αλλά διδόταν δωρεάν από τον ίδιον τον συνθέτη σε όποιον επικοινωνούσε μαζί του… Εκείνος ο μποεμισμός δεν έκρυβε εντός του ουδεμία αλαζονεία. Απεναντίας… Επρόκειτο για μία πράξη πρωτο-χριστιανικής ευγένειας, ικανή να διαλύσει στην πορεία ό,τι σκιάζει τη ψυχή του δημιουργού, συρρικνώνοντας το ανταποδοτικόν του πράγματος στα όρια του αμελητέου. Το ίδιον αμελητέα εξακολουθεί να φαντάζει, για την περίπτωση Παπαδάμου, και η διαφορά ανάμεσα στην πραγματικότητα που ζει και την τέχνη που κοινωνεί. Με το φακό που θα εστιάσει κάποιος στη ζωή του, θα εστιάσει και στην τέχνη του. Έτσι, τέχνη και ζωή θ’ αποκαλύψουν το πλήρες βάθος τους μόνο μετά θάνατον, αφήνοντας το χρόνο ν’ αποφασίσει για το άξιο που θα μείνει. Το λέει, με εκπληκτικά εύστοχο τρόπο, ο ίδιος ο συνθέτης: «Θ’ αφήσω πια το νου ν’ αναπαυθεί/ της τελετής μου θα’χει λήξει πια η ώρα/ μα στην καρδιά μου κάτι ωραίο/ θά’χει ήδη τυπωθεί/ και θα γυρίσω ήπια/ χωρίς παράπονα στο τιποτένιο τώρα».
Ο αληθινός δημιουργός «πεθαίνει» μέσα στο έργο του αποβάλλοντας τα ασήμαντα, κρατώντας όσα του χρειάζονται όχι για την ίδια τη ζωή, αλλά για το νόημά της.
ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΟΣ ΔΙΣΚΟΣ, ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΕΥΠΑΤΡΙΔΗ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
ΑπάντησηΔιαγραφή