Πριν από μερικές μέρες πήρα ένα e-mail από ένα φίλο Σουηδό, ο οποίος με πληροφορούσε για το πόσο σημαντικοί παραμένουν ακόμη και σήμερα για την τοπική avant/prog σκηνή οι Samla Mammas Manna. Μάλιστα, ο θάνατος, το 2008, του βασικού τους keyboard player, συνθέτη και τραγουδιστή Lasse ή Lars Hollmer υπήρξε «γεγονός», το οποίο δεν… ξεπερνιέται εύκολα· υπό την έννοια ότι δημιουργούνται συνεχώς νέα δεδομένα στην προσπάθεια αποσαφήνισης του έργου αυτού του μεγάλου συγκροτήματος. Την 20η Μαρτίου, στο Teater 3 της Στοκχόλμης, θα οργανωθεί μία tribute night για τον Lars Hollmer, στην οποία θα εμφανιστούν οι Ιάπωνες Ruins –ο δικός τους ντράμερ Tatsuya Yoshida υπήρξε, όπως έμαθα, έσχατο μέλος των Samla Mammas Manna–, οι Klotet από την Ουψάλα (ιδιαίτερη πατρίδα και των Samla), σ’ ένα ύφος κοντά σ’ εκείνο των Fläsket Brinner και βεβαίως των Samla Mammas Manna, οι Yra, μία σουηδο-ιαπωνική συνεργασία, που προβάλλεται μέσω των Tatsuya Yoshida, Ulf “Rockis” Ivarsson και Coste Apetrea (θα παρουσιάσουν, ανάμεσα σε άλλα, και συνθέσεις του Hollmer), καθώς και οι τοπικοί Mats Morgan Band.
Πριν πω λίγα λόγια για τους Σουηδούς, ας παραθέσω μια γνώμη για ένα άλμπουμ των Ruins, το “Tzomborgha” [Magaibutsu, 2002], που το έχω καιρό στη δισκοθήκη, και το οποίο τώρα το ξανάκουσα με αφορμή το γεγονός.
Από τα ηγετικά σχήματα του ιαπωνικού core, οι Ruins είναι ένα εντελώς ιδιόμορφο duo αποτελούμενο από τους Tatsuya Yoshida ντραμς, φωνή και Hisashi Sasaki μπάσο. Η ιδιομορφία τους δεν στηρίζεται απλώς στο ότι είναι duo, αλλά στο είδος, τον τρόπο και το κλίμα της μουσικής που δημιουργούν – αδύνατον, σε κάθε περίπτωση, να πιστέψεις πως ό,τι ακούς προέρχεται από δύο μόλις άτομα. Με 25ετή ιστορία, με εντυπωσιακές ζωντανές εμφανίσεις (οι φωτογραφίες λένε τη μισή αλήθεια), με περισσότερα από 15 άλμπουμ στην κατοχή τους, με παγκόσμια underground αναγνώριση (ηχογραφήσεις για την Tzadik του John Zorn, την Megaphone και την Shimmy-Disc – ετικέτες σύμβολα του χώρου), οι Ruins, δηλαδή ο Tatsuya σε πρώτη φάση, μοιάζει να είναι σφόδρα επηρεασμένοι από τους Magma (το “Djubatczegromm” θα μπορούσε να ήταν κάποιο παραλειπόμενο από τα sessions του “Udu Wudu”), τους Area (στο “Wanzhemvergg” ακούς το φάντασμα του Demetrio Stratos), τους This Heat, τους King Crimson, τους Mothers of Invention και βεβαίως τα συγκροτήματα του Rock In Opposition – όλα τούτα, φυσικά, ανακατεμένα με την τραχύτητα και το θόρυβο του punk. Το δικό τους hardcore, που γεννιέται μέσα από την αμεσότητα λόγου και έργων, μέσα από τις υψηλές ταχύτητες με τις οποίες ρολάρει ο Tatsuya και φυσικά μέσα από την μπάσο-πολυπραγμοσύνη του Hishashi (οφείλουμε να πιστέψουμε πως οι «κιθαριές» και οι «οργανιές» που ξεσκίζουν κάθε τόσο τα ηχεία, βγαίνουν άπασες από ένα μπάσο!) έχει κι ένα φιλοσοφικό υπόβαθρο – καθότι Ιάπωνες, που… να βαράνε στο γάμο του Καραγκιόζη δεν υπάρχουν.
Ας συμπληρώσω μόνον πως ruins, γενικώς, αποκαλούνται πέτρινα μνημεία παλαιών πολιτισμών, κυρίως των Ινδιάνων της Κεντρικής Αμερικής. Έτσι, και κατά έναν τρόπο, οι Tatsuya και Hisashi, αντιμετωπίζουν τη δική τους μουσική ως μία αντανάκλαση της κοσμικής δύναμης που περικλείει η πέτρα, άγραφο σύμβολο της ιστορίας και της εξέλιξης του φυσικού κόσμου.
Samla Mammas Manna λοιπόν, κι από που να ξεκινήσω… Το γκρουπ σχηματίστηκε στην Ουψάλα εκεί προς το 1969-70, με πρωταρχικά μέλη τους Hasse Bruniusson ντραμς, φωνή, Lasse Krantz μπάσο, Lars Hollmer πλήκτρα, φωνή και Henrik Oberg κρουστά. Τον Αύγουστο του 1970, μήνες πριν ηχογραφήσουν το πρώτο τους LP, συμμετέχουν στο… σουηδικό Woodstock, το Festen Pa Gardet (20-23/8) μαζί με τους Trad Gras och Stenar, τους Handgjort, τους Gudibrallan, τους Flasket Brinner, τους Turid και άλλους διαφόρους – όσοι γνωρίζουν έστω και τα στοιχειώδη γύρω από σουηδικό rock των seventies νοιώθουν την αξία αυτών των ονομάτων – κερδίζοντας τις εντυπώσεις και βεβαίως ένα συμβόλαιο με την εταιρία Silence, στην οποία θα γράψουν το πρώτο φερώνυμο άλμπουμ τους, την άνοιξη του ’71. Παράξενη δουλειά, καταφανώς επηρεασμένη από τους Mothers of Invention – τη βασική επιρροή όλου του swedish progressive εκεί στα early seventies. Επιρροές που ξεκινούν από τη διαχείριση των οργανικών και των φωνητικών μερών, αλλά και από τη δράση του λόγου. Η spacey-freaky, τύπου Gong, διάθεση ορισμένων κομματιών (“Vidgat lage”), αφορά οπωσδήποτε ένα δεύτερο πυλώνα αναφορών, σε κάθε περίπτωση άμεσα αφομοιωμένου από τη σουηδική πραγματικότητα.
Στο “Maltid” του ’73 είναι πλέον στο γκρουπ ο κιθαρίστας Coste Apetrea. Η μουσική τους αρχίζει να «ξεφεύγει», αποκτώντας σιγά-σιγά τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία, που θα τους έκαναν παγκοσμίως γνωστούς λίγα χρόνια αργότερα. Ο ρόλος του Hollmer είναι καθοριστικός όσον αφορά στον ήχο του γκρουπ - ένα post modern, για τότε, fusion, ικανό να ντύσει τις πολύπλοκες συνθέσεις της μπάντας. Το “Klossa Knapitatet” του ’74 ήταν ακόμη πιο ιδιοσυγκρασιακό. Η μπάντα παίζει ένα απροσάρμοστο progressive rock, που δεν ταυτίζεται με τίποτα γνωστό. Ούτε ακριβώς Canterbury sound, που τότε «έδινε κι έπαιρνε», ούτε κάτι από τ’ άλλα κοινά στρατηγικά fusions. Εντάξει, ο Zappa είναι πάντα μιαν αναφορά (όχι τόσο εκείνος του “Apostrophe”, όσο εκείνος των… late sixties), όμως διακρίνεται κι ένα φάσμα επιρροών, που άρχεται από το βαριετέ και τον καμπαρέ ήχο του Μεσοπολέμου, για να καταλήξει στις σουηδικές πόλκες και τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό. Μετά από τρία άλμπουμ στην Silence, οι Samla μεταβαίνουν στην Musiknatet Waxholm ή MNW όπως είναι πιο γνωστή, για την ηχογράφηση του τέταρτου “Snorungarnas Symfoni” (1976)· εδώ σε συνεργασία με τον Αμερικανό Gregory Allan FitzPatrick. Ο FitzPatrick ήταν μέλος της τοπικής σκηνής ήδη από τα μέσα του ’60, όταν πήγε για τουρισμό στη Σκανδιναυία και «κόλλησε». Συνεργάστηκε με τους Atlantic Ocean (ήταν μέλος τους δηλαδή), τους Handgjort και τους Tillsammans, πριν δώσει στους Samla τη Συμφωνία του. Πιο τυπικό ως άκουσμα (εν σχέσει δηλαδή με το “Klossa…” ή το “Maltid”), το “Snorungarnas Symfoni”, θα μπορούσε να θυμίζει τόπους-τόπους ακόμη και Al Stewart (δεν είναι κακό αυτό, ίσα-ίσα αν μιλάμε για άλμπουμ όπως το “Orange”). Στην μπάντα εκτός των ήδη γνωστών Bruniusson, Krantz, Hollmer και Apetrea συμμετείχαν ακόμη οι Kalle Eriksson τρομπέτα και Artan Wallander σαξόφωνα. Κλασικό prog-rock, με ωραία (μελωδικά) θέματα, όπως το “Andra satsen”. Το 1977 βρίσκει τους Samla ψιλοδιαλυμένους. Οι Coste Apetrea κιθάρες, μπουζούκι, Kalle Eriksson τρομπέτα, φλάουτο, Lasse Hollmer ακορντεόν και Ulf “Artan” Wallander σαξόφωνα, κρουστά φαίνεται πως εγκαταλείπουν το γκρουπ, σχηματίζοντας τους Ramlosa Kvallar, μαζί με τον περκασιονίστα Bill Ohrstrom. (“Ramlosa Kvallar” ήταν ο τίτλος ενός κομματιού από το “Klossa Knapitatet”). Αυτοί θα βγάλουν ένα LP στη Silence το 1977, το οποίο εντάσσεται μέσα στο γενικότερο ethnic-prog σκηνικό, που τότε απασχολούσε ευρέως όλη τη Σκανδιναυία. Οι ήχοι από την Αφρική (“Sega”), τα Βαλκάνια (“Bogdan dansar”) και την Ανατολική Ευρώπη (“Esten”) αποτελούν το νέο τόπο δράσης των σουηδών μουσικών, οι οποίοι για άλλη μια φορά τα «χώνουν». Απολαυστικός ο χορός του Bogdan… δηλαδή του Θόδωρου.
Όντας «παράλληλο» project οι Ramlosa Kvallar, συμπίπτουν με την επαναδραστηριοποίηση των Samla, οι οποίοι τώρα αυτοαποκαλούνται Zamla Mammaz Manna. Είναι η εποχή που αρχίζει να μπαίνουν στο πνεύμα του RIO, καθώς κάποια στιγμή τους ανακαλύπτει ο Chris Cutler, αρχίζοντας να διανέμει τους δίσκους τους στη Βρετανία μέσω της Recommended. Νέα πρόσωπα είναι ο κιθαρίστας Eino Haapala και λίγο αργότερα ο ντράμερ-τραγουδιστής Vilgot Hansson. Η μουσική τους γίνεται ακόμη περισσότερο ριζοσπαστική, πλημμυρισμένη από avant και improv στοιχεία, δίχως ποτέ να χάνει το ενδιαφέρον της. Δημιουργικός αυτοσχεδιασμός λοιπόν, πάντα μέσα σ’ ένα ευρύ rock πλαίσιο, που τους φέρνει κοντά, απλώς κοντά… με τις υπόλοιπες μπάντες της κίνησης: τους Henry Cow (Αγγλία), τους Stormy Six (Ιταλία), τους Univers Zero (Βέλγιο) και τους Etron Fou Leloublan (Γαλλία). Περίπου τότε (1978) κυκλοφορούν τα άλμπουμ “For Aldre Nybegynnare” και “Schlagerns Mystik”, αμφότερα στην Silence, τα οποία είχαν γράψει τη διετία 1976-77, βγάζοντάς τα ως 2LP. [Πρέπει να βρω το χρόνο να τα ξανακούσω, γιατί δεν τα θυμάμαι καλά]. Τότε ήταν, όταν μέσω του RIO δίνουν συναυλίες σε διάφορες χώρες (Γαλλία, Ιταλία, Δυτική Γερμανία και αλλού). Το 1980 δίνουν ένα ακόμη LP στην Silence (“Familesprickor”), το οποίο δεν έχω ακούσει. Από ’κει όμως και μετά η ιστορία τους κάπως περιπλέκεται… ή, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι σ’ εμένα τόσο οικεία· με μία διαφορά. Το άλμπουμ των… Von Zamla “Zamlaranamma” [Urspar, 1982], το οποίο, ξεχασμένο κάπου – δε θυμάμαι πως έφθασε στα χέρια μου – εντοπίστηκε στο ράφι. Η σύνθεση της μπάντας εκείνη την εποχή ήταν: Denis Brely μπασούν, όμποε, βαρύτονο, φλάουτο, Jan Garret μπάσο, κιθάρες, κρουστά, Eino Haapala κιθάρες, μπάσο, μαντολίνο, τσέλο, κρουστά, Lars Hollmer πιάνο, όργανο (το είχε ακόμη…), ακορντεόν, κρουστά. Εξαιρετικό. Ένα από τα καλύτερα, που παρέδωσε ποτέ αυτή η ομάδα μουσικών. Ηχογραφημένο το φθινόπωρο του ’82, το “Zamlaranamma” πιάνει τους… Von Zamla σε φάση έξαρσης. Οι συνθέσεις βγάζουν απίστευτη δύναμη, οι ενοργανώσεις παρότι δεν είναι fully-electric σπέρνουν πανικό, ενώ οι αλλαγές και οι εξοντωτικοί ρυθμοί (που «ανεβαίνουν» τσιτωμένοι) δεν σ’ αφήνουν ν’ ανασάνεις. Ακούγοντας το άπιαστο “Doppler”, σύνθεση του Hollmer, νοιώθεις σαν να τζαμάρουν οι Henry Cow με τον Klaus Schulze. Αδιανόητο κομμάτι… όπως και τόσα άλλα…
Ρίχνοντας μια ματιά στην Wikipedia για το τι «χοντρό» μπορεί μετά να συνέβει, διάβασα τα ακόλουθα: "In 1999, the band reformed under their original name for a one-off release entitled Kaka. And in 2002 they reunited again, but this time with the Japanese musician Yoshida Tatsuya on drums, for some acts and for their latest album ‘Dear Mamma’. The band played its first and only concerts in the US in August 2003, at the annual Progday festival in North Carolina and a couple of other dates. In 2005 the band had the honour of opening the first day of the international progressive rock festivalthat takes place in Moscow, Russia, ‘InProg 2005’. Hollmer died in December 2008…".Όποιος ενδιαφέρεται για πιο πολλά ας ρίξει ματιά στο http://en.wikipedia.org/wiki/Lars_Hollmer.
Πριν πω λίγα λόγια για τους Σουηδούς, ας παραθέσω μια γνώμη για ένα άλμπουμ των Ruins, το “Tzomborgha” [Magaibutsu, 2002], που το έχω καιρό στη δισκοθήκη, και το οποίο τώρα το ξανάκουσα με αφορμή το γεγονός.
Από τα ηγετικά σχήματα του ιαπωνικού core, οι Ruins είναι ένα εντελώς ιδιόμορφο duo αποτελούμενο από τους Tatsuya Yoshida ντραμς, φωνή και Hisashi Sasaki μπάσο. Η ιδιομορφία τους δεν στηρίζεται απλώς στο ότι είναι duo, αλλά στο είδος, τον τρόπο και το κλίμα της μουσικής που δημιουργούν – αδύνατον, σε κάθε περίπτωση, να πιστέψεις πως ό,τι ακούς προέρχεται από δύο μόλις άτομα. Με 25ετή ιστορία, με εντυπωσιακές ζωντανές εμφανίσεις (οι φωτογραφίες λένε τη μισή αλήθεια), με περισσότερα από 15 άλμπουμ στην κατοχή τους, με παγκόσμια underground αναγνώριση (ηχογραφήσεις για την Tzadik του John Zorn, την Megaphone και την Shimmy-Disc – ετικέτες σύμβολα του χώρου), οι Ruins, δηλαδή ο Tatsuya σε πρώτη φάση, μοιάζει να είναι σφόδρα επηρεασμένοι από τους Magma (το “Djubatczegromm” θα μπορούσε να ήταν κάποιο παραλειπόμενο από τα sessions του “Udu Wudu”), τους Area (στο “Wanzhemvergg” ακούς το φάντασμα του Demetrio Stratos), τους This Heat, τους King Crimson, τους Mothers of Invention και βεβαίως τα συγκροτήματα του Rock In Opposition – όλα τούτα, φυσικά, ανακατεμένα με την τραχύτητα και το θόρυβο του punk. Το δικό τους hardcore, που γεννιέται μέσα από την αμεσότητα λόγου και έργων, μέσα από τις υψηλές ταχύτητες με τις οποίες ρολάρει ο Tatsuya και φυσικά μέσα από την μπάσο-πολυπραγμοσύνη του Hishashi (οφείλουμε να πιστέψουμε πως οι «κιθαριές» και οι «οργανιές» που ξεσκίζουν κάθε τόσο τα ηχεία, βγαίνουν άπασες από ένα μπάσο!) έχει κι ένα φιλοσοφικό υπόβαθρο – καθότι Ιάπωνες, που… να βαράνε στο γάμο του Καραγκιόζη δεν υπάρχουν.
Ας συμπληρώσω μόνον πως ruins, γενικώς, αποκαλούνται πέτρινα μνημεία παλαιών πολιτισμών, κυρίως των Ινδιάνων της Κεντρικής Αμερικής. Έτσι, και κατά έναν τρόπο, οι Tatsuya και Hisashi, αντιμετωπίζουν τη δική τους μουσική ως μία αντανάκλαση της κοσμικής δύναμης που περικλείει η πέτρα, άγραφο σύμβολο της ιστορίας και της εξέλιξης του φυσικού κόσμου.
Στη φωτογραφία ο Lars Hollmer από τo session του "Klossa Knapitatet" |
Οι Ramlosa Kvallar. Ο Hollmer δεξιά με το ακορντεόν, αριστερά ο Apetrea με το μπουζούκι. |
Όντας «παράλληλο» project οι Ramlosa Kvallar, συμπίπτουν με την επαναδραστηριοποίηση των Samla, οι οποίοι τώρα αυτοαποκαλούνται Zamla Mammaz Manna. Είναι η εποχή που αρχίζει να μπαίνουν στο πνεύμα του RIO, καθώς κάποια στιγμή τους ανακαλύπτει ο Chris Cutler, αρχίζοντας να διανέμει τους δίσκους τους στη Βρετανία μέσω της Recommended. Νέα πρόσωπα είναι ο κιθαρίστας Eino Haapala και λίγο αργότερα ο ντράμερ-τραγουδιστής Vilgot Hansson. Η μουσική τους γίνεται ακόμη περισσότερο ριζοσπαστική, πλημμυρισμένη από avant και improv στοιχεία, δίχως ποτέ να χάνει το ενδιαφέρον της. Δημιουργικός αυτοσχεδιασμός λοιπόν, πάντα μέσα σ’ ένα ευρύ rock πλαίσιο, που τους φέρνει κοντά, απλώς κοντά… με τις υπόλοιπες μπάντες της κίνησης: τους Henry Cow (Αγγλία), τους Stormy Six (Ιταλία), τους Univers Zero (Βέλγιο) και τους Etron Fou Leloublan (Γαλλία). Περίπου τότε (1978) κυκλοφορούν τα άλμπουμ “For Aldre Nybegynnare” και “Schlagerns Mystik”, αμφότερα στην Silence, τα οποία είχαν γράψει τη διετία 1976-77, βγάζοντάς τα ως 2LP. [Πρέπει να βρω το χρόνο να τα ξανακούσω, γιατί δεν τα θυμάμαι καλά]. Τότε ήταν, όταν μέσω του RIO δίνουν συναυλίες σε διάφορες χώρες (Γαλλία, Ιταλία, Δυτική Γερμανία και αλλού). Το 1980 δίνουν ένα ακόμη LP στην Silence (“Familesprickor”), το οποίο δεν έχω ακούσει. Από ’κει όμως και μετά η ιστορία τους κάπως περιπλέκεται… ή, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι σ’ εμένα τόσο οικεία· με μία διαφορά. Το άλμπουμ των… Von Zamla “Zamlaranamma” [Urspar, 1982], το οποίο, ξεχασμένο κάπου – δε θυμάμαι πως έφθασε στα χέρια μου – εντοπίστηκε στο ράφι. Η σύνθεση της μπάντας εκείνη την εποχή ήταν: Denis Brely μπασούν, όμποε, βαρύτονο, φλάουτο, Jan Garret μπάσο, κιθάρες, κρουστά, Eino Haapala κιθάρες, μπάσο, μαντολίνο, τσέλο, κρουστά, Lars Hollmer πιάνο, όργανο (το είχε ακόμη…), ακορντεόν, κρουστά. Εξαιρετικό. Ένα από τα καλύτερα, που παρέδωσε ποτέ αυτή η ομάδα μουσικών. Ηχογραφημένο το φθινόπωρο του ’82, το “Zamlaranamma” πιάνει τους… Von Zamla σε φάση έξαρσης. Οι συνθέσεις βγάζουν απίστευτη δύναμη, οι ενοργανώσεις παρότι δεν είναι fully-electric σπέρνουν πανικό, ενώ οι αλλαγές και οι εξοντωτικοί ρυθμοί (που «ανεβαίνουν» τσιτωμένοι) δεν σ’ αφήνουν ν’ ανασάνεις. Ακούγοντας το άπιαστο “Doppler”, σύνθεση του Hollmer, νοιώθεις σαν να τζαμάρουν οι Henry Cow με τον Klaus Schulze. Αδιανόητο κομμάτι… όπως και τόσα άλλα…
Ρίχνοντας μια ματιά στην Wikipedia για το τι «χοντρό» μπορεί μετά να συνέβει, διάβασα τα ακόλουθα: "In 1999, the band reformed under their original name for a one-off release entitled Kaka. And in 2002 they reunited again, but this time with the Japanese musician Yoshida Tatsuya on drums, for some acts and for their latest album ‘Dear Mamma’. The band played its first and only concerts in the US in August 2003, at the annual Progday festival in North Carolina and a couple of other dates. In 2005 the band had the honour of opening the first day of the international progressive rock festivalthat takes place in Moscow, Russia, ‘InProg 2005’. Hollmer died in December 2008…".Όποιος ενδιαφέρεται για πιο πολλά ας ρίξει ματιά στο http://en.wikipedia.org/wiki/Lars_Hollmer.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ μεγάλο group oi SAMLAs. Και για να δυναμιτίσω και λίγο την "πολυαγαπημένη" μου ελληνική σκηνή, το RAMLOSA KVALLAR είναι ο ελληνικότερος δίσκος που δεν έβγαλε ΠΟΤΕ ελληνικό group (πλην των offshots του Φλωρίδη).
ΑπάντησηΔιαγραφήΣαν πιο εξελιγμένους RUINS, θα μπορούσα να προτείνω τους συμπατριώτες τους KOENJI HYAKKEI (Hundred Sights of Koenji). Έχτισαν σκηνή οι γιαπωνέζοι ασελγώντας (με τη θετική έννοια) στο ύφος των MAGMA επί το μεταλλικότερον.
Πριν χρόνια είχα γράψει ένα άρθρο για το... βαλκανικό ροκ στη Δανία των 70s. Για τους Balkan, τους Bazaar, τους Mehmet Ozan/ Istanbul Express κ.λπ. Όταν άκουσα για πρώτη φορά τους Mode Plagal - ένα γκρουπ που το σέβομαι - είπα πως έτσι έπαιζαν οι Arbete och Fritid στο "Andra" το 1971, διασκευάζοντας την "Καραγκούνα" κι έναν "Πηδηχτό" ("Tva grekiska latar"). Το ίδιο έκαναν και οι Archimedes Badkar απογειώνοντας το "Τζιβαέρι"... αλλά και άλλοι διάφοροι...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπίσης σημειώνω την εξαιρετική εμφάνιση των RUINS στο Αν club, κατά την πρώτη επίσκεψη των Acid Mothers Temple στη χώρα μας, τον Οκτώβρη του 2003 αν δεν με απατά η μνήμη μου...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠρέπει νά'ταν τότε. Δεν είχα πάει. Είχα πληροφορηθεί πως θα έπαιζαν "δείγματα" από τα γκρουπ... κάποιοι από τους Acid, o Tatsuya(;) από τους Ruins... Ίσως άξιζε όμως...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣαν RUINS εμφανίστηκε κανονικά το duo και έπαιξαν σχεδόν μιάμισυ ώρα, κυρίως κομμάτια από τα albums Symphonica, Vrresto και Pallaschtom. Οι Acid ήταν όντως δείγμα (τρίο, ουσιαστικά ο Makoto με τους δύο Ruins) και έπαιξαν μόνο μισή ώρα ένα guitar free form jam και πάπαλα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚατάλαβα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΌχι βεβαια. Εμφανιστηκε μόνο ο Yoshida και έπαιξε με προηχογραφημένα μέρη του Sasaki (ο οποίος δεν ήρθε γιατι είχε σπάσει το χέρι του, αν θυμάμαι καλα).
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι έπαιξε σιγουρα λιγότερο απο μιάμιση ώρα.
Μάλιστα...
ΑπάντησηΔιαγραφήομως οι ασιντ μαδερς τεμπλ επαιξαν εξαιρετικα κ αρκετα στο μπαιος το 2005
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητέ static,
ΑπάντησηΔιαγραφήTo live το έχω σε CDR (δεν ήμουν Ελλάδα τότε). Το ξανάκουσα χθες, των RUINS η διάρκεια είναι 84 λεπτά (9 κομμάτια). Ακούγεται δε καθαρότατα μπάσσο και όχι μόνο drums και samplers/tapes. Ως line-up μου έχουν γράψει στο εξώφυλλο, Tatsuya-Atsushi. Για ACID MOTHERS έχει ένα κομμάτι άτιτλο 25 λεπτά και line-up Makoto-Tatsuya-Atsushi. Τώρα για προηχογραφημένα μέρη, πιθανόν αν και ο ήχος είναι αρκετά "γεμάτος" για το Αν, δεν ήμουν εκεί και έγραψα με τα στοιχεία που έχω στα χέρια μου. Ημερομηνία 2.10.2003. Μιλάμε για την ίδια εμφάνιση ή μήπως έπαιξαν δύο μέρες;
Ο ήχος των RUINS είναι πολύ έντονος και "μεταλλικός", σαν να έπαιζαν οι MAGMA thrash metal. Απογειώνει με τη σπιρτάδα του σχεδόν αμέσως. Αντίθετα οι ACID MOTHERS είναι στα όρια του χαοτικού, νευρικά αμήχανοι αν με πιάνεις, σχεδόν ακούγονται σαν να βιάζονται να τελειώσουν το set.
ΥΓ. Η προέλευση του CDR είναι από τον γνωστό δόκτορα που ηχογραφεί όλα σχεδόν τα lives που παρευρίσκεται. Ημιεπαγγελματικός stereo ήχος με ικανοποιητικό "σώμα". Κοινό, πέρα από ψιλοκουβεντούλες δεν ακούγεται, δεν πρέπει να είχαν ιδιαίτερο κόσμο.
Αγαπητέ spacefreak,
ΑπάντησηΔιαγραφήΕκεινη την εποχη ακουγα αρκετα Ruins, μου εκανε πολυ εντυπωση ο ερχομος τους στην Αθηνα, εστω και συμπληρωματικα στους ΑΜΤ. Ο λογος μαλλον ηταν οτι ο Υoshida τους βοηθουσε τοτε στα live.
Εκανε αισθηση η απουσια του μπασιστα, οπως και η ποιοτητα των προηχογραφημενων μπασογραμμων του (καλος ηχος). Περιεργο να βλεπεις τον drummer να τα κανει ολα μονος του. Ειχε πλακα.
Δεν ειμαι σιγουρος για το αν επαιξαν τοσο πολυ ή λιγο οι Ruins τωρα που το σκεφτομαι...
Αλλα, ναι, οι ΑΜΤ ηταν ανευροι, κουρασμενοι κ με ενα 25αλεπτο σαν-τζαμαρισμα μας ειπαν καληνυχτα.
Εγω για τους Ruins πηγα, εστω κ για το λιγο που πηρα. Ασε που νομιζω οτι το live ηταν εμβολιμο, της τελευταιας στιγμης, σαν τελευταια μερα της περιοδειας τους. Συμβαινουν πολυ συχνα αυτα με τις συναυλιες στην Αθηνα.
Υπάρχει κοινό στην Ελλάδα που γουστάρει Samla Mammas Manna και μάλιστα ένας τρελός έγραψε και τέτοιο απίστευτο αφιέρωμα; Θα τρελαθώ....
ΑπάντησηΔιαγραφήΤρελός ε; E τότε θα δεις για τι άλλο θα γράψω ακόμα...
ΑπάντησηΔιαγραφή