Ο Μανώλης Αγγελάκης είναι γνωστός στους παροικούντες όχι μόνον από τις παραγωγές του, τη συμμετοχή του στους Illegal Operation, αλλά και από τις προσωπικές του εκδόσεις· τη «Σταματίνα» [Hitch-Hyke, 2000] και τις «Δύσκολες Μέρες» [Σείριος, 2006]. Το πιο πρόσφατο άλμπουμ του έχει τίτλο «Τι Κάνουν οι Σκιές τη Νύχτα;» [Inner Ear] και είναι, θα έλεγα, μια φυσική εξέλιξη εκείνων που έχουν προϋπάρξει.
Ο Αγγελάκης είναι ένας τραγουδοποιός που ενδιαφέρεται να προβάλλει έναν τύπο ελληνικού τραγουδιού, ο οποίος να στηρίζεται στην αφηγηματικότητα, κόβοντας και ράβοντας – όπως είχα γράψει και παλαιότερα – ηχητικά επιμέρους από prog και desert rock, electronica, blues, avant, ακόμη κι από ρεμπέτικα ή και από ελαφρά, όχι εν είδει κολάζ, αλλά ως ένα σύστημα από απολύτως ελεγχόμενες και επικοινωνήσιμες μεταξύ τους φόρμες. Οι συνθέσεις του, στο επίπεδο του ακούσματος, είναι κατά βάση περιβάλλοντα, πάνω στα οποία αποτίθενται τα λόγια (δικά του ή του Χ. Κανελλόπουλου), που συνήθως αφορούν στις σύγχρονες αστικές πληγές («Ο Γιώργος ξύπνησε ένα βράδυ/ φίλησε τα τρία του παιδιά/ και χάθηκε στο πιο βαθύ σκοτάδι/ κι αν δεν με πιστεύεις ρώτα στο δρόμο τα σκυλιά. Ο Αντώνης ζούσε μια ζωή στρωμένη/ είχε αμάξι, σπίτι και δουλειά/ τώρα έχει ένα χαρτόκουτο στου Ρέντη/ κι αν δεν με πιστεύεις, ρώτα στο δρόμο τα σκυλιά»…), ενώ και στο επίπεδο της ερμηνείας, της εκφοράς δηλαδή (τραγουδά, κυρίως, ο ίδιος ο Αγγελάκης), ακολουθείται μία «συννεφιασμένη» τακτική, που μπορεί να θυμίζει ενίοτε Tom Waits (για να μην πάμε στον Charley Patton και τους… άσημους συντοπίτες του από το Δέλτα, τον Tommy McClennan ή τον Robert Petway). Φωνή γρέτζα δηλαδή, σκληρή και με φυσικό τρόπο θορυβώδης, απολύτως ταιριαστή με τούτες εδώ τις ελεγείες.
Ακόμη ένα συγκρότημα από την Πάτρα – την πόλη που «τυπώνει» γκρουπ με ακαταπόνητους ρυθμούς –, οι Monovine είναι ένα τρίο (κιθάρες-μπάσο-ντραμς, Stratos, Xeno, Sotiris δηλαδή), που επιχειρεί να δημιουργήσει ένα punky/power-pop σκηνικό, στηριγμένο στο απερίφραστο ομαδικό παίξιμο (βαρβάτη κιθαριστική ματιά, δίχως να απαγορεύονται και κάποια acoustic ηχοχρώματα, πυροβολικό bass guitar, αδυσώπητο drumming) και φυσικά στην άψογη και με γνώση ηχογράφηση-παραγωγή (συνέβαλε ο Θάνος Αμοργινός). Το “Cliche” [Inner Ear] είναι ένα άλμπουμ, που εμένα τουλάχιστον με πάει πίσω στο χρόνο (στις αρχές των 90s), στην περίπτωση κάποιων άλλων Πατρινών, των Mayday Overdrive, που κι εκείνοι, όπως και οι Monovine εξάλλου, είχαν για εικόνισμα τους Velvet Underground (ας ξεκινήσω από ’κει κι ας μείνω εκεί, αφήνοντας στην άκρη τα… grunge ξεφτίσματα), δίχως τούτο να σημαίνει πως αμφότερα τα γκρουπ, αλλά, πρωτίστως, οι Monovine, που εδώ μας ενδιαφέρουν, υπολείπονταν σε προσωπική ματιά. Στο άλμπουμ υπάρχουν, πράγματι, ώριμα τραγούδια, όπως το “Morphine”, το “Telescope” ή το “Jesus son”, δίχως κανένα από τα υπόλοιπα να ξεπέφτει στο τυχαίο ή το αδιάφορο.
Δεν γνωρίζω αν είναι δικαιολογημένος ή όχι ο θόρυβος που ξέσπασε γύρω από τους Baby Guru (το LP τους π.χ. εξαφανίστηκε μόλις λίγες μέρες μετά την έκδοσή του, αν και ξανατυπώθηκε), εκείνο που γνωρίζω είναι πως το πρώτο φερώνυμο άλμπουμ τους μόνον ως ιδιαιτερότητα μπορεί να αντιμετωπιστεί, μέσα στο σύνολο της ελληνικής σκηνής. Το συγκρότημα, που είναι βασικά τρίο (Obi Serotone, King Elephant, Sir Kosmiche) εμφανίζει έναν rock τύπο, που έλκει την καταγωγή από τους Can και τους Neu! (ήτοι… τους Can και τους Kraftwerk σε συσκευασία μία), προτείνοντας μια σειρά κομματιών, 2λεπτων, 3λεπτων και 4λεπτων, τα οποία – και εν αντιθέσει με το krautrock χάσιμο – αφήνουν μία κάπως pop χροιά. Οι διάρκειες παίζουν οπωσδήποτε ένα ρόλο προς την ποποίηση του “Baby Guru” [Inner Ear], αν και υπάρχουν tracks όπως π.χ. το “Perfect make-up” που ακούγονται στ’ αυτιά μου αρκούντως punky, δίχως ποτέ να απομακρύνονται από την τύπου Can ρυθμοδυναμική (ενίοτε δε και από την α λα Damo Suzuki ερμηνεία). Βεβαίως, οι Baby Guru είναι ένα συγκρότημα του σήμερα, που σκύβει κατ’ ευθείαν στους πατέρες του… ρυθμικού παρατεταμένου και όχι, ας πούμε, στους british επιγόνους (από τους Japan μέχρι τους O.M.D. και τους Loop, ου μην και τους Spacemen 3), που πάτησαν πάνω στους κραουτάδες, προκειμένου να πάνε παρακάτω. Θέλω να πω δηλαδή πως καλή είναι η αγάπη και η προσήλωση στον Holger Czukay και τον Jaki Liebezeit, όμως κάποια στιγμή θα πρέπει να υπάρξει εκείνος ο απογαλακτισμός, που θα οδηγήσει το όλον πράγμα σε ακόμη πιο προσωπικούς δρόμους. Κρίνοντας, τώρα, από κομμάτια όπως το “Kicks with Mary” π.χ. έχω την αίσθηση πως τούτο θα συμβεί.
Καλό το LP των Baby Guru Φώντα, δεν αντιλέγω, αλλά στα lives δεν τραβάνε...
ΑπάντησηΔιαγραφήΧμμμ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜου το είπε κι άλλος ένας, που κάπου τους είδε. Θα στρώσουν (αν μείνουν μαζί για καιρό και παίζουν τακτικά).
καλός ο δισκος των baby guru,αν και δισκος κραουτ με 14 νομιζω τραγουδια δεν νοειται.επίσης το προμοτάρισμα τους από τις κωλο free press-συγνωμη για το λεξιλόγιο αλλά θεωρώ πως το κακό που κάνουν αυτά τα σκατοέντυπα ειναι τεράστιο-το προμοτάρισμα τους λοιπόν δεν είναι στα υπέρ του γκρουπ και χάλασε πολύ κόσμο που ειχε κάθε καλή διάθεση να τους ακούσει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓι’ αυτό κι εγώ έγραψα για «pop χροιά» και «ποποίηση».
ΑπάντησηΔιαγραφήΜην κολλάς με τα free press. Το καταλαβαίνω αυτό που λες. Όπου δουν φως μπαίνουν και μετά… μην τον είδατε. Κι ούτε, φυσικά, το γκρουπ πρέπει να το κακίζουμε, που «εκμεταλλεύεται» την απληστία τους (μη χάσουνε καμιά οξεία – τα free press).
Ο δίσκος, ο κάθε δίσκος, από τη φύση του έχει μιαν αυτονομία. Ακούμε ανεπηρέαστοι (όσο γίνεται), σχηματίζοντας τη δική μας γνώμη.
ως ‘’σιωπηλός’’ αναγνώστης - πολύ καιρό- του εξαιρετικού αυτού blog , με ευκαιρία την ανάρτηση του σχολίου που άφορα την νέα δουλειά του Μ.Αγγελάκη θέλω να χαιρετήσω τον ίδιο, την δουλειά του , και φυσικά τον δημιουργό του δισκορυχείου που φωτίζει τις μουσικές μας αναζητήσεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπέσιος Λευτέρης (from small blues trap)
Σε ό,τι με αφορά σ’ ευχαριστώ. Καλή διαδρομή στους Small Blues Trap.
ΑπάντησηΔιαγραφή