Mick Stover’s Gentlemen’s Blues Club… Μεγάλο όνομα για γκρουπ, σαν αυτά που συνηθίζονταν στα sixties· από ’κει δηλαδή που κρατάει η αισθητική σκούφια αυτών των Νοτιο-καλιφορνέζων, που ξεπατικώνουν (με την καλή έννοια το λέω) τους early Led Zep, μα ακόμη-ακόμη ZZ Top και Stevie Ray Vaughan. Σώζονται, γιατί το “The Sky’s On Fire” [Manifest Destiny, 2009] έχει, σχεδόν αποκλειστικώς, δικό τους υλικό, εντός του οποίου ξεχωρίζουν τα λιγότερο… θορυβοποιά τραγούδια (“State of grace”, “Longhorn honeymoon”). Αν και δεν είναι η σκληράδα το χαρακτηριστικό τής μπάντας του Mick Stover (παίζει μπάσο), αλλά η διάθεσή της να διαγράψει, με μιας, τουλάχιστον μια 15ετία αμερικανικού rock. Συμπαθείς.
Παλιός γνώριμος ο Tommy McCoy. Τον θυμάμαι από το “Lay My Demons Down” – τη συνεργασία του, με άλλα λόγια, με τον οργανίστα Lucky Peterson –, τώρα όμως είναι το “Live Blues In Britain” [Music Avenue, 2009], το ζωντανό του, δηλαδή από τα βρετανικά… περίχωρα. Χωρίς τον Lucky Peterson στο γκρουπ, αλλά με το hammond Β3 πάντα σε πρώτο πλάνο (χειρίζεται ο Fred Skidmore), o Tommy McCoy παραμένει, πάντα, ένας άξιος κιθαριστής με fat ήχο, στηριγμένος σχεδόν αποκλειστικώς στις δικές του (συνθετικές) δυνάμεις. Σχεδόν… γιατί, εδώ, έχουμε, πρώτον, μία ενδιαφέρουσα blues εκδοχή του “Money” των Pink Floyd (του Roger Waters δηλαδή) και δεύτερον την jazz-blues version ενός σπουδαίου τραγουδιού, που δεν πολύ-ακούγεται στο χώρο – του “Bricks in my pillow” του Robert Nighthawk. Μπορεί, προσωπικώς, να προτιμώ το βαθύ instro “Love n’ money”, αλλά και οι διασκευές δεν είναι του σωρού.
Από την Powder Springs της Georgia προέρχεται ο τραγουδιστής Patrick Vining και το συγκρότημά του, οι… Patrick Vining Band (Tommy Brown φωνή, Mike Bourne κιθάρα, Mookie Brill μπάσο, Pete Maier ντραμς, κρουστά, Trevor Roberts ντραμς, Matt Wauchope πιάνο, όργανο), τo δε “Atlanta Boogie” τους [Music Avenue, 2009] είναι ένα από τα πιο ευχάριστα blues CD, που άκουσα προσφάτως. Υπάρχει μιαν απλότητα στις πρωτότυπες συνθέσεις (έξι του Vining, δύο του Brown), αλλά και μία ειλικρίνεια στις εκδοχές (ένα τραγούδι του Jimmy Witherspoon κι ένα του Jimmy Rogers), που σε εξαναγκάζουν όχι απλώς να τους δεχτείς, αλλά κυρίως να τους παραδεχτείς. Πολύ καλή πενιά ο Mike Bourne, μ’ ένα ηχόχρωμα κοντά σ’ εκείνο του Rusty Zinn, απολαυστικά τα γεμίσματα του Wauchope στο πιάνο (κυρίως) και φυσικά πρώτης τάξεως το ογκώδες τραγούδισμα του Vining, χαρίζουν απαξάπαντα τα βασικά-υψηλά credits στο άλμπουμ.
Ρίχνοντας κανείς μια ματιά στα κατά καιρούς προγράμματα του φεστιβάλ του Montreux θα διαπιστώσει πως, πλέον, εμφανίζεται εκεί, κι η «κουτσή Μαρία». Δεν είναι όπως στα seventies, ας πούμε, όταν και τα ονόματα ήταν λιγότερα, αλλά, κυρίως, επιλεγμένα με περισσότερο ακριβά κριτήρια. Τα πράγματα έχουν αλλάξει. Σημασία, πέραν της όποιας, ή κάποιας, ποιότητας παίζει πλέον και η «ποσότητα»… Να έχεις και τούτον κι εκείνον και τον άλλον, στιβαγμένους απαξάπαντες στις διάφορες σκηνές και υποσκηνές… Αυτές οι σκέψεις περνούν απ’ το μυαλό μου καθώς ακούω τον Stevie Cochran στο “Live at Montreux” [Music Avenue, 2009]. Αμερικανός singer-songwriter του blues, ή του περίπου blues, μεγάλωσε στα sixties, πρωτοδισκογράφησε στα eighties, πατώντας Montreux 4-5(!) φορές – μία ήταν τον Ιούλιο του ’03, όταν ηχογραφήθηκε και το παρόν CD. Δεν είναι αμελητέα περίπτωση ο Cochran, αν, ίσως, αυτό αφέθηκε να εννοηθεί. Παίζει γόνιμα και με τρόπο, δίχως να γίνεται φορτικός με ανατροφοδοτούμενα soli, κατακρατεί (ορισμένες) ενδιαφέρουσες στιχουργικές εμπνεύσεις (“Why do they kill?”), τα instro του δεν είναι άνευ εμπνεύσεως ή τραβηγμένα. Επειδή έναν καλλιτέχνη ποτέ δεν μπορείς να τον απορρίψεις ή να τον υποτιμήσεις από τα live, περιμένω ν’ ακούσω και κάτι studio του Cochran, για να σχηματίσω πλήρη γνώμη.
Λευκός, Τεξανός, κοντά στα 50, ο Texas Slim, πράττει με το “Driving Blues” [Top Cat, 2009] ό,τι μαρτυρά ο τίτλος (τού πλέον πρόσφατου CD του). Οδηγημένο από την ηλεκτρική κιθάρα του blues, με σαφείς rock αναφορές (από Doors – το φερώνυμο κομμάτι, μέχρι Stevie Ray Vaughan – το “DeVille”), αλλά, ενίοτε, και με μία διάθεση χαλάρωσης, όταν οι περιπτώσεις το επιτάσσουν. Εκεί, θα συναντήσουμε το “When it’s cold outside”, με τις slide κιθάρες σε πρώτο πλάνο, και, κυρίως, το “And it is”, ένα ωραίο slow tempo με όργανο, ηλεκτρικές και dobro, βγαλμένο λες από την κόλαση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου