Πριν λίγες μέρες ένας αναγνώστης του περιοδικού μού ζήτησε
τηλεφωνικώς να του προτείνω μερικούς δίσκους του David Axelrod. Του είπα. Συγχρόνως
θυμήθηκα κι ένα κείμενο που είχα γράψει για την περιπτωσάρα του αμερικανού
συνθέτη πριν μερικά χρόνια (Jazz & Τζαζ τεύχος 153, 12/2005), το οποίον, αφού το ανασύρω,
το προσαρμόζω κάπως και το αναδημοσιεύω…
Ακούγοντας λοιπόν τις groovy, με μία νοσταλγική αύρα να τις χαϊδεύει, μουσικές του David Axelrod, κυρίως από τα χρόνια
του στην Capitol
(1966-1970), αναρωτιέται κανείς τι άραγε είναι εκείνο που εμποδίζει, σήμερα, το
να παράγονται τέτοιοι ήχοι. Το κυνήγι του εφήμερου; Η επιτυχία για την επιτυχία;
Η απουσία οράματος; Ή μήπως η έλλειψη ταλέντου, που να συνδέεται απ’ ευθείας με
μία φυσική διαδικασία; Τείνω προς το τελευταίο, επισημαίνοντας την αδυναμία,
πια, του να συγκινούμαστε από τα απλά πράγματα, τις καθαρές γραμμές. Στην
περίπτωση όμως του David Axelrod
υπάρχει και κάτι ακόμη, που κάνει αυτομάτως τις μουσικές του (εκείνης της
περιόδου) να βρίσκονται διαρκώς στην πρώτη ζήτηση. Η pop διάστασή τους, ή, άλλως, η
τοποθέτησή τους στο κέντρο ενός τετραγώνου, οι γωνίες του οποίου γράφουν “jazz”, “rock”, “classical”, “exotica” – πράγμα όχι σύνηθες για την
εποχή, αλλά πολύ φυσικό για τον Axelrod
που ένοιωθε το ίδιο κοντά στο hard-bop και την soul jazz του Cannonball Adderley, στο ψυχεδελικό rock των
Electric Prunes,
στο ρομαντισμό του Debussy ή του Fauré, στην πασιφική ατμόσφαιρα του Baxter ή του Denny. Αποτέλεσμα αυτής της
ολιστικής προσέγγισης ήταν η δημιουργία μιας φόρμας, που ήρθε να διαδεχθεί την space-age pop των προηγουμένων χρόνων, σκορπώντας στο lounge του καλοπερασάκια τα καλύτερα
μπαχάρια.
Ο «Ευρωπαίος» Axelrod, κυρίως στις προσωπικές δουλειές του, αλλά και στις
περισσότερες των παραγωγών του, θα διαγράψει μία ξεχωριστή πορεία, η ολοκλήρωση
της οποίας συμπίπτει με το λεγόμενο πέρας
της αθωότητας. Μάλιστα, την τελευταία δεκαετία το σκάψιμο που συντελείται
στο ηχητικό επιστητό θα επαναφέρει και πάλι στο προσκήνιο τον σημαντικό δημιουργό,
ο οποίος όχι μόνο ξαναμπαίνει στο στούντιο, αλλά βλέπει και το παλαιό του έργο
να επανεκτιμάται όπως πρέπει, να επανεκδίδεται σε LP και σε CD, να απασχολεί DJs και απλούς
ακροατές με τη δύναμη τού design του.
Γεννημένος το 1931 (ή κατ’ άλλους το 1933) στο Hollywood, ο Axelrod θα ανακατευτεί από
πολύ νωρίς (1956) με τις παραγωγές, αν και μόλις το 1964 θα του δοθεί η
δυνατότητα για κάτι περισσότερο σημαντικό, όταν θα καταλάβει υψηλή θέση στα
κλιμάκια της Capitol
στο L.A. Έχοντας την υποστήριξη του προέδρου
της Allen W. Livingstone, ο Axelrod αναλαμβάνει καθήκοντα
στο μαύρο τμήμα της εταιρείας,
βγάζοντας διαμάντια. Πουλέν, ο Lou Rawls
που πουλάει σαν τρελός, επιτρέποντας στον Axelrod να θέσει σε κίνηση τα πιο
προσωπικά του σχέδια. Fan της jazz,
δεν χάνει την ευκαιρία όταν ο Cannonball Adderley
έρχεται στην Capitol
μετά το 1964 (αν και ο Adderley πρωτοεμφανίστηκε στο label μ’ ένα άλμπουμ της Nancy Wilson, το 1961) να κάνει την
παραγωγή σ’ ένα ξακουστό LP
των sixties, στο “Mercy, Mercy, Mercy!/ Live at ‘The Club’” του 1966 (το “Mercy, mercy, mercy” ήταν βεβαίως το γνωστό θέμα του Joe Zawinul), δημιουργώντας ακόμη
μία εμπορική επιτυχία, ένα διαχρονικώς καλοπουλημένο jazz άλμπουμ. Οι φίλοι του rock θα γνωρίζουν τον David Axelrod από τη συνεργασία του
με τους Electric Prunes στα θρησκευτικά άλμπουμ “Mass in F Minor” [Reprise,
1968] και “Release of An Oath”
[Reprise, 1968] (ο Axelrod δεν έκανε την
παραγωγή, έγραψε όμως όλα τα κομμάτια και ενορχήστρωσε). Αλλά και οι φίλοι του
πρώιμου ethnic θα έχουν
ακουστά, οπωσδήποτε, για την κυρία Leta Mbulu, μία ηρωίδα της afro-pop
από τη δεκαετία του ’60, η οποία κάτω από την καθοδήγηση του Axelrod παρουσίασε όντως πρωτότυπες
ηχογραφήσεις.
Και με τις αυστηρώς δικές του ιδέες τι γινόταν όμως; Παραλλήλως
λοιπόν με τις παραγωγές ο Axelrod ξεκινά το προσωπικό του ταξίδι, δημιουργώντας μέσα σε τρία
χρόνια τρία θαυμάσια άλμπουμ ενός μοναδικού, όσο και ελκυστικότατου pop fusion, τα “Song of Innocence” (1968), “Songs of Experience” (1969) και “Earth Rot”(1970) –όλα στην Capitol– μεταφέροντας αύρα Morricone στα αμερικανικά ορχηστρικά
συντρίμμια. Αυτό ήταν! Αν και όπως διαβάζω στο booklet της
συλλογής “The Edge”
[Capitol Jazz,
2005], από το οποίο δανείστηκα και κάποια στοιχεία, όταν καταχώριζαν τον Axelrod στο fusion του καιρού του ο ίδιος
τσατιζόταν. Θεωρούσε ότι έπραττε κάτι όπως εκείνο των τριτο-ρευματικών (Gunther Schuller, John Lewis κ.λπ.), οι οποίοι έφερναν σε
επικοινωνία την κλασική με την jazz.
Ναι όντως. Με μία μόνη διαφορά. Ο τύπος έγραφε ελαφρά μουσική για τον πολύ κόσμο…
Σε κάθε περίπτωση πάντως, όλα τα παραπάνω μπορεί να
λειτουργήσουν μόνον ως αφορμή για ένα περαιτέρω ψάξιμο. Ένα ψάξιμο που θα ξεκινά
φερ’ ειπείν από τους άξιους ψυχεδελικούς Common People του “Of the People/ by the People/ for the People from The Common People” [Capitol, 1969] –ο Axelrod αναφέρεται
στα thanks– και τους Pride με το φερώνυμο άλμπουμ [Warner Bros, 1970], για να καταλήξει
στο all girl γκρουπ The Four King Cousins με το “Introducing…”
[Capitol, 1968] και στον ορλεανικό soulman/funkster Willie Tee με
το “I’m Only a Man” [Capitol, 1968]. Φυσικά,
όλο και κάτι ψιλά θα υπάρχουν ενδιαμέσως…
Πραγματικά ξεχωριστός ο David Axelrod, με την έννοια ότι δεν μοιάζει με κάτι άλλο... μοναδικός. Πολύ ωραίο κείμενο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλέξανδρος
μικρός Θεός.Μου αρέσει πολύ τo rhythm n' section σε όλους τους δίσκους που είναι παραγωγός.Ο DJ Shadow τον εχει "κατακλέψει" στο "Endtroducing".Και νάταν μόνο αυτός...
ΑπάντησηΔιαγραφή