Η Sanda Weigl ή σκέτο Sanda δεν είναι τυχαία περίπτωση. Αυτό το διαπιστώνει ο καθείς αν ακούσει, απλώς, το τελευταίο της CD, που έχει τίτλο “Gypsy In a Tree” [Barbes, 2010] και στο οποίο η ρουμάνα ερμηνεύτρια αποδίδει τσιγγάνικα τραγούδια της πατρίδας της, τζαζοποιημένα μέσω μιας ιαπωνικής(!) μπάντας. Πριν, όμως, πω περισσότερα, ας δούμε εν τάχει την ιστορία της.
Η Sanda γεννήθηκε στο Βουκουρέστι, αλλά στις αρχές των sixties βρέθηκε με την οικογένειά της στο Ανατολικό Βερολίνο. Εκεί θ’ ανακατευτεί με την σφίζουσα beat σκηνή, μπαίνοντας ως τραγουδίστρια σ' ένα από τα καλύτερα γκρουπ της χώρας, τους Team 4 (των Thomas Natschinski και Hartmut Konig), τραγουδώντας, μάλιστα, ένα από τα κομμάτια της μπάντας, το “Der abend ist gekommen” από το 45άρι “Ich hab ihr ins gesicht gesehen/ Der abend ist gekommen” [Amiga 4 50 616, 1967]. Όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό της, η Sanda αντιμετώπισε προβλήματα με το καθεστώς επειδή εναντιώθηκε στη σοβιετική επέμβαση στην Πράγα, ενώ κάποια στιγμή θα μεταπηδήσει στο δυτικό τομέα, όπου και θα ανακατευτεί περισσότερο με το θέατρο, παρά με τη μουσική. Εκεί, θα γνωρίσει και θα παντρευτεί τον ηθοποιό και θεατρικό συγγραφέα Klaus Pohl, πριν μετακομίσει στις αρχές των 90s στη Νέα Υόρκη, ανακαλύπτοντας και πάλι το τραγούδι. Το 2002 πρέπει να κάνει, μάλιστα, το πρώτο τσιγγάνικο άλμπουμ της για την Knitting Factory, πριν επανέλθει με το “Gypsy In A Tree” τον προηγούμενο Ιανουάριο.
Έχοντας μεγαλώσει στο Βουκουρέστι με τη φωνή τής Maria Tanase και με όλους τους υπόλοιπους «δημοτικούς» μουσικούς και τραγουδιστές, η Sanda έχει στο αίμα της το gypsy song. Έχοντας δε δίπλα της, στις ενορχηστρώσεις, τον Anthony Coleman (συνεργάτης των Marc Ribot, John Zorn κ.ά.), άλλα και μια τριάδα, βασικά, ιαπώνων παικτών (Shoko Nagai πιάνο, ακορντεόν, farfisa, Stomu Takeishi bass guitar, Satoshi Takeishi κρουστά), η ρουμάνα ερμηνεύτρια ολοκληρώνει ένα άλμπουμ που ακούγεται εντελώς προχωρημένο· εν σχέσει με το υλικό, με το οποίον καταπιάνεται εννοώ. Κατ’ αρχάς οι ερμηνείες της έχουν κάτι το μπρεχτικό, το πάθος είναι λελογισμένο και η αποδραματοποίηση σαφής. Έπειτα, οι ενορχηστρώσεις δεν είναι τυπικές· το ίδιο και τα παιξίματα, που είναι πιο κοντά στην νεοϋορκέζικη downtown scene, παρά σε μία τυπική φολκλορική ορχήστρα. Η Sanda έκανε ένα ιδιόμορφο, ολίγον σκοτεινό, τσιγγάνικο άλμπουμ, που προσωπικώς (τηρουμένων κάποιων αναλογιών) μου φέρνει στο νου τα ανατριχιαστικά “Folk Songs” του Luciano Berio, με την Cathy Berberian. Κάπως μεγάλη η κουβέντα, αλλά – με φόβο Θεού – τη λέω.
Με σοβαρές σπουδές στην Αγγλική Φιλολογία, η πιανίστα Leslie Pintchik αποτελεί, εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον, περίπτωση της σκηνής του Manhattan. Με την ταυτόχρονη σχεδόν κυκλοφορία ενός νέου CD, αλλά κι ενός DVD/CD, η Leslie Pintchik και το κουαρτέτο της επανέρχονται στην επικαιρότητα, προτείνοντας την απολύτως ωραία μουσική τους. Το “We’re Here to Listen” [Pintch Hard, 2010] είναι ένα άλμπουμ απλό και καθαρό, που σε κερδίζει αμέσως με τις μελωδικές προτάσεις και βεβαίως την ιδιαίτερη ρυθμική δυναμική του, «σουινγκάροντας» δίχως παύση. Με τρεις versions και επτά originals, οι Scott Hardy μπάσο, ακουστική κιθάρα, Mark Dodge ντραμς, Satoshi Takeishi κρουστά και Leslie Pintchik πιάνο, αποδεικνύουν όχι μόνον την ικανότητά τους στα covers (το “Blowin’ in the wind” του Dylan, ανοίγει με ήχους από bells και gong, με την κλασική μελωδία να έρχεται και να επανέρχεται πάνω από μία άψογη brazilian βάση), αλλά και την άνεσή τους στη δημιουργία αυθεντικών, δικών τους, ατμοσφαιρών, που άλλοτε αφήνουν ένα latin ή και funk feeling, ενώ άλλοτε αγγίζουν τις μπαλαντικές γραμμές, προβάλλοντας πάντα «πλούσιες» αρμονίες και δυναμικό ρυθμικό κοντράστ (το “Ripe” είναι εξαιρετικό).
Ακριβώς τα ίδια χαρίσματα του γκρουπ έχουμε τη δυνατότητα να τα διαπιστώσουμε και ιδίοις όμμασι, βλέποντάς το στο “Live In Concert” [Pintch Hard, 2010], την παράστασή τους στο Shandelee Music Festival, στη Νέα Υόρκη, την 12/3/2009. Με δύο μόλις κοινά κομμάτια με το CD τους (το πρωτότυπο “Completely” και το “Blowin’ in the wind”), το Leslie Pintchik Quartet παρουσιάζει εμπρός σ’ ένα ήρεμο κοινό, σε μία εντελώς φιλική αίθουσα, ένα ωραίο 55λεπτο set, μέσα από το οποίο φέγγει το medley “Somewhere/ Berimbau” (Bernstein/ Baden Powell), που δείχνει, αν θέλετε, και τα αισθητικά όρια εντός των οποίων κινείται το κουαρτέτο.
Πολύ ωραία ξαναδοσμένο το "Blowin' in the wind".
ΑπάντησηΔιαγραφή