Στον καινούριο του δίσκο ο Λόλεκ (που υπογράφει ως «Λόλεκ» και όχι ως “Lolek”) επιχειρεί κάτι, που δεν το συναντάς συχνά στο ελληνικό τραγούδι· στην ελληνική δισκογραφία θα έλεγα καλύτερα. Επιδιώκει να μετατρέψει τις σκέψεις του σε στίχους (ό,τι πράττουν όλοι δηλαδή), δίχως να τον ενδιαφέρει μια κάποια επεξεργασία, που θα έδινε στα λόγια του μια τραγουδιστική χροιά. Μένει δηλαδή στο αρχέτυπο και το πρωτογενές, στην πηγαία ειλικρίνεια των αισθημάτων (δεν υπάρχει λόγος να αμφιβάλουμε γι’ αυτό), αδιαφορώντας (εσκεμμένως ή όχι δεν γνωρίζω) για ό,τι θα αποκαλούσαμε ως ολοκληρωμένη τραγουδοποιητική πρόταση. Πολλά μπορώ να υποθέσω, αλλά και σε πολλά μπορεί να πέφτω έξω – παρά ταύτα θα το επιχειρήσω.
Ο Λόλεκ φαίνεται να μην έχει ξεκαθαρίσει στον «Αχινό» [Inner Ear, 2011] τι ακριβώς θέλει να πράξει· και αιτία νομίζω πως είναι η επιλογή του να τραγουδήσει στην ελληνική. Έχω την εντύπωση δηλαδή πως δεν μπορεί να τακτοποιήσει το λεκτικό υλικό του, να το στριμώξει μέσα σε κάποια μέτρα μουσικά. Ως εκ τούτου η επιλογή τής «ελεύθερης» φόρμας (πάνω στην οποίαν θα μπορούσε να σταθεί, ούτως ή άλλως, ο οιοσδήποτε στίχος), μοιάζει ως η τελευταία λύση. Μόνο που είναι μια λύση εύκολη (όταν είναι), μια λύση εν πάση περιπτώσει που δεν προάγει το τραγούδι, αλλά κάτι που… μοιάζει με τραγούδι, κάτι, εν τέλει, που δύσκολα θα μπει σε κάποια χείλη. Και τούτο συμβαίνει όχι γιατί ο ελεγειακός χαρακτήρας του άλμπουμ δεν συμβαδίζει τάχα με τη συμπαγή μελωδία, το σταθερό ρυθμό, την αρμονική πληρότητα (ποσώς), αλλά γιατί δεν κατεβλήθη προσπάθεια οι ωραίοι δεκαπεντασύλλαβοι, που σκάνε που και που ανάμεσα στα λόγια («είναι φορές που νοσταλγώ, κοιτάζω πάλι πίσω/ και προσπαθώ να θυμηθώ τη γεύση τη δροσιά του») να αποκτήσουν ουσιαστικό λόγον ύπαρξης. Να μελοποιηθούν δηλαδή, και όχι απλώς να πεταχτούν πάνω σ’ έναν καμβά από ήχους.
Ok, δεν είναι ο Λόλεκ ο πρώτος που επιχειρεί κάτι τέτοιο. Ανάλογης προβληματικής δίσκοι από singer-songwriters (ή και γκρουπ) κυκλοφορούσαν ήδη από τα sixties και τα seventies και εξακολουθεί (εννοείται) να βγαίνουν και σήμερα (ιδίως σήμερα!). Όλοι έχουν υπ’ όψιν τους άλμπουμ όπως το “Lorca” του Tim Buckley, για να αναφερθώ σε κάτι πολύ γνωστό (κι από ’κει το “Anonynous proposition” ας πούμε), για να μη μιλήσω για το “Starsailor”, την ίδιαν ώρα που σημερινά συγκροτήματα όπως οι Charalambides ή ακόμη και… αι CocoRosie, έχουν ανάγει την αποστασιοποίηση σε στάση. Θέλω να πω δηλαδή πως ό,τι παρουσιάζει ο Λόλεκ στον «Αχινό» μπορεί να είναι συμβατό μ’ ένα γενικότερο πλέγμα απεξάρτησης από τις φόρμες, το οποίον όμως πλέγμα, έτσι όπως χαλαρώνει και επεκτείνεται, μπορεί να φθάσει να χωρέσει ακόμη και τον ατάλαντο, την ασχετοσύνη.
Υπάρχουν θέματα στον «Αχινό» που αφήνουν μια μουσικότητα, το «Μείνε ατάραχος», το «Δεν αρκεί», όπως και κάποια fragments εδώ κι εκεί, όμως το γενικό συμπέρασμα δεν μπορεί παρά να είναι ένα. Ο Λόλεκ οφείλει να προσέξει περισσότερο – αφού φαίνεται να τον ενδιαφέρει – τους ελληνικούς του στίχους· και εις βάθος και εις πλάτος και εις ύψος (δεν θα πρότεινα, δηλαδή, να επανέλθει στην αγγλική, παρότι το “Alone” φωτίζει ακόμη). Από ’κει και πέρα οι μουσικές θα ’ρθουν. Θα τις βρουν οι στίχοι εννοώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου