Πριν λίγες ημέρες αγόρασα το πρώτο LP του Αμερικανού Shawn Phillips, το “I’m a Loner”, που είχε βγει για πρώτη φορά στη βρετανική Columbia (Lansdowne Series) το 1965. Φυσικά όχι το original, καθότι είναι πανάκριβο, αλλά την επανέκδοση στην Timeless (500 αντίτυπα) που κυκλοφόρησε πριν από λίγα χρόνια. (Στο back cover αναγράφονται τρία έτη, το 1965 –σωστό, μιας και αφορά στην πρώτη κυκλοφορία του δίσκου– και ακόμη τα 1985 και 1987, που είναι κατ’ εμέ αδικαιολόγητα, αφού στη δεκαετία του ’80 δεν υπήρχε η Timeless).
Ο Phillips είχε γεννηθεί στο Fort Worth του Texas το 1943 και όπως γράφει στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ ο Denis Preston –ο σημαντικότερος promoter του skiffle και της jazz στη Βρετανία–, υπήρξε εκείνη τουλάχιστον την εποχή (mid sixties) επηρεασμένος από τον Woody Guthrie, κατορθώνοντας όμως να κάνει διακριτή την παρουσία του, αφού το feeling των τραγουδιών του δε σχετιζόταν ούτε μ’ εκείνο του Ramblin’ Jack Elliott, ούτε με το άλλο του Bob Dylan. Γράφει κι άλλα ο Preston… πως ο πατέρας τού Phillips ήταν συγγραφέας και πως η μητέρα του ήταν φωτομοντέλο, αλλά είχε πεθάνει πολύ νέα, το 1956. Ακόμη, πως είχε (και) Cherokee καταγωγή και πως έδινε την εντύπωση ανθρώπου που καβαλίκευε με άνεση τα άλογα, ασχέτως αν ως έφηβος, φεύγοντας απ’ το σπίτι του, είχε δουλέψει σε πετρελαιοπηγές, εκεί προς τα σύνορα Texas και Mexico. Επίσης το γεγονός ότι χειριζόταν 12χορδη έφερνε τον παικτικό του τρόπο πλησίον εκείνου του Lead Belly, με το ρεπερτόριό του να το αποτελούν τραγούδια του Phil Ochs, του Hamilton Camp, των Kingston Trio, των New Christy Minstrels, στάνταρντ (όπως το “My favorite things”), αλλά και δικά του κομμάτια.
Τo “I’m a Loner”, περιττό να το πω, είναι ένα εξαιρετικό folk άλμπουμ με ποικιλία τραγουδιών (hobo ballads, ερωτικά, αντιπολεμικά), που εναλλάσσονται με γνώση. Ο Phillips τραγουδά και παίζει με σπάνια ένταση – πρόκειται, ανά στιγμές, για ένα από τα πιο σκληρά ακουστικά LP που έφθασαν ποτέ στ’ αυτιά μου – δίνοντας ερμηνείες ανθολογίας στα “I’m a loner” του Travis Edmondson (Bud and Travis κ.λπ.) και “Pride of man” (του Hamilton Camp, που απογείωσαν οι Quicksilver Messenger Service το 1968), και βεβαίως στο δικό του “Little tin soldier”, που είπε και ο Donovan στο “Fairytale” (10/1965). Αλλά κι εκεί όπου απαιτείται να χαμηλώσουν οι τόνοι, π.χ. στο επίσης δικό του “Solitude” το αποτέλεσμα είναι εξ ίσου εντυπωσιακό, με τον Phillips να δείχνει χαρακτήρα μεγάλου ερμηνευτή. Προσδοκώ δε κάποια στιγμή να επανεκδοθεί, με το ωραίο βρετανικό cover, και το δεύτερο άλμπουμ του, το “Shawn” από το 1966 (εξ ίσου σπάνιο, αν όχι σπανιότερο του “I’m a Loner”), ώστε να συμπληρωθεί το δικό του παζλ των early days.
Από τα πολλά στοιχεία, που μπορεί να παρατεθούν για τον Shawn Phillips θέλω να σημειώσω μόλις δύο. Το πρώτο αφορά στην παραμονή του στην Ιταλία, στο χωριό Positano (κοντά στη Νάπολι), για κάμποσα χρόνια στα τέλη των sixties και τις αρχές των seventies (εκεί όπου έγραψε το υλικό των Contribution, Second Contribution, Collaboration και Faces), δηλώνοντας παρών και σ’ ένα τουλάχιστον ιταλικό LP της εποχής, το πολύ καλό “Suàn” [Βeautiful Black Butterfly] του Armando Piazza, που ηχογραφήθηκε στη Νάπολι τον Σεπτέμβριο του ’72 και το οποίον επανεξέδωσε η ελληνική Missing Vinyl το 2008. Το δεύτερον έχει να κάνει βεβαίως με τη συνεργασία του με τον Μάνο Χατζιδάκι στο soundtrack της ταινίας “The Martlet’s Tale” (1970) του John Crowther. O Shawn Phillips υπήρξε ο πρώτος (και με απόσταση ο καλύτερος) ερμηνευτής της «Μπαλάντας των αισθήσεων και των παραισθήσεων»…
Ακούμε το “I’m a loner” από το LP του ’65 και αμέσως μετά την «Μπαλάντα»…
Ο Phillips είχε γεννηθεί στο Fort Worth του Texas το 1943 και όπως γράφει στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ ο Denis Preston –ο σημαντικότερος promoter του skiffle και της jazz στη Βρετανία–, υπήρξε εκείνη τουλάχιστον την εποχή (mid sixties) επηρεασμένος από τον Woody Guthrie, κατορθώνοντας όμως να κάνει διακριτή την παρουσία του, αφού το feeling των τραγουδιών του δε σχετιζόταν ούτε μ’ εκείνο του Ramblin’ Jack Elliott, ούτε με το άλλο του Bob Dylan. Γράφει κι άλλα ο Preston… πως ο πατέρας τού Phillips ήταν συγγραφέας και πως η μητέρα του ήταν φωτομοντέλο, αλλά είχε πεθάνει πολύ νέα, το 1956. Ακόμη, πως είχε (και) Cherokee καταγωγή και πως έδινε την εντύπωση ανθρώπου που καβαλίκευε με άνεση τα άλογα, ασχέτως αν ως έφηβος, φεύγοντας απ’ το σπίτι του, είχε δουλέψει σε πετρελαιοπηγές, εκεί προς τα σύνορα Texas και Mexico. Επίσης το γεγονός ότι χειριζόταν 12χορδη έφερνε τον παικτικό του τρόπο πλησίον εκείνου του Lead Belly, με το ρεπερτόριό του να το αποτελούν τραγούδια του Phil Ochs, του Hamilton Camp, των Kingston Trio, των New Christy Minstrels, στάνταρντ (όπως το “My favorite things”), αλλά και δικά του κομμάτια.
Τo “I’m a Loner”, περιττό να το πω, είναι ένα εξαιρετικό folk άλμπουμ με ποικιλία τραγουδιών (hobo ballads, ερωτικά, αντιπολεμικά), που εναλλάσσονται με γνώση. Ο Phillips τραγουδά και παίζει με σπάνια ένταση – πρόκειται, ανά στιγμές, για ένα από τα πιο σκληρά ακουστικά LP που έφθασαν ποτέ στ’ αυτιά μου – δίνοντας ερμηνείες ανθολογίας στα “I’m a loner” του Travis Edmondson (Bud and Travis κ.λπ.) και “Pride of man” (του Hamilton Camp, που απογείωσαν οι Quicksilver Messenger Service το 1968), και βεβαίως στο δικό του “Little tin soldier”, που είπε και ο Donovan στο “Fairytale” (10/1965). Αλλά κι εκεί όπου απαιτείται να χαμηλώσουν οι τόνοι, π.χ. στο επίσης δικό του “Solitude” το αποτέλεσμα είναι εξ ίσου εντυπωσιακό, με τον Phillips να δείχνει χαρακτήρα μεγάλου ερμηνευτή. Προσδοκώ δε κάποια στιγμή να επανεκδοθεί, με το ωραίο βρετανικό cover, και το δεύτερο άλμπουμ του, το “Shawn” από το 1966 (εξ ίσου σπάνιο, αν όχι σπανιότερο του “I’m a Loner”), ώστε να συμπληρωθεί το δικό του παζλ των early days.
Από τα πολλά στοιχεία, που μπορεί να παρατεθούν για τον Shawn Phillips θέλω να σημειώσω μόλις δύο. Το πρώτο αφορά στην παραμονή του στην Ιταλία, στο χωριό Positano (κοντά στη Νάπολι), για κάμποσα χρόνια στα τέλη των sixties και τις αρχές των seventies (εκεί όπου έγραψε το υλικό των Contribution, Second Contribution, Collaboration και Faces), δηλώνοντας παρών και σ’ ένα τουλάχιστον ιταλικό LP της εποχής, το πολύ καλό “Suàn” [Βeautiful Black Butterfly] του Armando Piazza, που ηχογραφήθηκε στη Νάπολι τον Σεπτέμβριο του ’72 και το οποίον επανεξέδωσε η ελληνική Missing Vinyl το 2008. Το δεύτερον έχει να κάνει βεβαίως με τη συνεργασία του με τον Μάνο Χατζιδάκι στο soundtrack της ταινίας “The Martlet’s Tale” (1970) του John Crowther. O Shawn Phillips υπήρξε ο πρώτος (και με απόσταση ο καλύτερος) ερμηνευτής της «Μπαλάντας των αισθήσεων και των παραισθήσεων»…
Ακούμε το “I’m a loner” από το LP του ’65 και αμέσως μετά την «Μπαλάντα»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου