Διάβασα πως ο Αδριανός Νόνης ήταν μέλος των Anima, οι οποίοι είχαν ηχογραφήσει ένα CD για την Ano-Kato Records, πριν καμιά δεκαριά χρόνια. Δεν μου είχαν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση (έτσι, τουλάχιστον, θυμάμαι). Άρα, επειδή το «Χαμογελάω» [Legend, 2010] ηχεί στ’ αυτιά μου… μεστότερα, θα έλεγα πως έχουμε να κάνουμε με μία εξέλιξη, προς τη θετική κατεύθυνση, της rock τραγουδοποιίας του νεαρού ακόμη μουσικού. Ο Νόνης επιχειρεί με τα τραγούδια του κοντά σ’ ένα feel good κλίμα, που καθορίζουν περισσότερο οι μουσικές και λιγότερο τα λόγια, που συχνά καταπιάνονται με τα καθημερινά προβλήματα του άστεως. Σε κομμάτια όπως το «Σαν μετανάστης» (ανακαλεί το ύφος του Γιώργου Δημητριάδη) τα καταφέρνει μια χαρά, σε άλλα, όμως, λιγότερο. Αχρείαστες οι versions στα «Ένα τραγούδι απ’ τ’ Αλγέρι» και «Πού ’σαι Θανάση».
Έχοντας ακόμη στη μνήμη μου την «Άγρυπνη Νύχτα» [Legend, 2008] έρχομαι να πω πως το νέο CD του Φώτη Ανδρικόπουλου «Έτσι οι Μέρες Περνούν» [Legend, 2010] δεν παρέχει κανένα νέο στοιχείο, που να με οδηγεί να διακρίνω το «κάτι παραπάνω». Ο Ανδρικόπουλος γράφει έξυπνες μελωδίες («Το καλοκαίρι ξέρει», «Μας ενώνει ένα θαύμα»), έχει και συμπαθητική φωνή, όμως τα στιχάκια που μελοποιεί είναι κοινά, ενώ και οι ενοργανώσεις του δεν ξεφεύγουν από την πεπατημένη. Χρειάζεται μεγαλύτερη προσπάθεια, που να κατατείνει στο αυτονόητο· στην εύρεση ταυτότητας.
O Βασίλης Μασσαλάς γνωρίζει να γράφει τραγούδια, βάζοντας από κάτω την υπογραφή του. Εννοώ πως είναι τόσο σίγουρος για την αποτελεσματικότητά τους, ώστε σ’ αυτό το ντεμπούτο CD του, που έχει τίτλο «[λοξή ματιά]» [Lyra, 2010], αποφασίζει να συνθέσει, να στιχουργήσει και να τραγουδήσει παίρνοντας ελάχιστες έξω βοήθειες. Βεβαίως, υπάρχουν κι οι μουσικοί που συντρέχουν στο άλμπουμ του (Άκης Κατσουπάκης πιάνο, πλήκτρα, Θύμιος Παπαδόπουλος πνευστά, Θανάσης Σοφράς μπάσο, Μιχάλης Νικολούδης παραγωγή…), όμως όλα τα υπόλοιπα είναι δικά του. Οι μπαλάντες τού Μασσαλά έχουν το προσόν της απλότητας, του αβίαστου αισθήματος, της ενδιαφέρουσας μελωδικότητας. Μένω δηλαδή στα… αργά «Δορυφόρος», «Δροσιά και καμίνι», «Εσύ τιμόνι» κι αφήνω τα… γρήγορα γι’ αργότερα…
Τον Χρήστο Γιαννόπουλο τον θυμάμαι από τα μέσα του ’80 και την μπαλάντα του «Όταν σβήνει η οθόνη», που ακουγόταν κατά κόρον στα ραδιόφωνα της εποχής. Αργότερα, ο Γιαννόπουλος έμπλεξε με το άσμα της νύχτας (δεν το λέω υποτιμητικώς), δίχως να παύσει να γράφει και τις ανάλογες ελαφρότητες (δεν το λέω υποτιμητικώς). Στο νέο του άλμπουμ «Τα Φώτα στην Αυλαία» [Καθρέφτης, 2010] έχει μοιράσει, χονδρικώς, τα τραγούδια του (λαϊκά και μοντέρνα) σε δύο CD. Τα μεν στο ένα, τα δε στο άλλο. Τα κομμάτια του Γιαννόπουλου είναι ολοκληρωμένα, να το πω, και κυρίως ευπρεπή. Οι αντίστοιχοι χώροι, στους οποίους απευθύνονται, δεν είναι, συχνότατα, ούτε ολοκληρωμένοι, ούτε ευπρεπείς. Συμμετέχουν: Χριστίνα Μαραγκόζη, Θανάσης Κομνηνός, Λάμπρος Καρελάς, Γιώργος Πολυχρονιάδης, Κώστας Μπίγαλης, Ηλίας Ασβεστόπουλος κ.ά.
Από τα Γιάννενα το επόμενο… ντανσικό CD, που έχει τίτλο “Season” [Private, 2010] και το οποίον υπογράφεται από το Group Didagma (ηγείται ο Gioco Ε. Δράμπαλος). Στο δίκτυο διάβασα πως ο Δράμπαλος, που χειρίζεται σαξόφωνα, φλάουτο, keyboards και κάνει προγραμματισμό, έχει καριέρα στη Στοκχόλμη και πως αυτή είναι η πρώτη του δουλειά στην Ελλάδα. Τα κομμάτια του, λοιπόν, ανήκουν στο light-dance late 70s-early 80s σκηνικό, και κάποια εξ αυτών θα μπορούσε να παίξουν τότε. Άλλα στις πίστες, άλλα σε άλλες εφαρμογές (χαλιά, επενδύσεις κ.λπ.). Τώρα δεν ξέρω…
Συμπαθητική περίπτωση ελληνορόκ συγκροτήματος (κάπως σε… καραμπόλα με Πυξ Λαξ και Τρύπες) τα Κίτρινα Ποδήλατα έχουν καινούριο CD, που τιτλοφορείται «+10» [ΜΒΙ, 2010]. Αφήνοντας τις διασκευές κατά μέρος («To όνειρο» του Μούτση, η «Όμορφη πόλη» των Μίκη και Γιάννη Θεοδωράκη), θα έλεγα πως από τα πρωτότυπα κομμάτια ελάχιστα είναι εκείνα που ξεχωρίζουν. Έτσι, πέραν κάποιων στίχων που επιχειρούν να καταγράψουν ένα πολιτικοκοινωνικό τέλμα (ενίοτε με καταγγελτικό τρόπο), ως συνολικά τραγούδια θα έλεγα πως ξεχωρίζουν μόλις δύο. Κυρίως το «Ακόμα μια ζωή» και δευτερευόντως το «Ήσουν κενή» (τούτο σε στίχους Ισαάκ Σούση).
Νέος τραγουδοποιός – τον προτείνει, μάλιστα, ο Θάνος Μικρούτσικος –, ο Πατρινός Νίκος Τσούκας δίνει με το «Τα Τραγούδια Δε Σώπασαν Ποτέ» [Legend, 2010] ευδιάκριτο στίγμα. Μπαλάντες (άλλες rock, άλλες λιγότερο), που βασίζονται σε κάπως πεσιμιστικούς θα τους χαρακτήριζα στίχους, οι οποίοι περιστρέφονται, κυρίως, γύρω από τα ζόρια των «τριάντα». Ο Τσούκας γράφει ωραίες μελωδίες, πράγμα που φαίνεται στην άνεση με την οποίαν μελοποιεί το «Ελντοράντο» του Poe (απόδοση από τον Κώστα Ουράνη), αλλά από ’κει και πέρα θα πρέπει να εμβαθύνει τόσο στη στιχουργική του (μπορεί οι περιγραφόμενες καταστάσεις να μη στερούνται ενδιαφέροντος, αλλά μέχρι να γίνουν τραγούδια θα πρέπει να μεσολαβεί κάτι περισσότερο…), όσο και στον τρόπο ένδυσης των τραγουδιών του. Στην αναζήτηση ενός ήχου δηλαδή, κάπως πιο προσωπικού. Από μόνες τους οι φωνές, που είναι και πάρα πολλές (Θηβαίος, Πασχαλίδης, Υπόγεια Ρεύματα, Μικρούτσικος, ο ίδιος), δεν αρκούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου