Η 23χρονη Βρετανή Joanne Shaw Taylor, θεωρείται από τα κορυφαία κιθαριστικά ταλέντα στην πατρίδα της (και στο είδος), έχοντας τα θερμά λόγια του Dave Stewart (των Eurythmics) να τη συνοδεύουν από την εφηβεία της. Τα προσόντα τής Taylor είναι σαφή και αδιαμφισβήτητα, όπως και τα... μειονεκτήματά της εξάλλου. Στα πρώτα θα ανέφερα το κιθαριστικό της παίξιμο (τόσο στο ρυθμικό – ιδίως σ’ αυτό –, όσο και στο lead επίπεδο), που είναι συμπαγές, διαυγές, δίχως πολλές φιοριτούρες, τη φωνή της (που είναι μια χαρά, δίχως τις «Joplin-ικές» κραυγές, που, συνήθως, ακούμε από κορίτσια-μουσικούς της ηλικίας της), ενώ στα δεύτερα (τα μειονεκτήματα) θα κατέτασσα την εμμονή της (το λέω βασισμένος και στα όσα διάβασα), να ασκείται μέσω ενός power rock trio (Jimi Hendrix, Stevie Ray Vaughan, Palladins οι αναφορές της). Τα μπλουζοτράγουδά της στο “White Sugar” [Ruf, 2009] είναι προτιμότερα από τα ροκ-μπλουζοτράγουδά της, ασχέτως αν, κι εδώ, ένα ακόμη power trio (ZZ Top) αποτελεί εικόνα της. #
Εντάξει, μπορεί να μην είναι Koko Taylor και Etta James, όμως η Sweet Suzi και το συγκρότημά της, οι Blues Experience, «το ’χουν». Διασκεδαστές, κυρίως, αφού τα περισσότερα από τα tracks είναι διασκευές, οι φίλοι μας φτιάχνουν ένα άλμπουμ – “Unbroken” [Music Avenue, 2009] – το οποίον ακούγεται με την άνεση των έργων, που γίνονται γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Βοηθάει τα μάλα η ωραία ενορχήστρωση (όλα τα βασικά, συν σαξόφωνα, όργανο, δύο τρομπέτες, τρομπόνι), και βεβαίως η στάση των μουσικών να μην… αποδεικνύουν τίποτα περισσότερο από αυτό που είναι. Καθαρά λόγια. #
Δεν είχα ξανακούσει ποτέ (έτσι νομίζω) το όνομα της Kellie Rucker. Γεννημένη στην Oklahoma City, η σκληροτράχηλη αυτή blueswoman επηρεάστηκε στα νειάτα της από τους Johnny Winter, James Cotton, James Montgomery και Roomful of Blues (όπως διαβάζω στο βιογραφικό της), πριν δημιουργήσει την πρώτη δική της μπάντα, που άκουγε στο όνομα Blues for Breakfast (κάπου ’κει στα eighties). Η… υπαρκτή καριέρα της, στο τραγούδι και τη φυσαρμόνικα, μετράει περισσότερο από 20 χρόνια, έχοντας εμφανισθεί παρά τω πλευρώ των Dizzy Gillespie, Stephen Stills, Albert Collins, James Cotton, ZZ Top, Dan Hicks, Warren Zevon, Little Feat, B.B. King κ.ά. Το “Blues Is Blues” [Music Avenue, 2009] είναι μάλιστα το τέταρτο άλμπουμ της, και αυτό, συνάμα, που φιλοδοξεί να την κάνει περισσότερο γνωστή και στην Ευρώπη· δεν γνωρίζω αν έγινε... Ηχογραφημένο σε δύο sessions, και με δύο διαφορετικά γκρουπ, στο Burbank και στο North Hollywood της Καλιφόρνια, το εν λόγω CD είναι, σχεδόν αποκλειστικώς, στηριγμένο σε δικές της συνθέσεις. Η Rucker ξέρει να γράφει (και να υποστηρίζει) τραγούδια. Και κυρίως ξέρει να τα ντύνει με δυναμικούς ήχους, καλύπτοντας διάφορα αισθητικά προφίλ. Από αγριεμένο rock (“Wild wild West”), μέχρι jazz ballads (το ωραιότερο όλων “Love and war”) και από αφόρητα ηλεκτρισμένα blues (“Rollin’ & tumblin’”), μέχρι ένα είδος gumbo music (“In the meantime”). Δύσκολο να την κατατάξεις. Λες ένα… americana και ξενοιάζεις. #
Για την Janiva Magness είχα γράψει πριν από 3 χρόνια στο Jazz & Τζαζ, με αφορμή, τότε, το πρώτο CD της για την Alligator (είχε τουλάχιστον μία 7άδα άλμπουμ, πριν, αλλού), το “What Love Will Do” (2008). Έλεγα εκεί: «πως ό,τι γουστάρει περισσότερο στη ζωή της, η Magness, είναι να ερμηνεύει το κλασικό blues-soul ρεπερτόριο (Al Green, Marvin Gaye, Candi Staton, Little Milton, Bill Withers, Tina Turner, Dorothy Moore...), αλλά κι ένα-δυο «άσχετα» (Annie Lenox...), μ’ έναν τρόπο που να παραπέμπει ηχητικώς στον ήχο της Stax, ή, έστω, της Hi!». Ε να λοιπόν που, τώρα, άλλαξαν τα γούστα της, εν μέρει. Στο πιο πρόσφατο άλμπουμ της “The Devil Is An Angel Too” [Alligator, 2010] η Magness μας παραδίδει ένα περισσότερο εσωτερικό άλμπουμ, πιο κοντά στο blues και το blues rock και λιγότερο προς τη soul. Μάλιστα, τα περισσότερα κομμάτια του νέου δίσκου είναι originals, ενώ οι διασκευές των “I’m gonna tear your playhouse down” (πρωτακούστηκε, μάλλον, από την Ann Peebles, αλλά, εδώ, η version θυμίζει πιο πολύ εκείνη των Graham Parker & The Rumour!) και “I want to do everything for you” (του Joe Tex) δεν αλλάζουν το γενικότερο κλίμα. Αυτό (το κλίμα) επιβάλλεται από το εισαγωγικό “The devil is an angel”, με τα κρουστά του Stephen Hodges, αλλά και με την όλη παρουσίαση, να θυμίζει Tony Joe White, την blues-ballad “I’m feelin’ good”, το αναλόγου ύφους “Weeds like us”. Και τα υπόλοιπα κομμάτια, όμως, δεν ξεφεύγουν και τόσο από την συνομολογημένη νεο-ορλεανική γραμμή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου