Όλοι πληροφορηθήκαμε τις δηλώσεις της Μυρσίνης Λοΐζου (κόρη του Μάνου Λοΐζου) και του συνθέτη Ηλία Ανδριόπουλου, που ζήτησαν να μη ξανακουστούν σε συγκεντρώσεις και γιορτές του Πα.Σο.Κ. τα τραγούδια «Καλημέρα ήλιε» (των Μάνου Λοΐζου, Δημήτρη Χριστοδούλου) και «Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες» (των Ηλία Ανδριόπουλου, Μάνου Ελευθερίου). Δεν είμαι δικηγόρος και δεν γνωρίζω, από νομικής πλευράς, αν κάτι τέτοιο ευσταθεί ή όχι – το να απαγορεύσεις δηλαδή, και με ένδικα μέσα αν απαιτηθεί, τη χρήση ενός τραγουδιού (ορισμένοι, ίσως, να το καταφέρνουν) – εκείνο όμως που ξέρω (και το ξέρουν όλοι) είναι πως και τα δύο αυτά τραγούδια δεν γράφτηκαν για να υμνήσουν ούτε τον «πράσινο ήλιο», ούτε την ημέρα ίδρυσης του Πα.Σο.Κ. (3 Σεπτεμβρίου του ’74), και άρα η χρήση τους από τις… σοσιαλιστικές «δημόσιες σχέσεις» είναι παντελώς αυθαίρετη. Όπερ σημαίνει πως ο ίδιος ο Μάνος Λοΐζος ενόσω ζούσε έπρεπε να είχε απαγορεύσει τη χρήση τού τραγουδιού του ως «πασοκικού ύμνου» και όχι η κόρη του 37 χρόνια αργότερα (πάλι καλά) – λες και η πράσινη λαίλαψ ενέσκηψε ξαφνικά εν έτει δύο έντεκα –, ενώ το ίδιο έπρεπε να είχαν πράξει (από τότε) και ο Ηλίας Ανδριόπουλος με τον Μάνο Ελευθερίου, και όχι να επιτρέπουν αμφότεροι, για 32 ολόκληρα χρόνια, την αλλοίωση του τραγουδιού τους και την ακύρωσή του, ταυτοχρόνως, από τα «πράσινα» μεγάφωνα. Και το ξαναλέω. Δεν γνωρίζω από νομικής πλευράς τι ακριβώς συμβαίνει (στην πράξη), και σε ποιο βαθμό ο δημιουργός είναι κύριος τού έργου του. Έτσι κι αλλιώς έχει χυθεί πολύ μελάνι γι’ αυτά τα ζητήματα και άκρη δύσκολα βγαίνει· και δεν αναφέρομαι στη νομολογία, που είναι αυτή που είναι, αλλά στις ερμηνείες της και ό,τι εκπηγάζει απ’ αυτές. Πάντως, εκείνο που είναι προφανές(;) είναι η δυνατότητα που έχει ο καθείς, σε προσωπικό επίπεδο, να διαχωρίζει εγκαίρως τη θέση του – τουλάχιστον – δηλώνοντας στα Μέσα και τον Τύπο, πως δεν τον εκφράζουν συγκεκριμένες πρακτικές και πως επιφυλάσσεται για την επαναφορά του έργου του στην «κατάσταση», που ο ίδιος επιθυμεί. Και κάτι τέτοιο όχι για τα μάτια του κόσμου, αλλά για την ουσία και το νόημα της δημιουργίας. Δε συνέβη τότε. Συμβαίνει τώρα και μάλιστα στην περίπτωση Λοΐζου όχι από τον ίδιον, αλλά από την κληρονόμο του· άρα, το πράγμα αποκτά και μιαν άλλη διάσταση, την… κατά πόσον ο κληρονόμος και τα λοιπά. (Ουδεμία μομφή προς την κυρία Λοΐζου, η οποία έπραξε το αυτονόητο). Ας πούμε, όμως, και κάτι ακόμη.
Πολιτικά τραγούδια υπάρχουν τριών ειδών. Υπάρχουν, πρώτον, εκείνα που φέρουν πολιτικά μηνύματα, δίχως να ταυτίζονται αναγκαστικώς με συγκεκριμένους χώρους, δεύτερον, εκείνα που δεν είναι γραμμένα για τις ασκήσεις των κομματικών στρατών, μοιάζει όμως να προπαγανδίζουν συγκεκριμένες πολιτικές ομάδες ή κόμματα (κάτω από τον καπνό υπάρχει οπωσδήποτε φωτιά), με τους δημιουργούς να κάνουν ενίοτε τα «στραβά μάτια», επειδή έτσι αποκτούν ακροατήρια, γίνονται περισσότερο αναγνωρίσιμοι, εισπράττουν «δικαιώματα» κ.λπ., και τρίτον εκείνα που γράφονται σχεδόν ή απολύτως κατά παραγγελία, με σκοπό να καταναλωθούν από συγκεκριμένα ακροατήρια. Ο χωρισμός είναι οπωσδήποτε χονδρικός (καθότι υπάρχουν επιμέρους εξαιρέσεις) και σίγουρα μη αξιολογικός, αφού υφίστανται προπαγανδιστικά πολιτικά τραγούδια ή κατά παραγγελία, που να είναι σημαντικότερα από οποιαδήποτε «ελεύθερα» (φερ’ ειπείν, πολλά τραγούδια του Woody Guthrie). Ν’ αναφέρω, όμως ένα «ελληνικό» παράδειγμα από κάθε είδος, προκειμένου να γίνω πιο σαφής. Στην πρώτη κατηγορία θα τοποθετούσα το «Σκόνη, πέτρες, λάσπη» του Δημήτρη Πουλικάκου (ένα εξαιρετικό και από αισθητικής πλευράς, πολιτικό τραγούδι), στη δεύτερη το «Όχι δεν πουλάμε» των Θωμά Μπακαλάκου - Διονύση Τζεφρώνη (ένα, σχετικώς συμπαθές πολιτικό τραγούδι, που το πήρε η μπάλα της Μεταπολίτευσης), ενώ στην τρίτη το… «Να μας ζήση ο Στρατός» μια παραγωγή του Άρη Γκρούεζα, δημοτικοφανές κακό τραγούδι (άρα και κάκιστης αισθητικής) γραμμένο για την… εθνοσωτήριο. (Το τελευταίο το είχα βρει, πριν χρόνια στο παζάρι, και το είχα αγοράσει για τους δικούς μου λόγους. Φυσικά, το έχουν ανακαλύψει και διάφορα φασιστοειδή, ανεβάζοντάς το στο YouTube).Κάποιες φορές, πάντως, τα όρια ανάμεσα στη δεύτερη και την τρίτη περίπτωση γίνονται δυσδιάκριτα· για να μην πω πως τα κόμματα είχαν τούς (ταπεινούς) λόγους τους στην πριμοδότηση του τάδε ή του δείνα καλλιτέχνη. Έτσι, ο Φώντας Λάδης, μπορεί να έλεγε χθες (9/7) στη Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία, στην «έρευνα» της Ναταλί Χατζηαντωνίου «Πολιτικά τραγούδια στον κομματικό ιστό» πως το «Πάγωσε η τσιμινιέρα» και το «Δέντρο» δεν είχαν γραφεί για το ΚΚΕ, ασχέτως αν κόσμος το έλαβε έτσι επειδή είχαν πρωτοπαρουσιαστεί από τον ίδιον το Λοΐζο σε Φεστιβάλ της ΚΝΕ, όμως ο ίδιος (ο Λάδης) φαίνεται πως έχει ξεχάσει το 45άρι «Άνεργος/ Στη διαδήλωση» [PR 7Y], που κυκλοφόρησε το 1981, με τις αναγραφόμενες ευχαριστίες τής ΕΣΑΚ-Σ (συνδικαλιστική παράταξη του ΚΚΕ), στο οπισθόφυλλο του single! Διαβάζουμε σ’ εκείνο το κείμενο: «Ευχαριστούμε το συνθέτη Μάνο Λοΐζο, το στιχουργό Φώντα Λάδη, τον ερμηνευτή Μπάμπη Αντωνίου και τους συνεργάτες τους για την προσφορά τους με το δίσκο αυτό στην εργατική τάξη». Έτσι, λοιπόν, το ότι κάποια τραγούδια του Λοΐζου συνδέθηκαν με το ΚΚΕ δεν ήταν ούτε συμπτωματικό, ούτε τυχαίο. Και τα δύο tracks του single, που περίσσεψαν από το γνωστό τοις πάσι άλμπουμ «Τα Τραγούδια μας» [Minos, 1976] με τον Γιώργο Νταλάρα έχουν στίχους σαν και τούτους (διατηρώ την ορθογραφία του οπισθοφύλλου): «Καταμεσήμερο κι ένας εργάτης/ μέσα στους δρόμους τριγυρνά/ βδομάδα πέρασε που τον σχολάσαν/ μ’ άλλους πεντ’ έξη απ’ τη δουλιά. Για τη φαμίλια του, για τον αγώνα/ πρέπει ολόρθος να σταθεί./ Να κάνει δύναμη, να μη λυγίσει/ μέχρι το δίκιο του να βρει». Το ακούμε όχι από τον Μπάμπη Αντωνίου, αλλά από τον Γιώργο Νταλάρα, όπως συμπεριλήφθηκε στην έκδοση του άλμπουμ «Τα Τραγούδια μας», στην έκδοση της εφημερίδας Το Βήμα.
Ok… παρότι εκείνο το «καταμεσήμερο» μού κάθεται στο στομάχι. Λες και αν ήταν πρωί ή απόγευμα ο αγώνας τού ανέργου δεν θα δικαιωνόταν. Όχι τίποτ’ άλλο, αλλά έτσι θυμήθηκα κι έναν άλλον επίσης αχώνευτο στίχο του Φώντα Λάδη από τα «Τραγούδια της Λευτεριάς» [Lyra, 1978] του Θάνου Μικρούτσικου, με τη Μαρία Δημητριάδη. «Ο φασισμός δεν έρχεται από μέρος που λούζεται στον ήλιο και στ’ αγέρι…», λες και ο Παπαδόπουλος ή ο Ιωαννίδης δεν ήταν τέκνα της ηλιόλουστης και ολόφωτης Ελλάδας, αλλά του Αρκτικού Κύκλου…
Ανεξαρτήτως από το τι πράττουν τα κόμματα – από το πόσο, δηλαδή, μπορεί ν’ ακυρώσουν ένα πολιτικό τραγούδι –, και ανεξαρτήτως επίσης από τις εκάστοτε απαγορεύσεις των δημιουργών ή των κληρονόμων, εκείνο που εν τέλει έχει σημασία είναι ένα· το πολιτικό τραγούδι οφείλει να είναι σοβαρό, να είναι λαϊκό (ν’ αφορά στην κοινωνία δηλαδή) χωρίς να λαϊκίζει και, βεβαίως, να αντιπαρέρχεται την ποιητικούρα.
Άντε ν’ ακούσουμε και τη «Διαδήλωση» (Λοΐζος-Λάδης), από το 45άρι της ΕΣΑΚ-Σ με τον Μπάμπη Αντωνίου, αλλά όχι και ο… James Taylor (η αρχική φωτογραφία) με το Π.Α.ΜΕ ρε παιδιά.
UPDATE
(δυστυχώς το εν λόγω βίντεο έχει διαγραφεί από το YouTube)
Πολιτικά τραγούδια υπάρχουν τριών ειδών. Υπάρχουν, πρώτον, εκείνα που φέρουν πολιτικά μηνύματα, δίχως να ταυτίζονται αναγκαστικώς με συγκεκριμένους χώρους, δεύτερον, εκείνα που δεν είναι γραμμένα για τις ασκήσεις των κομματικών στρατών, μοιάζει όμως να προπαγανδίζουν συγκεκριμένες πολιτικές ομάδες ή κόμματα (κάτω από τον καπνό υπάρχει οπωσδήποτε φωτιά), με τους δημιουργούς να κάνουν ενίοτε τα «στραβά μάτια», επειδή έτσι αποκτούν ακροατήρια, γίνονται περισσότερο αναγνωρίσιμοι, εισπράττουν «δικαιώματα» κ.λπ., και τρίτον εκείνα που γράφονται σχεδόν ή απολύτως κατά παραγγελία, με σκοπό να καταναλωθούν από συγκεκριμένα ακροατήρια. Ο χωρισμός είναι οπωσδήποτε χονδρικός (καθότι υπάρχουν επιμέρους εξαιρέσεις) και σίγουρα μη αξιολογικός, αφού υφίστανται προπαγανδιστικά πολιτικά τραγούδια ή κατά παραγγελία, που να είναι σημαντικότερα από οποιαδήποτε «ελεύθερα» (φερ’ ειπείν, πολλά τραγούδια του Woody Guthrie). Ν’ αναφέρω, όμως ένα «ελληνικό» παράδειγμα από κάθε είδος, προκειμένου να γίνω πιο σαφής. Στην πρώτη κατηγορία θα τοποθετούσα το «Σκόνη, πέτρες, λάσπη» του Δημήτρη Πουλικάκου (ένα εξαιρετικό και από αισθητικής πλευράς, πολιτικό τραγούδι), στη δεύτερη το «Όχι δεν πουλάμε» των Θωμά Μπακαλάκου - Διονύση Τζεφρώνη (ένα, σχετικώς συμπαθές πολιτικό τραγούδι, που το πήρε η μπάλα της Μεταπολίτευσης), ενώ στην τρίτη το… «Να μας ζήση ο Στρατός» μια παραγωγή του Άρη Γκρούεζα, δημοτικοφανές κακό τραγούδι (άρα και κάκιστης αισθητικής) γραμμένο για την… εθνοσωτήριο. (Το τελευταίο το είχα βρει, πριν χρόνια στο παζάρι, και το είχα αγοράσει για τους δικούς μου λόγους. Φυσικά, το έχουν ανακαλύψει και διάφορα φασιστοειδή, ανεβάζοντάς το στο YouTube).Κάποιες φορές, πάντως, τα όρια ανάμεσα στη δεύτερη και την τρίτη περίπτωση γίνονται δυσδιάκριτα· για να μην πω πως τα κόμματα είχαν τούς (ταπεινούς) λόγους τους στην πριμοδότηση του τάδε ή του δείνα καλλιτέχνη. Έτσι, ο Φώντας Λάδης, μπορεί να έλεγε χθες (9/7) στη Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία, στην «έρευνα» της Ναταλί Χατζηαντωνίου «Πολιτικά τραγούδια στον κομματικό ιστό» πως το «Πάγωσε η τσιμινιέρα» και το «Δέντρο» δεν είχαν γραφεί για το ΚΚΕ, ασχέτως αν κόσμος το έλαβε έτσι επειδή είχαν πρωτοπαρουσιαστεί από τον ίδιον το Λοΐζο σε Φεστιβάλ της ΚΝΕ, όμως ο ίδιος (ο Λάδης) φαίνεται πως έχει ξεχάσει το 45άρι «Άνεργος/ Στη διαδήλωση» [PR 7Y], που κυκλοφόρησε το 1981, με τις αναγραφόμενες ευχαριστίες τής ΕΣΑΚ-Σ (συνδικαλιστική παράταξη του ΚΚΕ), στο οπισθόφυλλο του single! Διαβάζουμε σ’ εκείνο το κείμενο: «Ευχαριστούμε το συνθέτη Μάνο Λοΐζο, το στιχουργό Φώντα Λάδη, τον ερμηνευτή Μπάμπη Αντωνίου και τους συνεργάτες τους για την προσφορά τους με το δίσκο αυτό στην εργατική τάξη». Έτσι, λοιπόν, το ότι κάποια τραγούδια του Λοΐζου συνδέθηκαν με το ΚΚΕ δεν ήταν ούτε συμπτωματικό, ούτε τυχαίο. Και τα δύο tracks του single, που περίσσεψαν από το γνωστό τοις πάσι άλμπουμ «Τα Τραγούδια μας» [Minos, 1976] με τον Γιώργο Νταλάρα έχουν στίχους σαν και τούτους (διατηρώ την ορθογραφία του οπισθοφύλλου): «Καταμεσήμερο κι ένας εργάτης/ μέσα στους δρόμους τριγυρνά/ βδομάδα πέρασε που τον σχολάσαν/ μ’ άλλους πεντ’ έξη απ’ τη δουλιά. Για τη φαμίλια του, για τον αγώνα/ πρέπει ολόρθος να σταθεί./ Να κάνει δύναμη, να μη λυγίσει/ μέχρι το δίκιο του να βρει». Το ακούμε όχι από τον Μπάμπη Αντωνίου, αλλά από τον Γιώργο Νταλάρα, όπως συμπεριλήφθηκε στην έκδοση του άλμπουμ «Τα Τραγούδια μας», στην έκδοση της εφημερίδας Το Βήμα.
Ok… παρότι εκείνο το «καταμεσήμερο» μού κάθεται στο στομάχι. Λες και αν ήταν πρωί ή απόγευμα ο αγώνας τού ανέργου δεν θα δικαιωνόταν. Όχι τίποτ’ άλλο, αλλά έτσι θυμήθηκα κι έναν άλλον επίσης αχώνευτο στίχο του Φώντα Λάδη από τα «Τραγούδια της Λευτεριάς» [Lyra, 1978] του Θάνου Μικρούτσικου, με τη Μαρία Δημητριάδη. «Ο φασισμός δεν έρχεται από μέρος που λούζεται στον ήλιο και στ’ αγέρι…», λες και ο Παπαδόπουλος ή ο Ιωαννίδης δεν ήταν τέκνα της ηλιόλουστης και ολόφωτης Ελλάδας, αλλά του Αρκτικού Κύκλου…
Ανεξαρτήτως από το τι πράττουν τα κόμματα – από το πόσο, δηλαδή, μπορεί ν’ ακυρώσουν ένα πολιτικό τραγούδι –, και ανεξαρτήτως επίσης από τις εκάστοτε απαγορεύσεις των δημιουργών ή των κληρονόμων, εκείνο που εν τέλει έχει σημασία είναι ένα· το πολιτικό τραγούδι οφείλει να είναι σοβαρό, να είναι λαϊκό (ν’ αφορά στην κοινωνία δηλαδή) χωρίς να λαϊκίζει και, βεβαίως, να αντιπαρέρχεται την ποιητικούρα.
Άντε ν’ ακούσουμε και τη «Διαδήλωση» (Λοΐζος-Λάδης), από το 45άρι της ΕΣΑΚ-Σ με τον Μπάμπη Αντωνίου, αλλά όχι και ο… James Taylor (η αρχική φωτογραφία) με το Π.Α.ΜΕ ρε παιδιά.
UPDATE
(δυστυχώς το εν λόγω βίντεο έχει διαγραφεί από το YouTube)
sweet baby Π.Α.ΜΕ
ΑπάντησηΔιαγραφή